1. Οι περί Ταμείων Προνοίας Νόμοι του 1981, 1986 και 1995 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Ταμείων Προνοίας Νόμοι του 1981 μέχρι 1995.
2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-
"άμεση διάκριση λόγω φύλου" σημαίνει δυσμενή μεταχείριση ευθέως και εμφανώς συνδεόμενη με το φύλο, την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, τη γαλουχία ή τη μητρότητα·
"αρχή της ίσης μεταχείρισης" σημαίνει την απουσία κάθε διάκρισης λόγω φύλου, είτε άμεσης είτε έμμεσης, σε συσχετισμό ιδίως με την έγγαμη ή οικογενειακή κατάσταση·
"Διαχειριστική Επιτροπή" αναφορικώς προς οιονδήποτε ταμείον προνοίας σημαίνει την Διαχειριστικήν Επιτροπήν την οριζομένην δυνάμει του καταστατικού του ταμείου, ως προβλέπεται υπό του άρθρου 14·
"Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών" σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 12 των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1980 καθιδρυθέν Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών και περιλαμβάνει παν Τμήμα αυτού·
"έμμεση διάκριση λόγω φύλου" υπάρχει όταν μια διάταξη, ένας όρος, ένα κριτήριο ή μια πρακτική εκ πρώτης όψεως ουδέτερη/ο θίγει ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ατόμων του ενός φύλου, εκτός εάν αυτή η διάταξη, ο όρος, το κριτήριο ή η πρακτική μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς το φύλο·
"εργοδότης" σημαίνει οιονδήποτε εργοδότην ο οποίος εισφέρει εις ταμείον προνοίας δυνάμει του καταστατικού αυτού και περιλαμβάνει την Κυβέρνησιν της Δημοκρατίας·
"Έφορος" σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 3 οριζόμενον Έφορον ταμείων προνοίας·
"Κανονισμοί" σημαίνει Κανονισμούς εκδιδομένους υπό του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει του παρόντος Νόμου·
"καταστατικόν" σημαίνει τους κανόνας τους διέποντας την λειτουργίαν ταμείου προνοίας·
"λειτουργούν ταμείον προνοίας" σημαίνει ταμείον προνοίας ιδρυθέν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφ' όσον τούτο δεν έχει διαλυθή προ της ημερομηνίας ταύτης·
"μέλος" σημαίνει μισθωτόν ο οποίος κατέβαλεν ή καταβάλλει ή υπέρ του οποίου κατεβλήθησαν ή καταβάλλονται εισφοραί εις ταμείον προνοίας δυνάμει του καταστατικού αυτού, εφ' όσον ούτος δεν απώλεσε την ιδιότητα του μέλους δυνάμει του τοιούτου καταστατικού·
"μητρώον" σημαίνει το μητρώον ταμείων προνοίας το τηρούμενον υπό του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 4·
"μισθωτός" σημαίνει μισθωτόν εν τη εννοία του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980·
"ταμείον προνοίας" σημαίνει οιονδήποτε ταμείον ή σχέδιον το οποίον-
(ι) προβλέπει διά την καταβολήν χρηματικών παροχών προς μισθωτούς εν περιπτώσει τερματισμού της απασχολήσεως, μονίμου ανικανότητος προς εργασίαν, αφυπηρετήσεως ή θανάτου· και
(ii) χρηματοδοτείται διά περιοδικών εισφορών υπό των μισθωτών ή υπό των μισθωτών και των εργοδοτών αυτών, εξαιρουμένου, όμως, οιουδήποτε ταμείου ή σχεδίου ιδρυθέντος δυνάμει νόμου·
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργόν Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
"ωφέλημα" σημαίνει ωφέλημα καταβαλλόμενον εκ ταμείου προνοίας δυνάμει του καταστατικού αυτού.
- 44/1981
- 150/1986
- 130(I)/2002
3. Ο Υπουργός ορίζει δημόσιον υπάλληλον υπηρετούντα παρά τω Υπουργείω Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως Έφορον ταμείων προνοίας, ούτος δε έχει την ευθύνην εφαρμογής του παρόντος Νόμου και ασκεί πάσαν ετέραν εξουσίαν και εκτελεί παν έτερον καθήκον ή υπηρεσίαν, καθοριζομένην ή ανατιθεμένην αυτώ υπό του παρόντος Νόμου.
4. Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ο Έφορος τηρεί μητρώον ταμείων προνοίας εις το οποίον καταχωρίζονται η επωνυμία, η έδρα, η ημερομηνία ιδρύσεως και η ημερομηνία εγγραφής εκάστου ταμείου προνοίας.
5.-(1) Εντός εξήκοντα ημερών από της ιδρύσεως ταμείου προνοίας η Διαχειριστική Επιτροπή ή οι ιδρυταί αυτού υπέχουσιν υποχρέωσιν όπως υποβάλωσιν αίτησιν προς τον Έφορον προς εγγραφήν του ταμείου.
(2) Η αίτησις εγγραφής συνοδεύεται υπό του καταστατικού του ταμείου προνοίας υπογεγραμμένου υπό των αιτητών και δηλώσεως αναφερούσης τα ονόματα και τας διευθύνσεις των ιδρυτών ή των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Έφορος δύναται να απαιτήση παρά των αιτητών όπως προσαγάγωσι τοιαύτα έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίας άτινας ήθελε κρίνει αναγκαίας προς εξέτασιν της αιτήσεως.
6. Εφ' όσον ο Έφορος ήθελεν ικανοποιηθή ότι συντρέχουσιν οι νόμιμοι όροι και ότι το καταστατικόν του ταμείου προνοίας συνάδει προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, δέχεται την αίτησιν, εγγράφει το ταμείον προνοίας εν τω μητρώω και εκδίδει πιστοποιητικόν εγγραφής.
7.-(1) Το ταμείον προνοίας αποκτά νομικήν προσωπικότητα επί τη εγγραφή του εις το μητρώον, η οποία απόλλυται επί τη διαλύσει του ταμείου.
(2)Το πιστοποιητικόν εγγραφής αποτελεί, πλην των περιπτώσεων καθ' ας τούτο ήθελεν αποδειχθή ανακληθέν ή ακυρωθέν, αναμφισβήτητον απόδειξιν περί της εγγραφής του ταμείου προνοίας, περί της ημερομηνίας εγγραφής αυτού και περί τηρήσεως απασών των νομίμων προϋποθέσεων.
8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, παν ταμείον προνοίας διέπεται υπό του καταστατικού αυτού.(2) Το καταστατικόν ταμείου προνοίας δέον όπως καθορίζη-
(α)την επωνυμίαν και την έδραν του ταμείου προνοίας,
(β) τους όρους της εισδοχής των μελών και τας συνθήκας υφ' ας ταύτα παύουν να είναι μέλη,
(γ) τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών,
(δ) την Διαχειριστικήν Επιτροπήν του ταμείου προνοίας ως και τους όρους της εκλογής ή διορισμού και παύσεως των μελών αυτής και τας αρμοδιότητας και τους όρους λειτουργίας αυτής,
(ε) τους όρους υφ' ους δύναται να συγκαλήται, συνεδριάζη και αποφασίζη η συνέλευσις των μελών,
(στ) τους όρους υφ' ους δύναται να τροποποιηθή το καταστατικόν,
(ζ) το ποσόν ή ποσοστόν εισφορών των μελών και του εργοδότου,
(η) την τήρησιν και έλεγχον των λογαριασμών του ταμείου προνοίας, και
(θ) τους όρους διαλύσεως αυτού.(3) Ουδέν μέλος ταμείου προνοίας δύναται να έχη πέραν της μιας ψήφου δυνάμει του καταστατικού του ταμείου προνοίας.
8Α.—(1) Στα καταστατικά των ταμείων προνοίας εφαρμόζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης για άνδρες και γυναίκες. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η προστασία των γυναικών λόγω μητρότητας.
(2) Για τη διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα καταστατικά των ταμείων προνοίας τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Ίσης Μεταχειρίσεως Ανδρών και Γυναικών στα Επαγγελματικά Σχέδια Κοινωνικής Ασφάλισης Νόμου του 2002.
9. Οσάκις ο Έφορος απορρίπτη αίτησιν προς εγγραφήν ταμείου προνοίας, αποστέλλει προς τους αιτητάς, εντός δέκα ημερών από της οικείας αποφάσεως, έγγραφον γνωστοποίησιν του γεγονότος, περιλαμβάνουσαν και το αιτιολογικόν της αποφάσεως.
10.-(1) Ο Έφορος δύναται κατά πάντα χρόνον να ακυρώση ή ανακαλέση πιστοποιητικόν εγγραφής ταμείου προνοίας, εάν αποδειχθή ότι το ταμείον προνοίας εσκεμμένως και παρά την σχετικήν προειδοποίησιν του Εφόρου παρέβη οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή του καταστατικού αυτού ή ότι έπαυσεν υφιστάμενον.
(2) Πριν ή ανακληθή ή ακυρωθή πιστοποιητικόν εγγραφής ταμείου προνοίας, ο Έφορος παρέχει τω ταμείω προνοίας έγγραφον προειδοποίησιν ενός τουλάχιστον μηνός καθορίζουσαν τους λόγους της σκοπουμένης ανακλήσεως ή ακυρώσεως.
11. Πάσα τροποποίησις του καταστατικού δύναται να ισχύη αναδρομικώς από της ψηφίσεως της, αλλά μόνον μετά την έγκρισιν και εγγραφήν αυτής εις το μητρώον, κατόπιν εγγράφου αιτήσεως της Διαχειριστικής Επιτροπής του ταμείου προνοίας υποβαλλομένης προς τον Έφορον εντός δεκαπέντε ημερών από της τοιαύτης τροποποιήσεως.
12. Πάσα αλλαγή εις τα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής γνωστοποιείται εις τον Έφορον εντός δέκα ημερών από της τοιαύτης αλλαγής.
13.-(1) Παν ταμείον προνοίας όπερ παραλείπει να υποβάλη αίτησιν προς εγγραφήν εντός της διά του παρόντος Νόμου τεταγμένης προθεσμίας, ως και παν ταμείον προνοίας του οποίου η αίτησις εγγραφής απερρίφθη ή του οποίου το πιστοποιητικόν εγγραφής ανεκλήθη ή ηκυρώθη, παύει να εισπράττη εισφοράς.
(2) Αι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και επί παντός ταμείου προνοίας το οποίον παύει να εισπράττη εισφοράς δυνάμει του παρόντος άρθρου.
14.-(1) Το ταμείον προνοίας διοικείται υπό Διαχειριστικής Επιτροπής αποτελούμενης εξ ουχί ολιγωτέρων των τριών προσώπων, ως ήθελεν ορισθή διά του καταστατικού του τοιούτου ταμείου.
(2) Η Διαχειριστική Επιτροπή εκάστου ταμείου προνοίας επιμελείται των υποθέσεων του ταμείου και αντιπροσωπεύει τούτο δικαστικώς και εξωδίκως.
(3) Η έκτασις της εξουσίας της Διαχειριστικής Επιτροπής προσδιορίζεται εκ του καταστατικού, ο δε προσδιορισμός ούτος ισχύει και έναντι τρίτου. Η εξουσία αυτής εν αμφιβολία εκτείνεται και εις πάσαν συναφή πράξιν.
(4)Δικαιοπραξίαι επιχειρηθείσαι υπό της Διαχειριστικής Επιτροπής ταμείου προνοίας εντός των ορίων της εξουσίας της δεσμεύουσι το τοιούτο ταμείον.
(5) Το ταμείον προνοίας ευθύνεται εκ των πράξεων ή παραλείψεων των αντιπροσωπευόντων αυτό οργάνων, εφ' όσον η πράξις ή παράλειψις έλαβε χώραν κατά την εκτέλεσιν των ανατιθεμένων εις αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωσιν αποζημιώσεως. Ευθύνεται επί πλέον εξ ολοκλήρου και το υπαίτιον πρόσωπον.
15. Η Διαχειριστική Επιτροπή εκάστου ταμείου προνοίας τηρεί ή φροντίζει όπως τηρώνται-
(α) βιβλία πρακτικών καθ' ον τρόπον ήθελε προνοηθή διά του καταστατικού ή καθορισθή διά Κανονισμών εις α θα καταγράφωνται τα πρακτικά και αι αποφάσεις αυτής και της συνελεύσεως των μελών,
(β) μητρώον των μελών του ταμείου καθ' ον τρόπον και περιέχον τοιαύτας λεπτομερείας ως ήθελε καθορισθή διά Κανονισμών,
(γ) κανονικά λογιστικά βιβλία δεικνύοντα σαφή εικόνα των δικαιοπραξιών και δοσοληψιών ως και αποδεικτικά των εισπράξεων και πληρωμών του ταμείου, και
(δ) τοιαύτα έτερα βιβλία και λογαριασμοί ως ήθελε καθορισθεί διά Κανονισμών.
16. Εντός εξ μηνών από της λήξεως εκάστου οικονομικού έτους η Διαχειριστική Επιτροπή εκάστου ταμείου προνοίας ετοιμάζει λογαριασμόν εσόδων και εξόδων και ισολογισμών διά το τοιούτον έτος, διά των οποίων δεικνύεται η αληθής και ακριβής οικονομική κατάστασις του τοιούτου ταμείου.
17.-(1) Τα βιβλία και οι λογαριασμοί του ταμείου προνοίας ελέγχονται υπό ελεγκτού διοριζομένου, εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, υπό της Διαχειριστικής Επιτροπής.
(2) Ο ελεγκτής έχει το δικαίωμα επιθεωρήσεως όλων των βιβλίων, εγγράφων και λογαριασμών του ταμείου προνοίας, δικαιούται δε όπως απαιτήση παρά οιουδήποτε μέλους της Διαχειριστικής Επιτροπής ή άλλου αξιωματούχου του τοιούτου ταμείου, την παροχήν πληροφοριών ή επεξηγήσεων άτινας ήθελε θεωρήσει αναγκαίας διά την εκτέλεσιν του καθήκοντος του.
(3) O ελεγκτής ετοιμάζει και υποβάλλει την έκθεσιν του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος προς την Διαχειριστικήν Επιτροπήν, η οποία δημοσιεύει ταύτην ομού μετά των λογαριασμών του ταμείου προνοίας, καθ' ον τρόπον ο Έφορος ήθελε θεωρήσει ικανοποιητικόν.
(4) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ελεγκτής σημαίνει πρόσωπον έχον τα προσόντα προς διορισμόν ως ελεγκτής εταιρείας δυνάμει του άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:Νοείται ότι ο Έφορος δύναται να εγκρίνη τον διορισμόν ως ελεγκτού οιουδήποτε καταλλήλου προσώπου, μη έχοντος τα ως είρηται προσόντα, οσάκις ο τοιούτος διορισμός κρίνεται εύλογος λαμβανομένων υπ' όψιν του ύψους των εισφορών και του ενεργητικού, ως και του αριθμού των μελών του ταμείου προνοίας.
18. Το ταχύτερον δυνατόν μετά την υποβολήν της εκθέσεως του ελεγκτού η Διαχειριστική Επιτροπή εφοδιάζει έκαστον μέλος του ταμείου προνοίας διά καταστάσεως δεικνυούσης το ποσόν το οποίον ευρίσκεται εις πίστιν του μέλους κατά το τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους.
20.-(1) Πας εργοδότης υποχρεούται εις την καταβολήν εις το ταμείον προνοίας-
(α) παντός ποσού ληφθέντος ή παρακρατηθέντος υπ' αυτού ως εισφορών μέλους προς το τοιούτο ταμείον• και
(β) την υπ' αυτού καταβλητέαν εισφοράν αναφορικώς προς την περίοδον διά την οποίαν έλαβεν ή παρεκράτησεν εισφοράν μέλους.
(2)0 χρόνος και ο τρόπος καταβολής εισφορών προς το ταμείον προνοίας καθορίζεται διά Κανονισμών.
21 .-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα ωφελήματα τα οποία καταβάλλονται εκ ταμείου προνοίας καθορίζονται διά του καταστατικού αυτού.
(2) Ωφελήματα εκ ταμείου προνοίας δύνανται να καταβάλλωνται μόνον εις μέλος τοιούτου ταμείου ή τους νομίμους κληρονόμους του μέλους-
(α) εν περιπτώσει αφυπηρετήσεως, ήτοι όταν το μέλος υπερβή την καθοριζομένην διά του καταστατικού ηλικίαν,
(β) εν περιπτώσει καθ' ην το μέλος ήθελε καταστή μονίμως ανίκανον προς εργασίαν,
(γ) εν περιπτώσει θανάτου του μέλους,
(δ) εν περιπτώσει τερματισμού της απασχολήσεως του μέλους, ή
(ε) εν περιπτώσει διαλύσεως του ταμείου:Νοείται ότι προκειμένου περί μέλους ταμείου προνοίας το οποίον λειτουργεί διά τους μισθωτούς πλειόνων του ενός εργοδοτών, τερματισμός της απασχολήσεως του τοιούτου μέλους δεν παρέχει δικαίωμα εις ωφέλημα δυνάμει της παραγράφου (δ), εφ' όσον εντός εξ μηνών από του τερματισμού της απασχολήσεως αυτού το μέλος ήθελεν απασχοληθή υπό τίνος των ως είρηται εργοδοτών.
(3) Κάθε εκχώρηση ή επιβάρυνση ωφελήματος στο Ταμείο Προνοίας, καθώς και κάθε συμφωνία για εκχώρηση ή επιβάρυνση του, είναι άκυρη και σε περίπτωση πτώχευσης προσώπου το οποίο δικαιούται ωφέλημα, το ωφέλημα αυτό δεν περιέρχεται στο σύνδικο της πτώχευσης ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό των πιστωτών του προσώπου που πτώχευσε.
(4) Ωφέλημα από Ταμείο Προνοίας δεν υπόκειται σε κατάσχεση με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο:Νοείται ότι οι διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που μέλος του Ταμείου Προνοίας συνάπτει δάνειο με το ίδιο το Ταμείο του οποίου είναι μέλος.
- 44/1981
- 23(I)/1995
22. Κανονισμοί θέλουσι καθορίσει τας προϋποθέσεις υφ' ας η αξίωσις μέλους ταμείου προνοίας προς λήψιν του εις πίστιν του ποσού παραγράφεται, ως και τον τρόπον διαθέσεως του ποσού, το οποίον ελλείψει του παρόντος άρθρου, θα κατεβάλλετο εις το μέλος.
23.-(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ οιασδήποτε αποφάσεως του Εφόρου, εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται εντός τριάκοντα ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως να προσβάλη ταύτην ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
(2) Ουδέν των εν τω εδαφίω (1) επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπον το δικαίωμα οιουδήποτε προσώπου να προσφύγη εις το Ανώτατον Δικαστήριον κατά της αποφάσεως του Εφόρου, αλλά μέχρι της υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εκδόσεως της αποφάσεως αυτού, εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτό, ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτό, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας, η απόφασις του Εφόρου δεν καθίσταται εκτελεστή.
(3) Πάσα διαφορά εγειρομένη συνεπεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου μεταξύ μέλους οιουδήποτε ταμείου προνοίας και του τοιούτου ταμείου υπάγεται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
(4) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται δικαιοδοσίαν όπως επιλαμβάνεται οιασδήποτε διαφοράς δυνάμει του εδαφίου (3) ανεξαρτήτως του εάν τα περί ταύτην γεγονότα ή περιστάσεις συνιστούν αδίκημα δυνάμει του παρόντος ή οιουδήποτε ετέρου Νόμου.(5) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται εξουσίαν όπως, κατά την απόλυτον κρίσιν του Προέδρου αυτού, επιληφθή εκ νέου υποθέσεως τίνος ή αναθεωρήση οιανδήποτε απόφασιν αυτού επί οιασδήποτε διαφοράς κατά πάντα χρόνον, εάν τούτο θεωρηθή υπό του Προέδρου ως ορθόν και δίκαιον.
24.-(1) Οιαδήποτε χρήματα αποτελούντα περιουσίαν ταμείου προνοίας επενδύονται υπό της Διαχειριστικής Επιτροπής αυτού εκ μέρους του τοιούτου ταμείου, συμφώνως αρχών και γενικών οδηγιών, εκδιδομένων από καιρού εις καιρόν υπό του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν διαβουλεύσεων μετά του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος του ιδρυθέντος δυνάμει του περί Ωρών Απασχολήσεως Νόμου.
(2) Απαγορεύεται η επένδυση οποιωνδήποτε χρημάτων τα οποία αποτελούν περιουσία Ταμείου Προνοίας σε επιχείρηση του εργοδότη ή η κατάθεση τους σε λογαριασμό όψεως ή προθεσμίας του εργοδότη, εκτός αν πρόκειται για Ταμείο Προνοίας το οποίο λειτουργεί για μισθωτούς τραπεζών ή συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
(3) Αι επενδύσεις του ταμείου προνοίας θα τηρώνται υπό του τοιούτου ταμείου ελεύθεραι πάσης υποθήκης, επιβαρύνσεως, δεσμεύσεως ή δικαιώματος επισχέσεως.
- 44/1981
- 23(I)/1995
25.-(1) Ουδέν δάνειον οιασδήποτε μορφής χορηγείται εκ ταμείου προνοίας προς οιονδήποτε ελεγκτήν τοιούτου ταμείου ή εργοδότην ο οποίος εισφέρει εις το ταμείον τούτο.
(2) Το καταστατικόν ταμείου προνοίας δύναται να προνοή διά την χορήγησιν δανείου εις μέλος τούτου υπό τους ακολούθους όρους και προϋποθέσεις-
(α)ο σκοπός του δανείου είναι προς ανοικοδόμησιν ή βελτίωσιν στέγης του μέλους ή τέκνου αυτού, εκπαίδευσιν αυτού ή τέκνου αυτού ή αντιμετώπισιν εξόδων εν περιπτώσει σοβαράς ασθενείας αυτού ή μέλους της οικογενείας του,
(β)το ποσόν του δανείου θα καθορίζηται λαμβανομένων υπ' όψιν της ηλικίας του μέλους και της δυνατότητος αποπληρωμής του δανείου,
(γ) η Διαχειριστική Επιτροπή έχει ικανοποιητικός εξασφαλίσεις,
(δ) το δάνειον θα είναι αποπληρωτέον εντός περιόδου μη υπερβαινούσης τα είκοσι έτη, και
(ε) το επιτόκιον δεν θα είναι χαμηλότερον του καταβαλλομένου υπό Τραπεζών δι' εμπροθέσμους καταθέσεις.
26.-(1) Ο Έφορος δύναται να διεξαγάγη έρευναν επί των υποθέσεων οιουδήποτε ταμείου προνοίας εν περιπτώσει αιτήσεως εκ μέρους είτε της πλειοψηφίας των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής ή των μελών αυτής των αντιπροσωπευόντων τον εργοδότην ή των μελών αυτής των αντιπροσωπευόντων τα μέλη του ταμείου προνοίας είτε τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του τοιούτου ταμείου, υποστηριζομένης υπό γεγονότων και στοιχείων ικανοποιούντων τον Έφορον ότι υπάρχει εύλογος αιτία διά την διενέργειαν ερεύνης.
(2) Προς τον σκοπόν διασφαλίσεως συμμορφώσεως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, ο Έφορος κέκτηται εξουσίαν όπως αυτεπαγγέλτως διεξάγη επιθεώρησιν ή έρευναν επί των εργασιών και υποθέσεων οιουδήποτε ταμείου προνοίας, εάν ήθελε φανή εις αυτόν ότι αι διατάξεις του καταστατικού του ταμείου, ή του παρόντος Νόμου δεν τηρούνται.
27.-(1) Προς τον σκοπόν ασκήσεως των αρμοδιοτήτων αυτού ο Έφορος κέκτηται εξουσίαν όπως εισέρχηται εις οιονδήποτε οίκημα, εξαιρουμένων κατοικιών, και επιθεωρή τοιαύτα βιβλία ή έγγραφα άτινα ευλόγως θεωρεί αναγκαία διά την έρευναν και πράττη παν άλλο όπερ ήθελε θεωρήσει αναγκαίον διά την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου.
(2)Έκαστον μέλος και αξιωματούχος ταμείου προνοίας υποχρεούται όπως παρουσιάζη εις τον Έφορον παν βιβλίον ή άλλο έγγραφον και δίδη πάσαν πληροφορίαν ή βοήθειαν εν σχέσει προς την διεξαγωγήν ερεύνης.
28.-(1) Ο Έφορος δύναται, και οφείλει εάν κλήθη προς τούτο υπό του Υπουργού, να υποβάλη προς τον Υπουργόν έκθεσιν επί γενομένης υπ' αυτού ερεύνης.
(2) Ο Υπουργός δύναται να παραδώση αντίγραφον της εν τω εδαφίω (1) εκθέσεως εις την Διαχειριστικήν Επιτροπήν ή τα μέλη του ταμείου προνοίας ή τους αιτητάς.
- 44/1981
- 23(I)/1995
28Α. Οτιδήποτε υποχρεούται ή δικαιούται να διενεργήσει ο Έφορος, με βάση τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς, μπορεί να διενεργηθεί από οποιοδήποτε επιθεωρητή, ο οποίος ορίζεται με βάση το άρθρο 65 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 έως 1995 ή από οποιοδήποτε άλλο λειτουργό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τον οποίο ο Έφορος θα εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό.
29.-(1) Πας όστις-
(α) παρεμποδίζει ή παρακωλύει τον Έφορον ή άλλο πρόσωπον εξουσιοδοτηθέν υπ' αυτού διά την άσκησιν των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(β) αρνείται ή παραλείπει να απαντήση εις οιανδήποτε σχετικήν ερώτησιν ή δώση οιασδήποτε πληροφορίας ή παρουσίαση οιαδήποτε έγγραφα οσάκις ήθελον απαιτηθή παρ' αυτού δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(γ) παρεμποδίζει ή πειράται να παρεμπόδιση οιονδήποτε πρόσωπον όπως εμφανισθή ενώπιον ή εξετασθή υπό του Εφόρου εν σχέσει προς έρευναν,
είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή/και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πας όστις εν γνώσει του προσάγει ή προμηθεύει οιονδήποτε λογαριασμόν, ισολογισμόν, βιβλίον, δήλωσιν ή άλλο έγγραφον προβλεπόμενον υπό του παρόντος Νόμου, το οποίον είναι αναληθές εις ουσιώδες αυτού μέρος, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία χρόνια ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις πέντε χιλιάδες λίρες ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
(3) Πας όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε διάταξιν του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών, διά την οποίαν δεν προβλέπεται ετέρα ποινή, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή/και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου, φυσικού ή νομικού, το οποίο βρέθηκε ένοχο αδικήματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών το Δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει το πρόσωπο αυτό-
(α) Να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών σε σχέση προς τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα·
(β) να καταβάλει προς το ταμείο προνοίας το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
(5) Σε περίπτωση καταδίκης, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), ο ενδιαφερόμενος μισθωτός ή η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Προνοίας μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές αναφορικά με τον ίδιο μισθωτό για περιόδους προηγούμενες της περιόδου στην οποία αναφέρεται το αδίκημα, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση για την πρόθεση προσαγωγής τέτοιων στοιχείων. Αν αποδειχθεί η παράλειψη ή η αμέλεια, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο Προνοίας το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.
(6) Όταν αποδεικνύεται ότι αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών διαπράχθηκε με τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντού, συμβούλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι για το αδίκημα αυτό και υπόκεινται σε ποινική δίωξη και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκεινται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο Ταμείο Προνοίας, όπως αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5), εισπράττονται ως χρηματική ποινή.
(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου κάθε πρόσωπο, νομικό ή φυσικό, το οποίο δε συμμορφώνεται προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
- 44/1981
- 23(I)/1995
- 75(I)/2005
29Α. Τηρουμένων οποιωνδήποτε οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας-
(α) Ποινική δίωξη αδικήματος που προβλέπεται από το Νόμο αυτό ασκείται από τον Έφορο•
(β) κάθε επιθεωρητής ή άλλος λειτουργός ο οποίος θα εξουσιοδοτηθεί από τον Έφορο με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας μπορεί, αν και δεν είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος, να ασκήσει τη δίωξη, να εμφανισθεί, να παραστεί στο Δικαστήριο και να ενεργήσει σε κάθε δικαστική διαδικασία, η οποία αρχίζει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, για οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο δικάζεται συνοπτικά.
30.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον εκδίδει Κανονισμούς διά την καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Άνευ βλάβης ή επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), οι δυνάμει τούτου εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέπωσι περί των ακολούθων θεμάτων:(α) Παντός θέματος όπερ δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δέον ή δύναται να καθορισθή.(β) Περί ποινών μη υπερβαινουσών τους εξ μήνας φυλακίσεως ή χρηματικήν ποινήν £450 ή αμφοτέρων δι' οιανδήποτε παράβασιν των Κανονισμών.
(3) Κανονισμοί γινόμενοι δυνάμει του παρόντος άρθρου κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν μετά πάροδον τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους ούτω κατατεθέντος Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει, τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.
Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ' αυτής και τίθενται εν ισχύϊ από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.
31 .-(1) Παν ταμείον προνοίας άμα τη διαλύσει του τελεί αυτοδικαίως εν εκκαθαρίσει, μέχρι δε πέρατος της εκκαθαρίσεως και διά τας ανάγκας αυτής λογίζεται υφιστάμενον.
(2) Η εκκαθάρισις, εφ' όσον εν τω καταστατικώ δεν ορίζεται άλλως, γίνεται υπό της Διαχειριστικής Επιτροπής, εν ελλείψει δε τοιαύτης Επιτροπής, ο εκκαθαριστής, εις ή πλείονες, διορίζονται υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
(3) Ο εκκαθαριστής υπέχει θέσιν διοικούντος το ταμείον προνοίας, η δε εξουσία αυτού περιορίζεται εις τας ανάγκας της εκκαθαρίσεως.
(4) O εκκαθαριστής ευθύνεται εις αποζημίωσιν διά πάσαν εκ πταίσματος αυτού παράβασιν των υποχρεώσεων του. Πλείονες εκκαθαρισταί ευθύνονται εις ολόκληρον.
32. Μεταξύ των χρεών άτινα-
(α) δυνάμει του άρθρου 38 του περί Πτωχεύσεως Νόμου κατά την διανομήν της περιουσίας ή των στοιχείων ενεργητικού πτωχεύσαντος προσώπου εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών, και
(β) δυνάμει του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, εν περιπτώσει διαλύσεως εταιρείας εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών,
περιλαμβάνονται και τα ποσά άτινα οφείλονται υπό εργοδότου αναφορικώς προς οιανδήποτε εισφοράν ή υποχρέωσιν προς εισφοράν εις ταμείον προνοίας προκύψασαν προ των ακολούθων ημερομηνιών, ήτοι-
(α) εις την πρώτην περίπτωσιν προ της εκδόσεως της προς διορισμόν συνδίκου πτωχεύσεως αποφάσεως, και
(β) εις την δευτέραν περίπτωσιν προ της ημερομηνίας καθ' ην ήρξατο η διάλυσις της εταιρείας.
33. Ουδέν των εν τω παρόντι Νόμω επηρεάζει την εγκυρότητα οιασδήποτε πράξεως γενομένης προ της ενάρξεως της ισχύος αυτού και αφορώσης εις την λειτουργίαν ή την διαχείρισιν ταμείου προνοίας.
34.-(1) Εντός εξ μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου η Διαχειριστική Επιτροπή εκάστου λειτουργούντος ταμείου προνοίας υποβάλλει αίτησιν προς τον Έφορον δι' εγγραφήν του τοιούτου ταμείου.
(2) Η αίτησις προς εγγραφήν δέον όπως συνοδεύηται υπό του καταστατικού του ταμείου προνοίας, δηλώσεως αναφερούσης τα ονόματα και τας διευθύνσεις των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του ταμείου, του ισολογισμού του ταμείου διά το τελευταίον οικονομικόν έτος, και υπό οιωνδήποτε ετέρων εγγράφων, στοιχείων ή πληροφοριών, ως ο Έφορος ήθελεν απαιτήσει.
3 του Ν.150/86. Ο παρών Νόμος τίθεται εν ισχύι την 1ην Ιουνίου, 1982.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 130(Ι)/2002] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003.
55. Καταργούνται -
(α) οι περί Ταμείων Προνοίας Νόμοι του 1981 μέχρι 2005, και
(β) οι περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμοι του 2006 και 2007.