29.-(1) Πας όστις-
(α) παρεμποδίζει ή παρακωλύει τον Έφορον ή άλλο πρόσωπον εξουσιοδοτηθέν υπ' αυτού διά την άσκησιν των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(β) αρνείται ή παραλείπει να απαντήση εις οιανδήποτε σχετικήν ερώτησιν ή δώση οιασδήποτε πληροφορίας ή παρουσίαση οιαδήποτε έγγραφα οσάκις ήθελον απαιτηθή παρ' αυτού δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(γ) παρεμποδίζει ή πειράται να παρεμπόδιση οιονδήποτε πρόσωπον όπως εμφανισθή ενώπιον ή εξετασθή υπό του Εφόρου εν σχέσει προς έρευναν,
είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή/και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πας όστις εν γνώσει του προσάγει ή προμηθεύει οιονδήποτε λογαριασμόν, ισολογισμόν, βιβλίον, δήλωσιν ή άλλο έγγραφον προβλεπόμενον υπό του παρόντος Νόμου, το οποίον είναι αναληθές εις ουσιώδες αυτού μέρος, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία χρόνια ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις πέντε χιλιάδες λίρες ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
(3) Πας όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε διάταξιν του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών, διά την οποίαν δεν προβλέπεται ετέρα ποινή, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή/και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου, φυσικού ή νομικού, το οποίο βρέθηκε ένοχο αδικήματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών το Δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει το πρόσωπο αυτό-
(α) Να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών σε σχέση προς τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα·
(β) να καταβάλει προς το ταμείο προνοίας το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
(5) Σε περίπτωση καταδίκης, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), ο ενδιαφερόμενος μισθωτός ή η Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Προνοίας μπορεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές αναφορικά με τον ίδιο μισθωτό για περιόδους προηγούμενες της περιόδου στην οποία αναφέρεται το αδίκημα, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση για την πρόθεση προσαγωγής τέτοιων στοιχείων. Αν αποδειχθεί η παράλειψη ή η αμέλεια, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο Προνοίας το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.
(6) Όταν αποδεικνύεται ότι αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών διαπράχθηκε με τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντού, συμβούλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι για το αδίκημα αυτό και υπόκεινται σε ποινική δίωξη και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκεινται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο Ταμείο Προνοίας, όπως αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5), εισπράττονται ως χρηματική ποινή.
(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου κάθε πρόσωπο, νομικό ή φυσικό, το οποίο δε συμμορφώνεται προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.