6. Ο εμφανιζόμενος ενώπιον Κοινοβουλευτικής Επιτροπής δικαιούται να αρνηθεί μαρτυρία ή την προσαγωγή εγγράφου, δημόσιου ή ιδιωτικού αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Αν η ερώτηση τείνει να ενοχοποιήσει αυτόν ή την/τον σύζυγο του/της σε σχέση προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος τιμωρουμένου με την ποινή της φυλάκισης·
(β) προκειμένου μόνο περί ιδιώτη, αν η απάντηση σε ερώτηση πιθανόν να προκαλέσει άμεση περιουσιακή ζημιά ή ηθική βλάβη ή θα δημιουργήσει τον κίνδυνο ποινικής δίωξης του ιδίου ή συζύγου του ή συγγενή του εξ αίματος μέχρι και του δευτέρου βαθμού συγγενείας·
(γ) αν πρόκειται για ερώτηση στην οποία δεν μπορεί να απαντήσει χωρίς να παραβιάσει το ιερατικό, το ιατρικό, δημοσιογραφικό ή το δικηγορικό απόρρητο ή μυστικό ή χωρίς να αποκαλύψει το μυστικό τέχνης ή επαγγέλματος·
(δ) ειδικά προκειμένου μόνο περί δημόσιων υπαλλήλων, ο εμφανιζόμενος δικαιούται να αρνηθεί μαρτυρία ή την προσαγωγή εγγράφων αν απειλείται πρόκληση βλάβης ή ζημίας ή προσβολή του συμφέροντος της Δημοκρατίας σε θέματα άμυνας, ασφάλειας ή εξωτερικών σχέσεων. Στην περίπτωση αυτή ο δημόσιος υπάλληλος οφείλει να αναφέρει το ζήτημα στην ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή προς απόφαση, η δε αρμόδια αρχή, αφού συμβουλευτεί το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφασίζει ανάλογα επί του ζητήματος:
Νοείται ότι, υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω, η κατά τα άλλα κοινοποίηση πληροφορίας, γραπτής ή προφορικής, από δημόσιο υπάλληλο προς Κοινοβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συνιστά δέουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος.