1. Οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1984, 1990 και 1998 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1984 μέχρι 1998.
2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου-
"αλλοδαπός ασφαλιστής" σημαίνει αδειούχον ασφαλιστικήν εταιρείαν, ης η έδρα κείται εκτός της Δημοκρατίας, περιλαμβάνει δε αδειούχον ασφαλιστικήν εταιρείαν ήτις, καίτοι κέκτηται την έδραν αυτής εν τη Δημοκρατία, συνέστη εκτός της Δημοκρατίας
"αναλογιστής", πλην της εν τω άρθρω 37 διαλαμβανομένης περιπτώσεως, σημαίνει αναλογιστήν κατέχοντα τα καθωρισμένα προσόντα
"αντιπρόσωπος ασφαλειών" σημαίνει παν πρόσωπον, όπερ διά λογαριασμόν ασφαλιστικής τίνος εταιρείας άρχεται ασφαλιστικήν επιχείρησιν ή μετέρχεται οιανδήποτε πράξιν αφορώσαν εις την αποδοχήν προτάσεων προς συνομολόγησιν ασφαλειών, την έκδοσιν ασφαλιστηρίων, την είσπραξιν ασφαλίστρων ή την διευθέτησιν των εξ ασφαλιστικών εργασιών απορρεουσών απαιτήσεων
"αντιπρόσωπος μεσιτών" σημαίνει πρόσωπον, όπερ ήθελεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος μεσιτών εξουσιοδοτημένων υπό ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) όπως διεξάγωσιν ασφαλιστικάς εργασίας μετά μελών της ενώσεως
"ανώτερος λειτουργός" σημαίνει τον διοριζόμενον δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 30 λειτουργόν ·
"ασφάλειαι βιομηχανικού κλάδου ζωής" σημαίνει τον κλάδον συνομολογήσεως ασφαλίσεων επί ανθρωπίνης ζωής, εφ' όσον τα ασφάλιστρα εν εκάστη περιπτώσει καθίστανται πληρωτέα ανά διαστήματα μη υπερβαίνοντα τους δύο μήνας, καταβάλλονται δε εις εισπράκτορας επί τούτω αποστελλομένους υπό του ασφαλιστού εις έκαστον κάτοχον ασφαλιστηρίου, εις τον τόπον της διαμονής ή εργασίας αυτού
"ασφάλειαι κλάδου αποσβέσεως αποθέματος" σημαίνει τον κλάδον συνομολογήσεως ασφαλιστικών συμβάσεων δυνάμει των οποίων ο εις των συμβαλλομένων αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως άμα τη παρόδω ωρισμένης χρονικής περιόδου ή διαρκούσης καθωρισμένης τινός χρονικής περιόδου, καταβάλη ωρισμένον χρηματικόν ποσόν ή ποσά εις ωρισμένον τι πρόσωπον, έναντι της από καιρού εις καιρόν καταβολής, ή υποσχέσεως καταβολής, ωρισμένου ποσού παρά του ετέρου των συμβαλλομένων
"ασφάλειαι κλάδου ατυχημάτων" σημαίνει την έκδοσιν ασφαλιστηρίων ή την δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων ανάληψιν ευθύνης επί τω συμβεβηκότι προσωπικών ατυχημάτων θανατηφόρων ή μη, παθήσεως ή νόσου, ή οιασδήποτε μορφής προσωπικού ατυχήματος, παθήσεως ή νόσου
"ασφάλειαι κλάδου εργατικών αποζημιώσεων" σημαίνει την έκδοσιν ασφαλιστηρίων ή την δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων ανάληψιν ευθύνης προς ασφαλιστικήν κάλυψιν εργοδοτών, εις ην περίπτωσιν ούτοι ήθελον υπέχει ευθύνην προς καταβολήν αποζημιώσεως εις εργάτας τελούντος εν τη υπηρεσία αυτών ο όρος ουδόλως περιλαμβάνει οιονδήποτε κλάδον ασφαλειών, όστις ασκείται δευτερευόντως και εν συναφεία προς τους ασφαλιστικούς κλάδους θαλάσσης, αέρος και μεταφορών
"ασφάλειαι κλάδου ζωής" σημαίνει την έκδοσιν ασφαλιστηρίων επί ανθρωπίνης ζωής ή την δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων ανάληψιν ευθύνης, ή την παραχώρησιν ετησίων προσόδων (annuities) επί ανθρωπίνης ζωής ο όρος ούτος δεν περιλαμβάνει τας ασφαλείας βιομηχανικού κλάδου ζωής
"ασφάλειαι κλάδου θαλάσσης, αέρος, και μεταφορών" σημαίνει την συνομολόγησιν και εκτέλεσιν ασφαλιστικών συμβάσεων, άλλως ή δευτερευόντως και εν συναφεία προς έτερον τινα ασφαλιστικόν κλάδον-
(α) επί πλοίων ή αεροσκαφών, ή επί μηχανημάτων, συσκευών επίπλων ή εφοπλισμού πλοίων ή αεροσκαφών ή
(β) επί εμπορευμάτων ή παντός είδους περιουσιακών στοιχείων επί πλοίων ή αεροσκαφών ή
(γ) επί του ναύλου πλοίων ή αεροσκαφών ή επί παντός συμφέροντος σχετιζομένου ή αφορώντος εις πλοία ή αεροσκάφη ή
(δ) κατά ζημιών αίτινες ήθελον προκύψει εκ της χρήσεως ή συναφώς προς
την χρήσιν πλοίων ή αεροσκαφών, περιλαμβανομένων και των υπέρ τρίτων κινδύνων · ή
(ε) κατά κινδύνων συναφών προς την κατασκευήν, επισκευήν ή δεξαμενισμόν πλοίων, περιλαμβανομένων των υπέρ τρίτων κινδύνων ή
(στ) κατά κινδύνων μεταφορών (διενεργουμένων διά θαλάσσης, εσωτερικών υδατίνων οδών, διά ξηράς ή αέρος, ή μερικώς κατά τινα τρόπον και μερικώς κατά τινα έτερον τρόπον) περιλαμβανομένων ωσαύτως κινδύνων συναφών προς την ησφαλισμένην μεταφοράν, από της ενάρξεως αυτής μέχρι του τελικού προορισμού του καλυπτομένου υπό της ασφαλείας εν τω άνω όρω δεν περιλαμβάνονται κίνδυνοι, ων η ασφάλισις ανάγεται εις τον κλάδον ασφαλείας μηχανοκινήτων οχημάτων ή
(ζ) καθ' οιωνδήποτε ετέρων κινδύνων, ων η ασφάλισις συνήθως διενεργείται από κοινού ή συναφώς προς οιανδήποτε εργασίαν εκ των αναφερομένων εις τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος ορισμού
"ασφάλειαι κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων" σημαίνει την επιχείρησιν συνομολογήσεως ασφαλιστικών συμβάσεων κατά ζημιών επαγομένων εις μηχανοκίνητα οχήματα, ή κατά ζημιών, αίτινες ήθελον προκύψει ως εκ της χρήσεως ή εν σχέσει προς την χρήσιν μηχανοκινήτων οχημάτων, περιλαμβανομένων και υπέρ τρίτων κινδύνων
"ασφάλειαι κλάδου πυρός" τηρουμένων των εν εδαφίω (4) διαλαμβανομένων διατάξεων, σημαίνει την έκδοσιν ασφαλιστηρίων, ή την δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων ανάληψιν ευθύνης δι' απώλειας ή ζημίας προκαλουμένας υπό του πυρός ή συναφείς τοιαύτας ·
"ασφαλιστήριον" ο όρος ουτός-
(α) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας κλάδου ζωής ή βιομηχανικού κλάδου ζωής, περιλαμβάνει έγγραφον αποδεικνύον την συνομολόγησιν συμβάσεως προς πληρωμήν ετησίας προσόδου (annuity) επί ανθρωπίνης τινός ζωής
(β) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας των κλάδων ατυχημάτων, μηχανοκινήτων οχημάτων, θαλάσσης, αέρος και μεταφορών ή ασφαλείας κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, περιλαμβάνει οιονδήποτε ασφαλιστήριον δυνάμει ούτινος ανέκυψεν ήδη, ή δυνατόν να ανακύψη οιαδήποτε ευθύνη
(γ) καθ' όσον αφορά εις τας ασφαλείας κλάδου επενδύσεως ομολόγων, περιλαμβάνει οιονδήποτε ομόλογον, πιστοποιητικόν, απόδειξιν ή έτερον έγγραφον, όπερ ήθελεν αποδεικνύει την μετά της εταιρείας σύμβασιν
"ασφαλιστήριον ζωής" σημαίνει παν έγγραφον δι' ούτινος ασφαλίζεται η πληρωμή χρηματικού τίνος ποσού επί τω θανάτω (ουχί όμως επί θανάτω επισυμβαίνοντι εξ ατυχήματος μόνον) ή επί τινι ενδεχομένω αφορώντι εις ανθρωπίνην ζωήν, ή οιονδήποτε έγγραφον αποδεικνύον την σύναψιν συμβάσεως, ης η ισχύς ήρτηται εκ της καταβολής ασφαλίστρων κατά τον λόγον διαρκείας ανθρωπίνης τινός ζωής
"ασφαλιστής" (underwriter) περιλαμβάνει πάντα όστις ήθελε κατονομάζεται εν τω ασφαλιστηρίω ή ετέρα ασφαλιστική συμβάσει ως το πρόσωπον, όπερ υπέχει υποχρέωσιν όπως καταβάλη ή συνεισφέρη εις την πληρωμήν του ασφαλιζομένου υπό του ασφαλιστηρίου ή της συμβάσεως χρηματικού ποσού
"ασφαλιστική εταιρεία" σημαίνει εταιρείαν ασκούσαν ασφαλιστικήν επιχείρησιν απάντων ή τίνων των εν εδαφίω (1) του άρθρου 3 καθοριζομένων κλάδων
"αφερέγγυος", καθ' όσον αφορά εις ασφαλιστικήν τινα εταιρείαν κατά τινα σχετικήν ημερομηνίαν, σημαίνει ότι εφ' όσον ήθελον ληφθή δικαστικά μέτρα διά την διάλυσιν της εταιρείας, το δικαστήριον θα ηδύνατο συμφώνως ταις διατάξεσι των άρθρων 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου να αποφασίση, ή απεφάσισεν ήδη επί τούτου, ότι η εταιρεία ήτο ανίκανος κατά την εν λόγω ημερομηνίαν να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής
"Γενικός κλάδος" σημαίνει ασφαλιστικήν επιχείρησιν οιουδήποτε των εν άρθρω 3 καθοριζομένων κλάδων εξαιρουμένων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων μακροπροθέσμων κλάδων
"Δημοκρατία" σημαίνει την Κυπριακήν Δημοκρατίαν ·
"Διευθυντής" κέκτηται οίαν έννοιαν απέδωσεν αυτώ το άρθρον 9 του παρόντος Νόμου
"Δικαστήριον" σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 209 του περί Εταιρειών Νόμου αρμόδιον προς διάλυσιν εταιρείας δικαστήριον
"εγχώριον ασφαλιστήριον" σημαίνει ασφαλιστήριον εκδοθέν εντός ή εκτός της Δημοκρατίας κατόπιν αιτήσεως γενομένης εις αντιπρόσωπον μεσιτών ή αντιπρόσωπον ασφαλειών εις οιονδήποτε μέρος εν τη Δημοκρατία, περιλαμβάνει δε ωσαύτως παν ασφαλιστήριον ζωής εκδοθέν εκτός της Δημοκρατίας όπερ τη αιτήσει του κατόχου καθίσταται πληρωτέον εν τη Δημοκρατία, εφ' όσον ο κάτοχος ήθελεν εγγράφως συμφωνήσει όπως δι' άπαντας τους σκοπούς του παρόντος Νόμου το εν λόγω ασφαλιστήριον θεωρείται ως εγχώριον τοιούτον ο όρος όμως ούτος δεν περιλαμβάνει ασφαλιστήριον ζωής πληρωτέον εκτός της Δημοκρατίας τη αιτήσει του κατόχου, εφ' όσον ο κάτοχος ήθελεν εγγράφως συμφωνήσει όπως τούτο μη θεωρείται εγχώριον διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ·
"εκτελεστικός διευθυντής" κέκτηται οίαν έννοιαν απέδωσεν αυτώ το άρθρο 9 του παρόντος Νόμου ·
"επίσημος εφημερίς" σημαίνει την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας·
"εταιρεία" σημαίνει εταιρείαν, ήτις ήθελε συσταθή και εγγραφή δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, εταιρείαν ή νομικόν πρόσωπον εκτός της Δημοκρατίας συσταθέν, ως και πάντα έτερον δυνάμει νόμου συσταθέντα οργανισμόν·
"ετήσιαι πρόσοδοι επί ανθρωπίνης ζωής" (annuities on human life) ο όρος ούτος ουδόλως περιλαμβάνει επιδόματα λόγω ορίου ηλικίας και ετησίας προσόδους (annuities) πληρωτέας εξ οιουδήποτε ταμείου συσταθέντος αποκλειστικώς επί τω τέλει ανακουφίσεως και συντηρήσεως προσώπων νυν απασχολουμένων ή ποτέ απασχοληθέντων εις συγκεκριμένον τι επάγγελμα, επιτήδευμα ή εργασίαν, ή την ανακούφισιν ή συντήρησιν των εκ των ως άνω προσώπων εξαρτωμένων
"Έφορος" σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 4 διοριζόμενον Έφορον Ασφαλειών, περιλαμβάνει δε τον Βοηθόν Έφορον ή οιονδήποτε έτερον υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διοριζόμενον δημόσιον υπάλληλον
'Έφορος Εταιρειών" σημαίνει τον Έφορον ως ούτος καθορίζεται εν άρθρω 2 του περί Εταιρειών Νόμου·
"κάτοχος ασφαλιστηρίου" σημαίνει πάντα όστις εκάστοτε νομίμως κατέχει το ασφαλιστήριον προς εξασφάλισιν της μετά της εταιρείας συνομολογηθείσης συμβάσεως ή, καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας επενδύσεως ομολόγων, τον εκάστοτε νόμιμον κάτοχον του ομολόγου, πιστοποιητικού, αποδείξεως, ή ετέρου εγγράφου δι' ου αποδεικνύεται η μετά της εταιρείας σύμβασις, και-
(α) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας κλάδου ζωής ή βιομηχανικού κλάδου ζωής, περιλαμβάνει το εις ετησίαν πρόσοδον (Annuity) δικαιούμενον πρόσωπον
(β) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας των κλάδων ατυχημάτων, μηχανοκινήτων οχημάτων, θαλάσσης, αέρος και μεταφορών, περιλαμβάνει το πρόσωπον εις ο οφείλεται οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν δυνάμει του ασφαλιστηρίου, ή εις ο δυνάμει του ασφαλιστηρίου είναι πληρωτέον, καθ' εβδομάδα ή άλλως πως περιοδικώς, οιονδήποτε ποσόν
(γ) καθ' όσον αφορά εις ασφαλείας κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, περιλαμβάνει το πρόσωπον εις ο οφείλεται οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν δυνάμει του ασφαλιστηρίου, ή εις ο δυνάμει του ασφαλιστηρίου είναι πληρωτέον χρηματικόν τι ποσόν καθ' εβδομάδα
"Κεντρική Τράπεζα" σημαίνει την Κεντρικήν Τράπεζαν της Κύπρου την ιδρυθείσαν δυνάμει του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου
"κλάδος ασφαλιστικών εργασιών ποικίλης φύσεως" σημαίνει την επιχείρησιν συνομολογήσεως ασφαλιστικών συμβάσεων, ήτις δεν σχετίζεται κατά κύριον λόγον ή εξ ολοκλήρου προς οιονδήποτε έτερον ασφαλιστικόν κλάδον εκ των καθοριζομένων εν εδαφίω (1) του άρθρου 3
"κλάδος επενδύσεως ομολόγων", επιφυλαττομένων των εν εδαφίω (3) διαλαμβανομένων διατάξεων, σημαίνει την επιχείρησιν εκδόσεως πιστοποιητικών ομολόγων δυνάμει των οποίων η εταιρεία αναλαμβάνει την συμβατικήν ευθύνην όπως έναντι εισφορών πληρωτέων περιοδικώς ανά διαστήματα ουχί πέραν των εξ μηνών, καταβάλη χρηματικόν τι ποσόν εις τον κάτοχον των ομολόγων κατά τινα μελλοντικήν ημερομηνίαν ο όρος ούτος δεν διαλαμβάνει ασφαλείας κλάδους ζωής, βιομηχανικού κλάδου ζωής ή κλάδου αποσβέσεως αποθέματος
"μακροπρόθεσμοι κλάδοι" σημαίνει ασφαλιστικήν επιχείρησιν απάντων ή τίνων των ακολούθων κλάδων, ήτοι ασφαλείας κλάδου ζωής, βιομηχανικού κλάδου ζωής, κλάδου επενδύσεως ομολόγων και κλάδου αποσβέσεως αποθέματος, περιλαμβάνει δε, αναφορικώς προς οιανδήποτε ασφαλιστικήν εταιρείαν, ασφαλιστικάς εργασίας δευτερευόντως ασκουμένας εν συναφεία προς οιονδήποτε τοιούτον κλάδον ασφαλειών
"μεσίτης" (broker) σημαίνει πρόσωπον ή οργανισμόν προσώπων μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος εξουσιοδοτημένων υπό ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) όπως διεξάγη ασφαλιστικάς εργασίας μετά μελών της ενώσεως
"οικονομικόν έτος", καθ' όσον αφορά εις ασφαλιστικάς Εταιρείας, σημαίνει περίοδον δώδεκα μηνών εν τω τέλει της οποίας ισολογίζονται οι λογαριασμοί της εταιρείας ή, εφ' όσον δεν ήθελε χωρίσει τοιούτος ισολογισμός, σημαίνει το ημερολογιακόν έτος
"ρυθμιστής" (controller) κέκτηται οίαν έννοιαν απέδωσεν αυτώ το άρθρον 9 του παρόντος Νόμου
"τόκος" ο όρος ούτος περιλαμβάνει ωσαύτως και μερίσματα
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργόν Οικονομικών της Δημοκρατίας.
(2) Εν πάση περιπτώσει καθ' ην η λέξις "ζημία" αναφέρεται εν εδαφίω (1) δέον όπως ερμηνεύηται ως υπονοούσα ωσαύτως και απώλειαν ζωής ως και προσωπικήν βλάβην.
(3) Οσάκις έναντι εισφορών πληρωτέων περιοδικώς ανά διαστήματα μικρότερα των εξ μηνών, φυσικόν τι πρόσωπον ή οργανισμός μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος (εξαιρουμένου παντός οργανισμού όστις ήθελεν είναι ή λογίζεται εγγεγραμμένος δυνάμει του περί Συντεχνιών Νόμου) αναλαμβάνει διά του ιδρυτικού αυτού εγγράφου ή άλλως πως όπως εις μελλοντικήν τινα ημερομηνίαν καταβάλη εις τον εισφορέα το ποσόν των γενομένων εισφορών πλέον δε τόκους επί του ως είρηται ποσού (ανεξαρτήτως του εάν ο εισφορεύς κέκτηται το δικαίωμα όπως εν τω μεταξύ απαιτήση επιστροφήν των γενομένων εισφορών), η επιχείρησις αύτη θα λογίζηται δι' άπαντας τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως ασφάλεια κλάδου επενδύσεως ομολόγων, το δελτίον, βιβλίον ή έτερον έγγραφον εις ο τυγχάνουσι καταχωρήσεως αι γενόμενοι εισπράξεις εισφορών ως το αποδεικνύον την σύμβασιν έγγραφον, ο δε εισφορεύς ως κάτοχος ασφαλιστηρίου εν πάση τοιαύτη περιπτώσει αι διατάξεις του Τρίτου Πίνακος υπόκεινται εις τοιαύτας τροποποιήσεις ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή επί τω τέλει όπως αι αφορώσαι εις τον κλάδον επενδύσεως ομολόγων διατάξεις του εν λόγω Πίνακος εφαρμοσθώσιν εις την φύσιν της ως είρηται επιχειρήσεως.
(4) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ασφαλιστήριον τι δεν λογίζεται ως ασφαλιστήριον κλάδου πυρός εκ μόνου του λόγου ότι μεταξύ των πλειόνων κινδύνων, οίτινες καλύπτονται υπό του ασφαλιστηρίου καταλέγεται και ζημία εκ του πυρός.
(5) Εις περίπτωσιν καθ' ην πρόσωπον τι ασκούν ασφαλιστικήν επιχείρησιν ήθελε παύσει προ της 17ης Φεβρουαρίου 1969 την εν τη Δημοκρατία έκδοσιν νέων ασφαλιστηρίων, η είσπραξις ασφαλίστρων ή η διενέργεια πληρωμών δυνάμει ασφαλιστηρίων εκδοθέντων προ της ως είρηται ημερομηνίας δεν θεωρείται άσκησις ασφαλιστικής επιχειρήσεως εν τη εννοία του παρόντος Νόμου.
- 72/1984
- 166/1990
3.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο παρών Νόμος τυγχάνει εφαρμογής επί πάσης, εντός ή εκτός της Δημοκρατίας συσταθείσης ασφαλιστικής εταιρείας, ήτις ήθελεν ασκεί εν τη Δημοκρατία ασφαλιστικάς εργασίας απάντων ή τίνων των ακολούθων κλάδων, ήτοι-
(α) κλάδου ζωής·
(β) βιομηχανικού κλάδου ζωής·
(γ) κλάδου επενδύσεως ομολόγων·
(δ) κλάδου αποσβέσεως αποθέματος·
(ε) κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων·
(στ) κλάδου πυρός·
(ζ) κλάδου ατυχημάτων·
(η) κλάδου θαλάσσης, αέρος, μεταφορών
(θ) κλάδου εργατικών αποζημιώσεων
(ι) κλάδου ασφαλιστικών εργασιών ποικίλης φύσεως.
(2) Εταιρεία συνεστημένη και εγγεγραμμένη δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, ήτις ήθελεν ασκεί ασφαλιστικήν επιχείρησιν οιουδήποτε των εν εδαφίω (1) καθοριζομένων κλάδων εν οιωδήποτε τόπω εκτός της Δημοκρατίας, λογίζεται δι' άπαντας τους σκοπούς του ως είρηται εδαφίου ως εταιρεία ασκούσα τοιαύτην επιχείρησιν εν τη Δημοκρατία.
(3) Ο παρών Νόμος ή οιαιδήποτε των διατάξεων αυτού δεν τυγχάνουν εφαρμογής-
(α) επί ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας το μετοχικόν κεφάλαιον είναι τουλάχιστον £10,000, ην το Υπουργικόν Συμβούλιον διά Διατάγματος αυτού δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ήθελεν εξαιρέσει της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε διατάξεων αυτού, έχον πεισθή ότι λόγω της φύσεως και της εκτάσεως των εργασιών αυτής εις τινα ειδικόν κλάδον ή κλάδους ασφαλειών αντενδείκνυται η εφαρμογή του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε διατάξεων αυτού, ή ότι εφαρμογή τούτων είναι υπερμέτρως επαχθής διά την εν λόγω εταιρείαν, και το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά του αυτού ή μεταγενεστέρου Διατάγματος να επιβάλη τοιούτους όρους και περιορισμούς ως ήθελε κρίνει σκόπιμον
(β) επί ενώσεως ιδιωτών ασφαλιστών (underwriters) εγκεκριμένης παρά του Υπουργού, ην το Υπουργικόν Συμβούλιον διά Διατάγματος αυτού δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ήθελεν εξαιρέσει της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε διατάξεων αυτού, ήτις ήθελεν είναι ένωσις (οργανωμένη κατά το σύστημα το γνωστόν ως Λλόυδς διά του τοιούτου συστήματος έκαστον μέλος συνδικάτου της ενώσεως υπέχει ευθύνην δι' εν χωριστόν μέρος του ποσού του ησφαλισμένου δι' εκάστου ασφαλιστηρίου προσυπογραφομένου υπό του εν λόγω συνδικάτου, περιωρισμένην ή ανάλογον προς το ολικόν ούτω ασφαλιζόμενον ποσόν τα άνω ισχύουσιν υπό την προϋπόθεσιν ότι τηρούνται αι εν τω Πρώτω Πίνακι του παρόντος Νόμου εκτιθέμεναι και επί τοιούτων ενώσεων τυγχάνουσαι εφαρμογής διατάξεις.
85.-(1) Οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1967 έως 1980 διά του παρόντος καταργούνται.
(2) Οι δυνάμει των καταργουμένων Νόμων εκδοθέντες Κανονισμοί θα συνεχίσουν να ισχύουν εις ην έκτασιν δεν είναι ασυμβίβαστοι προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου μέχρις ότου τροποποιηθούν, ή ανακληθούν διά Κανονισμών εκδοθησομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(3) Πας διορισμός, εξουσιοδότησις, έγκρισις, διάταγμα ή πάσης φύσεως πράξις γενομένη υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ή οιασδήποτε ετέρας αρχής ή προσώπου δυνάμει των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών λογίζονται ως γενόμεναι δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Πάσα εγγραφή γενομένη η άδεια εκδοθείσα δυνάμει των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών λογίζεται γενομένη ή εκδοθείσα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
86. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται εις ημερομηνίαν καθορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά γνωστοποιήσεως δημοσιευθησομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας δυνατόν να ορισθώσι διαφορετικαί ημερομηνίαι καθ' όσον αφορά εις την έναρξιν διαφόρων άρθρων του παρόντος Νόμου.
Παρατηρήσεις Εκδοτών
1. Αν και ο Νόμος 114/89 (Ο περί Ασφαλιστικών Εταιρειών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1989, Ε.Ε., Παρ. I, Αρ. 2423, 30.6.89) δεν αναφέρεται σε κανένα από τους μεταγενέστερους του Νόμους περί Ασφαλιστικών Εταιρειών (Ν. 166/90 και Ν. 47(Ι)/98) σαν να μην έχει ποτέ ψηφιστεί, το άρθρο 3 του Ν. 114/89 έχει ως ακολούθως:
3 του Ν.114/89. Το εδάφιο (1) του άρθρου 20 του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου του 1984 τροποποιείται με τη διαγραφή των λέξεων "χρεώγραφα, άτινα" (τριακοστή έκτη γραμμή) και την αντικατάσταση τους με τις λέξεις "αξιόγραφα, χρεώγραφα, μετοχές τα οποία ή αι οποίαι.".
Τροποποίηση του άρθρου 20 του νόμου 72 του 1984.
ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΞ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΦΟΡΩΣΑΙ ΕΙΣ ΩΡΙΣΜΕΝΑΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ (UNDERWRITERS)
(Άρθρον 3(3).)
1.-(α) Άπαντα τα ασφάλιστρα τα εισπραττόμενα παρ' εκάστου μέλους της ενώσεως θα κατέχωνται υπό μορφήν τραστ (trust) εν τη χώρα εν η η ενωσις συνέστη, επ' ονόματι επιτρόπων (trustees) διά την πληρωμήν των σχετικών ασφαλιστικών υποχρεώσεων εκάστου μέλους, και την κάλυψιν των δαπανών των ασφαλιστικών αυτού εργασιών
(β) Ασφάλιστρα εισπραττόμενα αναφορικώς προς τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών εν ουδεμία περιπτώσει μεταφέρονται εις το αυτό απόθεμα τραστ (trust fund) δυνάμει της παρούσης παραγράφου ως και ασφάλιστρα εισπραττόμενα αναφορικώς προς τον κλάδον γενικών εργασιών, το συστατικόν όμως του τραστ έγγραφον (trust deed) δύναται να προνοή ότι τα ασφάλιστρα τα εισπραττόμενα αναφορικώς προς άπαντας ή τινας των κλάδων μακροπροθέσμων εργασιών και άπαντας ή τινας των κλάδων γενικών εργασιών θα μεταφέρωνται εις κοινόν απόθεμα ή εις οιονδήποτε αριθμόν χωριστών αποθεμάτων.
2. Οι λογαριασμοί εκάστου μέλους ενώσεως συσταθείσης εν τη Δημοκρατία εξελέγχονται ετησίως υπό τίνος εγκεκριμένου υπό του Εφόρου ελεγκτού ο ελεγκτής δεν δύναται να είναι υπάλληλος, διευθυντής ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου του τοιούτου μέλους.
3. Ο ελεγκτής μέλους ενώσεως συσταθείσης εν τη Δημοκρατία πιστοποιεί κατ' έτος εις την επιτροπείαν ή το διοικητικόν συμβούλων της ενώσεως-
(α) ότι παρεσχέθησαν αυτώ επαρκή στοιχεία εκ των βιβλίων του μέλους
(β) ότι οι λογαριασμοί του μέλους παρεσκευάσθησαν προσηκόντως συμφώνως προς τα βιβλία του μέλους και τα παρασχεθέντα αυτώ υπό του μέλους στοιχεία
(γ) ότι ο ισολογισμός και ο λογαριασμός κερδών και ζημιών παρέχουσιν αληθή και πιστήν εικόνα της οικονομικής καταστάσεως του μέλους και των κερδών και ζημιών αυτού·
(δ) εάν κατά την γνώμην του ελεγκτού η αξία των περιουσιακών στοιχείων, άτινα διατίθενται προς αντιμετώπισιν των εξ ασφαλιστικών εργασιών υποχρεώσεων του μέλους, ορθώς αναγράφεται εις τους λογαριασμούς, και εάν η ως είρηται αξία είναι ή μη επαρκής προς αντιμετώπισιν των υποχρεώσεων ως αύται υπελογίσθησαν-
(ι) υπό τίνος αναλογιστού εν τη περιπτώσει υποχρεώσεων απορρεουσών εκ του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών και
(ιι) εν τη περιπτώσει ετέρων υποχρεώσεων, υπό του ελεγκτού συμφώνως προς οιασδήποτε οδηγίας, αίτινες ήθελον δοθή αυτώ υπό του Υπουργού.
4. Οσάκις αι υποχρεώσεις μέλους ενώσεως τίνος υπολογίζωνται υπό αναλογιστού δυνάμει της παραγράφου 3(δ)(ι), ο αναλογιστής οφείλει όπως παρέχη εις την επιτροπείαν ή το διοικητικόν συμβούλιον της ενώσεως ως και εις τον Έφορον πιστοποιητικόν εμφαίνον το ποσόν των τοιούτων υποχρεώσεων, εκθέτει δε εν τω πιστοποιητικά) την βάσιν εφ' ης εγένετο ο υπολογισμός· εις το πιστοποιητικόν του ελεγκτού επισυνάπτεται αντίγραφον του πιστοποιητικού του αναλογιστού.
5. Η επιτροπεία ή διοικητικόν συμβούλιον εκάστης ενώσεως καταθέτει κατ' έτος παρά τω Εφόρω-
(α) εν τη περιπτώσει ενώσεως συσταθείσης εν τη Δημοκρατία, τοιαύτας εκθέσεις και καταστάσεις περί τας ασφαλιστικάς εργασίας εκάστου των μελών, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά Κανονισμών ή ορισθή υπό του Εφόρου
(β) εν τη περιπτώσει ενώσεως συσταθείσης εν οιαδήποτε χώρα εκτός της Δημοκρατίας-
(ι) πιστοποιητικόν υπογεγραμμένον υπό του προέδρου ή του ανωτέρου υπαλλήλου της ενώσεως, ως και υπό της αρχής της εμπεπιστευμένης την διοικητικήν εφαρμογήν του δικαίου του αφορώντος εις ενώσεις ασφαλιστών (underwriters) εν τη εν λόγω χώρα, εμφαίνον ότι κατά το παρελθόν έτος τα μέλη της ενώσεως συνεμορφώθησαν πλήρως προς τας προνοίας του ως είρηται δικαίου και
(ιι) κεκυρωμένον αντίγραφον των εκθέσεων περί τας ασφαλιστικάς εργασίας τας ασκουμένας υπό μελών της ενώσεως, αίτινες συμφώνως τω εν λόγω δικαίω υποβάλλονται εις την ως άνω αρχήν.
6. Αι ακόλουθοι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτοι τα άρθρα 7 έως 21, αμφοτέρων περιλαμβανομένων, και τα άρθρα 32, 75 και 76 εφ' όσον συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής αυτών, θα εφαρμόζωνται επί εγκεκριμένων ενώσεων ασφαλιστών (underwriters) εντός ή εκτός της Δημοκρατίας συσταθεισών, ως αύται εφαρμόζονται και επί ασφαλιστικών εταιρειών.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΙΝΑΞ
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΡΟΣ ΙΔΙΑΖΟΥΣΑΝ ΦΥΣΙΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ
(Άρθρα 7, 36, 59)
1.-(1) Οσάκις, επί τη αιτήσει οργανισμού τίνος προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, ο Υπουργός ικανοποιείται ότι-
(α) ο οργανισμός ούτος ασκεί ή προτίθεται να ασκήση εν τη Δημοκρατία ασφαλίσεις του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών και
(β) το καταστατικόν αυτού προβλέπει ότι ολόκληρον το διανεμητέον πλεόνασμα ή κέρδος αυτού, οποτεδήποτε τούτο ήθελε καθορισθή ή εγκριθή, διανέμεται ή διατίθεται προς όφελος των κατόχων ασφαλιστηρίων του οργανισμού, ή προς όφελος εκείνων εκ των κατόχων ασφαλιστηρίων του οργανισμού οίτινες συμφώνως προς τους όρους των ασφαλιστηρίων ή των εγγράφων υφ' ων διέπεται η συγκρότησις του οργανισμού δικαιούνται όπως μετέχωσι των κερδών του οργανισμού,
ο Υπουργός δύναται διά διατάγματος αυτού να διατάξη όπως αι ακόλουθοι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτοι-
(ι) εδάφιον (1) του άρθρου 7, καθ' ην έκτασιν τούτο αφορά εις την υποχρέωσιν όπως πρόσωπον τι είναι εταιρεία έχουσα νομικήν προσωπικότητα ·
(ιι) το εδάφιον (4) του άρθρου 7· και
(ιιι) το εδάφιον (2)(α) του άρθρου 8,
δεν θα τυγχάνωσιν εφαρμογής επί του οργανισμού, εφ' όσον ούτος δεν ασκεί έτερον κλάδον ασφαλειών πλην του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών ή του τυχόν καθοριζομένου εν τω διατάγματι κλάδου.
16 του Ν.166/90.
(2) Εφ' όσον ήθελεν εκδοθή το ανωτέρω διάταγμα, ο οργανισμός εις ον αφορά το τοιούτο διάταγμα οφείλει όπως προ της συνεχίσεως ή ενάρξεως της ασκήσεως του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών εν τη Δημοκρατία, καταθέτη παρά τη Κεντρική Τραπέζη το ποσόν των τριάκοντα χιλιάδων λιρών το άνω ποσόν παραμένει κατατεθειμένον παρά τη Κεντρική Τραπέζη, εν όσω ο οργανισμός συνεχίζει την άσκησιν του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών εν τη Δημοκρατία.
(3) Εις ην περίπτωσιν ο οργανισμός δεν απέκτησεν εισέτι νομικήν προσωπικότητα, η κατάθεσις δύναται να διενεργηθή υπό των προσυπογραψάντων το ιδρυτικόν της εταιρείας έγγραφον, ή υπό τίνων εξ αυτών αφ' ης δε η εταιρεία συσταθή και απόκτηση νομικήν προσωπικότητα, η κατάθεσις λογίζεται γενομένη υπό της εταιρείας, συνιστά δε μέρος του ενεργητικού αυτής · ο Έφορος εταιρειών δεν εκδίδει πιστοποιητικόν εγγραφής της εταιρείας πριν ή χωρήση κατάθεσις ως εν τοις ανωτέρω.
(4) Εις ην περίπτωσιν ο οργανισμός προτίθεται να ασκή ασφαλιστικήν επιχείρησιν πλειόνων του ενός κλάδων εκ των καθοριζομένων εν εδαφίω (1) του άρθρου 3, ούτος καταθέτει δυνάμει της παρούσης παραγράφου χωριστόν ποσόν τριάκοντα χιλιάδων λιρών δι' ένα έκαστον τοιούτον κλάδον.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα δεν αποδέχεται οιανδήποτε κατάθεσιν δυνάμει της παρούσης παραγράφου ειμή μόνον κατόπιν πιστοποιήσεως του Υπουργού.
2.-(1) Οσάκις, επί τη αιτήσει οργανισμού τίνος προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, ο Υπουργός ικανοποιείται ότι-
(α) ο οργανισμός ούτος ασκεί ή προτίθεται να ασκήση ασφαλίσεις του κλάδου
πυρός και
(β) δεν πράττει ούτω ειμή μόνον επί τω τέλει αμοιβαίας ασφαλίσεως των μελών αυτού κατά ζημιών προκαλουμένων εις οικοδομάς ή έτερα περιουσιακά στοιχεία ανήκοντα κατά κυριότητα εις τα μέλη ή κατεχόμενα υπ' αυτών, ο Υπουργός δύναται διά διατάγματος αυτού να διατάξη όπως αι ακόλουθοι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτοι-
(ι) το εδάφιον (1) του άρθρου 7, καθ' ην έκτασιν τούτο αφορά εις την υποχρέωσιν όπως πρόσωπον τι είναι εταιρεία έχουσα νομικήν προσωπικότητα
(ιι) το εδάφιον (4) του άρθρου 7 ·
(ιιι) το εδάφιον 2(α) του άρθρου 8 και
(ιν) το άρθρον 36,
καθ' ην έκτασιν αύται, μη εκδοθέντος του διατάγματος, θα ετύγχανον εφαρμογής επί του οργανισμού, μη εφαρμόζωνται επ' αυτού, εφ' όσον ούτος δεν ασκεί ετέρας ασφαλιστικάς εργασίας πλην εργασιών του κλάδου πυρός και των συναφών προς τον εν λόγω κλάδον ασφαλιστικών εργασιών.
3. Οσάκις, επί τη αιτήσει οργανισμού τίνος, προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, ο Υπουργός ικανοποιήται ότι-
(α) ο οργανισμός ούτος ασκεί ή προτίθεται να ασκήση ασφαλίσεις, είτε του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, είτε του κλάδου θαλάσσης, αέρος και μεταφορών και
(β) δεν πράττει ούτω ειμή μόνον επί τω τέλει αμοιβαίας ασφαλίσεως των μελών αυτού κατά κινδύνων συναφών προς εμπορικός ή βιομηχανικός αυτών επιχειρήσεις,
ο Υπουργός δύναται διά διατάγματος αυτού να διατάξη όπως αι διατάξεις του παρόντος Νόμου (πλην των διατάξεων του άρθρου 37 του εδαφίου (2) του άρθρου 38 και του εδαφίου (1) του άρθρου 40) καθ' ην έκτασιν αύται, μη εκδοθέντος του διατάγματος, θα ετύγχανον εφαρμογής επί του οργανισμού, μη εφαρμόζωνται απ' αυτού, εφ' όσον ούτος δεν ασκεί ετέρας ασφαλιστικάς εργασίας πλην των εργασιών του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του κλάδου θαλάσσης, αέρος και μεταφορών και των συναφών προς τους εν λόγω κλάδους ασφαλιστικών εργασιών.
4. Οσάκις το δυνάμει του παρόντος Πίνακος εκδιδόμενον διάταγμα αφορά εις εταιρείαν εγγεγραμμένην δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, ήτις δεν εποίησεν εισέτι έναρξιν των εργασιών αυτής, η δήλωσις ήτις δυνάμει του άρθρου 104 του ως είρηται Νόμου κατατίθεται παρά τω Εφόρω Εταιρειών προ της ενάρξεως των εργασιών της εταιρείας, δέον όπως συνοδεύηται υπό αντιγράφου του Υπουργικού διατάγματος, κεκυρωμένου παρά τω Εφόρω και περιέχοντος την οικείαν υπουργικήν απόφασιν το τοιούτον αντίγραφον κατατίθεται παρά τω Εφόρω Εταιρειών.
Κεφ. 113. 9 του 1968 76 του 1977 17 του 1979.
5. Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του παρόντος Πίνακος ανακαλείται υπό του Υπουργού-
(α) τη αιτήσει του οργανισμού εις ον αφορά το διάταγμα· ή
(β) εάν ο Υπουργός δεν είναι πλέον ικανοποιημένος επί των ζητημάτων βάσει των οποίων εξεδόθη το διάταγμα· ή
(γ) εάν ο Υπουργός ήθελε πεισθή ότι δεν ετηρήθη οιοσδήποτε των εν τω διατάγματι περιεχομένων όρων.
6.-(1) Τα δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος Πίνακος κατατιθέμενα παρά τη Κεντρική Τραπέζη ποσά τοποθετούνται υπό της ειρημένης Τραπέζης, τη αδεία του Υπουργού, εις εγκεκριμένος τοποθετήσεις, επιλεγομένας υπό της καταθέτιδος εταιρείας· ο εκ τοιούτων τοποθετήσεων απορρέων τόκος καταβάλλεται εις την εταιρείαν.
(2) Κατάθεσις ούτω γενομένη αναφορικώς προς οιονδήποτε ασφαλιστικόν κλάδον, δι' ον απαιτείται όπως τηρήται χωριστόν ασφαλιστικόν απόθεμα, λογίζεται ως συνιστώσα μέρος του εν λόγω αποθέματος οι δε τόκοι οίτινες ήθελον προκύψει εκ τοιαύτης καταθέσεως ή εκ των χρεωγράφων εις α αύτη είναι εκάστοτε τοποθετημένη, μεταφέρονται υπό της εταιρείας εις το εν λόγω απόθεμα.
7.-(1) Δύνανται να εκδοθώσι Κανονισμοί αφορώντες εις τα ακόλουθα θέματα: αιτήσεις δι' έκδοσιν πιστοποιητικών, την διενέργειαν καταθέσεων, την τοποθέτησιν ή χρήσιν τοιούτων καταθέσεων, την κατάθεσιν χρηματιστηριακών αξιών ή ετέρων χρεωγράφων αντί χρημάτων, την καταβολήν των εκάστοτε δεδουλευμένων τόκων εκ των χρεωγράφων εις α αι καταθέσεις είναι εκάστοτε τοποθετημένοι, την ανάληψιν και μεταφοράν καταθέσεων μέχρις ου εκδοθώσιν οι τοιούτοι Κανονισμοί, αι διατάξεις του Τετάρτου Μέρους αι αφορώσαι εις καταθέσεις γενομένας υπό ασφαλιστικών εταιρειών δυνάμει του άρθρου 17 θα τυγχάνωσιν εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών, και επί καταθέσεων γενομένων δυνάμει του παρόντος Πίνακος.
(2) Οι δυνάμει της υποπαραγράφου (1) εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι αφορώντες εις την ανάληψιν καταθέσεων, δέον όπως διαλαμβάνωσι πρόνοιαν περί απαλλαγής του οργανισμού εκ της προς διενέργειαν καταθέσεως υποχρεώσεως αυτού, ή πρόνοιαν επιτρέπουσαν εις τον οργανισμόν την ανάληψιν ήδη γενομένης καταθέσεως, εφ' όσον ο Υπουργός ήθελεν ικανοποιηθή εν τω προνοουμένω υπό των Κανονισμών τρόπω-
(α) ότι, εν τη περιπτώσει οργανισμού ασκούντος τον κλάδον γενικών εργασιών, μετά ή άνευ του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών, η αξία του ενεργητικού του οργανισμού υπερβαίνει το παθητικόν αυτού κατά το εν άρθρω 36 προβλεπόμενον ποσόν ή
(β) εν τη περιπτώσει οργανισμού ασκούντος τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών ουχί όμως τον γενικόν κλάδον εργασιών-
(ι) εάν οργανισμός υποχρεούται να τηρή χωριστόν απόθεμα ή αποθέματα, ότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του αποθέματος ή εκάστου εξ αυτών, υπερβαίνει τας υποχρεώσεις δι' ας τούτο δύναται να διατεθή και ότι το υπερβαίνον ποσόν, ή εν περιπτώσει πλειόνων χωριστών αποθεμάτων, το άθροισμα των τοιούτων ποσών, δεν είναι έλασσον των εκατόν χιλιάδων λιρών·
(ιι) εάν ο οργανισμός ουδεμίαν τοιαύτην υποχρέωσιν υπέχη, ότι η αξία του ενεργητικού του οργανισμού υπερβαίνει το παθητικόν αυτού κατά εκατόν χιλιάδας λίρας.
(3) Κατά πάντα υπολογισμόν υποχρεώσεων, όστις ήθελε διενεργηθή διά τους σκοπούς της υποπαραγράφου 2(β), λαμβάνονται υπ' όψιν και άπασαι αι υπό αίρεσιν και μέλλουσαι υποχρεώσεις.
ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΞ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΠΟΝΤΕΣ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΙΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
(Άρθρα 2(3), 40)
Ασφαλιστήρια Ζωής
1.-(1) Η αξία ασφαλιστηρίου ζωής είναι ίση προς την διαφοράν μεταξύ της προσηρμοσμένης παρούσης αξίας του ησφαλισμένου ποσού επί τη βάσει του αναλαμβανομένου κινδύνου περιλαμβανομένου παντός μερίσματος ή προσθέτου ποσού καταβληθέντος προ της ενάρξεως της διαλύσεως, και της παρούσης αξίας των μελλοντικών ετησίων ασφαλίστρων.
(2) Κατά τον υπολογισμόν παρούσης τινός αξίας τόσον το επιτόκιον όσον και οι πίνακες ποσοστού θνησιμότητος καθορίζονται υπό του δικαστηρίου.
(3) Το υπολογισθησόμενον ασφάλιστρον δέον όπως είναι τοιούτον ώστε βάσει του ως άνω επιτοκίου και ποσοστού θνησιμότητος να είναι επαρκές ίνα προνοήση διά τον καλυπτόμενον υπό του ασφαλιστηρίου κίνδυνον, εξαιρουμένου παντός ποσού προστιθεμένου εις τούτο λόγω εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων.
Ετήσιαι πρόσοδοι (Annuities)
2. Η αξία ετησίας προσόδου (annuity) υπολογίζεται βάσει των πινάκων των χρησιμοποιουμένων υπό της εταιρείας, ήτις εξέδωσε την ετησίαν πρόσοδον (annuity) κατά τον χρόνον της εκδόσεως ή, εφ' όσον δεν είναι δυνατή η εξακρίβωσις των τοιούτων πινάκων, ή χρήσις τούτων κατά τρόπον ικανοποιούντα το δικαστήριον, βάσει επιτοκίου και πινάκων θνησιμότητος εκάστοτε καθοριζομένων υπό του δικαστηρίου.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ ΚΛΑΔΟΥ ΕΠ ΕΝΔΥΣΕΩΣ ΟΜΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΔΟΥ ΑΠΟΣΒΕΣΕΩΣ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ
3.-(1) Η αξία ασφαλιστηρίου κλάδου επενδύσεως ομολόγων ή κλάδου αποσβέσεως αποθέματος είναι ίση προς την διαφοράν μεταξύ της παρούσης αξίας του ησφαλισμένου ποσού αναλόγως προς την ημερομηνίαν ή ημερομηνίας καθ' ας τούτο καθίσταται πληρωτέον, περιλαμβανομένου παντός μερίσματος ή προσθέτου ποσού καταβληθέντος προ της ενάρξεως της διαλύσεως, και της παρούσης αξίας των μελλοντικών ασφαλίστρων ή εισφορών.
(2) Κατά τον υπολογισμόν παρούσης τινός αξίας λαμβάνεται το υπό δικαστηρίου εκάστοτε καθοριζόμενον επιτόκιον.
(3) Το υπολογισθησόμενον ασφάλιστρον ή εισφορά δέον όπως είναι τοιαύτη ώστε, βάσει του ως άνω επιτοκίου, να είναι επαρκής ίνα προνοήση διά το ησφαλισμένον υπό του ασφαλιστηρίου ποσόν, εξαιρουμένου παντός ποσού προστιθεμένου εις τούτο λόγω εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ ΚΛΑΔΩΝ ΠΥΡΟΣ, ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ, ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, ΘΑΛΑΣΣΗΣ, ΑΕΡΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
4. Η αξία ισχύοντος ασφαλιστηρίου των κλάδων πυρός, ατυχημάτων, μηχανοκινήτων οχημάτων, θαλάσσης, αέρος ή μεταφορών, είναι ίση προς το μέρος του τελευταίου καταβληθέντος ασφαλίστρου, όπερ αναλογεί προς το μη εκπνεύσαν μέρος της περιόδου αναφορικώς προς ην κατεβλήθη το ασφάλιστρον:
Νοείται ότι ο κανών ούτος ουδόλως εφαρμόζεται καθ' όσον αφορά ασφαλιστήρια επί εμπορευμάτων ή περιουσιακών στοιχείων ευρισκομένων επί πλοίων ή αεροσκαφών
ή ασφαλιστήρια κατά των κινδύνων μεταφοράς ή συναφών τοιούτων η αξία
τοιούτων ασφαλιστηρίων υπολογίζεται ως και πριν ψηφισθή ο παρών Νόμος.
5. Η παρούσα αξία περιοδικής τίνος πληρωμής δυνάμει ασφαλιστηρίου του κλάδου ατυχημάτων ή μηχανοκινήτων οχημάτων, εν περιπτώσει ολικής μονίμου ανικανότητος, είναι ίση προς ποσόν όπερ εφ' όσον τούτο ήθελε τοποθετηθή εις την αγοράν εγκεκριμένης υπό του δικαστηρίου ισόβιας προσόδου (life annuity), θα επήρκει διά την αγοράν ετησίας προσόδου (annuity), ίσης προς εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν της ετησίας αξίας της περιοδικής πληρωμής εν πάση δε ετέρα περιπτώσει, εν υπό τας περιστάσεις εύλογον μέρος του ως άνω ποσού.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ ΚΛΑΔΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ
6. Η αξία ισχύοντος ασφαλιστηρίου του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων είναι ίση προς το μέρος του τελευταίου καταβληθέντος ασφαλίστρου, όπερ αναλογεί προς το μη εκπνεύσαν μέρος της περιόδου αναφορικώς προς ην κατεβλήθη το ασφάλιστρον, ομού μετά της παρούσης αξίας εβδομαδιαίας πληρωμής εν τη περιπτώσει ασφαλιστηρίου προνοούντος την διενέργειαν εβδομαδιαίων πληρωμών.
7. Η παρούσα αξία εβδομαδιαίας πληρωμής δυνάμει ασφαλιστηρίου του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, εν η περιπτώσει η ανικανότης του εργάτου αναφορικώς προς ην αύτη καταβάλλεται είναι ολική και μόνιμος τοιαύτη, είναι ίση προς ποσόν όπερ, εφ' όσον τούτο ήθελε τοποθετηθή εις την αγοράν εγκεκριμένης υπό του δικαστηρίου ισοβίας προσόδου (life annuity), θα επήρκει διά την αγοράν ετησίας προσόδου (annuity) διά τον εργάτην ίσης προς εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν της ετησίας αξίας της εβδομαδιαίας πληρωμής, εν πάση δε ετέρα περιπτώσει, εν υπό τας περιστάσεις εύλογον μέρος του ως άνω ποσού.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΙΝΑΞ
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
(Άρθρον 40(3).)
Εν η περιπτώσει εταιρεία υποκείμενη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ήθελε διαλυθή υπό του δικαστηρίου ή υπό την εποπτείαν αυτού, ο εκκαθαριστής οφείλει όπως, καθ' όσον αφορά άπαντα τα πρόσωπα άτινα εμφαίνονται εν τοις βιβλίοις της εταιρείας ως έχοντα δικαίωμα τι ή συμφέρον επί των εκδοθέντων υπό της εταιρείας ασφαλιστηρίων-
(α) καθορίζη την αξίαν της υποχρεώσεως της εταιρείας προς έκαστον τοιούτο πρόσωπον και
(β) γνωστοποιή ταύτην εις τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εν ω τρόπω ήθελε το δικαστήριον καθορίσει,
παν δε πρόσωπον εις ο εγένετο τοιαύτη γνωστοποίησις δεσμεύεται υπό της ούτω καθορισθείσης αξίας, εφ' όσον δεν ήθελε διαμφισβητήσει ταύτην καθ' ον τρόπον και εντός τοιαύτης προθεσμίας ως το δικαστήριον ήθελεν εκάστοτε καθορίσει.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΠΙΝΑΞ
(Άρθρον 84)
Νόμοι
Τροποποιήσεις και Καταργήσεις
Ο περί Εταιρειών Νόμος
(α) Εν άρθρω 121 προστίθενται τα ακόλουθα:
«(4) Το παρόν άρθρον δεν εφαρμόζεται επί ασφαλιστικής εταιρείας, ήτις ήθελε συμμορφωθή προς τας διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 28 του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου.»
(β) Το άρθρον 369 τροποποιείται ως ακολούθως:
(ι) εν εδαφίω (1) προστίθενται αι λέξεις "ή ασφαλιστικής εταιρείας" αμέσως μετά τας λέξεις "Τραπεζική εταιρεία" (εν τη πρώτη γραμμή)
(ιι) εν τω τέλει αυτού προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:
«(5) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου εταιρεία, ήτις ήθελεν ασκεί ασφαλιστικήν επιχείρησιν από κοινού μετά μιας ή πλειόνων ετέρων επιχειρήσεων λογίζεται ασφαλιστική εταιρεία.
(6) Το παρόν άρθρον δεν εφαρμόζεται επί ασφαλιστικής εταιρείας υποκειμένης εις τας διατάξεις του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου αίτινες αφορώσιν εις την υποχρέωσιν της εταιρείας όπως κατ' έτος καταθέτη λογαριασμούς και ισολογισμόν, εφ' όσον η εταιρεία συμμορφούται προς τας εν λόγω διατάξεις.»
(γ) Εις το Δεύτερον Μέρος του Έκτου Πίνακος προστίθενται αι ακόλουθοι λέξεις μετά την λέξιν "κάτωθι" (εν τη τρίτη γραμμή) του υπό τον τίτλον "κεκυρωμένα αντίγραφα λογαριασμών" κεφαλαίου - "ή ασφαλιστική εταιρεία, ήτις ήθελε συμμορφωθή προς τας διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 28 του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου."
(δ) Η παράγραφος 24 του Τρίτου Μέρους του Ογδόου Πίνακος τροποποιείται ως ακολούθως:
(ι) εν υποπαραγράφω (1) προστίθενται αι ακόλουθοι λέξεις αμέσως μετά τας λέξεις "ασφαλιστική εταιρεία" και προ του κόμματος εν τη πρώτη γραμμή:
«εν τη εννοία των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων ήτις υπόκειται και συμμορφούται προς τας διατάξεις του ως άνω Νόμου, αίτινες αφορώσιν εις την κατάθεσιν παρά τω Εφόρω Ασφαλειών ισολογισμού και λογαριασμών κερδών και ζημιών».
(ιι) διαγράφεται η υποπαράγραφος (4) ·
Νόμοι
Τροποποιήσεις και Καταργήσεις
(ε) Ο τίτλος του Δωδεκάτου Πίνακος τροποποιείται διά της παρενθέσεως των λέξεων "ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ" αμέσως μετά την λέξιν "ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ".
(στ) Το Άρθρον 391 καταργείται.
Ο περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος.
Το Άρθρον 4 καταργείται.
17 του Ν.166/90.
Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλειαι υπέρ Τρίτου) Νόμος, Κεφ. 333 και 7 του 1960.
Εν εδαφίω (1) του άρθρου 2 να αντικατασταθή ο ορισμός "ασφαλιστής" διά του ακολούθου:
«"ασφαλιστής" σημαίνει ασφαλιστικήν εταιρείαν ή ασφαλιστήν (underwriter) εν τη εννοία του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου, ήτις ασκεί τον κλάδον μηχανοκινήτων οχημάτων.»
4. Το Υπουργικόν Συμβούλιον διορίζει δημόσιον τινα υπάλληλον ως Έφορον Ασφαλειών δι' άπαντας τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, δύναται δε να διορίση ή εξουσιοδοτήση έτερον δημόσιον υπάλληλον ως βοηθόν αυτού.
5.-(1) Διά γνωστοποιήσεως δημοσιευθησομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ο Υπουργός διορίζει Συμβουλευτικόν Σώμα Ασφαλειών συγκείμενον εξ επτά μελών και απαρτιζόμενον εκ-
(α) τριών προσώπων προερχομένων εκ της Δημοσίας Υπηρεσίας
(β) τεσσάρων προσώπων αντιπροσωπευόντων κατ' ίσον λόγον εν τω Συμβουλευτικώ Σώματι τα συμφέροντα των εργοδοτών, εργοδοτουμένων και ασφαλιστικών εταιρειών.
(2) Το Συμβουλευτικόν Σώμα εκλέγει εν εκ των μελών αυτού ως Πρόεδρον, καθορίζει δε την διαδικασίαν, ήτις ήθελε διέπει τας ιδίας αυτού συνεδρίας και εργασίας.
(3) Τα μέλη του Συμβουλευτικού Σώματος διορίζονται διά περίοδον δύο ετών, δύνανται όμως να επαναδιορίζωνται μετά την λήξιν της θητείας αυτών:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται, δι' εύλογον αιτίαν να προβή εις την παύσιν οιουδήποτε μέλους του Συμβουλευτικού Σώματος, μετά την οποίαν διορίζεται νέον μέλος διά την μη εκπνεύσασαν περίοδον θητείας του ούτω παυθέντος μέλους.
(4) Ο Υπουργός δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνον να αποδεχθή την παραίτησιν οιουδήποτε μέλους του Συμβουλευτικού Σώματος, μετά την οποίαν διορίζεται νέον μέλος διά την μη εκπνεύσασαν περίοδον θητείας του παραιτηθέντος μέλους.
(5) Επί τω θανάτω οιουδήποτε μέλους του Συμβουλευτικού Σώματος, διορίζεται νέον μέλος διά την μη εκπνεύσασαν θητείαν του αποβιώσαντος μέλους.
(6) Τέσσαρα των μελών του Συμβουλευτικού Σώματος συνιστώσιν απαρτίαν.
(7) Ουδεμία πράξις ή διαδικασία του Συμβουλευτικού Σώματος θα θεωρήται άκυρος λόγω της υπάρξεως κενής θέσεως εις το Συμβουλευτικόν Σώμα, εφ' όσον ο αριθμός των ενεργών μελών δεν είναι κατώτερος των τεσσάρων.
- 72/1984
- 166/1990
7.-(1) Επιφυλαττομένων των εν εδαφίω (3) του άρθρου 3 διατάξεων ως και των εν τω Δευτέρω Πίνακι τοιούτων, δεν είναι δυνατή η εν τη Δημοκρατία-
(α) άσκησις ασφαλιστικής επιχειρήσεως οιουδήποτε των εν εδαφίω (1) του άρθρου 3 καθοριζομένων κλάδων ειμή υπό ασφαλιστικής εταιρείας λειτουργούσης δυνάμει και συμφώνως προς τους όρους αδείας παρασχεθείσης αυτή δυνάμει του άρθρου 8 διά τινα κλάδον ασφαλιστικής επιχειρήσεως, επιφυλαττομένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου
(β) άσκησις ασφαλιστικής επιχειρήσεως κλάδου ζωής ή βιομηχανικού κλάδου ζωής εν συνδυασμώ προς οιασδήποτε διευθετήσεις αποσκοπούσας ή εχούσας ως αποτέλεσμα την παροχήν διευκολύνσεων εις τον κάτοχον ασφαλιστηρίου, διά συμμετοχήν, ως δικαιούχον δυνάμει τραστ (trust) εις κέρδη ή εισοδήματα προερχόμενα εκ της κτήσεως κατοχής, διαχειρίσεως ή διαθέσεως χρεωγράφων οιασδήποτε φύσεως ή οιασδήποτε άλλης φύσεως ιδιοκτησίας, άνευ ειδικής προς τούτο αδείας και συμφώνως προς τους όρους ταύτης, χορηγουμένης υπό του Εφόρου τη εγκρίσει του Υπουργού υπό τας καθωρισμένας προϋποθέσεις, δυνάμει Κανονισμών.
Αι διατάξεις του παρόντος Νόμου αι αφορώσαι εις την έκδοσιν, τροποποίησιν ή ακύρωσιν αδείας εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και εις οιανδήποτε άδειαν χορηγουμένην επί τη βάσει της παρούσης παραγράφου:
Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι διαλαμβανομένων ακυροί ή καθιστά ουχί εκτελεστήν σύμβασιν τινα συναφθείσαν ή ασφαλιστήριον εκδοθέν κατά παράβασιν του παρόντος εδαφίου.
(2) Εάν πρόσωπον τι παραβή τας διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου-
(α) εφ' όσον δεν πρόκειται περί νομικού προσώπου, το πρόσωπον τούτο είναι ένοχον αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1500, ή εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον τα δύο έτη, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης-
(β) εφ' όσον πρόκειται περί νομικού προσώπου-
(ι) το δικαστήριον δύναται να διατάξη διάλυσιν του εν λόγω νομικού προσώπου δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, τη αιτήσει του Εφόρου υποβαλλομένη κατόπιν αδείας του δικαστηρίου
(ιι) πας όστις καθ' ον χρόνον εγένετο η παράβασις ήτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντής, γραμματεύς ή έτερος ανώτερος υπάλληλος ή αντιπρόσωπος του νομικού προσώπου είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις τας εν παραγράφω (α) προνοουμένας ποινάς, εκτός εάν αποδείξη ότι η παράβασις εγένετο τη αγνοία αυτού ή ότι κατέβαλε την προσήκουσαν επιμέλειαν όπως επιτύχη την παρεμπόδισιν της εν λόγω παραβάσεως.
(3) Κανονισμοί γενόμενοι δυνάμει του άρθρου 333 του περί Εταιρειών Νόμου δύνανται να διέπωσι την ακολουθητέαν διαδικασίαν εις δικαστικά μέτρα λαμβανόμενα δυνάμει της παραγράφου (β) (ι) του εδαφίου (2).
(4) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του Δευτέρου Πίνακος, η δυνάμει του άρθρου 104 του περί Εταιρειών Νόμου απαιτουμένη δήλωσις, ήτις επιδίδεται τω Εφόρω Εταιρειών πριν ή η εταιρεία εις ην το εν λόγω άρθρον αφορά ποιήση έναρξιν των εργασιών αυτής, περιέχει βεβαίωσιν του γεγονότος ότι είναι καταβεβλημέναι διακόσιαι τουλάχιστον χιλιάδες λίραι εκ του μετοχικού κεφαλαίου αυτής εις την περίπτωσιν εταιρείας (εξαιρουμένων εταιρειών εφ' ων ο παρών Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής) εγγεγραμμένης μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου, εις τους σκοπούς της οποίας περιλαμβάνεται η άσκησις ασφαλιστικής επιχειρήσεως οιουδήποτε των εν εδαφίω (1) του άρθρου 3 καθοριζομένων κλάδων.
8.-(1) Αι αιτήσεις προς παροχήν αδείας ασφαλιστού εις τινα κλάδον ασφαλειών υποβάλλονται εις τον Έφορον εν τω καθωρισμένω τύπω, συνοδεύονται δε υπό του νενομισμένου τέλους και των εκάστοτε καθοριζομένων εγγράφων.
(2) Εφ' όσον ο Έφορος ήθελεν ικανοποηθή καθ' όσον αφορά εις την υποβαλούσαν την αίτησιν εταιρείαν ότι-
(α) αύτη κέκτηται καταβεβλημένον μετοχικόν κεφάλαιον διακοσίων τουλάχιστον χιλιάδων λιρών
(β) το περιθώριον φερεγγυότητος της εταιρείας δεν είναι τοιούτον ώστε η εταιρεία να θεωρήται δυνάμει του άρθρου 36 ανίκανος να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής
(γ) ο κλάδος ασφαλειών εις ον αφορά η αίτησις θα ασκήται υπό της εταιρείας συμφώνως προς τας υγιείς ασφαλιστικάς αρχάς
(δ) αύτη έχει αντασφαλισθή ή έχει προβή εις διευθετήσεις διά να αντασφαλισθή παρ' ετέρα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική εταιρεία αναφορικώς προς ασφαλιστήρια εκδοθέντα ή εκδοθησόμενα υπ' αυτής ή ότι αύτη δικαιολογείται όπως μη αντασφαλισθή ή προβή εις διευθετήσεις διά να αντασφαλισθή·
(ε) η επωνυμία της εταιρείας δεν είναι η αυτή μετά της επωνυμίας ετέρας εταιρείας, ήτις έτυχεν ήδη αδείας δυνάμει του παρόντος άρθρου, ή μετά της επωνυμίας εταιρείας, ήτις νομίμως ήσκει ασφαλιστικήν επιχείρησιν εν τη Δημοκρατία κατά τον χρόνον ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου (ή τοσούτον προσομοιάζει προς τοιαύτην επωνυμίαν ώστε να δύναται να αγάγη εις πλάνην ή να προκαλέση σύγχυσιν) εκτός εάν εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις η ήδη φέρουσα την επωνυμία εταιρεία είναι υπό διάλυσιν, ή πρόκειται να διαλυθή, ή έπαυσεν ή πρόκειται να παύση την άσκησιν ασφαλιστικής επιχειρήσεως εν τη Δημοκρατία, συναινεί δε όπως παραχωρηθή τη αιτητρία εταιρεία άδεια υπό την ως είρηται επωνυμίαν και
(στ) συμμορφούται προς τας διατάξεις του άρθρου 9,
ούτος παρέχει τη εταιρεία άδειαν ασφαλιστού περί τον αιτηθέντα κλάδον ασφαλειών, γνωστοποιεί δε αναλόγως το γεγονός εις την υποβαλούσαν την αίτησιν εταιρείαν.
(3) (α) Η παράγραφος (α) του εδαφίου (2) δεν τυγχάνει εφαρμογής μέχρι της 5ης Ιουνίου, 1985, επί ασφαλιστικής εταιρείας ήτις κατά τον χρόνον ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου, ήσκει ασφαλιστικήν επιχείρησιν εν τη Δημοκρατία εις τον κλάδον εις ον αφορά η γενομένη αίτησις και ης το καταβεβλημένον μετοχικόν κεφάλαιον είναι μικρότερον του ποσού των £200,000
(β) εν τη ενασκήσει της διακριτικής εξουσίας ην κέκτηται δυνάμει του εδαφίου (2) ο Έφορος δύναται τη εγκρίσει του Υπουργού όπως διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας μη εμμείνη εις την εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου (β) του εν λόγω εδαφίου, εφ' όσον ήθελεν ούτος ικανοποιηθή εκ στοιχείων παρασχεθέντων αυτώ υπό της αιτητρίας εταιρείας, ότι η εταιρεία είναι άλλως φερέγγυος, εν τη περιπτώσει δε εταιρείας ης η έδρα κείται εις ετέραν χώραν εκτός της Δημοκρατίας, ότι η εταιρεία συνάδει προς τους ασφαλιστικούς νόμους της ως είρηται χώρας, νοουμένου ότι η περίοδος των εξ μηνών δεν τυγχάνει εφαρμογής μέχρι της 5ης Ιουνίου, 1985 επί ασφαλιστικής εταιρείας ήτις αναφέρεται εις την παράγραφον (α) του παρόντος εδαφίου.
(4) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του εδαφίου (3), εφ' όσον ο Έφορος δεν ήθελεν ικανοποιηθή περί τινα ή πλείονας των εν εδαφίω (2) εκπεφρασμένων όρων, ούτος θα κοινοποιή τη αιτητρία εταιρεία προσηκόντως ητιολογημένην έγγραφον απόφασιν αυτού όπως απόρριψη την γενομένην αίτησιν, θα γνωστοποιή δε συγχρόνως εις αυτήν ότι δυνάμει του άρθρου 9 ή του άρθρου 14, αναλόγως της περιπτώσεως, δύναται να προσβάλη δι' εφέσεως την τοιαύτην απόφασιν.
9.-(1) Ο Έφορος δεν θα παρέχη δυνάμει του άρθρου 8 άδειαν εις τινα εταιρείαν εάν οιονδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ρυθμιστής (controller), διευθυντής ή οιοσδήποτε εν άρθρω 30 προβλεπόμενος ανώτερος λειτουργός της εταιρείας, δεν ικανοποιή τοιαύτα κριτήρια και προϋποθέσεις ως ήθελον καθορισθή.
(2) Εν τω παρόντι άρθρω "ρυθμιστής" (controller) εν σχέσει προς εταιρείαν σημαίνει-
(α) διευθύνοντα σύμβουλον της εταιρείας ή νομικού προσώπου του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία
(β) εκτελεστικόν διευθυντήν της εταιρείας ή νομικού προσώπου, όντος ασφαλιστικής εταιρείας, του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία
(γ) πρόσωπον-
(ι) συμφώνως προς τας οδηγίας και εντολάς του οποίου είθισται να ενεργούν άπαντα ή ωρισμένα εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ή του νομικού προσώπου του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία ή
(ιι) όπερ, είτε μόνον είτε μεθ' οιουδήποτε συνδεδεμένου προσώπου ή προσώπων δικαιούται να ασκή ή να ελέγχη την άσκησιν, του ενός τρίτου και πλέον των ψήφων εις οιανδήποτε γενικήν συνέλευσιν της εταιρείας ή του νομικού προσώπου του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία.
(3) Εν τω παρόντι άρθρω "διευθυντής" εν σχέσει προς εταιρείαν σημαίνει πρόσωπον (πλην του εκτελεστικού διευθυντού) απασχολούμενον υπό της εταιρείας όπερ, υπό την άμεσον εξουσίαν μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ή εκτελεστικού διευθυντού της εταιρείας-
(α) ασκεί διευθυντικά καθήκοντα· ή
(β) είναι υπεύθυνον διά την τήρησιν λογαριασμών ή ετέρων βιβλίων της εταιρείας,
μη ον πρόσωπον του οποίου τα καθήκοντα αφορούν αποκλειστικώς εις εργασίας διευθυνομένας εκ τίνος τόπου εργασιών έξωθι της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(4) Τηρουμένου του κατωτέρου εδαφίου (6), εν τω παρόντι άρθρω "εκτελεστικός διευθυντής" εν σχέσει προς εταιρείαν ή νομικόν πρόσωπον του οποίου αύτη είναι εξηρτημένη εταιρεία, σημαίνει πρόσωπον απασχολούμενον υπό της εταιρείας ή του νομικού προσώπου όπερ, είτε μόνον είτε από κοινού μεθ' ενός ή περισσοτέρων προσώπων, είναι υπεύθυνον υπό την άμεσον εξουσίαν των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου διά την διεύθυνσιν πασών των ασφαλιστικών εργασιών της εν λόγω εταιρείας ή του νομικού προσώπου.
(5) Εν τω παρόντι άρθρω "συνδεδεμένον πρόσωπον" εν σχέσει προς οιονδήποτε πρόσωπον σημαίνει-
(α) την σύζυγον ή τον σύζυγον ή ανήλικον υιόν ή θυγατέρα του εν λόγω προσώπου
(β) οιανδήποτε εταιρείαν της οποίας το πρόσωπον τούτο είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου
(γ) οιονδήποτε πρόσωπον όπερ είναι υπάλληλος ή συνέταιρος του εν λόγω
προσώπου
(δ) εάν το πρόσωπον τούτο είναι εταιρεία-
(ι) οιονδήποτε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ταύτης
(ιι) οιανδήποτε εξηρτημένην εταιρείαν της εταιρείας ταύτης
(ιιι) οιονδήποτε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ή υπαλλήλου οιασδήποτε τοιαύτης εξηρτημένης εταιρείας
και διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου "υιός" περιλαμβάνει προγονόν και υιοθετηθέντα υιόν, "θυγατέρα" περιλαμβάνει προγονήν και υιοθετηθείσαν θυγατέρα.
(6) Εν σχέσει προς εταιρείαν συσταθείσαν εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας-
(α) η εν παραγράφω (α) του ανωτέρω εδαφίου (2) μνεία του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας περιλαμβάνει και μνείαν προσώπου όπερ είναι διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ταύτης εν σχέσει προς εκείνας εκ των ασφαλιστικών εργασιών αυτής αίτινες διεξάγονται εντός της Δημοκρατίας και
(β) η εν παραγράφω (β) του ανωτέρω εδαφίου μνεία του εκτελεστικού διευθυντού της εταιρείας περιλαμβάνει και μνείαν προσώπου απασχολουμένου υπό της εταιρείας όπερ, είτε μόνον είτε από κοινού μεθ' ενός ή περισσοτέρων προσώπων, είναι υπεύθυνον (ανεξαρτήτως εάν τούτο είναι υπό την άμεσον εξουσίαν των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου) διά την διεύθυνσιν πασών των ασφαλιστικών εργασιών των διεξαγομένων υπό της εταιρείας εντός της Δημοκρατίας αλλά, εάν ούτος είναι υπεύθυνος επίσης διά την διεύθυνσιν ασφαλιστικών εργασιών διεξαγομένων υπ' αυτής αλλαχού, μόνον εφ' όσον δεν υπάρχει οιονδήποτε υφιστάμενον αυτού πρόσωπον όπερ είναι υπεύθυνον διά την διεύθυνσιν πασών των εργασιών των διεξαγομένων υπ' αυτής εν τη Δημοκρατία.
(7) Αι προηγούμεναι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα ισχύουν εν σχέσει προς εγγεγραμμένην ένωσιν προσώπων ή οργανισμόν άνευ νομικής προσωπικότητος ως ισχύουν και εν σχέσει προς εταιρείαν.
(8) Παν πρόσωπον θιγόμενον υπό τίνος αποφάσεως του Εφόρου απορριπτούσης αίτησιν διά παροχήν αδείας δύναται, εντός τριάκοντα ημερών από της γνωστοποιήσεως του Εφόρου, να υποβάλη έφεσιν προς τον Υπουργόν εγγράφως όστις, αφού ζητήση συμβουλήν εκ μέρους του Συμβουλευτικού Σώματος Ασφαλειών δύναται είτε να ακυρώση ή να επικυρώση την απόφασιν του Εφόρου.
- 72/1984
- 166/1990
10. Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, άδεια παρασχεθείσα δυνάμει του άρθρου 8 παραμένει εν ισχύι διά περίοδον ενός έτους από της εκδόσεως αυτής και υπό την αυτήν επιφύλαξιν, υπόκειται κατ' έτος εις ανανέωσιν τη καταβολή του νενομισμένου τέλους.
11.-(1) Ο Έφορος δι' ητιολογημένης αυτού εγγράφου πράξεως γνωστοποιεί εγγράφως εις την ενδιαφερομένην ασφαλιστικήν εταιρείαν ότι προτίθεται να προβή εις ακύρωσιν της παρασχεθείσης αυτή αδείας, εάν καθ' οιονδήποτε χρόνον-
(α) ούτος ήθελεν ικανοποιηθή-
(ι) ότι εάν η εταιρεία ήθελεν υποβάλει αίτησιν αδείας ασφαλιστού, αύτη θα απεκλείετο συμφώνως ταις διατάξεσι των παραγράφων (α), (β), (γ) και (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, υπό την επιφύλαξιν εν πάση περιπτώσει των διατάξεων του εδαφίου (3) του αυτού άρθρου, τοιαύτης αδείας διά τον ασφαλιστικόν κλάδον δι' ον κατέχει άδειαν ή
(ιι) ότι η εταιρεία παρέλειψε να καταθέση παρ' αυτώ οιονδήποτε έγγραφον συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 28 ή
(ιιι) ότι, μετ' εξέτασιν οιουδήποτε εγγράφου ή λογαριασμών υποβαλλομένων αυτώ δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών, και λαμβανομένης υπ' όψιν της οικονομικής της εταιρείας καταστάσεως, αύτη ενδέχεται να καταστή ανίκανος εν τη εννοία του άρθρου 36 όπως εξοφλήση τας οφειλάς αυτής ή
(ιν) ότι η εταιρεία παρέλειψε να συμμορφωθή προς τινα των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή του ασφαλιστικού δικαίου χώρας τινός εκτός της Δημοκρατίας κειμένης υφ' ου διέπεται η ως είρηται εταιρεία, αίτινες αφορώσιν εις την διατήρησιν αποθέματος κλάδου ζωής ή την τοποθέτησιν ασφαλίστρων εις τραστ (trust) ή
(β) η εταιρεία ήθελε καταδικασθή διά το εν άρθρω 66 προνοούμενον αδίκημα και δεν ασκηθή έφεσις κατά της τοιαύτης καταδίκης, ή ασκηθείσης εφέσεως αύτη ήθελεν εγκαταλειφθή ή απορριφθή
(γ) ήθελεν εκδοθή δικαστική απόφασις εναντίον της εταιρείας, ήτις ήθελε μείνει ανεκτέλεστος διά περίοδον τεσσαράκοντα και δύο ημερών και δεν ασκηθή έφεσις κατά της τοιαύτης αποφάσεως ή ασκηθείσης εφέσεως αύτη ήθελεν εγκαταλειφθή ή απορριφθή
(δ) η εταιρεία ήθελε παύσει να πληροί τας απαιτήσεις του άρθρου 9 και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών.
(2) Εν η περιπτώσει επιδίδεται τη εταιρεία γνωστοποίησις δυνάμει του εδαφίου (1) και η εταιρεία δεν εκκαλεί ταύτην συμφώνως τω άρθρω 9 ή 14, αναλόγως της περιπτώσεως, ή εκκαλέσασα ταύτην αποσύρει είτα την ασκηθείσαν έφεσιν, ή οσάκις η έκβασις της ασκηθείσης εφέσεως είναι η επικύρωσις της περί ακυρώσεως της αδείας αποφάσεως, ο Έφορος προβαίνει εις την ακύρωσιν της αδείας λαμβάνων υπ' όψιν τας κατά την εκδίκασιν της εφέσεως επενεχθείσας εις την αρχικήν απόφασιν αλλοιώσεις, γνωστοποιεί δε εγγράφως το γεγονός εις την ενδιαφερομένην εταιρείαν.
(3) Παρά την επενεχθείσαν ακύρωσιν της αδείας ασφαλιστικής τίνος εταιρείας δυνάμει του παρόντος άρθρου, αύτη δύναται κατά νόμον να εξακολουθή εισπράττουσα ασφάλιστρα και να αντιμετωπίζη τας υποχρεώσεις αυτής εν τη συνήθει πορεία της ασκήσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, απαγορεύεται όμως η έκδοσις νέων ασφαλιστηρίων ως και η υπ' αυτής, ως ασφαλιστού, σύναψις νέων συμβάσεων διά την συνομολόγησιν των οποίων απαιτείται η κατοχή αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(4) Αι διατάξεις του εδαφίου (3) δέον όπως μη ερμηνεύωνται ως απαλλάττουσαι την εταιρείαν οιασδήποτε ποινικής ευθύνης - πλην της ευθύνης, ην δυνατόν να υπέχη διά την μη κατοχήν αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου - ή οιασδήποτε αστικής φύσεως τοιαύτης.
(5) Τα εδάφια (3) και (4) θα τυγχάνουν ωσαύτως εφαρμογής επί ασφαλιστικών εταιρειών των οποίων η άδεια έχει ακυρωθή συνεπεία εκούσιας αποχωρήσεως εκ της Δημοκρατίας ή των οποίων η άδεια αφεθή να εκπνεύση.
- 72/1984
- 166/1990
12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 11 του Νόμου, ο Έφορος δύναται, αντί να χωρήση εις την άμεσον ακύρωσιν αδείας εταιρείας τινός, να επιβάλη ωρισμένους προσωρινούς περιορισμούς εις την υπ' αυτής άσκησιν εν τη Δημοκρατία ωρισμένου κλάδου ασφαλιστικών εργασιών, δι' ωρισμένην περίοδον και διά των οποίων η εταιρεία θα υποχρεούται-
(α) να μη συνομολογή ασφαλιστικάς συμβάσεις ωρισμένου είδους·
(β) να μη τροποποιή οιασδήποτε ασφαλιστικάς συμβάσεις ωρισμένου είδους, αίτινες είναι συμβάσεις συνομολογηθείσαι εν τη πορεία ασκήσεως γενικού κλάδου και ισχύουσαι κατά τον χρόνον επιβολής του περιορισμού-
(γ) να μη τροποποιή, κατά τοιούτον τρόπον ώστε να αυξάνη τας υποχρεώσεις της εταιρείας, οιασδήποτε ασφαλιστικάς συμβάσεις ωρισμένου είδους, αίτινες είναι συμβάσεις συνομολογηθείσαι εν τη πορεία ασκήσεως κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών
και ισχύουσαι κατά τον χρόνον επιβολής του περιορισμού.
(2) Ο εν τω εδαφίω (1) περιορισμός δύναται να αφορά εις ασφαλιστικάς συμβάσεις, ανεξαρτήτως εάν η συνομολόγησις αυτών εμπίπτη ή όχι εντός κλάδου ασφαλιστικών εργασιών αίτινες η εταιρεία είναι εξουσιοδοτημένη να ασκή εκάστοτε.
(3) Ο Έφορος δύναται περαιτέρω να απαιτήση παρά της εταιρείας να λάβη άπαντα τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλισιν ότι το συνολικόν ποσόν των ασφαλίστρων-
(α) άτινα θα εισπραχθούν υπό της εταιρείας έναντι της αναλήψεως υπ' αυτής κατά την διάρκειαν ωρισμένης περιόδου υποχρεώσεως εν τη πορεία ασκήσεως γενικού κλάδου ή οιουδήποτε εξειδικευμένου μέρους των τοιούτων εργασιών, ή
(β) άτινα θα εισπραχθούν υπ' αυτής εις ωρισμένην περίοδον έναντι της αναλήψεως υπό της εταιρείας κατά την διάρκειαν της εν λόγω περιόδου υποχρεώσεων εν τη πορεία ασκήσεως κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών ή οιουδήποτε εξειδικευμένου μέρους τοιούτων εργασιών,
δεν θα υπερβαίνη εν ωρισμένον ποσόν.
(4) Ο εν τω εδαφίω (3) περιορισμός δύναται να αφορά είτε εις το συνολικόν ποσόν των ασφαλίστρων, άτινα θα εισπραχθούν όπως αναφέρεται εις το εν λόγω εδάφιον, είτε εις το συνολικόν ποσόν εκείνων των ασφαλίστρων, μετά την αφαίρεσιν οιωνδήποτε ασφαλίστρων πληρωτέων υπό της εταιρείας προς αντασφάλισιν των υποχρεώσεων έναντι των οποίων τα προειρημένα ασφάλιστρα είναι εισπρακτέα.
(5) Ο Έφορος εν τη ασκήσει της υπό του παρόντος άρθρου χορηγουμένης αυτώ εξουσίας, εν σχέσει προς εταιρείαν, θα επιδίδη εις την εταιρείαν έγγραφον ειδοποίησιν αναφέρουσαν τους λόγους διά τους οποίους προτίθεται να ασκήση την τοιαύτην εξουσίαν και θα καλή την εταιρείαν, όπως εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας επιδόσεως της ειδοποιήσεως υποβάλη έφεσιν εις τον Υπουργόν αναφορικώς προς την προτιθεμένην άσκησιν της εξουσίας. Εάν η εταιρεία παραλείψη να υποβάλη έφεσιν ή υποβαλούσα έφεσιν αποσύρη ταύτην ή το αποτέλεσμα της εφέσεως είναι η επικύρωσις της προθέσεως επιβολής περιορισμού, ο Έφορος δύναται να επιβάλη πάραυτα τον τοιούτον περιορισμόν.
- 72/1984
- 166/1990
13. Ο Έφορος δύναται κατά πάντα χρόνον να προβή εις την ακύρωσιν αδείας παρασχεθείσης δυνάμει του άρθρου β
(α) εάν ήρξατο η διαδικασία διαλύσεως της αδειούχου εταιρείας ή
(β) εάν ικανοποιηθή ότι η αδειούχος εταιρεία έπαυσεν ασκούσα ασφαλιστικήν επιχείρησιν εν τη Δημοκρατία· ή
(γ) τη αιτήσει της αδειούχου εταιρείας, του εκκαθαριστού, επιτρόπου (trustee) ή του υπό δικαστηρίου διορισθέντος διευθυντού, καθ' όσον αφορά εις τον συγκεκριμένον κλάδον, ή κλάδους ασφαλίσεως εις ους αφορά η γενομένη αίτησις.
14.-(1) Παν πρόσωπον, ούτινος τα νόμιμα συμφέροντα παραβλάπτονται εξ αποφάσεως του Εφόρου όπως απόρριψη αίτησιν προς παροχήν αδείας ή, αναλόγως της περιπτώσεως, ακύρωση άδειαν, γνωστοποιουμένης δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 8 ή του εδαφίου (1) του άρθρου 11, δύναται εντός τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης γνωστοποιήσεως να καταθέση παρά τω Εφόρω έφεσιν προς τον Υπουργόν.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) ασκουμένη έφεσις είναι έγγραφος και καθορίζει λεπτομερώς τους λόγους εφ' ων αύτη βασίζεται.
(3) Εντός δεκαπέντε ημερών από της λήψεως της εφέσεως ο Έφορος διαβιβάζει τω Υπουργώ την δυνάμει του εδαφίου (1) κατατεθείσαν παρ' αυτώ έφεσιν ομού μετά παντός σχετικού εγγράφου.
(4) Ο Υπουργός αποφασίζει επί της ασκηθείσης εφέσεως εντός τριάκοντα ημερών και διαβιβάζει την απόφασιν αυτού εις τον Έφορον.
(5) Πλην των περιπτώσεων καθ' ας η ασκηθείσα έφεσις ήθελεν αποσυρθή, ο Έφορος οφείλει όπως πάραυτα κοινοποιή εγγράφως εις τον εφεσείοντα την απόφασιν του Υπουργού και εκτελή ταύτην.
15.-(1) Εφ' όσον άδεια παρασχεθείσα δυνάμει του παρόντος Μέρους είναι έγκυρος, αύτη εκτίθεται περιόπτως υπό της αδειούχου εταιρείας εις το κεντρικόν αυτής κατάστημα εν τη Δημοκρατία και δη εις μέρος προσιτόν τω κοινώ αντίγραφον της αδείας εκτίθεται παρομοίως εις παν εν τη Δημοκρατία υποκατάστημα της εταιρείας.
(2) Η άδεια, ως και άπαντα τα αντίγραφα αυτής επιστρέφονται πάραυτα τω Εφόρω ευθύς ως ήθελε γνωστοποιηθή τη αδειούχω εταιρεία το γεγονός ότι η άδεια ηκυρώθη συμφώνως τω παρόντι Μέρει.
(3) Πας όστις άνευ νομίμου προς τούτο δικαιολογίας δεν συμμορφούται προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ή όστις εκθέτει άδειαν ή αντίγραφον αυτής, ήτις δεν ήθελεν είναι έγκυρος, είναι ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
16. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, να ενεργή ως οικονομικός πράκτωρ, επίτροπος (trustee), θεματοφύλαξ και τραπεζίτης των ασφαλιστικών εταιρειών, βάσει όρων οίτινες ήθελον καθορισθή υπ' αυτής.
17.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει όπως καταθέτη παρά τη Κεντρική Τραπέζη και (εν όσω εξακολουθεί να ασκή τον κλάδον ασφαλίσεως εις ον αφορά η γενομένη κατάθεσις) διατηρή κατατεθειμένα, είτε τοις μετρητοίς είτε υπό μορφήν εγκεκριμένων χρεωγράφων υπολογιζομένων με την τρέχουσαν αυτών τιμήν κατά την ημέραν της καταθέσεως, είτε μερικώς τοις μετρητοίς και μερικώς υπό μορφήν εγκεκριμένων ούτω υπολογιζομένων χρεωγράφων, εν η πλείονα των ακολούθων ποσών, αναλόγως του κλάδου ή κλάδων ασφαλίσεως των ασκουμένων υπό της εταιρείας-
(α) ποσόν τριάκοντα χιλιάδων λιρών αναφορικώς προς έκαστον των ακολούθων κλάδων ασφαλίσεως, ήτοι, τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών και τον κλάδον μηχανοκινήτων οχημάτων, και
(β) το ποσόν των τριάκοντα χιλιάδων λιρών αναφορικώς προς ένα ή πλείονας ετέρους κλάδους ασφαλίσεως, πλην των κλάδων μακροπροθέσμων εργασιών και μηχανοκινήτων οχημάτων.
(2) Η εν εδαφίω (1) καθοριζομένη κατάθεσις δυνατόν να διενεργηθή εις δύο ίσας δόσεις, εξ ων η μία προ της υποβολής αιτήσεως προς παροχήν αδείας, η δε ετέρα εντός εξ μηνών από της εκδόσεως της αδείας.
(3) Η ασφαλιστική εταιρεία δεν δύναται να αναλάβη οιονδήποτε κλάδον ασφαλίσεως επιπροσθέτως του κλάδου ή κλάδων, δι' ους αύτη υπέχει ήδη δυνάμει του εδαφίου (1), υποχρέωσιν, όπως προβή εις κατάθεσιν, μέχρις ου η τοιαύτη υποχρέωσις εκπληρωθή πλήρως και μέχρις ου κατατεθή πλήρως το απαιτούμενον διά τον επιπρόσθετον κλάδον ποσόν ή μέρος αυτού όπερ συμφώνως τω εδαφίω (2) κατατίθεται προ της υποβολής αιτήσεως.
(4) Κατάθεσις γενομένη τοις μετρητοίς κρατείται εις πίστωσιν της καταθέτιδος εταιρείας, επιστρέφεται δε εις την εταιρείαν ωσαύτως τοις μετρητοίς εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην δυνάμει του παρόντος Νόμου χωρεί επιστροφή των γενομένων καταθέσεων, εκτός καθ' ην έκτασιν εχώρησε δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) επένδυσις του κατατεθέντος ποσού εις χρεώγραφα εις την ασφαλιστικήν εταιρείαν καταβάλλονται άπαντες οι δεδουλευμένοι τόκοι, οίτινες εισεπράχθησαν επί των γενομένων δυνάμει του εδαφίου (1) καταθέσεων εις χρεώγραφα αφαιρουμένων των καθωρισμένων προμηθειών.
(5) Τη αιτήσει της ασφαλιστικής εταιρείας η Κεντρική Τράπεζα-
(α) πωλεί τα δυνάμει του εδαφίου (1) κατατεθειμένα υπό της εταιρείας παρά τη Κεντρική Τραπέζη χρεώγραφα και κρατεί το προκύπτον εκ των πωλήσεων ποσόν ως κατάθεσιν ή
(β) επενδύει εις εγκεκριμένα χρεώγραφα καθοριζόμενα υπό της εταιρείας, ολόκληρον ή μέρος του κατατεθειμένου παρ' αυτή χρηματικού ποσού, ή ολόκληρον ή μέρος του χρηματικού ποσού του εισπραχθέντος υπό της τραπέζης επί τη πωλήσει ή τη λήξει των κατατεθειμένων υπό της εταιρείας χρεωγράφων, και κρατεί τα χρεώγραφα εις α εγένετο η επένδυσις ως κατάθεσιν η Τράπεζα δύναται να χρεώνη την εταιρείαν διά των καθωρισμένων επί τοιούτων πωλήσεων ή επενδύσεων προμηθειών.
(6) Εις περιπτώσεις καθ' ας το εδάφιον (5) τυγχάνει εφαρμογής-
(α) εάν το χρηματικόν ποσόν το εισπραττόμενον επί τη πωλήσει ή τη λήξει των χρεωγράφων (εξαιρουμένων εις την πρώτην των περιπτώσεων των δεδουλευμένων τόκων) είναι έλασσον της τρεχούσης τιμής των χρεωγράφων κατά την ημερομηνίαν της καταθέσεως αυτών, η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να συμπληρώση την διαφοράν εντός περιόδου δύο μηνών από της ημερομηνίας της λήξεως ή πωλήσεως των χρεωγράφων, προβαίνουσα εις περαιτέρω κατάθεσιν είτε τοις μετρητοίς είτε εις εγκεκριμένα χρεώγραφα ων η τρέχουσα τιμή υπολογίζεται κατά την ημερομηνίαν της καταθέσεως, είτε μερικώς τοις μετρητοίς και μερικώς εις ούτω υπολογιζόμενα εγκεκριμένα χρεώγραφα
(β) εάν το χρηματικόν ποσόν το εισπραττόμενον επί τη πωλήσει ή τη λήξει των χρεωγράφων (εξαιρουμένων εις την πρώτην των περιπτώσεων των δεδουλευμένων τόκων) είναι μείζον της τρεχούσης τιμής των χρεωγράφων κατά την ημερομηνίαν της καταθέσεως αυτών, ο Υπουργός δύναται να εξουσιοδοτήση την Κεντρικήν Τράπεζαν όπως επιστρέψη το επί πλέον ποσόν, εφ' όσον ήθελεν ικανοποιηθή ότι είναι ήδη κατατεθειμένον το πλήρες ποσόν συμφώνως τω εδαφίω (1).
(7) Εάν οιονδήποτε μέρος της δυνάμει του παρόντος άρθρου γενομένης καταθέσεως χρησιμοποιηθή διά την εκπλήρωσιν οιασδήποτε υποχρεώσεως της ασφαλιστικής εταιρείας, η εταιρεία οφείλει όπως προβή εις πρόσθετον κατάθεσιν είτε τοις μετρητοίς, είτε εις εγκεκριμένα χρεώγραφα, της τρεχούσης αυτών τιμής λογιζομένης κατά την ημερομηνίαν της καταθέσεως, είτε μερικώς τοις μετρητοίς, και μερικώς εις τοιαύτα χρεώγραφα μέχρις ου καλυφθή το ούτω χρησιμοποιηθέν ποσόν. Ο ασφαλιστής λογίζεται μη συμμορφωθείς προς τας διατάξεις του εδαφίου (1), εφ' όσον δεν ήθελε καλύψει την διαφοράν εντός περιόδου δύο μηνών από της ημερομηνίας καθ' ην εγένετο χρήσις της καταθέσεως ή μέρους αυτής προς εκπλήρωσιν υποχρεώσεων της εταιρείας.
(8) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος "εγκεκριμένα χρεώγραφα" σημαίνει χρεώγραφα εις α ο επίτροπος (trustee) δύναται δυνάμει του περί Επιτρόπων (Trustee Law) Νόμου να τοποθετή κεφάλαια του τραστ (trust), εφ' όσον ο Υπουργός ήθελεν εγκρίνει ταύτα, περιλαμβάνει δε παν έτερον χρεώγραφον όπερ ο Υπουργός ήθελεν επί τούτω εγκρίνει.
(9) Ο Υπουργός δύναται να καθορίση, αναφορικώς προς καταθέσεις διενεργουμένας δυνάμει του παρόντος άρθρου, το ποσόν και την φύσιν των εγκεκριμένων χρεωγράφων, ή των μετρητών ή αμφοτέρων.
18.-(1) Αι δυνάμει του άρθρου 17 γενόμενοι καταθέσεις λογίζονται συνιστώσαι μέρος των περιουσιακών στοιχείων, άτινα δυνάμει του άρθρου 20 εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να τοποθετή εις εγκεκριμένην τοποθέτησιν είναι δε ανεκχώρητοι μη υποκείμεναι εις οιανδήποτε επιβάρυνσιν ωσαύτως αι τοιαύται καταθέσεις δεν διατίθενται διά την εκπλήρωσιν υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας ετέρων ή των υποχρεώσεων αίτινες απορρέουσιν εξ εγχωρίων ασφαλιστηρίων εκδιδομένων υπό της εταιρείας, εν όσω αι τοιαύται υποχρεώσεις παραμένουσιν ανεκπλήρωτοι αι ως είρηται καταθέσεις ουδόλως υπόκεινται εις κατάσχεσιν προς εκτέλεσιν οιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως, πλην αποφάσεως προς όφελος κατόχου ασφαλιστηρίου της εταιρείας αναφορικώς προς χρέος απορρέον εξ εγχωρίου ασφαλιστηρίου, όπερ ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου απέτυχε να εισπράξη καθ' οιονδήποτε έτερον τρόπον.
(2) Κατάθεσις γενομένη αναφορικώς προς ασφαλείας κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών δεν δύναται να διατεθή διά την εκπλήρωσιν υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας ετέρων ή των υποχρεώσεων, αίτινες απορρέουσιν εξ εγχωρίων ασφαλιστηρίων κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών εκδιδομένων υπό της εταιρείας.
19. Εις ην περίπτωσιν ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ήθελεν αναστείλει την άσκησιν οιουδήποτε κλάδου ασφαλειών εν τη Δημοκρατία αναφορικώς προς ον εγένετο κατάθεσις δυνάμει του άρθρου 17, αι δε εν τη Δημοκρατία υποχρεώσεις αυτής αι αφορώσαι εις τον ως είρηται κλάδον έχουν ήδη εκπληρωθή ή είναι άλλως κεκαλυμμένοι, ο Υπουργός εξουσιοδοτεί, τη αιτήσει της ασφαλιστικής εταιρείας, την Κεντρικήν Τράπεζαν όπως επιστρέψη τη εταιρεία το μέρος της καταθέσεως το μη αφορών εις τους κλάδους ασφαλίσεως τους οποίους η εταιρεία τυχόν ασκεί εισέτι.
20.-(1) Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει όπως, εντός εξ μηνών από της λήξεως του οικονομικού αυτής έτους, τοποθετή εις εγκεκριμένην τοποθέτησιν περιουσιακά στοιχεία αξίας ίσης τουλάχιστον προς-
(α) το ποσόν των υποχρεώσεων αυτής έναντι κατόχων εγχωρίων ασφαλιστηρίων κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών καθ' όσον αφορά εις απαιτήσεις αίτινες έχουσι λήξει, αφαιρουμένου του ποσού των πληρωμών αίτινες εγένοντο ήδη αναφορικώς προς τοιαύτης φύσεως απαιτήσεις · και
(β) το ποσόν των υποχρεώσεων αυτής έναντι κατόχων εγχωρίων ασφαλιστηρίων κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών, καθ' όσον αφορά εις απαιτήσεις αίτινες δεν έχουσιν εισέτι λήξει ως αύται ήθελον καθορισθή υπό τίνος αναλογιστού και
(γ) ποσόν ίσον προς εβδομήκοντα επί τοις εκατόν των ετησίων εξ ασφαλίστρων ακαθαρίστων εσόδων, αφαιρουμένων των εις εγχώριον αντασφάλισιν καταβαλλομένων ασφαλίστρων προς εταιρείας αίτινες κατέχουσιν άδειαν ασκήσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως εν τη Δημοκρατία, συν τα παρά των τοιούτων εταιρειών εισπραττόμενα ασφάλιστρα δι' εγχώριον αντασφάλισιν, αναφορικώς προς οιονδήποτε έτερον κλάδον ασφαλίσεως πλην των κλάδων μακροπροθέσμων εργασιών θαλάσσης, αέρος και μεταφορών εν τη περιπτώσει του κλάδου θαλάσσης, αέρος και μεταφορών, το ως άνω ποσόν θα είναι ίσον προς τα πεντήκοντα επί τοις εκατόν των τοιούτων εξ ασφαλίστρων εσόδων.
Εν τη εννοία του παρόντος άρθρου "εγκεκριμένη τοποθέτησις" σημαίνει τοποθέτησιν εις ην ο επίτροπος (trustee) δύναται, δυνάμει του περί Επιτρόπων Νόμου (Trustee Law) αλλ' άνευ του περιορισμού του προβλεπομένου υπό της παραγράφου (ε) του άρθρου 4 αναφορικώς προς την τοποθεσίαν της ακινήτου περιουσίας, να προβή εκ των κεφαλαίων του τραστ (trust), εφ' όσον αύτη ήθελε τύχει της εγκρίσεως του Υπουργού σημαίνει ωσαύτως οιανδήποτε τοποθέτησιν εις νόμισμα της Δημοκρατίας ή εις καταθέσεις παρ' οιαδήποτε Τραπέζη κατεχούση άδειαν ασκήσεως τραπεζικών εργασιών εν τη Δημοκρατία ή σε καταθέσεις σε οποιαδήποτε συνεργατική εταιρεία την οποία θα εγκρίνει ο Υπουργός με τους όρους και με τα κριτήρια που θα καθορίσει ο ίδιος, καθώς και με τη σύμφωνη γνώμη του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ή εις οιασδήποτε φύσεως χρεώγραφα, άτινα ήθελον τύχει της εγκρίσεως του Υπουργού. Επιπλέον ο Υπουργός δύναται να επιτρέψη εις ασφαλιστικήν τινα εταιρείαν την τοποθέτησιν ποσού εις ακίνητον περιουσίαν ανήκουσαν εις την εταιρείαν, ως ούτος ήθελε καθορίσει.
Ο Υπουργός δύναται να καθορίζη το ποσόν οιασδήποτε μορφής εγκεκριμένης τοποθετήσεως εις ην οφείλει να προβή ασφαλιστική τις εταιρεία.
(2) Αι εν τω εδαφίω (1) πρόνοιαι δεν θα ισχύουν εις περίπτωσιν:
(α) τοποθετήσεως γενομένης εις νόμισμα έτερον ή το νόμισμα της Δημοκρατίας, ήτις ήθελεν υπερβαίνει το ποσόν το απαιτούμενον προς αντιμετώπισιν των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής εταιρείας εν τη Δημοκρατία, κατά την έκτασιν της τοιαύτης διαφοράς· και
(β) οιασδήποτε ασφαλιστικής εργασίας αναληφθείσης προ της 17ης Φεβρουαρίου, 1969 εξαιρουμένης της εισπράξεως ασφαλίστρων μετά την εν λόγω ημερομηνίαν εν σχέσει με τοιαύτης φύσεως εργασίαν.
(3) Εις ην περίπτωσιν ασφαλιστική τις εταιρεία αντασφαλίζει εγχωρίως ετέραν ασφαλιστικήν εταιρείαν αναφορικώς προς ασφαλιστήρια κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών εκδιδόμενα υπό της τελευταίας εταιρείας και πληρωτέα εν τη Δημοκρατία ή αντασφαλίζεται εγχωρίως παρ' ετέρα αδειούχω ασφαλιστική εταιρεία αναφορικώς προς τοιαύτα ασφαλιστήρια, το εν εδαφίω (1) αναφερόμενον ποσόν αυξάνεται εν τη πρώτη περιπτώσει και μειούται εν τη δευτέρα διά του ποσού των εκ της αντασφαλίσεως απορρεουσών υποχρεώσεων.
(4) Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει όπως διατηρή την δυνάμει του εδαφίου (1) γενομένην τοποθέτησιν περιουσιακών αυτής στοιχείων ελευθέραν παντός βάρους, επιβαρύνσεως, υποθήκης ή δικαιώματος επισχέσεως.
(5) Η δυνάμει του παρόντος άρθρου ασφαλιστική τοποθέτησις εταιρείας δέον όπως σύγκειται εκ περιουσιακών στοιχείων κατεχομένων εν τη Δημοκρατία εκτός καθ' ην έκτασιν ήθελεν εγκριθή η τοποθέτησις εις αλλοδαπά περιουσιακά στοιχεία κατεχόμενα εκτός της Δημοκρατίας τα τοιαύτα περιουσιακά στοιχεία συνιστώσι τραστ (trust) διατίθενται δε προς εκπλήρωσιν υποχρεώσεων της εν εδαφίω (1) αναφερομένης φύσεως υπό επιτρόπων (trustees) της εγκρίσεως του Υπουργού και διαμενόντων εν τη Δημοκρατία· το έγγραφον δι' ου συνιστάται τραστ (trust) ως εν τοις ανωτέρω συντάσσεται και υπογράφεται υπό της ασφαλιστικής εταιρείας τη εγκρίσει του Υπουργού, καθορίζει δε τον τρόπον καθ' ον και μόνον θα γίνεται η διαχείρισις των υπό το τραστ (trust) τελούντων περιουσιακών στοιχείων.
(6) Επί τη εκουσία αποχωρήσει ασφαλιστικής τίνος εταιρείας εκ της Δημοκρατίας, θα επιτρέπεται οιαδήποτε αποδέσμευσις περιουσιακών στοιχείων, τοποθετηθέντων δυνάμει εγγράφου συνιστώντος τραστ (trust) προς τον σκοπόν αποπληρωμής των υποχρεώσεων της εταιρείας ευθύς ως αι υποχρεώσεις αυτής εν τη Δημοκρατία μειωθούν εις τα δύο τρίτα του κεφαλαίου του τραστ (trust) μη περιλαμβανομένου του ποσού του κατατεθημένου δυνάμει του άρθρου 17 του Νόμου.
- 72/1984
- 166/1990
- 47(I)/1998
21. -(1) Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει όπως, κατ' έτος και εντός δύο μηνών από της ενάρξεως του έτους, υποβάλλη τω Εφόρω έκθεσιν δεικνύουσαν τα συνιστώντα την ασφαλιστικήν τοποθέτησιν συμφώνως τω άρθρω 20 περιουσιακά στοιχεία, ως ταύτα είχον την 31ην Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους, και περιέχουσαν παν έτερον στοιχείον όπερ ηδύνατο καταδείξει ότι ετηρήθησαν άπασαι αι διατάξεις του εν λόγω άρθρου.
(2) Ο Έφορος κέκτηται διακριτικήν εξουσίαν όπως απαιτήση εξ οιασδήποτε αδειούχου ασφαλιστικής εταιρείας υποκείμενης εις τας διατάξεις του εδαφίου (1) όπως αύτη υποβάλη, προ της 1ης Σεπτεμβρίου, εκάστου ή οιουδήποτε έτους, έκθεσιν της εν εδαφίω (1) φύσεως, δεικνύουσαν την κατάστασιν ως αύτη είχε την 30ήν Ιουνίου.
(3) Εν τη περιπτώσει ασφαλιστικής εταιρείας ης η έδρα κείται εκτός της Δημοκρατίας, ο Έφορος δύναται, τη αιτήσει της ασφαλιστικής εταιρείας, να παρατείνη κατά ένα μήνα τας προθεσμίας των δύο μηνών αίτινες προβλέπονται εν εδαφίοις (1) και (2).
(4) Ο Έφορος δύναται κατά πάντα χρόνον να λάβη τα κατ' αυτόν αναγκαία μέτρα διά την εξέτασιν ή επαλήθευσιν της συμφώνως τω άρθρω 20 γενομένης ασφαλιστικής τοποθετήσεως, ή διά την εξασφάλισιν των στοιχείων άτινα κρίνονται αναγκαία ίνα καταδειχθή η τήρησις των διατάξεων του εν λόγω άρθρου. Η ασφαλιστική εταιρεία δέον όπως συμμορφούται προς πάσαν απαίτησιν του Εφόρου επί τούτω γενομένην, εάν δε δεν πράξη ούτω εντός δύο μηνών από της λήψεως της σχετικής απαιτήσεως, αύτη θα θεωρήται ως μη συμμορφωθείσα προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.
22. Εξαιρουμένων των δανείων επί ασφαλιστηρίων ζωής εκδιδομένων υπό της εταιρείας εντός του πλαισίου της αξίας της εξαγοράς των καθώς επίσης των οικιστικών δανείων των εκδιδομένων συμφώνως προς τας οδηγίας του Υπουργού Οικονομικών εν σχέσει προς εγκεκριμένος επενδύσεις, απαγορεύεται πάσα υπό της ασφαλιστικής εταιρείας παραχώρησις δανείων ή προσωρινών παροχών επί υποθήκη, προσωπική εγγυήσει ή άλλως πως εις οιονδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθύνοντα μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντήν, διευθύνοντα αντιπρόσωπον, αναλογιστήν, ελεγκτήν, ή υπάλληλον της εταιρείας, ή εις οιονδήποτε γονέα, σύζυγον, υιόν, θυγατέρα, αδελφόν ή αδελφήν των άνω, ή εις οιανδήποτε ετέραν εταιρείαν ή οίκον εις ον οιονδήποτε των άνω προσώπων κατέχει θέσιν μέλους διοικητικού συμβουλίου, διευθυντού, διευθύνοντος αντιπροσώπου, αναλογιστού, υπαλλήλου ή συνεταίρου:
Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων τυγχάνει εφαρμογής επί δανείων γενομένων υπό ασφαλιστικής εταιρείας-
(α) εις τινα τράπεζαν:
(β) εις τινα υπάλληλον της εταιρείας ή οιονδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντήν, διευθύνοντα αντιπρόσωπον, αναλογιστήν ή ελεγκτήν της εταιρείας, δι' οιονδήποτε σκοπόν και υπό τοιούτους όρους ως ήθελον καθορισθή
και διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "υιός" περιλαμβάνει προγονόν και υιοθετηθέντα υιόν, "θυγατέρα" περιλαμβάνει προγονήν και υιοθετηθείσαν θυγατέραν.
- 72/1984
- 166/1990
23. Έκαστος των κατωτέρω, ήτοι μέλη διοικητικού συμβουλίου, διευθυντής, διευθύνων αντιπρόσωπος, υπάλληλος ή συνεταίρος, όστις εν γνώσει αυτού μετέχει εις την διάπραξιν παραβάσεως τίνος οιασδήποτε των διατάξεων του άρθρου 20 ή 22, ως εκ της οποίας υφίσταται οιανδήποτε ζημίαν η ασφαλιστική εταιρεία ή οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων, υπέχει αλληλέγγυον ευθύνην όπως ανορθώση την γενομένην ζημίαν, και δη ανεξαρτήτως οιασδήποτε ετέρας ποινής εις ην δυνατόν να υπόκειται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
24.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου οσάκις ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου-
(α) ασκή, ομού μεθ' ετέρων εργασιών, ασφαλιστικήν επιχείρησιν ενός μόνου εκ των διεπομένων υπό του παρόντος άρθρου κλάδων
(β) ασκή, ομού μεθ' ετέρων εργασιών ή μη, ασφαλιστικήν επιχείρησιν δύο ή πλειόνων εκ των ειρημένων κλάδων,
αι εισπράξεις του κλάδου τούτου ασφαλειών, ή αναλόγως της περιπτώσεως, εκάστου των τοιούτων κλάδων καταχωρούνται εις ιδιαίτερον λογαριασμόν και μεταφέρονται προς σχηματισμόν χωριστού ασφαλιστικού αποθέματος φέροντος ανάλογον ονομασίαν:
Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι εδαφίω διαλαμβανομένων επιβάλλει όπως αι τοποθετήσεις τοιούτων αποθεμάτων τηρώνται κεχωρισμένως των τοποθετήσεων οιουδήποτε ετέρου αποθέματος του αυτού κλάδου.
(2) Υπό την επιφύλαξιν των εν τοις ανωτέρω το απόθεμα ειδικού τίνος κλάδου-
(α) συνιστά ασφάλειαν αποκλειστικώς και μόνον των κατόχων ασφαλιστηρίων του κλάδου τούτου, ως εάν ανήκεν εις εταιρείαν μη ασκούσαν ετέρας εργασίας πλην των του εν λόγω κλάδου
(β) δεν επηρεάζεται εκ συμβάσεων της εταιρείας, αίτινες δεν θα επηρέαζον το εν λόγω απόθεμα εάν αι εργασίαι της εταιρείας περιωρίζοντο εις τον εν λόγω κλάδον
(γ) ουδόλως χρησιμοποιείται, αμέσως ή εμμέσως, δι' οιονδήποτε έτερον σκοπόν πλην των σκοπών του εις ον αφορά κλάδου ασφαλειών.
(3) Το παρόν άρθρον τυγχάνει εφαρμογής επί ασφαλιστικών εργασιών των ακολούθων κλάδων, ήτοι κλάδου ζωής, βιομηχανικού κλάδου ζωής, κλάδου επενδύσεως ομολόγων, αποσβέσεως αποθέματος, ως και επί του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων.
(4) Ανεξαρτήτως των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, η ασφαλιστική εταιρεία δύναται να συνενώση τας εισπράξεις αυτής εκ των κλάδων ζωής και αποσβέσεως αποθέματος εις ενιαίον λογαριασμόν εν τοιαύτη περιπτώσει οι εν λόγω κλάδοι λογίζονται διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως εις και μόνον κλάδος ασφαλειών.
(5) Εταιρεία τις διεξάγουσα ασφαλιστικάς εργασίας, τόσον μακροπροθέσμου όσον και γενικού κλάδου, οφείλει να τηρή λογιστικά βιβλία και ετέρας καταστάσεις αναγκαίας προς διάκρισιν των περιουσιακών στοιχείων των αντιπροσωπευόντων το απόθεμα ή τα αποθέματα του κλάδου ζωής, άτινα τηρούνται υπό της εταιρείας δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, από εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία τα τηρούμενα υπό της εταιρείας εν σχέσει προς πάσαν άλλην επιχείρησιν γενικού κλάδου.
(6) Τα περιουσιακά στοιχεία τα αντιπροσωπεύοντα το απόθεμα ή τα αποθέματα τα τηρούμενα υπό τίνος ασφαλιστικής εταιρείας εν σχέσει προς επιχείρησιν μακροπροθέσμου κλάδου θα διατίθενται μόνον διά τους σκοπούς της επιχειρήσεως ταύτης, ενώ άπαντα τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία τα τηρούμενα υπό της εταιρείας εν σχέσει προς πάσαν άλλην επιχείρησιν γενικού κλάδου θα διατίθενται μόνον διά τους σκοπούς της επιχειρήσεως ταύτης.
25.-(1) Άμα τη λήξει του οικονομικού έτους, εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει όπως ετοιμάζη λογαριασμόν εσόδων, ισολογισμόν και λογαριασμόν κερδών και ζημιών, ή, εις την περίπτωσιν εταιρείας μη ασκούσης εργασίας χάριν κέρδους, λογαριασμόν εσόδων και εξόδων.
(2) Το περιεχόμενον των εν τω εδαφίω (1) αναφερομένων εγγράφων θα είναι τοιούτο, ως ήθελε καθορισθή διά Κανονισμών. Κανονισμοί δυνατόν να προνοήσουν όπως πληροφορίαι παρεχόμενοι υπό των εν λόγω εγγράφων δίδωνται υπό τύπον σημειώματος, καταστάσεως ή εκθέσεως επισυνημμένης εις τα εν λόγω έγγραφα ή δυνατόν να προνοήσουν διά την παροχήν πληροφοριών επιπροσθέτως προς τας υπό των ως άνω εγγράφων παρεχομένας υπό τύπον επισυνημμένου σημειώματος, καταστάσεως ή εκθέσεως.
(3) Δυνατόν να θεσπισθούν κανονισμοί οι οποίοι θα προνοήσουν διά την παροχήν των πληροφοριών των παρεχομένων υπό των ως άνω εγγράφων ή υπό των εις τα εν λόγω έγγραφα επισυνημμένων καταστάσεων ή εκθέσεων υπό τοιούτων προσώπων καθώς και διά την επισύναψιν εις τα έγγραφα τοιούτων πιστοποιητικών, ως ήθελε καθορισθή.
(4) Εις περίπτωσιν καθορισμού του τύπου οιουδήποτε εκ των ως άνω εγγράφων ή καταστάσεως ή εκθέσεως επισυνημμένης εις οιονδήποτε εκ των εν λόγω εγγράφων ή πιστοποιητικών καθ' όμοιον τρόπον επισυναπτομένου, το έγγραφον, η έκθεσις ή κατάστασις καθώς και το πιστοποιητικόν θα συντάσσωνται κατά τον καθορισθέντα τύπον.
(5) Ο Έφορος δύναται, τη εγκρίσει του Υπουργού, τη αιτήσει ή τη συναινέσει ασφαλιστικής τίνος εταιρείας, να τροποποιήση αναφορικώς προς την εταιρείαν ταύτην οιονδήποτε των όρων των επιβαλλομένων υπό ή δυνάμει των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου προς τον σκοπόν προσαρμογής τούτου εις τας ειδικός συνθήκας υφ' ας τελεί η εταιρεία.
26.-(1) Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτις ήθελεν είναι εταιρεία ασκούσα τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών-
(α) οφείλει όπως μεριμνά διά την διεξαγωγήν ερεύνης παρά τίνος αναλογιστού περί την οικονομικήν αυτής κατάστασιν, περιλαμβανομένης και εκτιμήσεως των υποχρεώσεων αυτής καθ' έκαστον έτος
(β) οφείλει όπως, άμα ως περατωθή η τοιαύτη έρευνα, ή οιαδήποτε ετέρα έρευνα γενομένη καθ' οιονδήποτε έτερον χρόνον περί την οικονομικήν κατάστασιν της εταιρείας επί τω τέλει διανομής κερδών ή οιαδήποτε έρευνα ης τα αποτελέσματα καθίστανται γνωστά τω κοινώ, μεριμνά ίνα ετοιμάζηται συνοπτική κατάστασις επί της εκθέσεως του αναλογιστού εν τω καθωρισμένω τύπω:
Νοείται ότι εις την περίπτωσιν εταιρείας αμοιβαίας ευθύνης ασκούσης ασφαλιστικήν επιχείρησιν κλάδου ζωής, ή βιομηχανικού κλάδου ζωής, τα κέρδη της οποίας παραχωρούνται εις τα μέλη εξ ολοκλήρου ή κυρίως δι' ετησίων ελαττώσεων των ασφαλίστρων, η επί της εκθέσεως του αναλογιστού συνοπτική κατάστασις δέον όπως γίνεται καθ' έκαστον έτος.
(2) Εις ην περίπτωσιν δυνάμει του εδαφίου (1) ασφαλιστική εταιρεία ετοιμάζει συνοπτικήν κατάστασιν επί της εκθέσεως του αναλογιστού καθ' όσον αφορά εις την υπ' αυτού διεξαχθείσαν έρευναν επί της οικονομικής καταστάσεως της εταιρείας, αύτη οφείλει όπως ετοιμάζη ωσαύτως εν τω καθωρισμένω τύπω κατάστασιν επί των ασφαλιστικών αυτής εργασιών, ως αύται έχουσι κατά την ημερομηνίαν καθ' ην ετοιμάζονται οι λογαριασμοί διά τους σκοπούς της τοιαύτης ερεύνης.
(3) Εκάστη έρευνα δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) δέον όπως διεξάγεται επί τη βάση κριτηρίων, αρχών ή μεθόδων καθοριζομένων διά κανονισμών και διαλαμβάνη εκτίμησιν των υποχρεώσεων της εταιρείας αναφορικώς προς πάσας τας εργασίας αυτής εν εκάστω κλάδω μακροπροθέσμων εργασιών αναφορικώς προς τας εν τη Δημοκρατία εργασίας της εταιρείας εν εκάστω τοιούτω κλάδω:
Νοείται ότι οσάκις συμφώνως ταις διατάξεσι του εδαφίου (4) του άρθρου 24, ασφαλιστική εταιρεία συνενοί εις ενιαίον λογαριασμόν τας εκ των κλάδων ζωής και αποσβέσεως αποθέματος εισπράξεις αυτής, οι εν λόγω κλάδοι θα θεωρώνται διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου ως εις και μόνον κλάδος ασφαλειών.
(4) Ανεξαρτήτως των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Έφορος δύναται να απαιτήση εγγράφως όπως οιαδήποτε εταιρεία δι' ην ούτος ήθελεν έχει ευλόγους υποψίας ότι δεν διεξάγει τας μακροπροθέσμους αυτής εργασίας βάσει υγιών ασφαλιστικών αρχών, υποβάλη αυτώ εντός εξ μηνών εκτίμησιν των εν εδαφίω (3) υποχρεώσεων, ως και τας αναφερομένας εν εδαφίοις (1) και (2) καταστάσεις.
(5) Ο Έφορος δύναται, τη εγκρίσει του Υπουργού, να απαιτήση παρά ασφαλιστικής εταιρείας ήτις ασκεί κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών-
(α) να μεριμνήση διά την διεξαγωγήν ερεύνης παρά του εκάστοτε αναλογιστού της περί της οικονομικής καταστάσεως (περιλαμβανομένης και εκτιμήσεως των υποχρεώσεων αυτής) αναφορικώς προς τας τοιαύτας εργασίας ή οιονδήποτε μέρος των τοιούτων εργασιών εις ωρισμένην ημερομηνίαν
(β) να μεριμνήση ίνα ετοιμασθή συνοπτικός κατάστασις της εκθέσεως του αναλογιστού περί της γενομένης ερεύνης και
(γ) να ετοιμάση κατάστασιν περί του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών αυτής ή τοιούτου μέρους αυτών μέχρι της τοιαύτης ημερομηνίας.
(6) Ο τύπος και το περιεχόμενον οιασδήποτε συνοπτικής καταστάσεως ή καταστάσεως γενομένης δυνάμει του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου είναι ο αυτός ως διά την συνοπτικήν κατάστασιν ή κατάστασιν την γενομένην δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου.
(7) Δέον όπως κατατίθενται παρά τω Εφόρω κατά ή προ της ωρισμένης ημερομηνίας τέσσαρα αντίγραφα πάσης συνοπτικής καταστάσεως ή καταστάσεως γενομένης δυνάμει του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, εν εκ των οποίων δέον όπως υπογράφηται υπό των αναφερομένων εις το άρθρον 28 προσώπων και υπό του αναλογιστού της εταιρείας.
- 72/1984
- 166/1990
27. Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και ασκούσα ασφαλίσεις κλάδου όστις ήθελε καθορισθή θα υποχρεούται να ετοιμάζη ετησίως κατάστασιν των εργασιών της ως προς τον εν λόγω κλάδον κατά τον τρόπον καθ' ον ήθελε καθορισθή.
- 72/1984
- 166/1990
28.-(1) (α) Οι εν ταις προηγουμέναις διατάξεσι του παρόντος Μέρους προνοούμενοι λογαριασμοί, ισολογισμοί ή καταστάσεις δέον όπως είναι έντυποι ή πολυγραφημένοι τέσσαρα αντίγραφα ενός εκάστου εξ αυτών κατατίθενται παρά τω Εφόρω εντός εξ μηνών από της λήξεως της περιόδου, εις ην τα άνω έγγραφα αφορώσιν εν των τοιούτων αντιγράφων δέον όπως φέρη την υπογραφήν του προέδρου και δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου και του ανωτέρου λειτουργού της εταιρείας, εάν δε η εταιρεία έχη διευθύνοντα σύμβουλον, την υπογραφήν ωσαύτως του διευθύνοντος συμβούλου:
Νοείται ότι ο Έφορος δύναται να παρατείνη την προθεσμίαν των εξ μηνών κατά το δοκούν, εφ' όσον ήθελε καταδειχθή αυτώ ότι ενδείκνυται ως εκ των ειδικών περιστάσεων παράτασις της τοιαύτης προθεσμίας.
(β) Ο Έφορος δύναται, επιπροσθέτως των απαιτήσεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, να απαιτήση όπως εταιρεία εφ' ης τυγχάνει εφαρμογής ο παρών Νόμος ετοιμάζη και υποβάλλη αυτώ διά τοιαύτας περιόδους, ως ήθελον καθορισθή, τους απαιτουμένους ή οιουσδήποτε λογαριασμούς, καταστάσεις ή πληροφορίας περί συγκεκριμένων θεμάτων και όπως, εάν ο Έφορος ούτω απαιτή, οι τοιούτοι λογαριασμοί, καταστάσεις, ή πληροφορίαι επαληθεύονται κατά τον οριζόμενον τρόπον.
(2) Ο Έφορος εξετάζει τα κατατιθέμενα δυνάμει του εδαφίου (1) παρ' αυτώ έγγραφα και, εάν οιονδήποτε τούτων ήθελε κριθή ανακριβές ή ελλιπές, απαιτεί παρά της εταιρείας όπως διορθώση την ανακρίβειαν και παράσχη τα ελλείποντα στοιχεία η εταιρεία οφείλει όπως συμμορφούται προς πάσαν επί τούτω γενομένην απαίτησιν του Εφόρου.
(3) Μεθ' εκάστου λογαριασμού εσόδων και ισολογισμού της εταιρείας κατατίθεται ωσαύτως η έκθεσις επί των πεπραγμένων της εταιρείας κατά το οικονομικόν έτος εις ο αφορώσιν ο λογαριασμός εσόδων και ο ισολογισμός, ήτις έκθεσις ήθελεν υποβληθή εις τους μετόχους ή κατόχους ασφαλιστηρίων της τοιαύτης εταιρείας.
(4) Οσάκις ασφαλιστική εταιρεία εγγεγραμμένη δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου καταθέτει καθ' οιονδήποτε έτος τους λογαριασμούς και ισολογισμόν αυτής συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος άρθρου, τότε εν η περιπτώσει ήθελεν αποστείλει συγχρόνως αντίγραφον τούτων εις τον Έφορον Εταιρειών δυνάμει του ως άνω νόμου-
(α) δεν θα τυγχάνη εφαρμογής το άρθρον 121 του ως είρηται Νόμου (όπερ προνοεί όπως ομού μετά της ετησίας εκθέσεως της εταιρείας αποστέλλωνται και ωρισμένα έγγραφα)
(β) το ούτω αποστελλόμενον αντίγραφον των λογαριασμών και του ισολογισμού λογίζεται από πάσης απόψεως ως αποσταλέν συμφώνως ταις διατάξεσι του ως είρηται άρθρου 121.
(5) Εν τη περιπτώσει εταιρείας αμοιβαίας ευθύνης, ως η αναφερομένη εν τη διαλαμβανομένη εν εδαφίω (1) του άρθρου 26 επιφυλάξει, η εταιρεία οφείλει όπως καταθέτη μετά των αντιγράφων εκάστης τοιαύτης καταστάσεως, κατατιθεμένης δυνάμει του παρόντος άρθρου, στοιχεία αφορώντα εις τα ποσοστά ελαττώσεως των ασφαλίστρων, άτινα εφηρμόσθησαν εις τους διαφόρους κλάδους ασφαλειών ή σειράς ασφαλιστικών εργασιών, καθ' έκαστον έτος διαρκούσης της χρονικής περιόδου ήτις παρήλθεν αφ' ης προηγουμένως κατετέθησαν αντίγραφα τοιούτων καταστάσεων.
(6) Τη αιτήσει οιουδήποτε μετόχου ή κατόχου ασφαλιστηρίου αποστέλλεται αυτώ υπό της εταιρείας, ταχυδρομικώς ή άλλως πως, έντυπον ή πολυγραφημένον αντίγραφον των τελευταίων δυνάμει του παρόντος άρθρου κατατεθέντων λογαριασμών, ισολογισμού, συνοπτικής ή ετέρας καταστάσεως.
(7) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε αναφορά εις λογαριασμούς και ισολογισμούς θα διαλαμβάνη επίσης τας υπό του εδαφίου (2) του άρθρου 25 αναφερομένας καταστάσεις ή εκθέσεις καθώς και τα υπό του εδαφίου (3) του αυτού άρθρου αναφερόμενα πιστοποιητικά.
29. Οι λογαριασμοί και οι ισολογισμοί εκάστης ασφαλιστικής εταιρείας υποκείμενης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου θα ελέγχωνται υπό τοιούτων προσώπων και κατά τοιούτον τρόπον ως ήθελε καθορισθή. Κανονισμοί θεσπισθησόμενοι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δυνατόν να επεκτείνουν εις ασφαλιστικάς εταιρείας τας περί λογιστικού ελέγχου προνοίας του περί Εταιρειών Νόμου, επιφερομένων τοιούτων προσαρμογών και τροποποιήσεων ως ήθελε θεωρηθή αναγκαίον ή σκόπιμον.
30.-(1) Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία, εις ην παρεσχέθη άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου, οφείλει όπως διατηρή εν τη Δημοκρατία κεντρικά γραφεία, δι' αποφάσεως δε του διοικητικού της συμβουλίου διορίζει ως ανώτερον λειτουργόν αυτής εν τη Δημοκρατία οιονδήποτε πρόσωπον εγκεκριμένον συμφώνως των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 9· ο εν λόγω λειτουργός είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας εν τη Δημοκρατία, ασκεί δε πάσαν εξουσίαν και εκτελεί παν καθήκον ή υπηρεσίαν καθοριζομένην ή ανατιθεμένην εις τούτον ή εις την εταιρείαν διά του παρόντος ή οιουδήποτε άλλου νόμου.
(2) Εκάστη τοιαύτη εταιρεία οφείλει όπως, εντός δεκαπέντε ημερών αφ' ης παρεσχέθη αυτή η σχετική άδεια, γνωστοποιή εγγράφως εις τον Έφορον την διεύθυνσιν των κεντρικών αυτής γραφείων εν τη Δημοκρατία ως και το όνομα και την ταχυδρομικήν διεύθυνσιν του εν τη Δημοκρατία ανωτέρου λειτουργού αυτής.
(3) Οιαδήποτε μεταβολή εις τι των εν εδαφίοις (1) και (2) στοιχείων δέον όπως γνωστοποιήται εγγράφως υπό της ενδιαφερόμενης εταιρείας εις τον Έφορον εντός δεκαπέντε ημερών αφ' ης αύτη ήθελεν επέλθει.
- 72/1984
- 166/1990
31. Εκάστη ασφαλιστική εταιρεία υποκείμενη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου δέον όπως εντός εξ μηνών από της λήξεως του οικονομικού αυτής έτους, γνωστοποιή εγγράφως εις τον Έφορον πάσαν μεταβολήν, ήτις ήθελεν επέλθει κατά την διάρκειαν του τοιούτου έτους εις οιονδήποτε των θεμάτων άτινα διά Κανονισμών δυνάμει του παρόντος Νόμου γενομένων, καθωρίσθησαν ως χρήζοντα γνωστοποιήσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου.
32. Έκαστος αλλοδαπός ασφαλιστής οφείλει όπως τηρή εν τη Δημοκρατία-
(α) κατάστασιν πάντων των εκδοθέντων υπ' αυτού εγχωρίων ασφαλιστηρίων, δεικνύουσαν τα δυνάμει τοιούτων ασφαλιστηρίων δικαιώματα και υποχρεώσεις του ασφαλιστού
(β) κατάστασιν απάντων των εισπραχθέντων ασφαλίστρων αναφορικώς προς άπαντα τα υπ' αυτού εκδοθέντα εγχώρια ασφαλιστήρια
(γ) έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία περί τα εν τη Δημοκρατία περιουσιακά στοιχεία
αυτού και
(δ) τοιαύτας ετέρας καταστάσεις αφορώσας εις την υπ' αυτού ασκουμένην εν τη Δημοκρατία ασφαλιστικήν επιχείρησιν, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή.
33.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οσάκις-
(α) σκοπήται η συγχώνευσις δύο ή πλειόνων ασφαλιστικών εταιρειών, υποκειμένων εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, εξ ων μία ή πλείονες είναι ημεδαποί ασφαλισταί, και οιαδήποτε των τοιούτων εταιρειών ενασκεί εν τη Δημοκρατία τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών ή τον κλάδον εργατικών αποζημιώσεων ή
(β) σκοπήται η μεταβίβασις οιουδήποτε κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών ανειλημμένου εντός της Δημοκρατίας, ή κλάδου εργατικών αποζημιώσεων ανειλημμένου εντός της Δημοκρατίας, υπό τίνος ασφαλιστικής εταιρείας υποκειμένης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου εις ετέραν τοιαύτην εταιρείαν,
τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μιας ή πλειόνων των ενδιαφερομένων εταιρειών δύνανται, δι' αιτήσεως αυτών, να ζητήσωσι παρά του δικαστηρίου έγκρισιν της σκοπουμένης δικαιοπραξίας το δικαστήριον αφού ακούση τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ως και παν έτερον πρόσωπον δικαιούμενον κατά την κρίσιν αυτού να ακουσθή, δύναται να εγκρίνη την τοιαύτην δικαιοπραξίαν εφ' όσον ικανοποιηθή ότι δεν υπεστηρίχθη αρκούντως ή εναντίον της αιτήσεως γενομένη ένστασις:
Νοείται ότι το δικαστήριον δεν θα εγκρίνη την συγχώνευσιν ασφαλιστικής εταιρείας ασκούσης ασφαλίσεις του κλάδου ζωής ή βιομηχανικού κλάδου ζωής μεθ' ετέρας εταιρείας ή την μεταβίβασιν της τοιαύτης ασφαλιστικής εταιρείας εις ετέραν τοιαύτην, εάν καταδειχθή τω Δικαστηρίω ότι ενίστανται εις τούτο κάτοχοι αφαλιστηρίων αντιπροσωπεύοντες το εν δέκατον τουλάχιστον του ολικού ησφαλισμένου παρά τη τοιαύτη εταιρεία ποσού.
(2) Πριν ή υποβληθή αίτησις προς το Δικαστήριον δυνάμει του παρόντος άρθρου-
(α) δέον όπως δημοσιευθή εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και εις δύο ημερησίας εγχώριους εφημερίδας, γνωστοποίησις περί της προθέσεως προς υποβολήν τοιαύτης αιτήσεως
(β) πλην της περιπτώσεως μεταβιβάσεως κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, και εκτός εάν άλλως ήθελε διατάξει το δικαστήριον, δέον όπως αποστέλλωνται τα ακόλουθα έγγραφα εις πάντα κάτοχον ασφαλιστηρίου ζωής, απλής ή μικτής, αποσβέσεως αποθέματος, ή επενδύσεως ομολόγων, εκάστης εταιρείας· κατάστασις περί την φύσιν της συγχωνεύσεως ή μεταβιβάσεως, σύνοψις περιέχουσα τα ουσιώδη γεγονότα άτινα διελήφθησαν εν τη αφορώση εις την συγχώνευσιν ή μεταβίβασιν συμφωνία, αντίγραφα των εκθέσεων του αναλογιστού ή ετέρων τοιούτων εφ' ων εβασίσθη η τοιαύτη συμφωνία, περιλαμβανομένης και εκθέσεως γενομένης παρά τίνος ανεξαρτήτου αναλογιστού και
(γ) δέον όπως η αφορώσα εις την συγχώνευσιν ή μεταβίβασιν συμφωνία εκτίθηται, προς επιθεώρησιν υπό των κατόχων ασφαλιστηρίων και μετόχων, εις τα γραφεία των εταιρειών διά περίοδον δεκαπέντε ημερών αφ' ης εγένετο η τελευταία εν ταις εφημερίσι δημοσίευσις.
(3) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δεν χωρεί συγχώνευσις ή μεταβίβασις της εν εδαφίω (1) προνοουμένης φύσεως, εκτός εάν αύτη τύχη της εγκρίσεως του δικαστηρίου συμφώνως τω παρόντι άρθρω.
(4) Εν τω παρόντι άρθρω "ημεδαπός ασφαλιστής" σημαίνει ασφαλιστικήν εταιρείαν ης η έδρα κείται εν τη Δημοκρατία.
34. Οσάκις ήθελε χωρήσει συγχώνευσις ή μεταβίβασις της εν εδαφίω (1) του άρθρου 33 προνοουμένης φύσεως, ήτις υπόκειται εις τας διατάξεις του ως είρηται άρθρου, η εκ της συγχωνεύσεως προκύπτουσα νέα εταιρεία ή, αναλόγως της περιπτώσεως, η προς ην η μεταβίβασις εταιρεία δέον όπως εντός δέκα ημερών από της συμπληρώσεως της συγχωνεύσεως ή μεταβιβάσεως καταθέτη παρά τω Εφόρω-
(α) κεκυρωμένα αντίγραφα των καταστάσεων ενεργητικού και παθητικού των ενδιαφερομένων εις την συγχώνευσιν ή μεταβίβασιν εταιρειών, ομού μετά καταστάσεως δεικνυούσης την φύσιν και του όρους της συγχωνεύσεως ή μεταβιβάσεως
(β) κεκυρωμένον αντίγραφον της συμφωνίας δυνάμει της οποίας πραγματούται η συγχώνευσις ή μεταβίβασις
(γ) κεκυρωμένα αντίγραφα της εκθέσεως του αναλογιστού ως και πάσης ετέρας τοιαύτης εφ' ης ήθελε βασίζεται η τοιαύτη συμφωνία και
(δ) δήλωσιν φέρουσαν την υπογραφήν του προέδρου και του ανωτέρου λειτουργού εκάστης εταιρείας, ότι εξ όσων ούτοι κάλλιον πιστεύουν εις τας εν λόγω εκθέσεις εκτίθενται πλήρως άπασαι αι πληρωμαί, αίτινες εγένοντο ή θα γενώσιν εις οιονδήποτε πρόσωπον ως εκ της χωρησάσης συγχωνεύσεως ή μεταβιβάσεως, και ότι ουδεμία πληρωμή πέραν των ούτω εκτιθεμένων εγένετο ή θα γενή, είτε τοις μετρητοίς είτε υπό μορφήν ασφαλιστηρίων, γραμματίων, χρεωγράφων ή ετέρων περιουσιακών στοιχείων, υπό των μετεχουσών εις την συγχώνευσιν ή μεταβίβασιν εταιρειών ή εν γνώσει τούτων.
35. Οσάκις σκοπήται η πραγματοποίησις σχεδίου δυνάμει του οποίου ολόκληρον ή μέρος του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών ή του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων του ασκουμένου υπό τίνος ασφαλιστικής εταιρείας ("η μεταβιβάζουσα εταιρεία") εφ' ης τυγχάνει εφαρμογής ο παρών Νόμος, πρόκειται να μεταβιβασθή εις ετέραν εταιρείαν ("η προς ην η μεταβίβασις εταιρεία"), εφ' ης δεν τυγχάνει εφαρμογής ο παρών Νόμος, ή αντιστρόφως, η μεταβιβάζουσα εταιρεία ή η προς ην η μεταβίβασις εταιρεία δύναται δι' αιτήσεως να ζητήση παρά του Δικαστηρίου Διάταγμα επικυρούν το σχέδιον, η δε διαδικασία η καθοριζομένη εις τα άρθρα 33 και 34 του παρόντος Νόμου θα τυγχάνη ωσαύτως εφαρμογής επί των εν λόγω εταιρειών, ως εάν αμφότεροι αι εταιρείαι υπήγοντο εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.
36.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των άρθρων 56 και 57 ως και του Δευτέρου Πίνακος, ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, λογίζεται, διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως και του άρθρου 211 του περί Εταιρειών Νόμου (όπερ παρέχει τω δικαστηρίω εξουσίαν προς δάλυσιν εταιρείας μη δυναμένης να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής), ως μη δυναμένη να εξοφλήση τας οφειλάς της εφ' όσον δεν κατέχη το περιθώριον φερεγγυότητος ως τούτο καθορίζεται εν εδαφίω (2):
Νοείται ότι, εκτός καθ' όσον αφορά εις τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, το παρόν άρθρον δεν τυγχάνει εφαρμογής επί ασφαλιστικής εταιρείας προ της παρόδου δύο ετών ή μείζονος χρονικής περιόδου ως ο Έφορος ήθελεν εν οιαδήποτε περιπτώσει καθορίσει, αφ' ης η εταιρεία ήρξατο ασκούσα ασφαλιστικήν τινα επιχείρησιν.
(2) Ασφαλιστική εταιρεία λογίζεται κατέχουσα το απαιτούμενον περιθώριον φερεγγυότητος, εάν-
(α) εν τη περιπτώσει εταιρείας ασκούσης ασφαλίσεις γενικού κλάδου μόνον, η αξία του ενεργητικού υπερβαίνει το παθητικόν αυτής κατά-
(ι) εκατόν χιλιάδας λιρών ή
(ιι) το δεκαέξ επί τοις εκατόν των γενικών εξ ασφαλίστρων εσόδων της
εταιρείας κατά το αμέσως προηγούμενον οικονομικόν αυτής έτος,
λαμβανομένου υπ' όψιν του μείζονος των ανωτέρω δύο ποσών-
(β) εν τη περιπτώσει εταιρείας ασκούσης μόνον ασφαλίσεις του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών-
(ι) αι υποχρεώσεις αυτής δυνάμει μη ληξάντων ασφαλιστηρίων ζωής δεν υπερβαίνωσι το ποσόν του αποθέματος αυτής διά τον κλάδον ζωής-
(ιι) αι υποχρεώσεις αυτής δυνάμει μη ληξάντων ασφαλιστηρίων βιομηχανικού κλάδου ζωής δεν υπερβαίνωσι το ποσόν του αποθέματος αυτής διά τον βιομηχανικόν κλάδον ζωής
(ιιι) αι υποχρεώσεις αυτής δυνάμει μη ληξάντων ασφαλιστηρίων κλάδου επενδύσεως ομολόγων δεν υπερβαίνωσι το ποσόν του αποθέματος αυτής διά τον κλάδον επενδύσεως ομολόγων και
(ιν) αι υποχρεώσεις αυτής δυνάμει μη ληξάντων ασφαλιστηρίων κλάδου αποσβέσεως αποθέματος δεν υπερβαίνωσι το ποσόν του αποθέματος αυτής διά τον κλάδον αποσβέσεως αποθέματος·
(γ) εν τη περιπτώσει εταιρείας ασκούσης ασφαλίσεις τόσον του γενικού κλάδου όσον και του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών-
(ι) καθ' όσον αφορά εις τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών, κατέχη τα αντίστοιχα περιθώρια φερεγγυότητος ως ταύτα καθορίζονται εν παραγράφω (β)· και
(ιι) η αξία του ενεργητικού αυτής αναφορικώς προς άπαντας τους υπ' αυτής ασκουμένους ασφαλιστικούς κλάδους υπερβαίνη το άθροισμα των εν παραγράφω (β) αποθεμάτων και πασών των υποχρεώσεων αυτής πλην των αναφερομένων εν τη ως είρηται παραγράφω, κατά-
(Α) εκατόν χιλιάδας λιρών ή
(Β) το δεκαέξ επί τοις εκατόν των γενικών εξ ασφαλίστρων εσόδων της εταιρείας κατά το αμέσως προηγούμενον οικονομικόν αυτής έτος,
λαμβανομένου υπ' όψιν του μείζονος των ανωτέρω δύο ποσών.
(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) κατά τον υπολογισμόν του ενεργητικού ασφαλιστικής τίνος εταιρείας δεν λαμβάνονται υπ' όψιν τα δυνάμει της παραγράφου (β) της επιφυλάξεως του άρθρου 22 εκδοθέντα δάνεια·
(β) κατά τον υπολογισμόν του παθητικού ασφαλιστικής τίνος εταιρείας, λαμβάνονται υπ' όψιν άπασαι αι υπό αίρεσιν και μέλλουσαι υποχρεώσεις, ουχί όμως αι αφορώσαι εις το μετοχικόν κεφάλαιον υποχρεώσεις
(γ) ως γενικόν εξ ασφαλίστρων έσοδον της ασφαλιστικής εταιρείας καθ' οιονδήποτε έτος θεωρείται το καθαρόν ποσόν των ασφαλίστρων, αφαιρουμένων των δι' αντασφάλισιν καταβληθέντων υπό της εταιρείας ασφαλίστρων όπερ εισεπράχθη υπό της εταιρείας κατά το εν λόγω έτος αναφορικώς προς πάσαν υπ' αυτής ασκουμένην ασφαλιστικήν επιχείρησιν (ανεξαρτήτως του εάν εμπίπτη εις τινα των εν άρθρω 3 αναφερομένων κλάδων ή μη), πλην της ασφαλιστικής επιχειρήσεως του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών
(δ) μνεία γενομένη εις τα αποθέματα κλάδου ζωής, βιομηχανικού κλάδου ζωής, κλάδου επενδύσεως ομολόγων, καθώς και προς το απόθεμα το τηρούμενον εν σχέσει προς τον κλάδον αποσβέσεως αποθέματος εταιρείας τινός, δέον όπως ερμηνεύηται ως αναφερομένη εις τα αντίστοιχα αποθέματα, άτινα τηρούνται διά τους εν λόγω ασφαλιστικούς κλάδους συμφώνως τω εδαφίω (1) του άρθρου 24.
(4) Κανονισμοί, οίτινες ήθελον εκδοθή διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δυνατόν να επιβάλωσι την υποχρέωσιν όπως εν εκάστω ισολογισμώ παρασκευαζόμενω υπό τίνος ασφαλιστικής εταιρείας δυνάμει του άρθρου 25, περιλαμβάνηται πιστοποιητικόν-
(α) ο τύπος του οποίου ως και τα υπογράφοντα τούτο πρόσωπα καθορίζονται εν τοις Κανονισμοίς και
(β) περιέχον κατάστασιν δεικνύουσαν το ενεργητικόν και παθητικόν της εταιρείας, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή
εάν δε η εταιρεία παραλείψη να συμμορφωθή προς τους ούτω εκδιδομένους Κανονισμούς, εις οιονδήποτε δικαστικόν μέτρον όπερ ήθελε ληφθή δυνάμει του παρόντος άρθρου προς διάλυσιν της εταιρείας, η αξία του ενεργητικού αυτής θα λογίζεται - μέχρις αποδείξεως του εναντίου - ως μη υπερβαίνουσα το παθητικόν αυτής κατά το προνοούμενον εν εδαφίω (1) ποσόν.
(5) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως επηρεάζον την μεταχείρισιν ης θα τύχωσι κατά την διάλυσιν της εταιρείας, οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις αυτής δυνάμει του άρθρου 24 ή άλλως πως.
(6) Οσάκις, τη αιτήσει ασφαλιστικής τίνος εταιρείας, ο Υπουργός ικανοποιήται ότι-
(α) αύτη ασκεί επιχείρησιν αφορώσαν, αποκλειστικώς ή κυρίως εις την ασφάλισιν περιωρισμένης τάξεως προσώπων εχόντων κοινόν οικονομικόν ή έτερον συμφέρον και
(β) λαμβανομένης υπ' όψιν της περιωρισμένης φύσεως των εργασιών αυτής, αντενδείκνυται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ή ότι η εφαρμογή τούτων είναι ιδιαζόντως επαχθής διά την εταιρείαν,
ο Υπουργός δύναται διά διατάγματος να διατάξη όπως, τηρουμένων οιωνδήποτε εν τω διατάγματι καθοριζομένων όρων η εταιρεία εξαιρήται της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ή όπως αι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουσι μεν εφαρμογής προνοούσαι όμως έτερον ποσόν καθ' ο το ενεργητικόν της εταιρείας θα υπερβαίνη το παθητικόν αυτής, και δη έλασσον του προνοουμένου εν τω παρόντι άρθρω ποσού.
(7) Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του εδαφίου (6) ανακαλείται υπό του Υπουργού-
(α) εάν ούτος δεν είναι πλέον ικανοποιημένος καθ' όσον αφορά εις το ζήτημα βάσει του οποίου εξεδόθη το διάταγμα, ή
(β) εφ' όσον ούτος ήθελεν ικανοποιηθή ότι δεν ετηρήθη οιοσδήποτε των εν τω διατάγματι περιληφθέντων όρων.
37.-(1) Δι' εγγράφου ειδοποιήσεως του Εφόρου επιδιδομένης εις ασφαλιστικήν εταιρείαν υποκειμένην εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και δυναμένην να διαλυθή υπό του Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, ο Έφορος-
(α) δύναται να απαιτήση όπως η εταιρεία παράσχη αυτώ εντός της εν τη ειδοποιήσει τεταγμένης προθεσμίας τοιαύτης φύσεως επεξηγήσεις, στοιχεία, λογαριασμούς, ισολογισμούς, συνόψεις και καταστάσεις, ως ούτος ήθελε κρίνει αναγκαίας ίνα διαπιστώση κατά πόσον η εταιρεία είναι, ή ήτο φερέγγυος εις δεδομένην ημερομηνίαν (ουχί προγενεστέραν της περιόδου εις ην αφορώσιν οι δυνάμει του άρθρου 28 τελευταίοι κατατεθέντες λογαριασμοί και ισολογισμός της εταιρείας) ειδικώς καθοριζομένην εν τη ειδοποιήσει και
(β) δύναται να απαιτήση όπως αι τοιαύται επεξηγήσεις, στοιχεία, λογαριασμοί, ισολογισμοί, συνόψεις ή καταστάσεις υπογράφωνται υπό των εν τη ειδοποιήσει καθοριζομένων μελών του διοικητικού συμβουλίου και ετέρων υπαλλήλων της εταιρείας
, όπως συνοδεύωνται υπό αντιγράφων των εν τη ειδοποιήσει ωσαύτως καθοριζομένων εγγράφων και όπως η ορθότης τούτων πιστοποιήται υπό ελεγκτού εγκεκριμένου παρά του Εφόρου, ή υπό ούτω εγκεκριμένου αναλογιστού, ή υπό αμφοτέρων.
(2) Εάν μετά την δυνάμει του εδαφίου (1) γενομένην επίδοσιν ειδοποιήσεως εις τινα ασφαλιστικήν εταιρείαν-
(α) αύτη, προ της παρελεύσεως της εν τη ειδοποιήσει τεταγμένης προθεσμίας, δεν συμμορφωθή προς τας εν τη ειδοποιήσει περιεχομένας απαιτήσεις, εκτός καθ' ην έκτασιν αύται ήθελον ανακληθή υπό του Εφόρου · ή
(β) ο Έφορος, εξετάσας τα παρασχεθέντα συμφώνως τη ειδοποιήσει στοιχεία, κρίνη σκόπιμον διά τον ως είρηται σκοπόν όπως πράξη ούτω,
ο Έφορος δύναται να ειδοποιήση εγγράφως την εταιρείαν ότι προτίθεται να διορίση ένα ή πλείονα πρόσωπα προς διεξαγωγήν ερεύνης επί της καταστάσεως της εταιρείας, εφ' ης και θα υποβάλωσιν έκθεσιν εν ω τρόπω ήθελεν ο Έφορος καθορίσει- περαιτέρω δε ότι θα χωρήση εις τον τοιούτον διορισμόν μετά την πάροδον επτά ημερών από της επιδόσεως της ειδοποιήσεως, εκτός εάν αύτη εντός της άνω προθεσμίας των επτά ημερών ήθελεν υποβάλει έγγραφον ένστασιν κατά του τοιούτου διορισμού.
(3) Εάν η εταιρεία εντός της ειρημένης προθεσμίας υποβάλη τω Εφόρω έγγραφον ένστασιν κατά του τοιούτου διορισμού, ο Έφορος δύναται να ζητήση την επί τούτω άδειαν του δικαστηρίου, ήτις και χορηγείται εκτός εάν αποδειχθή τω δικαστηρίω επαρκώς υπό της εταιρείας ότι δεν απαιτείται ευλόγως τοιούτος διορισμός διά τον ως είρηται σκοπόν ο Έφορος προβαίνει εις τον διορισμόν ευθύς ως ήθελε χορηγηθή η αιτηθείσα άδεια.
(4) Επί διορισμών γενομένων δυνάμει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 160 του περί Εταιρειών Νόμου, καθ' ον τρόπον τυγχάνουσιν εφαρμογής και επί προσώπων διοριζομένων δυνάμει του εν λόγω άρθρου.
(5) Ο Έφορος καταβάλλει εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας παν έξοδον συναφές προς έρευναν διεξαγομένην υπό προσώπου διοριζομένου δυνάμει του παρόντος άρθρου:
Νοείται ότι-
(ι) εν η περιπτώσει το δικαστήριον ήθελε παράσχει άδειαν διορισμού, δύναται συγχρόνως κατά το δοκούν να διατάξη την εταιρείαν όπως καταβάλη τω Εφόρω ολόκληρον το ποσόν ή μέρος των τοιούτων εξόδων· και
(ιι) εν η περιπτώσει ήθελεν εκδοθή δικαστικόν διάταγμα διαλύσεως της εταιρείας καθ' οιονδήποτε χρόνον εντός δώδεκα μηνών από της ημερομηνίας καθ' ην εγένετο η έκθεσις του ούτω διορισθέντος προσώπου προς τον Έφορον, ή εάν εγένοντο πλείονες της μιας εκθέσεις, από της ημερομηνίας της πρώτης εκθέσεως, τα εν λόγω έξοδα λογίζονται, διά τους σκοπούς του περί Εταιρειών Νόμου, ως έξοδα προσηκόντως διενεργηθέντα διά την διάλυσιν της εταιρείας, το δε ποσόν τούτων, αφαιρουμένου προηγουμένως παντός ποσού όπερ ήθελε καταβληθή τω Εφόρω κατ' εντολήν του Δικαστηρίου δυνάμει της προηγουμένης παραγράφου, καταβάλλεται εκ των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ίσω λόγω προς τα εγκεκριμένα έξοδα άτινα επάγεται η αίτησις διαλύσεως.
38.-(1) Το δικαστήριον δύναται, συμφώνως τω περί Εταιρειών Νόμω, να διατάξη την διάλυσιν ασφαλιστικής εταιρείας υποκειμένης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, αι δε διατάξεις του ως άνω Νόμου θα τυγχάνωσιν εφαρμογής, υπό την επιφύλαξιν, ότι το δικαστήριον δύναται να διατάξη διάλυσιν της εταιρείας τη αιτήσει δέκα ή πλειόνων κατόχων ασφαλιστηρίων συνολικής αξίας δέκα χιλιάδων τουλάχιστον λιρών:
Νοείται ότι δεν υποβάλλεται τοιαύτη αίτησις ειμή τη αδεία του δικαστηρίου·
τοιαύτη δε αδεία δεν παρέχεται μέχρις ου αποδειχθή τω δικαστηρίω ότι η σχετική αίτησις είναι εκ πρώτης όψεως (prima facie) δικαιολογημένη, και παρασχεθή τω δικαστηρίω η υπό τούτου κρινομένη ως εύλογος εγγύησις διά τα έξοδα, άτινα υπάγεται η αίτησις διαλύσεως.
(2) Ο Έφορος δύναται, τη αδεία του δικαστηρίου, να υποβάλη, συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Εταιρειών Νόμου, αίτησιν διαλύσεως ασφαλιστικής εταιρείας, υποκειμένης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτις δύναται να διαλυθή δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου επί τω λόγω ότι-
(α) η εταιρεία αδυνατεί να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής εν τη εννοία των άρθρων 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου ή
(β) διορισθέντος προσώπου τινός προς διεξαγωγήν ερεύνης περί την κατάστασιν της εταιρείας δυνάμει του άρθρου 37, έλαβε χώραν τοιαύτη άρνησις ώστε, δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 161 του περί Εταιρειών Νόμου, ως τούτο εφαρμόζεται δυνάμει του ως είρηται άρθρου 37, αύτη να δύναται, ή θα ηδύνατο να δικαιολογήση την επιβολήν ποινής επί τίνος υπαλλήλου ή αντιπροσώπου της εταιρείας.
39.-(1) Οσάκις χωρή μεταβίβασις των ασφαλιστικών εργασιών ασφαλιστικής τίνος εταιρείας, ή οιουδήποτε μέρους τοιούτων εργασιών, εις ασφαλιστικήν εταιρείαν υποκειμένην εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και συμφωνείται ότι η πρώτη μνησθείσα εταιρεία (εν τω άρθρω καλουμένη "εξηρτημένη εταιρεία") ή οι πιστωταί αυτής έχουν απαιτήσεις εναντίον της προς ην η μεταβίβασις εταιρείας (εν τω παρόντι άρθρω καλούμενης "ιθύνουσα εταιρεία"), τότε εν η περιπτώσει η ιθύνουσα εταιρεία ήθελε διαλυθή υπό του δικαστηρίου ή υπό την εποπτείαν αυτού, το δικαστήριον διατάσσει όπως η εξηρτημένη εταιρεία διαλυθή από κοινού μετά της ιθυνούσης τοιαύτης επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται δε να διορίση διά του αυτού ή μεταγενεστέρου διατάγματος το αυτό πρόσωπον ως εκκαθαριστήν και των δύο εταιρειών και να προβή εις την λήψιν παντός ετέρου μέτρου, όπερ ήθελε φανή αυτώ αναγκαίον επί τω τέλει διαλύσεως των δύο εταιρειών, ως εάν επρόκειτο περί μιας και μόνης εταιρείας.
(2) Πλην ως άλλως ήθελεν ορίσει το δικαστήριον, η έναρξις της διαλύσεως της ιθυνούσης εταιρείας αποτελεί την έναρξιν και της διαλύσεως της εξηρτημένης τοιαύτης.
(3) Κατά την ρύθμισιν των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των μελών των διαφόρων εταιρειών, το δικαστήριον λαμβάνει υπ' όψιν το καταστατικόν των εταιρειών και τας γενομένας μεταξύ των εταιρειών συμφωνίας κατά τον αυτόν τρόπον, ή τον πλησιέστερον υπό τας περιστάσεις, ως ήθελε λάβει υπ' όψιν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις διαφόρων κατηγοριών εισφορέων εν περιπτώσει διαλύσεως μιας και μόνης εταιρείας.
(4) Εν η περιπτώσει εταιρεία, φερομένη ως εξηρτημένη ετέρας τοιαύτης, δεν ήθελε διαλυθή ταυτοχρόνως μετά της ιθυνούσης εταιρείας, το δικαστήριον δεν διατάσσει διάλυσιν της εξηρτημένης ειμή μόνον εάν, εκδικάσαν απάσας τας ενστάσεις αίτινες ήθελον προβληθή υπό ή εκ μέρους της εταιρείας εναντίον της σκοπούμενης διαλύσεως αυτής, ήθελεν εξεύρει ότι η εταιρεία είναι τω όντι εξηρτημένη εκ της ιθυνούσης τοιαύτης και ότι η διάλυσις αυτής από κοινού μετά της ιθυνούσης είναι ορθή και δικαία.
(5) Αίτησης διαλύσεως εξηρτημένης εταιρείας από κοινού μετά της ιθυνούσης τοιαύτης υποβάλλεται υπό παντός πιστωτού ή προσώπου έχοντος οιονδήποτε συμφέρον εις την ιθύνουσαν ή εξηρτημένην εταιρείαν.
(6) Οσάκις εταιρεία ίσταται έναντι εταιρείας τινός ως ιθύνουσα, έναντι δε ετέρας ως εξηρτημένη τοιαύτη ή οσάκις πλείονες της μιας εταιρείαι είναι εξηρτημέναι εκ της αυτής ιθυνούσης εταιρείας, το δικαστήριον δύναται κατά το δοκούν και βάσει των εν τω παρόντι άρθρω εκτιθεμένων αρχών να επιληφθή οιουδήποτε αριθμού τοιούτων εταιρειών ομού ή κατά χωριστός ομάδας.
40.-(1) Εις πάσαν διαδικασίαν αρχομένην κατόπιν αιτήσεως προς διάλυσιν ασφαλιστικής εταιρείας, υποβαλλομένης υπό του Εφόρου δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 38, αποδεικτικά στοιχεία εμφαίνοντα ότι η εταιρεία ήτο αφερέγγυος κατά το τέλος της περιόδου εις ην αφορώσιν οι δυνάμει του άρθρου 28 τελευταίοι κατατεθέντες λογαριασμοί και ισολογισμός, ή ήτο αφερέγγυος καθ' οιανδήποτε ημερομηνίαν καθοριζομένην εν ειδοποιήσει επιδοθείση δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 37, συνιστώσι, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, απόδειξιν του γεγονότος ότι η εταιρεία εξακολουθεί να τελή εν αδυναμία εξοφλήσεως των οφειλών αυτής.
(2) Οσάκις εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου διαλύεται υπό του δικαστηρίου, ή υπό την εποπτείαν του δικαστηρίου ή οικεία βουλήσει, η επιβεβλημένη κατά την διάλυσιν εκτίμησις της αξίας ασφαλιστηρίων οιουδήποτε κλάδου και των εκ τοιούτων ασφαλιστηρίων απορρεουσών υποχρεώσεων διενεργείται κατά τον προβλεπόμενον εν τω Τρίτω Πίνακι τρόπον, τον εφαρμοστέον επί ασφαλιστηρίων και υποχρεώσεων του εν λόγω κλάδου.
(3) Οι εν τω Τρίτω και Τετάρτω Πίνακι του παρόντος Νόμου διαλαμβανόμενοι Κανονισμοί κέκτηνται την αυτήν ισχύν, η ανάκλησις δε ή τροποποίησις αυτών χωρεί κατά τον αυτόν τρόπον, ως εάν επρόκειτο περί Κανονισμών εκδοθέντων συμφώνως τω άρθρω 333 του περί Εταιρειών Νόμου· είναι δε δυνατή η έκδοσις Κανονισμών δυνάμει του εν λόγω άρθρου διά την καλλιτέραν εφαρμογήν του παρόντος Νόμου, καθ' όσον αφορά εις την διάλυσιν ασφαλιστικής εταιρείας.
41. Εφ' όσον ήθελεν αποδειχθή ότι ασφαλιστική τις εταιρεία αδυνατεί να εξοφλήση τας οφειλάς αυτής, το δικαστήριον δύναται κατά το δοκούν, αντί να διατάξη διάλυσιν της εταιρείας να προβή εις μείωσιν του ποσού των συμβάσεων της εταιρείας υπό όρους εκάστοτε κρινομένους ως δικαίους.
42.-(1) Ουδεμία ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τον παρόντα Νόμον δύναται να διορίση πρόσωπον τι ως διευθύνοντα σύμβουλον ή εκτελεστικόν διευθυντήν της εταιρείας εκτός εάν-
(α) η εταιρεία έχη επιδώσει προς τον Έφορον έγγραφον ειδοποίησιν αναφέρουσαν ότι προτίθεται να διορίση το εν λόγω πρόσωπον εις την θέσιν ταύτην και περιέχουσαν τοιαύτας λεπτομερείας ως ήθελον καθορισθή και
(β) είτε ο Έφορος, προ της παρελεύσεως τριμήνου περιόδου αρχομένης από της ημερομηνίας επιδόσεως της ειδοποιήσεως, εκοινοποίησεν εγγράφως προς την εταιρείαν ότι δεν έχει ένστασιν διά τον διορισμόν του προσώπου τούτου εις την θέσιν, είτε η περίοδος αύτη αφέθη να παρέλθη άπρακτος.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου 1(α) επιδιδομένη ειδοποίησις δέον να περιέχη δήλωσιν υπογεγραμμένην υπό του προτεινομένου διά τον διορισμόν προσώπου ότι αύτη επιδίδεται εν γνώσει και τη συγκαταθέσει του.
(3) Ο Έφορος δύναται να επιδώση την κατά το εδάφιον (1) ειδοποίησιν περί ενστάσεως επί τω λόγω ότι το προτεινόμενον διά τον διορισμόν πρόσωπον δεν ικανοποιεί τοιαύτα κριτήρια και προϋποθέσεις ως ήθελον καθορισθή διά τον διορισμόν εις την συγκεκριμένην θέσιν, αλλά πριν ή επιδώση την τοιαύτην ειδοποίησιν ο Έφορος θα επιδίδη προς την εταιρείαν και το ενδιαφερόμενον πρόσωπον προκαταρκτικήν έγγραφον ειδοποίησιν αναφέρουσαν-
(α) ότι ο Έφορος προτίθεται να επιδώση προς την εταιρείαν ειδοποίησιν περί ενστάσεως βασιζομένην επί του λόγου τούτου και
(β) ότι η εταιρεία και το ενδιαφερόμενον πρόσωπον δύναται, εντός προθεσμίας ενός μηνός από της ημερομηνίας επιδόσεως της προκαταρκτικής ειδοποιήσεως, να προβή εις εγγράφους παραστάσεις προς τον Υπουργόν μέσω του Εφόρου.
(4) Ο Έφορος θα διαβιβάζη προς τον Υπουργόν τας κατατεθείσας παρ' αυτώ δυνάμει του εδαφίου 3(β) εγγράφους παραστάσεις ομού μεθ' οιωνδήποτε συναφών εγγράφων εντός 15 ημερών απο της ημερομηνίας λήψεως υπ' αυτού των τοιούτων παραστάσεων.
(5) Ο Υπουργός θα αποφασίζη εντός τριάκοντα ημερών επί των γενομένων παραστάσεων και θα διαβιβάζη την απόφασιν του προς τον Έφορον.
(6) Ο Έφορος οφείλει, εκτός εάν αι έγγραφοι παραστάσεις αποσυρθούν, να διαβιβάση πάραυτα εγγράφως προς τον αιτητήν την απόφασιν του Υπουργού και να μεριμνήση διά την εκτέλεσιν της τοιαύτης αποφάσεως.
43.-(1) Ουδείς δύναται να καταστή ρυθμιστής (controller) ασφαλιστικής τίνος εταιρείας υποκειμένης εις τον παρόντα Νόμον, άλλως ή δυνάμει διορισμού εν σχέσει προς τον οποίον τυγχάνει εφαρμογής το άρθρον 42, εκτός εάν-
(α) ούτος έχη επιδώσει προς τον Έφορον έγγραφον ειδοποίησιν αναφέρουσαν ότι προτίθεται να καταστή ρυθμιστής, (controller) της εν λόγω εταιρείας και περιέχουσαν τοιαύτας λεπτομερείας ως ήθελον καθορισθή και
(β) είτε ο Έφορος, προ της παρελεύσεως τριμήνου περιόδου αρχομένης από της ημερομηνίας επιδόσεως της ειδοποιήσεως, εκοινοποίησεν εις αυτόν εγγράφως ότι δεν ενίσταται εις το να καταστή ρυθμιστής (controller) της εταιρείας, είτε η περίοδος αύτη αφέθη να παρέλθη άπρακτος.
(2) Ο Έφορος δύναται να επιδώση την κατά το εδάφιον (1) ειδοποίησιν περί ενστάσεως επί τω λόγω ότι ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιεί τοιαύτα κριτήρια και προϋποθέσεις ως ήθελον καθορισθή διά να καταστή ρυθμιστής (controller) της εταιρείας, αλλά πριν ή επίδωση την τοιαύτην ειδοποίησιν ο Έφορος θα επιδίδη προς τον ενδιαφερόμενον προκαταρκτικήν τινα έγγραφον ειδοποίησιν αναφέρουσαν-
(α) ότι ο Έφορος προτίθεται να επιδώση προς αυτόν ειδοποίησιν περί ενστάσεως βασιζομένην επί του λόγου τούτου και
(β) ότι ο ενδιαφερόμενος δύναται, εντός προθεσμίας ενός μηνός από της ημερομηνίας επιδόσεως της προκαταρκτικής ειδοποιήσεως, να προβή εις εγγράφους παραστάσεις προς τον Υπουργόν μέσω του Εφόρου.
(3) Ο Έφορος δεν υποχρεούται να αποκαλύψη εις οιονδήποτε πρόσωπον οιασδήποτε λεπτομερείας του λόγου επί τη βάσει του οποίου προτίθεται να επιδώση εις τούτο την ειδοποίησιν περί ενστάσεως.
(4) 0 Έφορος κατά τα λοιπά θα ακολουθή την εν τοις εδαφίοις (4), (5) και (6) του άρθρου 42 καθοριζομένην διαδικασίαν.
44.-(1) Τα άρθρα 42 και 43 δεν θα εφαρμόζωνται επί αλλοδαπών εταιρειών λειτουργουσών εν τη Δημοκρατία, αίτινες συνεστήθησαν εις χώρας εις τας οποίας ισχύουν παρόμοιοι διατάξεις εις την νομοθεσίαν των αναφορικώς προς τον διορισμόν διευθύνοντος συμβούλου ή ρυθμιστού (controller) ουχ" ήττον τα εν λόγω άρθρα θα εφαρμόζωνται αναφορικώς προς τον διορισμόν ανωτέρου λειτουργού ή διευθυντού της εταιρείας εν τη Δημοκρατία.
(2) Οσάκις ο εν τω εδαφίω (1) αναφερόμενος ανώτερος λειτουργός ή διευθυντής είναι οργανισμός μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, αι διατάξεις του άρθρου 42 θα εφαρμόζωνται επί ενός εκάστου των προσώπων άτινα είναι εντεταλμένα να διαχειρίζωνται τας υποθέσεις του οργανισμού τούτου.
45.-(1) Πρόσωπον τι, όπερ καθίσταται ή παύει να είναι ρυθμιστής (controller) ασφαλιστικής τίνος εταιρείας υποκειμένης εις τον παρόντα Νόμον, οφείλει, εντός προθεσμίας 7 ημερών αρχομένων από της επομένης του εν λόγω γεγονότος να γνωστοποιήση εγγράφως εις την ασφαλιστικήν εταιρείαν το γεγονός τούτο, ως και παν έτερον θέμα ως ήθελε καθορισθή επίσης πρόσωπον όπερ καθίσταται μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή διευθυντής οιασδήποτε τοιαύτης ασφαλιστικής εταιρείας οφείλει, εντός προθεσμίας 7 ημερών αρχομένης από της επομένης του εν λόγω γεγονότος, να γνωστοποιήση εγγράφως εις την ασφαλιστικήν εταιρείαν τοιαύτα θέματα ως ήθελον καθορισθή.
(2) Ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τον παρόντα Νόμον οφείλει να ειδοποιή εγγράφως τον Έφορον περί του γεγονότος ότι οιονδήποτε πρόσωπον κατέστη ή έπαυσε να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ρυθμιστής (controller) ή διευθυντής της εταιρείας, ως και περί παντός θέματος το οποίον το εν λόγω πρόσωπον οφείλει δυνάμει του εδαφίου (1) να γνωστοποιήση εις την εταιρείαν · η ειδοποίησις αύτη δέον να παρέχεται εντός προθεσμίας 14 ημερών αρχομένης από της επομένης ημέρας καθ' ην το εν λόγω γεγονός ή το θέμα περιήλθεν εις γνώσιν της εταιρείας.
46.-(1) Ο Έφορος δύναται να απαιτήση παρά εταιρείας υποκειμένης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου όπως παράσχη αυτώ καθ' ωρισμένους χρόνους ή χρονικά διαστήματα, πληροφορίας περί ωρισμένων θεμάτων αίτινες, εάν ο Έφορος ούτως απαιτή, θα επαληθεύωνται κατά τον οριζόμενον τρόπον.
(2) O Έφορος δύναται-
(α) να απαιτήση παρά τίνος εταιρείας όπως παρουσιάση, καθ' οιονδήποτε εύλογον χρόνον και εις οιονδήποτε τόπον ως ούτος ήθελε καθορίσει, τοιαύτα βιβλία και έγγραφα ως ούτος ήθελε καθορίσει ή
(β) να εξουσιοδοτήση οιονδήποτε πρόσωπον όπως, κατόπιν παρουσιάσεως του αποδεικτικού της εξουσιοδοτήσεως του (εάν ήθελε ζητηθή τούτο παρ' αυτού), απαιτήση παρά τίνος εταιρείας όπως παρουσιάση αυτώ πάραυτα οιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα άτινα το πρόσωπον τούτο ήθελε καθορίσει.
(3) Οσάκις δυνάμει του εδαφίου (2) ο Έφορος ή το υπ ' αυτού εξουσιοδοτηθέν πρόσωπον κέκτηται εξουσίαν να απαιτή την παρουσίασιν οιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων παρά οιασδήποτε εταιρείας, ο Έφορος ή το εξουσιοδοτηθέν πρόσωπον κέκτηται την αυτήν εξουσίαν να απαιτή την παρουσίασιν των εν λόγω βιβλίων ή εγγράφων παρ' οιουδήποτε προσώπου όπερ φαίνεται εις αυτόν ότι έχει ταύτα εις την κατοχήν του αλλ' οσάκις οιονδήποτε πρόσωπον παρά του οποίου απαιτήται η τοιαύτη παρουσίασις προβάλλει δικαίωμα επισχέσεως (lien) επί των υπ' αυτού παρουσιαζομένων βιβλίων ή εγγράφων, η παρουσίασις δεν θα παραβλάπτη το δικαίωμα επισχέσεως.
(4) Πάσα εξουσία χορηγουμένη δυνάμει των εδαφίων (2) και (3) περιλαμβάνει εξουσίαν-
(α) εάν τα βιβλία ή τα έγγραφα παρουσιασθούν-
(ι) λήψεως αντιγράφων ή αποσπασμάτων εξ αυτών και
(ιι) απαιτήσεως παροχής επεξηγήσεως αναφορικώς προς οιονδήποτε τούτων παρά του παρουσιάσαντος ταύτα προσώπου ή παρ' οιουδήποτε προσώπου όπερ διατελεί ή διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ρυθμιστής (controller) ή ελεγκτής της εταιρείας ή όπερ απασχολείται ή απησχολείτο καθ' οιονδήποτε χρόνον υπό της συγκεκριμένης εταιρείας.
(β) εάν τα βιβλία ή έγγραφα δεν παρουσιασθούν, απαιτήσεως παρά του προσώπου παρ' ου απητήθη όπως παρουσιάση ταύτα να δηλώση, εξ όσων κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει, τον τόπον όπου ταύτα ευρίσκονται.
(5) Δήλωσις γενομένη υπό προσώπου κατόπιν απαιτήσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να χρησιμοποιηθή ως αποδεικτικόν στοιχείον κατ' αυτού.
47.-(1) Εάν δικαστής Επαρχιακού Δικαστηρίου πεισθή επί τη ενόρκω καταγγελία του Εφόρου ή λειτουργού τίνος εξουσιοδοτημένου υπ' αυτού, ότι υφίσταται εύλογος υποψία ότι εν οιωδήποτε υποστατικώ υπάρχουν βιβλία ή έγγραφα των οποίων έχει απαιτηθή η παρουσίασις δυνάμει του άρθρου 46 και άτινα δεν έχουν παρουσιασθή συμφώνως προς την τοιαύτην απαίτησιν, ούτος δύναται να εκδώση ένταλμα εξουσιοδοτούν οιονδήποτε αστυνομικόν, ομού μεθ' οιωνδήποτε ετέρων προσώπων κατονομαζομένων εν τω εντάλματι, όπως εισέλθουν εις τα εν τη καταγγελία περιγραφόμενα υποστατικά χρησιμοποιούντα τοιαύτην βίαν οία ήθελε είναι αναγκαία προς τον σκοπόν αυτόν, και όπως ερευνήσουν τα τοιαύτα υποστατικά και λάβουν την κατοχήν οιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων άτινα εμφανίζονται ότι είναι τα απαιτηθέντα τοιαύτα ή να προβούν εις οιανδήποτε ετέραν πράξιν ήτις ήθελεν είναι αναγκαία διά την προστασίαν αυτών.
(2) Παν ένταλμα εκδοθέν δυνάμει του παρόντος άρθρου παραμένει εν ισχύι διά περίοδον ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του.
(3) Άπαντα τα βιβλία ή έγγραφα ώντινων η κατοχή ελήφθη δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να κατακρατηθώσι διά περίοδον τριών μηνών ή, εάν εντός της τοιαύτης περιόδου ήθελεν ασκηθή ποινική δίωξις ως αναφέρεται εις το εδάφιον (1)(α) ή (β) του άρθρου 48 μέχρι της εκδικάσεως του ποινικού αδικήματος.
(4) Παν πρόσωπον όπερ παρεμποδίζει την δυνάμει εντάλματος εκδοθέντος βάσει του παρόντος άρθρου άσκησιν του δικαιώματος εισόδου ή ερεύνης, ή λήψεως κατοχής οιωνδήποτε βιβλίων ή εγγράφων, είναι ένοχον ποινικού αδικήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους τρεις μήνας ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας επτακοσίας πεντήκοντα λίρας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
48.-(1) Ουδεμία πληροφορία ή έγγραφον όπερ ελήφθη δυνάμει του άρθρου 46 ή 47 δύναται, άνευ της συνεναίσεως της ενδιαφερομένης εταιρείας, να δημοσιευθή ή αποκαλυφθή, ειμή προς αρμοδίαν αρχήν ή εκτός εάν η δημοσίευσις ή αποκάλυψις απαιτήται-
(α) προς τον σκοπόν ασκήσεως ποινικής διώξεως ή διά τους σκοπούς ποινικής διώξεως, κατ' εφαρμογήν του περί Εταιρειών Νόμου ή του παρόντος Νόμου, ή οιασδήποτε ποινικής διώξεως διά ποινικόν αδίκημα αναφορικώς προς την διαχείρισιν των υποθέσεων της εταιρείας ή την διάθεσιν ή ιδιοποίησιν περιουσιακών στοιχείων αυτής
(β) προς τον σκοπόν ασκήσεως ποινικής διώξεως ή διά τους σκοπούς ποινικής διώξεως κατ' εφαρμογήν του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου.
49.-(1) Πας όστις, ων αξιωματούχος ή υπάλληλος ασφαλιστικής τίνος εταιρείας υποκειμένης εις τον παρόντα Νόμον, καταστρέφει, ακρωτηριάζει ή παραποιεί, ή ενέχεται εις την καταστροφήν, ακρωτηριασμόν ή την παραποίησιν οιουδήποτε εγγράφου αφορώντος εις τα περιουσιακά στοιχεία ή τας υποθέσεις της εταιρείας, ή προβαίνει εις οιανδήποτε ψευδή καταχώρησιν εν οιωδήποτε τοιούτω εγγράφω ή ενέχεται εις αυτήν, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος εκτός εάν ούτος απόδειξη ότι δεν είχε πρόθεσιν να αποκρύψη την κατάστασιν πραγμάτων της εταιρείας ή να καταστρατηγήση τον Νόμον.
(2) Το ως άνω ειρημένον πρόσωπον όπερ δολίως αποχωρίζεται, αλλοιοί ή παραλείπει να καταχωρήση τι, εν οιωδήποτε τοιούτω εγγράφω, ή όπερ ενέχεται εις τον δόλιον αποχωρισμόν, αλλοίωσιν ή παράλειψιν εν τω τοιούτω εγγράφω, είναι ένοχον ποινικού αδικήματος.
(3) Πρόσωπον τι, όπερ καλείται να παράσχη επεξήγησιν ή να προβή εις τινα δήλωσιν σχετικήν προς την κατάστασιν της εταιρείας, παρέχει ή προβαίνει εις ταύτην εν γνώσει ότι είναι ψευδής ως προς ουσιώδες τι στοιχείον ή απερισκέπτως παρέχει ή προβαίνει εις επεξήγησιν ή δήλωσιν ήτις είναι ψευδής, είναι ένοχον ποινικού αδικήματος.
(4) Πρόσωπον όπερ ήθελεν ευρεθή ένοχον ποινικού αδικήματος δυνάμει του παρόντος άρθρου υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1500 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα τρία έτη ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, εφ' όσον πρόκειται περί φυσικού προσώπου, εις χρηματικήν δε ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας δύο χιλιάδας λίρας εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν.
50.-(1) Ουδέν των εν τω παρόντι Μέρει του Νόμου διαλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως υποχρεούν δικηγόρον ασκούντα το επάγγελμα όπως παρουσιάση έγγραφον τι περιέχον προνομιούχον ανακοίνωσιν γενομένην υπ' αυτού ή προς αυτόν υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρου ή ως επιτρέπον την λήψιν κατοχής οιουδήποτε τοιούτου εγγράφου ευρισκομένου εις την κατοχήν τούτου.
(2) Ο Έφορος δεν δύναται, δυνάμει του άρθρου 46 του παρόντος Νόμου, να απαιτήση ή να εξουσιοδοτήση λειτουργόν αυτού να απαιτήση την παρουσίασιν υπό τίνος προσώπου ασκούντος τραπεζικός εργασίας εγγράφου τινός αφορώντος εις τας υποθέσεις πελάτου του, εκτός εάν είτε τούτο εξ αντικειμένου είναι αναγκαίον προς τον σκοπόν διερευνήσεως των υποθέσεων του πρώτου αναφερομένου προσώπου είτε ο πελάτης είναι πρόσωπον εις το οποίον έχει επιβληθή υποχρέωσις δυνάμει του εν λόγω άρθρου.
51. Ο Έφορος δύναται να απαιτήση όπως οιαδήποτε έγγραφα, άτινα δυνάμει του άρθρου 28 απαιτείται να κατατεθούν παρ' αυτώ υπό τίνος εταιρείας εντός της εν τω άρθρω τούτω καθοριζομένης προθεσμίας, κατατεθούν παρ' αυτώ κατά ή προ ωρισμένης ημερομηνίας προ της λήξεως της εν λόγω προθεσμίας η ημερομηνία αύτη δέον να είναι ουχί ενωρίτερον των τριών μηνών προ της λήξεως της εν λόγω προθεσμίας και ουχί ενωρίτερον του ενός μηνός μετά την ημερομηνίαν καθ' ην εζητήθησαν τα έγγραφα.
- 72/1984
- 166/1990
52. Ο Έφορος δύναται να απαιτήση παρ' εταιρείας τινός όπως λάβη τα κατά την κρίσιν αυτού κατάλληλα μέτρα διά την προστασίαν των κατόχων ασφαλιστηρίων ή των μελλοντικών κατόχων ασφαλιστηρίων της εταιρείας έναντι του κινδύνου αδυναμίας της εταιρείας να ανταποκριθή εις τας υποχρεώσεις της ή, εν περιπτώσει κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών, να εκπληρώση τας ευλόγους προσδοκίας των κατόχων ασφαλιστηρίων ή των μελλοντικών κατόχων ασφαλιστηρίων.
53.-(1) Πάσα εξουσία του Εφόρου δυνάμει των άρθρων 46 έως 52 θα ασκήται αναφορικώς προς οιανδήποτε ασφαλιστικήν εταιρείαν υποκειμένην εις τον παρόντα Νόμον και θα ασκήται εφ' οιωδήποτε των κάτωθι λόγων-
(α) Οσάκις ο Έφορος θεωρή την άσκησιν της εξουσίας επιθυμητήν διά την προστασίαν Κυπρίων κατόχων ασφαλιστηρίων της εταιρείας έναντι του κινδύνου αδυναμίας της εταιρείας να ανταποκριθή εις τας υποχρεώσεις της, ή εν περιπτώσει κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών, να εκπληρώση τας ευλόγους προσδοκίας των κατόχων ασφαλιστηρίων ή μελλοντικών κατόχων ασφαλιστηρίων
(β) οσάκις η εταιρεία παρέλειψε να εκπληρώση υποχρέωσιν η οποία της επεβλήθη δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(γ) οσάκις η εταιρεία τω παρέσχε παραπλανητικός ή ανακριβείς πληροφορίας δυνάμει ή διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου
(δ) οσάκις ούτος δεν ικανοποιηθή ότι υφίστανται εν ισχύι ή ότι θα γίνουν επαρκείς διευθετήσεις διά την αντασφάλισιν κινδύνων έναντι των οποίων ασφαλίζονται υπό της εταιρείας πρόσωπα εν τη πορεία διεξαγωγής των εργασιών της, οίτινες κίνδυνοι είναι τοιαύτης φύσεως εις την περίπτωσιν των οποίων ούτος θεωρεί ότι απαιτούνται τοιαύται διευθετήσεις
(ε) οσάκις υφίσταται λόγος διά τον οποίον ούτος θα εκωλύετο, δυνάμει του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου, να εκδώση άδειαν εις την εταιρείαν εάν αύτη ήθελεν υποβάλει σχετικήν αίτησιν.
(2) Πάσα τοιαύτη εξουσία, ως αναφέρεται εν τω εδαφίω (1), θα ασκήται αναφορικώς προς οιανδήποτε τοιαύτην εταιρείαν-
(α) εφ' όσον διεξάγει εργασίας γενικού κλάδου, επί τω λόγω ότι ο Έφορος δεν ικανοποιείται ότι η εταιρεία δεν πρόκειται να θεωρηθή (δυνάμει του άρθρου 36(2)(α) και (γ) του παρόντος Νόμου) διά τους σκοπούς του άρθρου 211 του περί Εταιρειών Νόμου ως μη δυναμένη να εξοφλήση τας οφειλάς της
(β) εφ' όσον ασκεί κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών, επί τω λόγω ότι ο Έφορος δεν ικανοποιείται ότι η αξία του ενεργητικού του αντιπροσωπεύοντος το απόθεμα ή τα αποθέματα τα τηρούμενα αναφορικώς προς τας μακροπροθέσμους εργασίας αυτής υπερβαίνει το ποσόν των εκ των μακροπροθέσμων εργασιών υποχρεώσεων της
και διά τους σκοπούς της παραγράφου (β), η αξία του ενεργητικού και το ποσόν των υποχρεώσεων θα υπολογίζεται συμφώνως προς οιουσδήποτε εφαρμοστέους κανόνας περί εκτιμήσεως.
(3) Η υπό των εδαφίων (2) έως (4) του άρθρου 46 χορηγουμένη εις τον Έφορον εξουσία θα ασκήται ωσαύτως επί τω λόγω ότι ούτος θεωρεί την άσκησιν της εξουσίας ταύτης επιθυμητήν διά το γενικόν συμφέρον των προσώπων άτινα είναι ή πιθανόν να καταστούν κάτοχοι ασφαλιστηρίων ασφαλιστικών εταιρειών υποκειμένων εις τον παρόντα Νόμον η εις τα εδάφια ταύτα μνεία του όρου "εταιρεία" θα περιλαμβάνη και οιονδήποτε οργανισμόν (μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος) όστις φαίνεται εις τον Έφορον ότι είναι ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τον παρόντα Νόμον.
(4) Η υπό του άρθρου 52 χορηγουμένη εις τον Έφορον εξουσία δεν θα ασκήται ειμή εν περιπτώσει καθ' ην ούτος θεωρεί ότι ο εν τω άρθρω τούτω αναφερόμενος σκοπός δεν δύναται καταλλήλως να επιτευχθή διά μόνης της ασκήσεως των εξουσιών των χορηγουμένων διά των άρθρων 12 και 46.
(5) Οσάκις ο Έφορος ασκή τας διά των άρθρων 46 έως 52 χορηγουμένας αυτώ εξουσίας, οφείλει να αναφέρη τον λόγον διά τον οποίον ασκεί ταύτας.
(6) Οι λόγοι οίτινες καθορίζονται εις τα εδάφια 1(β) έως (ε), (2) και (3) τίθενται άνευ βλάβης του λόγου όστις καθορίζεται εις το εδάφιον 1(α).
54.-(1) Πριν ή ασκήση επί τίνος εταιρείας την υπό του εδαφίου (1)(δ) του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου χορηγουμένην αυτώ εξουσίαν οσάκις τίθεται θέμα πληρώσεως των απαιτήσεων του άρθρου 9 και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών, ο Έφορος θα επιδίδη εις το εν λόγω πρόσωπον, ωσαύτως δε και εις την εταιρείαν, γραπτήν ειδοποίησιν αναφέρουσαν-
(α) ότι ο Έφορος προτίθεται να ασκήση την υπό του ειρημένου άρθρου χορηγουμένην αυτώ εξουσίαν, επίσης δε τον λόγον διά τον οποίον προτίθεται να ασκήση ταύτην, και
(β) ότι το πρόσωπον εις το οποίον επεδόθη η ειδοποίησις, ως επίσης και η εταιρεία, δύναται εντός προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας επιδόσεως αυτής να καταθέση παρά τω Εφόρω ειδοποίησιν εφέσεως προς τον Υπουργόν.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) ειδοποίησις εφέσεως δέον να είναι έγγραφος και να καθορίζη εν λεπτομερεία τους λόγους επί των οποίων βασίζεται.
(3) Ο Έφορος θα διαβιβάζη προς τον Υπουργόν την κατά το εδάφιον (1) κατατιθεμένην παρ' αυτώ ειδοποίησιν εφέσεως, ομού μεθ' οιωνδήποτε συναφών εγγράφων, εντός 15 ημερών από της ημερομηνίας λήψεως υπ' αυτού της τοιαύτης ειδοποιήσεως.
(4) Ο Υπουργός θα αποφασίζη εντός τριάκοντα ημερών επί της εφέσεως και θα διαβιβάζη την απόφασιν αυτού προς τον Έφορον.
(5) Ο Έφορος οφείλει πάραυτα να διαβιβάση εγγράφως προς τον εφεσείοντα την απόφασιν του Υπουργού, εκτός εάν εν τω μεταξύ απεσύρθη η έφεσις, ή εάν το πρόσωπον, ούτινος η ικανότης τίθεται εν αμφιβολία, έπαυσε να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ρυθμιστής (controller) ή διευθυντής της εταιρείας.
55.-(1) Ο Έφορος δύναται να ακύρωση απαίτησιν επιβληθείσαν δυνάμει των άρθρων 12 και 46 έως 54 του παρόντος Νόμου, εάν κρίνη ότι δεν είναι πλέον αναγκαία η συνέχισις της ισχύος αυτής, δύναται δε επί πλέον να διαφοροποιή από καιρού εις καιρόν οιανδήποτε τοιαύτην απαίτησιν.
(2) Ουδεμία απαίτησις επιβληθείσα δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου, δύναται να διαφοροποιηθή προ της λήξεως της υπό του Εφόρου καθορισθείσης περιόδου, πλην κατά τρόπον καθιστώντα ελαστικήν την απαίτησιν.
(3) Η δυνάμει του εδαφίου (1) ακύρωσις απαιτήσεως επιβληθείσης δυνάμει του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου δύναται να περιορισθή κατά τρόπον ώστε να αφορά μόνον εις συμβάσεις ωρισμένου είδους.
(4) Ειδοποίησις της επιβολής απαιτήσεως δυνάμει του άρθρου 12, καθώς και της ακυρώσεως ή διαφοροποιήσεως οιασδήποτε τοιαύτης απαιτήσεως, θα δημοσιεύεται υπό του Εφόρου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως και δι' ετέρων μέσων άτινα ήθελε κρίνει πρόσφορα διά την ενημέρωσιν του κοινού.
56.-(1) Αι εν τοις εφεξής διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ήτοι το άρθρον 347 και τα άρθρα 349 έως 354, αμφοτέρων περιλαμβανομένων, εφαρμόζονται και εάν έτι ελλείψει του παρόντος άρθρου αύται δεν θα ετύγχανον εφαρμογής επί ασφαλιστικών εταιρειών συσταθεισών εκτός της Δημοκρατίας αίτινες ασκούσιν ασφαλιστικάς επιχειρήσεις εντός της Δημοκρατίας, ως αύται εφαρμόζονται και επί των εταιρειών αίτινες αναφέρονται εν άρθρω 346 του ως είρηται Νόμου.
(2) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του παρόντος Νόμου δυνατόν να προνοήσουν ότι, προκειμένου περί ασφαλιστικών εταιρειών συσταθεισών εν οιαδήποτε χώρα εκτός της Δημοκρατίας τα άρθρα 8, 36 και 57, καθ' όσον αφορά τας περί καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου διατάξεις αυτών, θα ισχύουν κατόπιν τοιούτων τοιούτων τροποποιήσεων, ως ο Υπουργός ήθελε κρίνει αναγκαίον να επιφέρη λαβών υπ' όψιν το ισχύον περί εταιρειών δίκαιον ή το νόμισμα της εν λόγω χώρας.
57.-(1) Οσάκις τη αιτήσει ασφαλιστικής εταιρείας ασκούσης γενικόν κλάδον ασφαλειών, ο Υπουργός ικανοποιήται ότι αύτη είναι ηγγυημένη παρ' ετέρας ασφαλιστικής εταιρείας πληρούσης τας εν εδαφίω (2) αναγραφομένας προϋποθέσεις εγγυητού, ούτος δύναται διά διατάγματος αυτού να εξαιρέση της εφαρμογής του άρθρου 36 την πρώτην μνησθείσαν εταιρείαν, υπό τους εν τω διατάγματι ειδικώς καθοριζομένους όρους.
(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο εγγυητής δέον όπως είναι-
(α) νομικόν πρόσωπον έχον καταβεβλημένον μετοχικόν κεφάλαιον διακοσίων τουλάχιστον χιλιάδων λιρών (ως απαιτείται υπό του άρθρου 8 ούτινος το ενεργητικόν έχει αξίαν υπερβαινούσαν το παθητικόν αυτού κατά το εν άρθρω 36 προβλεπόμενον ποσόν ή
(β) ασφαλιστής (underwriter) μη υποκείμενος εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 3 · ή
(γ) ασφαλιστική εταιρεία ήτις, τυχούσα εγγυήσεως παρ' ετέρας ασφαλιστικής εταιρείας, επέτυχε την έκδοσιν διατάγματος δυνάμει του παρόντος άρθρου,
εν τη εννοία δε του παρόντος άρθρου ασφαλιστική τις εταιρεία λογίζεται ηγγυημένη
παρ' ετέρας μόνον εφ' όσον άπασαι αι υποχρεώσεις αυτής προς τους κατόχους ασφαλιστηρίων, εν αναφορά προς οιονδήποτε ασφαλιστικόν κλάδον εκ των καθοριζομένων εν άρθρω 3, έχωσιν αντασφαλισθή παρά τη ετέρα εταιρεία ή έτυχον εγγυήσεως υπό της τοιαύτης εταιρείας.
58. Οσάκις ασφαλιστική εταιρεία υποκειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ασκή ασφαλιστικάς εργασίας του κλάδου επενδύσεως ομολόγων, αύτη δεν δύναται να παράσχη εις τον κάτοχον ασφαλιστηρίου εκδοθέντος μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου οιονδήποτε ωφέλημα εξαρτώμενον εκ της τύχης:
Νοείται ότι το παρόν άρθρον δεν θα τύχη ερμηνείας, ήτις ήθελε καθ' οιονδήποτε τρόπον επηρεάσει δυσμενώς οιονδήποτε ζήτημα περί την εφαρμογήν του αφορώντος εις τα λαχεία δικαίου επί δικαιοπραξιών αναφορικώς προς ασφαλιστήρια εκδοθέντα προ, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου.
59. Καθ' όσον αφορά εις οργανισμούς αμοιβαίας ευθύνης περί ων προνοεί ο Δεύτερος Πίναξ, θα τυγχάνωσιν εφαρμογής αι εν τω Πίνακι τούτω διαλαμβανόμεναι διατάξεις, ίνα ούτω η εφαρμογή του παρόντος Νόμου προσαρμοσθή προς την ιδιάζουσαν φύσιν των τοιούτων οργανισμών.
61. Οσάκις εν οιαδήποτε διαφημίσει, αγγελία, ή ετέρω επισήμω εντύπω ασφαλιστικής εταιρείας υποκείμενης εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, αναφέρεται το ποσόν του εγκεκριμένου κεφαλαίου της εταιρείας, δέον όπως εν τη αυτή δημοσιεύσει αναφέρεται ωσαύτως και το ποσόν του εκδιδομένου και καταβε- καταβεβλημένου κεφαλαίου της εταιρείας.
62.-(1) Το ησφαλισμένον ποσόν, τα ασφάλιστρα και παν έτερον χρηματικόν ποσόν, όπερ ήθελεν αναφέρεται εν οιωδήποτε εγχωρίω ασφαλιστηρίω, δέον όπως είναι εκπεφρασμένα εις το νόμισμα της Δημοκρατίας, εκτός εάν ρητώς οι συμβαλλόμενοι άλλως συμφωνήσωσι, είτε κατά τον χρόνον εκδόσεως του ασφαλιστηρίου είτε και μεταγενεστέρως.
(2) Εν η περιπτώσει οι συμβαλλόμενοι επί εγχωρίου ασφαλιστηρίου ήθελον συμφωνήσει ότι το ησφαλισμένον ποσόν, τα ασφάλιστρα ως και παν έτερον εν τω ασφαλιστηρίω αναφερόμενον ποσόν θα είναι εκπεφρασμένα εις νόμισμα έτερον ή το νόμισμα της Δημοκρατίας, η γενομένη συμφωνία ως και το επιλεγέν νόμισμα θα αναγράφωνται σαφώς εν τω ασφαλιστηρίω ή οπισθογράφωνται επ' αυτού δι' εντύπων ή δακτυλογραφημένων ψηφίων ουχί μικροτέρων και εξ ίσου ευαναγνώστων ως και τα ψηφία δι' ων αναγράφονται αι λοιπαί πρόνοιαι του ασφαλιστηρίου.
- 72/1984
- 166/1990
63. Ουδείς δύναται να ενεργή εν τη Δημοκρατία ως αντιπρόσωπος ασφαλειών, μεσίτης ή αντιπρόσωπος μεσιτών, εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 64.
64.-(1) Η αίτησις εγγραφής αντιπροσώπου ασφαλειών, μεσιτών ή αντιπροσώπου μεσιτών υποβάλλεται εις τον Έφορον εν τω καθορισμένω τύπω.
(2) Ο Έφορος δεν προβαίνει εις εγγραφήν ή ακυροί την εγγραφήν οιουδήποτε προσώπου ως αντιπροσώπου ασφαλειών μεσίτου ή αντιπροσώπου μεσιτών-
(α) εάν δεν έχη ικανοποιηθή-
(ι) προκειμένου περί φυσικού ή νομικού προσώπου, ή περί σώματος προσώπων ή οργανισμού μη έχοντα νομικήν προσωπικότητα, εκτός συνεταιρισμού περιωρισμένης ευθύνης, ότι άπαντες οι απασχολούμενοι εκ μέρους του τοιούτου προσώπου, σώματος προσώπων ή οργανισμού ως μεσάζοντες επί ζητημάτων ασφαλίσεως μεταξύ οιουδήποτε προσώπου και οιουδήποτε ασφαλιστού ή
(ιι) προκειμένου περί συνεταιρισμού περιωρισμένης ευθύνης, ότι άπαντες οι συνεταίροι, εκτός των επί περιωρισμένη ευθύνη συνεταίρων, ως και οι ασχολούμενοι εκ μέρους του συνεταιρισμού ως μεσάζοντες επί ζητημάτων ασφαλίσεως μεταξύ οιουδήποτε προσώπου και οιουδήποτε ασφαλιστού,
θα είχον τα προσόντα να εγγραφώσιν ως εάν ήσαν αντιπρόσωποι ασφαλειών, μεσίται ή αντιπρόσωποι μεσιτών ή
(β) εάν-
(ι) δυνάμει του εν ισχύι εν τη Δημοκρατία νόμου του αφορώντος εις την πτώχευσιν εξεδόθη διάταγμα παραλαβής κατά του αιτητού ή του εγγραφέντος προσώπου, ως θα ήτο η περίπτωσις, ή εάν οιοσδήποτε εξ αυτών εκηρύχθη εις πτώχευσιν και εν εκατέρα περιπτώσει δεν έτυχεν αποκαταστάσεως ή, δυνάμει του εν τη Δημοκρατία εν ισχύι οικείου νόμου, συνωμολόγησε συμβιβασμόν ή εκχώρησιν ή ετέραν διευθέτησιν μετά των πιστωτών αυτού, η δε τοιαύτη πράξις δεν έχει ακυρωθή ή καταργηθή ή
(ιι) ο αιτητής ή το εγγραφέν πρόσωπον κατεδικάσθη παρ' οιουδήποτε δικαστηρίου, οπουδήποτε κειμένου δι' αδίκημα εμπεριέχον το στοιχείον της ελλείψεως εντιμότητος εφ' όσον δεν προσέβαλε δι' εφέσεως την τοιαύτην καταδίκην, ή ήσκησεν έφεσιν αλλ' αύτη απεσύρθη ή απερρίφθη:
Νοείται ότι ο Έφορος κέκτηται εξουσίαν όπως, τη εγκρίσει του Υπουργού, μη επιμείνη επί της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσης υποπαραγράφου εάν άλλως ήθελεν ικανοποιηθή ως προς τον χαρακτήρα και την ικανότητα του αιτητού ή εγγραφέντος προσώπου και ότι λόγω των ειδικών συνθηκών της περιπτώσεως και του μεσολαβήσαντος χρονικού διαστήματος και της κατ' αυτό επιδειχθείσης διαγωγής αυτού θα ήτο εύλογον όπως μη επιμείνη εις την εφαρμογήν των ρηθεισών διατάξεων
(γ) εάν δεν έχη ικανοποιηθή ότι ο αιτητής κατέχη τας αναγκαίας διά την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού ως αντιπροσώπου ασφαλειών, μεσίτου ή αντιπροσώπου μεσιτών γνώσεις και πείραν, ως αύται ήθελον καθορισθή διά Κανονισμών εκδιδομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.
(3) Παν Πιστοποιητικόν Εγγραφής εκδιδόμενον δυνάμει του παρόντος άρθρου δέον όπως, διαρκούσης της χρονικής αυτού ισχύος, αναρτάται εμφανώς υπό του κατόχου εις τον κύριον τόπον διεξαγωγής εργασιών αυτού εν τη Δημοκρατία και εις τοιούτο μέρος ένθα το κοινόν δικαιούται να εισέρχεται, αντίγραφον δε τούτου ομοίως θα αναρτάται εις έκαστον των εν τη Δημοκρατία υποκαταστημάτων του αντιπροσώπου ασφαλειών, του μεσίτου ή του αντιπροσώπου μεσιτών.
(4) Άμα ως ειδοποιηθή ο αντιπρόσωπος ασφαλειών, ο μεσίτης ή ο αντιπρόσωπος μεσιτών ότι η Εγγραφή αυτού έχει ακυρωθή, ούτος οφείλει αμέσως να παραδώση το Πιστοποιητικόν και παν αντίγραφον τούτου εις τον Έφορον.
(5) Πας όστις άνευ νομίμου αιτίας παραλείπει να συμμορφωθή προς τας διατάξεις των ανωτέρω εδαφίων (3) και (4), ή όστις αναρτά ή αφήνει να συνεχίση να είναι ανηρτημένον πιστοποιητικόν, όπερ δεν είναι ή έπαυσε να είναι έγκυρον, είναι ένοχος αδικήματος και, επί τη καταδίκη του, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
65. Έκαστος εγγεγραμμένος μεσίτης ή αντιπρόσωπος μεσιτών οφείλει όπως-
(α) τηρή τακτικούς και ειδικούς λογαριασμούς επί πάσης ασφαλιστικής εργασίας διεξαχθείσης μέσω αυτού ή της αντιπροσωπείας αυτού μετά μελών ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) και ετέρων ασφαλιστών
(β) υποβάλλη εν τω καθωρισμένω τύπω εις τον Έφορον εντός εξ μηνών από της λήξεως εκάστου οικονομικού έτους, έκθεσιν επί πασών των εν παραγράφω (α) αναφερομένων ασφαλιστικών εργασιών και
(γ) τοποθετή περιουσιακά στοιχεία εις εγκεκριμένην τοποθέτησιν συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 20, αναφορικώς προς οιασδήποτε ασφαλιστικάς εργασίας διεξαχθείσας υπ' αυτού ή μέσω αυτού μετά τίνος ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) ή ασφαλιστικών εταιρειών αίτινες δεν κατέχουν άδειαν ασκήσεως εργασιών εν τη Δημοκρατία η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 20 και 21 εκτείνεται και επί μεσιτών, ως εάν ούτοι ήσαν ασφαλιστικαί εταιρείαι.
66.-(1) Πας όστις εκδίδει οιονδήποτε λογαριασμόν, ισολογισμόν, κατάστασιν ή έτερον έγγραφον συμφώνως προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου, όπερ ήθελεν είναι ψευδές εν τινι ουσιώδει αυτού στοιχείω ως και πας έτερος όστις μετέχει εις την παρασκευήν ή έκδοσιν του εγγράφου ή υπογράφει τούτο, είναι ένοχος αδικήματος εκτός εάν αποδειχθή ότι ο κατηγορούμενος εφ' όσον πρόκειται περί φυσικού προσώπου, ή εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν, άπαντες οίτινες ήθελον ενεργήσει διά λογαριασμόν του κατηγορουμένου, δεν εγνώριζον το ψευδές του εγγράφου ότε εξεδόθη.
(2) Πρόσωπον όπερ ήθελεν ευρεθή ένοχον του εν τω παρόντι άρθρω προνοουμένου αδικήματος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1500 ή εις φυλάκισιν μέχρι τριών ετών, ή εις αμφοτέρας τας ως άνω ποινάς, εφ' όσον πρόκειται περί φυσικού προσώπου, εις χρηματικήν δε ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας δύο χιλιάδας λίρας εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν.
67.-(1) Πας όστις πείθει ή παρακινεί ή πειράται να πείση ή παρακινήση έτερον όπως συνομολογήση ή υποβάλη αίτησιν προς συνομολόγησιν ασφαλιστικής συμβάσεως μετά προσώπου, όπερ δεν κέκτηται την επί τούτω άδειαν ως υπέχει υποχρέωσιν συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος Νόμου, και όπερ δεν είναι μέλος εγκεκριμένης δυνάμει του Νόμου ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) είναι, υπό της επιφύλαξιν των εν εδαφίω (3) διατάξεων, ένοχος αδικήματος και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας πεντακόσιας λίρας.
(2) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του εδαφίου (3), πρόσωπον τι είναι ένοχον του εν εδαφίω (1) προνοουμένου αδικήματος ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι-
(α) η ασφαλιστική εργασία διεξάγεται υπό μεσίτου ασφαλειών και
(β) η ασφαλιστική σύμβασις συνομολογείται εν αγνοία και άνευ της συναινέσεως αυτού μετά προσώπου, όπερ δεν κατέχει άδειαν ασφαλιστού ουδέ είναι μέλος εγκεκριμένης ενώσεως ασφαλιστών (underwriters).
(3) Το πρόσωπον όπερ ήθελε πείσει ή παρακινήσει έτερον όπως συνομολογήση ασφαλιστικήν σύμβασιν ως η προνοουμένη εν εδαφίω (1), δεν είναι ένοχον αδικήματος δυνάμει του εν λόγω εδαφίου εάν-
(α) η ασφάλισις εν τω συνόλω της αναληφθή υπό μεσίτου εξουσιοδοτημένου υπό εγκεκριμένης ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) όπως διεξάγη ασφαλιστικάς εργασίας μετά μελών της ενώσεως και
(β) σημαντικόν μέρος του ασφαλιζομένου κινδύνου ασφαλισθή παρά τινι αδειούχω ασφαλιστή, ή παρά τινι των μελών εγκεκριμένης ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) ή παρά τινι αδειούχω ασφαλιστή και τινι των μελών εγκεκριμένης ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) και
(γ) το μέρος του ησφαλισμένου κινδύνου, όπερ δεν ήθελεν ασφαλισθή συμφώνως ταις διατάξεσι της παραγράφου (β), ασφαλισθή παρά τινι ασφαλιστή όστις δεν επιδιώκει αμέσως ή εμμέσως εργασίας εν τη Δημοκρατία, ουδέ διαφημίζει τας εργασίας αυτού εν οιαδήποτε εφημερίδι ή ετέρω εντύπω εν τη Δημοκρατία.
68.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ασφαλιστική εταιρεία παραλείπουσα να συμμορφωθή προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται, εκτός οσάκις προνοήται ετέρα ποινή, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £750 ή, εν περιπτώσει συνεχιζομένης παραλείψεως συμμορφώσεως εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250 δι' εκάστην ημέραν καθ' ην εξακολουθεί η παράλειψις · εις την αυτήν ποινήν υπόκειται έκαστον μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ο διευθυντής, ο γραμματεύς ή έτερος υπάλληλος ή αντιπρόσωπος της εταιρείας όστις εν γνώσει αυτού μετέχει της τοιαύτης παραλείψεως.
(2) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου εάν τοιαύτη παράλειψις εξακολουθήση διά περίοδον τριών μηνών, αφ' ης ο Έφορος ήθελε κοινοποιήσει τη εταιρεία ειδοποίησιν περί την γενομένην παράλειψιν (τη αιτήσει ενός ή πλειόνων κατόχων ασφαλιστηρίων ή μετόχων ο Έφορος διατάσσει την δημοσίευσιν της τοιαύτης ειδοποιήσεως εις μίαν ή πλείονας εφημερίδας), η παράλεψις θα συνιστά λόγον προς διάλυσιν της εταιρείας υπό του δικαστηρίου συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Εταιρειών Νόμου.
(3) Το παρόν άρθρον δεν τυγχάνει εφαρμογής καθ' όσον αφορά εις παράλειψιν συμμορφώσεως προς τας διατάξεις των άρθρων 7 και 15, του εδαφίου (4) του άρθρου 36, του άρθρου 37 ως και του Δευτέρου Πίνακος.
69. Πας όστις δι' οιασδήποτε δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως εν γνώσει ότι αύτη είναι παραπλανητική, ψευδής ή απατηλή, ή δι' οιασδήποτε ανέντιμου αποκρύψεως ουσιωδών γεγονότων, ή διά της απερισκέπτου (ανεντίμως ή άλλως πως) δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως ήτις είναι παραπλανητική, ψευδής ή απατηλή, παρασύρει ή αποπειράται να παρασύρη έτερον όπως συνάψη ή προσφερθή να συνάψη οιανδήποτε ασφαλιστικήν σύμβασιν μετ' ασφαλιστικής τίνος εταιρείας είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και ο αχθείς εις σύναψιν ασφαλιστικού συμβολαίου μετά της τοιαύτης ασφαλιστικής εταιρείας δύναται κατ' εκλογήν αυτού είτε να ζητήση την ακύρωσιν της συμβάσεως και την ανόρθωσιν πάσης ζημίας κατά τας διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου είτε να εμμείνη εις την εκπλήρωσιν της συμβάσεως και απαιτήση όπως αποκατασταθή εις ην θέσιν θα ευρίσκετο εάν αι ανωτέρω γενόμενοι δηλώσεις , υποσχέσεις ή προβλέψεις ήσαν αληθείς:
Νοείται ότι ο ισχυρισμός οιουδήποτε προσώπου αχθέντος εις σύναψιν ασφαλιστικής συμβάσεως ότι παρεπλανήθη ή εξηπατήθη ένεκα παραπλανητικής, ψευδούς ή απατηλής δηλώσεως ή ένεκα ανέντιμου αποκρύψεως ουσιωδών γεγονότων ή ένεκα απερισκέπτου (ανεντίμως ή άλλως πως) δηλώσεως, υποσχέσεως ή προβλέψεως δεν γίνεται αποδεκτός, εάν το εν λόγω πρόσωπον είχε δηλώσει εγγράφως, προ της συνάψεως της συμβάσεως, ότι ανέγνωσε και κατενόησε πλήρως πάσας τας πληροφορίας αναφορικώς προς το περιεχόμενον της τας καθοριζομένας διά κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του άρθρου 78.
- 72/1984
- 166/1990
70.-(1) Παν πρόσωπον ή ένωσις προσώπων μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος όπερ ασφαλίζει, αμέσως ή εμμέσως, οιονδήποτε κίνδυνον ή περιουσίαν κειμένην εν τη Δημοκρατία, πλην περιουσίας ασφαλιζομένης διά ασφαλίσεως κλάδου θαλάσσης, αέρος και μεταφορών, μετ' ασφαλιστικής εταιρείας ή ενώσεως ασφαλιστών (underwriters) μη κατεχόντων άδειαν διεξαγωγής ασφαλιστικών εργασιών εν τη Δημοκρατία διαπράττει ποινικόν αδίκημα.
(2) Πρόσωπον όπερ ήθελεν ευρεθή ένοχον ποινικού αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) υπόκειται εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας χιλίας λίρας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, εφ' όσον πρόκειται περί φυσικού προσώπου, εις χρηματικήν δε ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας τρεις χιλιάδας λίρας εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν.
71.-(1) Πας όστις παραβαίνει ή παραλείπει να συμμσρφωθή προς οιανδήποτε των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, επί τη καταδίκη του, υπόκειται εις φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1500, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, και, εν περιπτώσει εξακολουθήσεως της παραλείψεως, εις επιπρόσθετον χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250 δι' εκάστην ημέραν καθ' ην εξακολουθεί η παράλειψις.
(2) Εν περιπτώσει παραβάσεως ή παραλείψεως συμμορφώσεως διαπραττομένης υπό νομικού προσώπου ή ενώσεως προσώπων ή οργανισμού άνευ νομικής προσωπικότητος, παν πρόσωπον όπερ κατά τον χρόνον της παραβάσεως ή της παραλείψεως συμμορφώσεως, ήτο μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διευθυντής, γραμματεύς ή έτερος υπάλληλος ή αντιπρόσωπος του νομικού προσώπου ή ήτο μέλος της ενώσεως προσώπων ή του οργανισμού, είναι ένοχος αδικήματος και, επί τη καταδίκη του, υπόκειται εις τας εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένας ποινάς, εκτός εάν αποδείξη ότι η παράβασις ή η παράλειψις συμμορφώσεως διεπράχθη εν αγνοία αυτού ή ότι κατέβαλε την δέουσαν επιμέλειαν διά την παρεμπόδισιν αυτής.
(3) Το παρόν άρθρον δεν τυγχάνει εφαρμογής εφ' οιασδήποτεπεριπτώσεως εμπιπτούσης εις τας διατάξεις του άρθρου 68 ή εφ' οιασδήποτε περιπτώσεως συνιστώσης αδίκημα κατά παράβασιν οιουδήποτε ετέρου άρθρου του παρόντος Νόμου.
72. Αι χρηματικοί ποιναί αίτινες επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου εισπράττονται και διατίθενται καθ' ον τρόπον και αι δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου επιβαλλόμενοι τοιαύται.
73. Αι ειδοποιήσεις αίτινες δυνάμει του παρόντος Νόμου αποστέλλονται εις κατόχους ασφαλιστηρίων, απευθύνονται και αποστέλλονται εις τα πρόσωπα εις α συνήθως αποστέλλονται αι αφορώσαι εις το ασφαλιστήριον ειδοποιήσεις πάσα δε ούτω αποστελλομένη ειδοποίησις λογίζεται ως ειδοποίησις γενομένη προς τον κάτοχον του ασφαλιστηρίου:
Νοείται ότι οσάκις πρόσωπον, όπερ ισχυρίζεται ότι κέκτηται συμφέρον τι εν ασφαλιστηρίω ήθελεν ειδοποιήσει εγγράφως την εταιρείαν περί του συμφέροντος αυτού αι δυνάμει του παρόντος Νόμου αποστελλόμενοι εις κατόχους ασφαλιστηρίων ειδοποιήσεις αποστέλλονται ωσαύτας και εις το εν λόγω πρόσωπον, εις την υπ' αυτού καθοριζομένην εν τη ειδοποιήσει διεύθυνσιν.
74.-(1) Ο Υπουργός δύναται να ορίση ότι θα υπόκεινται εις επιθεώρησιν τα δυνάμει του παρόντος Νόμου κατατιθέμενα παρά τω Εφόρω έγγραφα ή τα κεκυρωμένα αντίγραφα τούτων πας τις δύται να λάβη αντίγραφα των τοιούτων εγγράφων τη καταβολή των υπό του Υπουργού καθοριζομένων τελών.
(2) Παν έγγραφον, φερόμενον ως κεκυρωμένον υπό του Εφόρου αντίγραφον ούτω κατατιθεμένου εγγράφου, γίνεται δεκτόν ως αντίγραφον του εγγράφου έχον αυτήν αποδεικτικήν ισχύν ως και το πρωτότυπον, εκτός καθ' ην έκτασιν ήθελεν αποδειχθή υφισταμένη μεταξύ πρωτοτύπου και αντιγράφου διαφορά.
75.-(1) Εν συνεννοήσει μετά των ασφαλιστικών εταιρειών, αίτινες κέκτηνται άδειαν ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών του κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων, ο Υπουργός δύναται να λάβη παν μέτρον όπερ ούτος ήθελε κρίνει αναγκαίον ή ευκταίον προς καθίδρυσιν ταμείου (κληθησομένου "Ταμείον Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων" εν τοις εφεξής δε αναφερομένου ως το "Ταμείον"), όπερ ήθελε τελεί υπό την διοίκησιν και έλεγχον του Συμβουλευτικού Σώματος Ασφαλειών και λειτουργεί βάσει Κανονισμών εκδιδομένων υπό του εν λόγω Συμβουλευτικού Σώματος εν συνεννοήσει μετά των τοιούτων ασφαλιστικών εταιρειών και δημοσιευομένων εν τη επισήμω εφημερίδι· η καθίδρυσις του ταμείου γίνεται επί τω τέλει ικανοποιήσεως απαιτήσεων αίτινες απορρέουσιν εκ κινδύνων υπέρ τρίτου οι οποίοι απαιτείται όπως καλύπτωνται υπό της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της προβλεπομένης υπό των διατάξεων του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλειαι υπέρ Τρίτου) Νόμου και οι οποίοι δεν έχουν ούτω καλυφθή ή έχουν καλυφθή υπό ατελούς ασφαλείας, ή δι' ετέρους δευτερευούσης φύσεως σκοπούς καθοριζομένους υπό του Υπουργού εν συνεννοήσει μετά των ασφαλιστικών εταιρειών, αίτινες κέκτηνται άδειαν ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών του κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων.
(2) Εκάστη εταιρεία, έχουσα άδειαν ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών του κλάδου μηχανοκινήτων οχημάτων, καταβάλλει τω Ταμείω τας υπό του Συμβουλευτικού Σώματος Ασφαλειών εκάστοτε καθοριζομένας ετησίας εισφοράς · εκ του Ταμείου καταβάλλονται τοιαύτα ποσά άτινα, τηρουμένων των εν τοις ανωτέρω γενομένων Κανονισμών, το Συμβουλευτικόν Σώμα Ασφαλειών ήθελεν εκάστοτε καθορίσει.
76.—(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), δεν επιτρέπεται στον Έφορο να απαιτεί τη συστηματική κοινοποίηση προς αυτόν των πινάκων ασφαλίστρων που μια ασφαλιστική εταιρεία προτίθεται να χρησιμοποιήσει στις σχέσεις της με τους ασφαλιζομένους.
(2) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί την προηγούμενη κοινοποίηση ή έγκριση της προτεινόμενης αύξησης των ασφαλίστρων, στα πλαίσια εφαρμογής ενός γενικού συστήματος ελέγχου των τιμών.
(3) Για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε σχέση με αναλογιστικές αρχές, οι ασφαλιστικές εταιρείες που ασκούν εργασίες στον κλάδο ζωής και στον κλάδο ατυχημάτων οφείλουν όπως υποβάλλουν στον Έφορο στοιχεία σχετικά με τις τεχνικές βάσεις που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των μαθηματικών αποθεμάτων τους.
77. Επιφυλαττομένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 37, άπασαι αι δυνάμει του παρόντος Νόμου υπό του Υπουργού ως και του Εφόρου διενεργούμεναι δαπάναι βαρύνουσι το Πάγιον Ταμείον της Δημοκρατίας.
78.-(1) Δύνανται να εκδοθούν κανονισμοί απαιτούντες παρ' οιουδήποτε προσώπου, όπερ-
(α) προσκαλεί έτερον όπως υποβάλη προσφοράν ή πρότασιν ή προβή εις οιονδήποτε έτερον διάβημα προς τον σκοπόν συνάψεως ασφαλιστικής συμβάσεως μετά τίνος ασφαλιστικής εταιρείας· και
(β) συνδέεται μετά της εταιρείας ταύτης ως προβλέπεται υπό των Κανονισμών,
όπως παρέχη εις το πρόσωπον προς το οποίον απευθύνεται η πρόσκλησις τας καθοριζομένας πληροφορίας αναφορικώς προς το περιεχόμενον της εν λόγω συμβάσεως και περί της σχέσεως του προτείνοντος την σύμβασιν μετά της ασφαλιστικής εταιρείας.
(2) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδόμενοι κανονισμοί δύνανται να διαλαμβάνουν διαφοροποιημένας διατάξεις αναφορικώς προς διαφορετικάς περιπτώσεις και περιστάσεις.
(3) Πας όστις παραβαίνει τους δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδομένους Κανονισμούς είναι ένοχος ποινικού αδικήματος.
- 72/1984
- 166/1990
79.-(1) Κανονισμοί δύνανται να εκδοθούν αναφορικώς προς την μορφήν και το περιεχόμενον των ασφαλιστικών διαφημίσεων.
(2) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδόμενοι κανονισμοί δύνανται να περιέχουν διαφοροποιημένος διατάξεις εν σχέσει προς ασφαλιστικάς διαφημίσεις διαφορετικών κατηγοριών ή είδους.
(3) Τηρουμένου του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, παν πρόσωπον όπερ
εκδίδει ασφαλιστικήν διαφήμισιν κατά παράβασιν κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι ένοχον ποινικού αδικήματος.
(4) Πρόσωπον όπερ εν τη συνήθη πορεία των εργασιών του εκδίδει κατ' εντολήν ετέρου διαφήμισιν, της οποίας η υπό του ετέρου τούτου προσώπου έκδοσις συνιστά ποινικόν αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (3), δεν είναι ένοχον ποινικού αδικήματος εάν απόδειξη ότι το εν τη διαφημίσει περιεχόμενον υλικόν δεν επενοήθη ή επελέχθη (εν όλω ή εν μέρει) υπ' αυτού ή υφ' οιουδήποτε ετέρου προσώπου τελούντος υπό τας οδηγίας ή τον έλεγχον αυτού.
(5) Εν τω παρόντι άρθρω "ασφαλιστική διαφήμισις" σημαίνει διαφήμισιν προσκαλούσαν πρόσωπα όπως συνάψουν ή προσφερθούν να συνάψουν ασφαλιστικάς συμβάσεις διαφήμισις ήτις περιέχει πληροφορίας προωρισμένας να οδηγήσουν αμέσως ή εμμέσως πρόσωπα εις την σύναψιν ή την προσφοράν συνάψεως τοιούτων συμβάσεων θα θεωρήται ως διαφήμισις προσκαλούσα αυτά όπως προβούν εις τούτο.
(6) Εν τω παρόντι άρθρω "διαφήμισις" περιλαμβάνει πάσαν μορφήν διαφημίσεως, ανεξαρτήτως εάν αύτη πραγματοποιήται διά δημοσιεύσεως, δι' αναρτήσεως ειδοποιήσεων, δι' εγκυκλίων ή ετέρων εγγράφων, δι' επιδείξεως φωτογραφιών ή κινηματογραφικών ταινιών, διά του ραδιοφώνου ή της τηλεοράσεως· μνεία δε της εκδόσεως διαφημίσεως θα ερμηνεύηται αναλόγως.
(7) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου διαφήμισις εκδοθείσα υφ' οιουδήποτε προσώπου διά λογαριασμόν ή κατ' εντολήν ετέρου προσώπου θα θεωρήται ως διαφήμισις εκδοθείσα υπό του ετέρου τούτου προσώπου· διά τους σκοπούς δε οιασδήποτε δυνάμει του παρόντος άρθρου διαδικασίας διαφήμισις προσκαλούσα πρόσωπα όπως συνάψουν ή προσφερθούν να συνάψουν συμβάσεις μετά προσώπου καθοριζομένου εν τη διαφημίσει θα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι έχει εκδοθή υπό του εν λόγω προσώπου.
80. Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς εν γένει διά την καλλιτέραν πραγμάτωσιν των σκοπών του παρόντος Νόμου, ειδικώτερον δε και άνευ επηρεασμού της γενικότητος των ανωτέρω-
(α) δι' οιονδήποτε σκοπόν διά τον οποίον απαιτείται η έκδοσις Κανονισμών δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(β) διά τον καθορισμόν των καταβλητέων δυνάμει του παρόντος Νόμου νενομι- νενομισμένων τελών·
(γ) διά τον καθορισμόν παντός θέματος, όπερ δυνάμει του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού·
(δ) διά την ρύθμισιν της διαδικασίας υποβολής αιτήσεων και της παροχής αδείας δυνάμει του παρόντος Νόμου.
81. Κανονισμοί εκδιδόμενοι επί τη βάσει του παρόντος Νόμου, κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων. Εάν εντός τριάκοντα ημερών από της τοιαύτης καταθέσεως η Βουλή των Αντιπροσώπων δι' αποφάσεως αυτής δεν τροποποιήση ή ακυρώση τους κατατεθέντος Κανονισμούς εν όλω ή εν μέρει τότε ούτοι αμέσως μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας και τίθενται εν ισχύι από της τοιαύτης δημοσιεύσεως. Εν περιπτώσει τροποποιήσεως τούτων εν όλω ή εν μέρει υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων ούτοι δημοσιεύονται εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ως ήθελον ούτω τροποποιηθή υπ' αυτής και τίθενται εν ισχύι από της τοιαύτης δημοσιεύσεως.
82.-(1) Επιφυλαττομένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και τηρουμένου παντός όρου και περιορισμού ον ο Υπουργός ήθελεν επιβάλει, ο Υπουργός δύναται τη αιτήσει ασφαλιστικής τίνος εταιρείας να αποφασίση όπως οιαδήποτε ασφαλιστική εργασία, ην ο ασφαλιστής ασκεί ή προτίθεται να ασκήση και ήτις εμπίπτει εν τινι ειδικώ κλάδω, θεωρήται διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως ασφαλιστική εργασία ετέρου κλάδου.
(2) Ο Υπουργός δεν θέλει αποδέχεται την γενομένην δυνάμει του εδαφίου (1) αίτησιν, εκτός εάν πεισθή ότι η τοιαύτη απόφασις δεν ήθελεν είναι επιβλαβής διά τα συμφέροντα οιουδήποτε προσώπου, ουδέ καταστρατηγεί τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
83.-(1) Πάσα έκδοσις, τροποποίησις ή ακύρωσις αδείας επί τη βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δημοσιεύεται εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Ο τρόπος και το περιεχόμενον της δημοσιεύσεως καθορίζονται διά Κανονισμών.
84. Οι εν τη πρώτη στήλη του Πέμπτου Πίνακος εκτιθέμενοι νόμοι τυγχάνουσιν εφαρμογής υποκείμενοι εις τας εν τη δευτέρα στήλη του ως είρηται Πίνακος, έναντι ενός εκάστου τοιούτου νόμου, αναγραφομένας τροποποιήσεις, αίτινες κατέστησαν αναγκαίοι ως εκ των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
85.-(1) Οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1967 έως 1980 διά του παρόντος καταργούνται.
(2) Οι δυνάμει των καταργουμένων Νόμων εκδοθέντες Κανονισμοί θα συνεχίσουν να ισχύουν εις ην έκτασιν δεν είναι ασυμβίβαστοι προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος Νόμου μέχρις ότου τροποποιηθούν, ή ανακληθούν διά Κανονισμών εκδοθησομένων δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(3) Πας διορισμός, εξουσιοδότησις, έγκρισις, διάταγμα ή πάσης φύσεως πράξις γενομένη υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ή οιασδήποτε ετέρας αρχής ή προσώπου δυνάμει των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών λογίζονται ως γενόμεναι δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Πάσα εγγραφή γενομένη η άδεια εκδοθείσα δυνάμει των διά του παρόντος Νόμου καταργουμένων Νόμων ή των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών λογίζεται γενομένη ή εκδοθείσα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
86. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται εις ημερομηνίαν καθορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά γνωστοποιήσεως δημοσιευθησομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας δυνατόν να ορισθώσι διαφορετικαί ημερομηνίαι καθ' όσον αφορά εις την έναρξιν διαφόρων άρθρων του παρόντος Νόμου.
ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΞ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΦΟΡΩΣΑΙ ΕΙΣ ΩΡΙΣΜΕΝΑΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ (UNDERWRITERS)
(Άρθρον 3(3).)
1.-(α) Άπαντα τα ασφάλιστρα τα εισπραττόμενα παρ' εκάστου μέλους της ενώσεως θα κατέχωνται υπό μορφήν τραστ (trust) εν τη χώρα εν η η ενωσις συνέστη, επ' ονόματι επιτρόπων (trustees) διά την πληρωμήν των σχετικών ασφαλιστικών υποχρεώσεων εκάστου μέλους, και την κάλυψιν των δαπανών των ασφαλιστικών αυτού εργασιών
(β) Ασφάλιστρα εισπραττόμενα αναφορικώς προς τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών εν ουδεμία περιπτώσει μεταφέρονται εις το αυτό απόθεμα τραστ (trust fund) δυνάμει της παρούσης παραγράφου ως και ασφάλιστρα εισπραττόμενα αναφορικώς προς τον κλάδον γενικών εργασιών, το συστατικόν όμως του τραστ έγγραφον (trust deed) δύναται να προνοή ότι τα ασφάλιστρα τα εισπραττόμενα αναφορικώς προς άπαντας ή τινας των κλάδων μακροπροθέσμων εργασιών και άπαντας ή τινας των κλάδων γενικών εργασιών θα μεταφέρωνται εις κοινόν απόθεμα ή εις οιονδήποτε αριθμόν χωριστών αποθεμάτων.
2. Οι λογαριασμοί εκάστου μέλους ενώσεως συσταθείσης εν τη Δημοκρατία εξελέγχονται ετησίως υπό τίνος εγκεκριμένου υπό του Εφόρου ελεγκτού ο ελεγκτής δεν δύναται να είναι υπάλληλος, διευθυντής ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου του τοιούτου μέλους.
3. Ο ελεγκτής μέλους ενώσεως συσταθείσης εν τη Δημοκρατία πιστοποιεί κατ' έτος εις την επιτροπείαν ή το διοικητικόν συμβούλων της ενώσεως-
(α) ότι παρεσχέθησαν αυτώ επαρκή στοιχεία εκ των βιβλίων του μέλους
(β) ότι οι λογαριασμοί του μέλους παρεσκευάσθησαν προσηκόντως συμφώνως προς τα βιβλία του μέλους και τα παρασχεθέντα αυτώ υπό του μέλους στοιχεία
(γ) ότι ο ισολογισμός και ο λογαριασμός κερδών και ζημιών παρέχουσιν αληθή και πιστήν εικόνα της οικονομικής καταστάσεως του μέλους και των κερδών και ζημιών αυτού·
(δ) εάν κατά την γνώμην του ελεγκτού η αξία των περιουσιακών στοιχείων, άτινα διατίθενται προς αντιμετώπισιν των εξ ασφαλιστικών εργασιών υποχρεώσεων του μέλους, ορθώς αναγράφεται εις τους λογαριασμούς, και εάν η ως είρηται αξία είναι ή μη επαρκής προς αντιμετώπισιν των υποχρεώσεων ως αύται υπελογίσθησαν-
(ι) υπό τίνος αναλογιστού εν τη περιπτώσει υποχρεώσεων απορρεουσών εκ του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών και
(ιι) εν τη περιπτώσει ετέρων υποχρεώσεων, υπό του ελεγκτού συμφώνως προς οιασδήποτε οδηγίας, αίτινες ήθελον δοθή αυτώ υπό του Υπουργού.
4. Οσάκις αι υποχρεώσεις μέλους ενώσεως τίνος υπολογίζωνται υπό αναλογιστού δυνάμει της παραγράφου 3(δ)(ι), ο αναλογιστής οφείλει όπως παρέχη εις την επιτροπείαν ή το διοικητικόν συμβούλιον της ενώσεως ως και εις τον Έφορον πιστοποιητικόν εμφαίνον το ποσόν των τοιούτων υποχρεώσεων, εκθέτει δε εν τω πιστοποιητικά) την βάσιν εφ' ης εγένετο ο υπολογισμός· εις το πιστοποιητικόν του ελεγκτού επισυνάπτεται αντίγραφον του πιστοποιητικού του αναλογιστού.
5. Η επιτροπεία ή διοικητικόν συμβούλιον εκάστης ενώσεως καταθέτει κατ' έτος παρά τω Εφόρω-
(α) εν τη περιπτώσει ενώσεως συσταθείσης εν τη Δημοκρατία, τοιαύτας εκθέσεις και καταστάσεις περί τας ασφαλιστικάς εργασίας εκάστου των μελών, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά Κανονισμών ή ορισθή υπό του Εφόρου
(β) εν τη περιπτώσει ενώσεως συσταθείσης εν οιαδήποτε χώρα εκτός της Δημοκρατίας-
(ι) πιστοποιητικόν υπογεγραμμένον υπό του προέδρου ή του ανωτέρου υπαλλήλου της ενώσεως, ως και υπό της αρχής της εμπεπιστευμένης την διοικητικήν εφαρμογήν του δικαίου του αφορώντος εις ενώσεις ασφαλιστών (underwriters) εν τη εν λόγω χώρα, εμφαίνον ότι κατά το παρελθόν έτος τα μέλη της ενώσεως συνεμορφώθησαν πλήρως προς τας προνοίας του ως είρηται δικαίου και
(ιι) κεκυρωμένον αντίγραφον των εκθέσεων περί τας ασφαλιστικάς εργασίας τας ασκουμένας υπό μελών της ενώσεως, αίτινες συμφώνως τω εν λόγω δικαίω υποβάλλονται εις την ως άνω αρχήν.
6. Αι ακόλουθοι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτοι τα άρθρα 7 έως 21, αμφοτέρων περιλαμβανομένων, και τα άρθρα 32, 75 και 76 εφ' όσον συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής αυτών, θα εφαρμόζωνται επί εγκεκριμένων ενώσεων ασφαλιστών (underwriters) εντός ή εκτός της Δημοκρατίας συσταθεισών, ως αύται εφαρμόζονται και επί ασφαλιστικών εταιρειών.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΙΝΑΞ
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΡΟΣ ΙΔΙΑΖΟΥΣΑΝ ΦΥΣΙΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ
(Άρθρα 7, 36, 59)
1.-(1) Οσάκις, επί τη αιτήσει οργανισμού τίνος προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, ο Υπουργός ικανοποιείται ότι-
(α) ο οργανισμός ούτος ασκεί ή προτίθεται να ασκήση εν τη Δημοκρατία ασφαλίσεις του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών και
(β) το καταστατικόν αυτού προβλέπει ότι ολόκληρον το διανεμητέον πλεόνασμα ή κέρδος αυτού, οποτεδήποτε τούτο ήθελε καθορισθή ή εγκριθή, διανέμεται ή διατίθεται προς όφελος των κατόχων ασφαλιστηρίων του οργανισμού, ή προς όφελος εκείνων εκ των κατόχων ασφαλιστηρίων του οργανισμού οίτινες συμφώνως προς τους όρους των ασφαλιστηρίων ή των εγγράφων υφ' ων διέπεται η συγκρότησις του οργανισμού δικαιούνται όπως μετέχωσι των κερδών του οργανισμού,
ο Υπουργός δύναται διά διατάγματος αυτού να διατάξη όπως αι ακόλουθοι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτοι-
(ι) εδάφιον (1) του άρθρου 7, καθ' ην έκτασιν τούτο αφορά εις την υποχρέωσιν όπως πρόσωπον τι είναι εταιρεία έχουσα νομικήν προσωπικότητα ·
(ιι) το εδάφιον (4) του άρθρου 7· και
(ιιι) το εδάφιον (2)(α) του άρθρου 8,
δεν θα τυγχάνωσιν εφαρμογής επί του οργανισμού, εφ' όσον ούτος δεν ασκεί έτερον κλάδον ασφαλειών πλην του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών ή του τυχόν καθοριζομένου εν τω διατάγματι κλάδου.
(2) Εφ' όσον ήθελεν εκδοθή το ανωτέρω διάταγμα, ο οργανισμός εις ον αφορά το τοιούτο διάταγμα οφείλει όπως προ της συνεχίσεως ή ενάρξεως της ασκήσεως του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών εν τη Δημοκρατία, καταθέτη παρά τη Κεντρική Τραπέζη το ποσόν των τριάκοντα χιλιάδων λιρών το άνω ποσόν παραμένει κατατεθειμένον παρά τη Κεντρική Τραπέζη, εν όσω ο οργανισμός συνεχίζει την άσκησιν του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών εν τη Δημοκρατία.
(3) Εις ην περίπτωσιν ο οργανισμός δεν απέκτησεν εισέτι νομικήν προσωπικότητα, η κατάθεσις δύναται να διενεργηθή υπό των προσυπογραψάντων το ιδρυτικόν της εταιρείας έγγραφον, ή υπό τίνων εξ αυτών αφ' ης δε η εταιρεία συσταθή και απόκτηση νομικήν προσωπικότητα, η κατάθεσις λογίζεται γενομένη υπό της εταιρείας, συνιστά δε μέρος του ενεργητικού αυτής · ο Έφορος εταιρειών δεν εκδίδει πιστοποιητικόν εγγραφής της εταιρείας πριν ή χωρήση κατάθεσις ως εν τοις ανωτέρω.
(4) Εις ην περίπτωσιν ο οργανισμός προτίθεται να ασκή ασφαλιστικήν επιχείρησιν πλειόνων του ενός κλάδων εκ των καθοριζομένων εν εδαφίω (1) του άρθρου 3, ούτος καταθέτει δυνάμει της παρούσης παραγράφου χωριστόν ποσόν τριάκοντα χιλιάδων λιρών δι' ένα έκαστον τοιούτον κλάδον.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα δεν αποδέχεται οιανδήποτε κατάθεσιν δυνάμει της παρούσης παραγράφου ειμή μόνον κατόπιν πιστοποιήσεως του Υπουργού.
2.-(1) Οσάκις, επί τη αιτήσει οργανισμού τίνος προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, ο Υπουργός ικανοποιείται ότι-
(α) ο οργανισμός ούτος ασκεί ή προτίθεται να ασκήση ασφαλίσεις του κλάδου πυρός και
(β) δεν πράττει ούτω ειμή μόνον επί τω τέλει αμοιβαίας ασφαλίσεως των μελών αυτού κατά ζημιών προκαλουμένων εις οικοδομάς ή έτερα περιουσιακά στοιχεία ανήκοντα κατά κυριότητα εις τα μέλη ή κατεχόμενα υπ' αυτών, ο Υπουργός δύναται διά διατάγματος αυτού να διατάξη όπως αι ακόλουθοι διατάξεις του παρόντος Νόμου, ήτοι-
(ι) το εδάφιον (1) του άρθρου 7, καθ' ην έκτασιν τούτο αφορά εις την υποχρέωσιν όπως πρόσωπον τι είναι εταιρεία έχουσα νομικήν προσωπικότητα
(ιι) το εδάφιον (4) του άρθρου 7 ·
(ιιι) το εδάφιον 2(α) του άρθρου 8 και
(ιν) το άρθρον 36,
καθ' ην έκτασιν αύται, μη εκδοθέντος του διατάγματος, θα ετύγχανον εφαρμογής επί του οργανισμού, μη εφαρμόζωνται επ' αυτού, εφ' όσον ούτος δεν ασκεί ετέρας ασφαλιστικάς εργασίας πλην εργασιών του κλάδου πυρός και των συναφών προς τον εν λόγω κλάδον ασφαλιστικών εργασιών.
3. Οσάκις, επί τη αιτήσει οργανισμού τίνος, προσώπων, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητος, ο Υπουργός ικανοποιήται ότι-
(α) ο οργανισμός ούτος ασκεί ή προτίθεται να ασκήση ασφαλίσεις, είτε του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, είτε του κλάδου θαλάσσης, αέρος και μεταφορών και
(β) δεν πράττει ούτω ειμή μόνον επί τω τέλει αμοιβαίας ασφαλίσεως των μελών αυτού κατά κινδύνων συναφών προς εμπορικός ή βιομηχανικός αυτών επιχειρήσεις,
ο Υπουργός δύναται διά διατάγματος αυτού να διατάξη όπως αι διατάξεις του παρόντος Νόμου (πλην των διατάξεων του άρθρου 37 του εδαφίου (2) του άρθρου 38 και του εδαφίου (1) του άρθρου 40) καθ' ην έκτασιν αύται, μη εκδοθέντος του διατάγματος, θα ετύγχανον εφαρμογής επί του οργανισμού, μη εφαρμόζωνται απ' αυτού, εφ' όσον ούτος δεν ασκεί ετέρας ασφαλιστικάς εργασίας πλην των εργασιών του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του κλάδου θαλάσσης, αέρος και μεταφορών και των συναφών προς τους εν λόγω κλάδους ασφαλιστικών εργασιών.
4. Οσάκις το δυνάμει του παρόντος Πίνακος εκδιδόμενον διάταγμα αφορά εις εταιρείαν εγγεγραμμένην δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, ήτις δεν εποίησεν εισέτι έναρξιν των εργασιών αυτής, η δήλωσις ήτις δυνάμει του άρθρου 104 του ως είρηται Νόμου κατατίθεται παρά τω Εφόρω Εταιρειών προ της ενάρξεως των εργασιών της εταιρείας, δέον όπως συνοδεύηται υπό αντιγράφου του Υπουργικού διατάγματος, κεκυρωμένου παρά τω Εφόρω και περιέχοντος την οικείαν υπουργικήν απόφασιν το τοιούτον αντίγραφον κατατίθεται παρά τω Εφόρω Εταιρειών.
5. Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του παρόντος Πίνακος ανακαλείται υπό του Υπουργού-
(α) τη αιτήσει του οργανισμού εις ον αφορά το διάταγμα· ή
(β) εάν ο Υπουργός δεν είναι πλέον ικανοποιημένος επί των ζητημάτων βάσει των οποίων εξεδόθη το διάταγμα· ή
(γ) εάν ο Υπουργός ήθελε πεισθή ότι δεν ετηρήθη οιοσδήποτε των εν τω διατάγματι περιεχομένων όρων.
6.-(1) Τα δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος Πίνακος κατατιθέμενα παρά τη Κεντρική Τραπέζη ποσά τοποθετούνται υπό της ειρημένης Τραπέζης, τη αδεία του Υπουργού, εις εγκεκριμένος τοποθετήσεις, επιλεγομένας υπό της καταθέτιδος εταιρείας· ο εκ τοιούτων τοποθετήσεων απορρέων τόκος καταβάλλεται εις την εταιρείαν.
(2) Κατάθεσις ούτω γενομένη αναφορικώς προς οιονδήποτε ασφαλιστικόν κλάδον, δι' ον απαιτείται όπως τηρήται χωριστόν ασφαλιστικόν απόθεμα, λογίζεται ως συνιστώσα μέρος του εν λόγω αποθέματος οι δε τόκοι οίτινες ήθελον προκύψει εκ τοιαύτης καταθέσεως ή εκ των χρεωγράφων εις α αύτη είναι εκάστοτε τοποθετημένη, μεταφέρονται υπό της εταιρείας εις το εν λόγω απόθεμα.
7.-(1) Δύνανται να εκδοθώσι Κανονισμοί αφορώντες εις τα ακόλουθα θέματα: αιτήσεις δι' έκδοσιν πιστοποιητικών, την διενέργειαν καταθέσεων, την τοποθέτησιν ή χρήσιν τοιούτων καταθέσεων, την κατάθεσιν χρηματιστηριακών αξιών ή ετέρων χρεωγράφων αντί χρημάτων, την καταβολήν των εκάστοτε δεδουλευμένων τόκων εκ των χρεωγράφων εις α αι καταθέσεις είναι εκάστοτε τοποθετημένοι, την ανάληψιν και μεταφοράν καταθέσεων μέχρις ου εκδοθώσιν οι τοιούτοι Κανονισμοί, αι διατάξεις του Τετάρτου Μέρους αι αφορώσαι εις καταθέσεις γενομένας υπό ασφαλιστικών εταιρειών δυνάμει του άρθρου 17 θα τυγχάνωσιν εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών, και επί καταθέσεων γενομένων δυνάμει του παρόντος Πίνακος.
(2) Οι δυνάμει της υποπαραγράφου (1) εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι αφορώντες εις την ανάληψιν καταθέσεων, δέον όπως διαλαμβάνωσι πρόνοιαν περί απαλλαγής του οργανισμού εκ της προς διενέργειαν καταθέσεως υποχρεώσεως αυτού, ή πρόνοιαν επιτρέπουσαν εις τον οργανισμόν την ανάληψιν ήδη γενομένης καταθέσεως, εφ' όσον ο Υπουργός ήθελεν ικανοποιηθή εν τω προνοουμένω υπό των Κανονισμών τρόπω-
(α) ότι, εν τη περιπτώσει οργανισμού ασκούντος τον κλάδον γενικών εργασιών, μετά ή άνευ του κλάδου μακροπροθέσμων εργασιών, η αξία του ενεργητικού του οργανισμού υπερβαίνει το παθητικόν αυτού κατά το εν άρθρω 36 προβλεπόμενον ποσόν ή
(β) εν τη περιπτώσει οργανισμού ασκούντος τον κλάδον μακροπροθέσμων εργασιών ουχί όμως τον γενικόν κλάδον εργασιών-
(ι) εάν οργανισμός υποχρεούται να τηρή χωριστόν απόθεμα ή αποθέματα, ότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του αποθέματος ή εκάστου εξ αυτών, υπερβαίνει τας υποχρεώσεις δι' ας τούτο δύναται να διατεθή και ότι το υπερβαίνον ποσόν, ή εν περιπτώσει πλειόνων χωριστών αποθεμάτων, το άθροισμα των τοιούτων ποσών, δεν είναι έλασσον των εκατόν χιλιάδων λιρών·
(ιι) εάν ο οργανισμός ουδεμίαν τοιαύτην υποχρέωσιν υπέχη, ότι η αξία του ενεργητικού του οργανισμού υπερβαίνει το παθητικόν αυτού κατά εκατόν χιλιάδας λίρας.
(3) Κατά πάντα υπολογισμόν υποχρεώσεων, όστις ήθελε διενεργηθή διά τους σκοπούς της υποπαραγράφου 2(β), λαμβάνονται υπ' όψιν και άπασαι αι υπό αίρεσιν και μέλλουσαι υποχρεώσεις.
ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΞ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΠΟΝΤΕΣ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΙΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
(Άρθρα 2(3), 40)
Ασφαλιστήρια Ζωής
1.-(1) Η αξία ασφαλιστηρίου ζωής είναι ίση προς την διαφοράν μεταξύ της προσηρμοσμένης παρούσης αξίας του ησφαλισμένου ποσού επί τη βάσει του αναλαμβανομένου κινδύνου περιλαμβανομένου παντός μερίσματος ή προσθέτου ποσού καταβληθέντος προ της ενάρξεως της διαλύσεως, και της παρούσης αξίας των μελλοντικών ετησίων ασφαλίστρων.
(2) Κατά τον υπολογισμόν παρούσης τινός αξίας τόσον το επιτόκιον όσον και οι πίνακες ποσοστού θνησιμότητος καθορίζονται υπό του δικαστηρίου.
(3) Το υπολογισθησόμενον ασφάλιστρον δέον όπως είναι τοιούτον ώστε βάσει του ως άνω επιτοκίου και ποσοστού θνησιμότητος να είναι επαρκές ίνα προνοήση διά τον καλυπτόμενον υπό του ασφαλιστηρίου κίνδυνον, εξαιρουμένου παντός ποσού προστιθεμένου εις τούτο λόγω εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων.
Ετήσιαι πρόσοδοι (Annuities)
2. Η αξία ετησίας προσόδου (annuity) υπολογίζεται βάσει των πινάκων των χρησιμοποιουμένων υπό της εταιρείας, ήτις εξέδωσε την ετησίαν πρόσοδον (annuity) κατά τον χρόνον της εκδόσεως ή, εφ' όσον δεν είναι δυνατή η εξακρίβωσις των τοιούτων πινάκων, ή χρήσις τούτων κατά τρόπον ικανοποιούντα το δικαστήριον, βάσει επιτοκίου και πινάκων θνησιμότητος εκάστοτε καθοριζομένων υπό του δικαστηρίου.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ ΚΛΑΔΟΥ ΕΠ ΕΝΔΥΣΕΩΣ ΟΜΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΔΟΥ ΑΠΟΣΒΕΣΕΩΣ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ
3.-(1) Η αξία ασφαλιστηρίου κλάδου επενδύσεως ομολόγων ή κλάδου αποσβέσεως αποθέματος είναι ίση προς την διαφοράν μεταξύ της παρούσης αξίας του ησφαλισμένου ποσού αναλόγως προς την ημερομηνίαν ή ημερομηνίας καθ' ας τούτο καθίσταται πληρωτέον, περιλαμβανομένου παντός μερίσματος ή προσθέτου ποσού καταβληθέντος προ της ενάρξεως της διαλύσεως, και της παρούσης αξίας των μελλοντικών ασφαλίστρων ή εισφορών.
(2) Κατά τον υπολογισμόν παρούσης τινός αξίας λαμβάνεται το υπό δικαστηρίου εκάστοτε καθοριζόμενον επιτόκιον.
(3) Το υπολογισθησόμενον ασφάλιστρον ή εισφορά δέον όπως είναι τοιαύτη ώστε, βάσει του ως άνω επιτοκίου, να είναι επαρκής ίνα προνοήση διά το ησφαλισμένον υπό του ασφαλιστηρίου ποσόν, εξαιρουμένου παντός ποσού προστιθεμένου εις τούτο λόγω εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ ΚΛΑΔΩΝ ΠΥΡΟΣ, ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ, ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, ΘΑΛΑΣΣΗΣ,
ΑΕΡΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ
4. Η αξία ισχύοντος ασφαλιστηρίου των κλάδων πυρός, ατυχημάτων, μηχανοκινήτων οχημάτων, θαλάσσης, αέρος ή μεταφορών, είναι ίση προς το μέρος του τελευταίου καταβληθέντος ασφαλίστρου, όπερ αναλογεί προς το μη εκπνεύσαν μέρος της περιόδου αναφορικώς προς ην κατεβλήθη το ασφάλιστρον:
Νοείται ότι ο κανών ούτος ουδόλως εφαρμόζεται καθ' όσον αφορά ασφαλιστήρια επί εμπορευμάτων ή περιουσιακών στοιχείων ευρισκομένων επί πλοίων ή αεροσκαφών
ή ασφαλιστήρια κατά των κινδύνων μεταφοράς ή συναφών τοιούτων η αξία
τοιούτων ασφαλιστηρίων υπολογίζεται ως και πριν ψηφισθή ο παρών Νόμος.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ ΚΛΑΔΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ
6. Η αξία ισχύοντος ασφαλιστηρίου του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων είναι ίση προς το μέρος του τελευταίου καταβληθέντος ασφαλίστρου, όπερ αναλογεί προς το μη εκπνεύσαν μέρος της περιόδου αναφορικώς προς ην κατεβλήθη το ασφάλιστρον, ομού μετά της παρούσης αξίας εβδομαδιαίας πληρωμής εν τη περιπτώσει ασφαλιστηρίου προνοούντος την διενέργειαν εβδομαδιαίων πληρωμών.
7. Η παρούσα αξία εβδομαδιαίας πληρωμής δυνάμει ασφαλιστηρίου του κλάδου εργατικών αποζημιώσεων, εν η περιπτώσει η ανικανότης του εργάτου αναφορικώς προς ην αύτη καταβάλλεται είναι ολική και μόνιμος τοιαύτη, είναι ίση προς ποσόν όπερ, εφ' όσον τούτο ήθελε τοποθετηθή εις την αγοράν εγκεκριμένης υπό του δικαστηρίου ισοβίας προσόδου (life annuity), θα επήρκει διά την αγοράν ετησίας προσόδου (annuity) διά τον εργάτην ίσης προς εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν της ετησίας αξίας της εβδομαδιαίας πληρωμής, εν πάση δε ετέρα περιπτώσει, εν υπό τας περιστάσεις εύλογον μέρος του ως άνω ποσού.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΠΙΝΑΞ
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
(Άρθρον 40(3).)
Εν η περιπτώσει εταιρεία υποκείμενη εις τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ήθελε διαλυθή υπό του δικαστηρίου ή υπό την εποπτείαν αυτού, ο εκκαθαριστής οφείλει όπως, καθ' όσον αφορά άπαντα τα πρόσωπα άτινα εμφαίνονται εν τοις βιβλίοις της εταιρείας ως έχοντα δικαίωμα τι ή συμφέρον επί των εκδοθέντων υπό της εταιρείας ασφαλιστηρίων-
(α) καθορίζη την αξίαν της υποχρεώσεως της εταιρείας προς έκαστον τοιούτο πρόσωπον και
(β) γνωστοποιή ταύτην εις τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εν ω τρόπω ήθελε το δικαστήριον καθορίσει,
παν δε πρόσωπον εις ο εγένετο τοιαύτη γνωστοποίησις δεσμεύεται υπό της ούτω καθορισθείσης αξίας, εφ' όσον δεν ήθελε διαμφισβητήσει ταύτην καθ' ον τρόπον και εντός τοιαύτης προθεσμίας ως το δικαστήριον ήθελεν εκάστοτε καθορίσει.
ΠΕΜΠΤΟΣ ΠΙΝΑΞ (Άρθρον 84) |
|
Νόμοι | Τροποποιήσεις και Καταργήσεις |
Ο περί Εταιρειών Νόμος
|
(α) Εν άρθρω 121 προστίθενται τα ακόλουθα: «(4) Το παρόν άρθρον δεν εφαρμόζεται επί ασφαλιστικής εταιρείας, ήτις ήθελε συμμορφωθή προς τας διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 28 του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου.» (β) Το άρθρον 369 τροποποιείται ως ακολούθως: (ι) εν εδαφίω (1) προστίθενται αι λέξεις "ή ασφαλιστικής εταιρείας" αμέσως μετά τας λέξεις "Τραπεζική εταιρεία" (εν τη πρώτη γραμμή) (ιι) εν τω τέλει αυτού προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια: «(5) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου εταιρεία, ήτις ήθελεν ασκεί ασφαλιστικήν επιχείρησιν από κοινού μετά μιας ή πλειόνων ετέρων επιχειρήσεων λογίζεται ασφαλιστική εταιρεία. (6) Το παρόν άρθρον δεν εφαρμόζεται επί ασφαλιστικής εταιρείας υποκειμένης εις τας διατάξεις του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου αίτινες αφορώσιν εις την υποχρέωσιν της εταιρείας όπως κατ' έτος καταθέτη λογαριασμούς και ισολογισμόν, εφ' όσον η εταιρεία συμμορφούται προς τας εν λόγω διατάξεις.» (γ) Εις το Δεύτερον Μέρος του Έκτου Πίνακος προστίθενται αι ακόλουθοι λέξεις μετά την λέξιν "κάτωθι" (εν τη τρίτη γραμμή) του υπό τον τίτλον "κεκυρωμένα αντίγραφα λογαριασμών" κεφαλαίου - "ή ασφαλιστική εταιρεία, ήτις ήθελε συμμορφωθή προς τας διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 28 του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου." (δ) Η παράγραφος 24 του Τρίτου Μέρους του Ογδόου Πίνακος τροποποιείται ως ακολούθως: (ι) εν υποπαραγράφω (1) προστίθενται αι ακόλουθοι λέξεις αμέσως μετά τας λέξεις "ασφαλιστική εταιρεία" και προ του κόμματος εν τη πρώτη γραμμή: «εν τη εννοία των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων ήτις υπόκειται και συμμορφούται προς τας διατάξεις του ως άνω Νόμου, αίτινες αφορώσιν εις την κατάθεσιν παρά τω Εφόρω Ασφαλειών ισολογισμού και λογαριασμών κερδών και ζημιών». (ιι) διαγράφεται η υποπαράγραφος (4) · (ε) Ο τίτλος του Δωδεκάτου Πίνακος τροποποιείται διά της παρενθέσεως των λέξεων "ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ" αμέσως μετά την λέξιν "ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ". (στ) Το Άρθρον 391 καταργείται. |
Ο περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος. | Το Άρθρον 4 καταργείται. |
Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλειαι υπέρ Τρίτου) Νόμος, Κεφ. |
Εν εδαφίω (1) του άρθρου 2 να αντικατασταθή ο ορισμός "ασφαλιστής" διά του ακολούθου: «"ασφαλιστής" σημαίνει ασφαλιστικήν εταιρείαν ή ασφαλιστήν (underwriter) εν τη εννοία του περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου, ήτις ασκεί τον κλάδον μηχανοκινήτων οχημάτων.» |
230.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου αυτού, με τον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή τον Ν. 35(Ι)/2002] καταργούνται οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1984 έως 2001.
(2) Τα άρθρα 63 έως 65 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 έως 2001, θα διατηρήσουν την ισχύ τους μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ το Μέρος XII, άρθρα 164 έως 192, του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 35(Ι)/2002], κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 232 του Νόμου αυτού.
(3) Οι περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμοι του 1984 έως 2001 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν και να εφαρμόζονται κατά την έκταση που απαιτείται από τις διατάξεις του Μέρους XV, ανάλογα με την περίπτωση, επί των υφιστάμενων κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή τον Ν. 35(Ι)/2002] ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
232.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 35(Ι)/2002] τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003.
(2) Οι διατάξεις του Μέρους XII, άρθρα 164 έως 192, του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 35(Ι)/2002], θα τεθούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία που θα ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με Γνωστοποίηση που θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.