21. -(1) Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει όπως, κατ' έτος και εντός δύο μηνών από της ενάρξεως του έτους, υποβάλλη τω Εφόρω έκθεσιν δεικνύουσαν τα συνιστώντα την ασφαλιστικήν τοποθέτησιν συμφώνως τω άρθρω 20 περιουσιακά στοιχεία, ως ταύτα είχον την 31ην Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους, και περιέχουσαν παν έτερον στοιχείον όπερ ηδύνατο καταδείξει ότι ετηρήθησαν άπασαι αι διατάξεις του εν λόγω άρθρου.
(2) Ο Έφορος κέκτηται διακριτικήν εξουσίαν όπως απαιτήση εξ οιασδήποτε αδειούχου ασφαλιστικής εταιρείας υποκείμενης εις τας διατάξεις του εδαφίου (1) όπως αύτη υποβάλη, προ της 1ης Σεπτεμβρίου, εκάστου ή οιουδήποτε έτους, έκθεσιν της εν εδαφίω (1) φύσεως, δεικνύουσαν την κατάστασιν ως αύτη είχε την 30ήν Ιουνίου.
(3) Εν τη περιπτώσει ασφαλιστικής εταιρείας ης η έδρα κείται εκτός της Δημοκρατίας, ο Έφορος δύναται, τη αιτήσει της ασφαλιστικής εταιρείας, να παρατείνη κατά ένα μήνα τας προθεσμίας των δύο μηνών αίτινες προβλέπονται εν εδαφίοις (1) και (2).
(4) Ο Έφορος δύναται κατά πάντα χρόνον να λάβη τα κατ' αυτόν αναγκαία μέτρα διά την εξέτασιν ή επαλήθευσιν της συμφώνως τω άρθρω 20 γενομένης ασφαλιστικής τοποθετήσεως, ή διά την εξασφάλισιν των στοιχείων άτινα κρίνονται αναγκαία ίνα καταδειχθή η τήρησις των διατάξεων του εν λόγω άρθρου. Η ασφαλιστική εταιρεία δέον όπως συμμορφούται προς πάσαν απαίτησιν του Εφόρου επί τούτω γενομένην, εάν δε δεν πράξη ούτω εντός δύο μηνών από της λήψεως της σχετικής απαιτήσεως, αύτη θα θεωρήται ως μη συμμορφωθείσα προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.