1. Ο περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Νόμος του 1985 και ο περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές (Τροποποιητικός) Νόμος του 1993 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Νόμοι του 1985 και 1993.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“Ανεξάρτητος Αξιωματούχος” σημαίνει οποιοδήποτε από τους εις το Μέρος VI του Συντάγματος αναφερόμενους Ανεξάρτητους Αξιωματούχους της Δημοκρατίας πλην του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει τον Αρχηγό της Αστυνομίας και τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς·
“Βουλή” σημαίνει τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας·
“δημόσιος υπάλληλος” σημαίνει τον κάτοχο θέσης σε υπηρεσία υπαγόμενη στη Δημοκρατία ή σε υπηρεσία νομικού προσώπου ή οργανισμού δημοσίου δικαίου ιδρυθέντος και λειτουργούντος βάσει Νόμου προς το δημόσιο συμφέρον, δεν περιλαμβάνει όμως τον κάτοχο θέσης στη δικαστική υπηρεσία της Δημοκρατίας·
“Κοινοβουλευτική Επιτροπή” σημαίνει Κοινοβουλευτική Επιτροπή καταρτιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 73(3) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
3. Οι Κοινοβουλευτικές Επιτροπές, κατά την άσκηση των εργασιών τους στα πλαίσια των κατά νόμο αρμοδιοτήτων τους, έχουν εξουσία να ζητούν πληροφορίες, γραπτές ή προφορικές, από τις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας, από τα νομικά πρόσωπα και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, από τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και από τους ιδιώτες, και να ζητούν την προσαγωγήν εγγράφων, δημόσιων ή ιδιωτικών, που κατά την κρίση τους δύνανται να υποβοηθήσουν στην εκτέλεση του έργου τους, στο υπό εξέταση από τις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές θέμα.
4. Ανεξάρτητοι Αξιωματούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες, εμφανιζόμενοι ενώπιον Κοινοβουλευτικής Επιτροπής κατά τον ορισμένο τόπο και χρόνο, οφείλουν να καταθέτουν τα αληθή και να μην αρνούνται ή αποκρύπτουν ο,τιδήποτε τελεί σε γνώση τους, υπό τον έλεγχο ή την κατοχή τους και να προσαγάγουν οποιαδήποτε δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα τα οποία μπορούν, κατά την κρίση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, να υποβοηθήσουν στην εκτέλεση του έργου της, στο υπό εξέταση από αυτή θέμα.
5.-(1) Οι εν γνώσει καταθέτοντες, ενώπιον Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, ψευδή ή αποκρύπτοντες τα αληθή ή αρνούμενοι να προσέλθουν ενώπιον της ή να προσαγάγουν τα ζητηθέντα έγγραφα διαπράττουν το ποινικό αδίκημα της περιφρόνησης της Βουλής, τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή μέχρι .450 ή και με τις δύο ποινές.
(2) Οποιοσδήποτε παρέχει, προσφέρει ή υπόσχεται ανταμοιβή ή οποιοσδήποτε ασκεί προσωπική, επαγγελματική ή άλλου είδους επιρροή σε πρόσωπο το οποίο κλήθηκε ή πρόκειται να κληθεί για την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών ενώπιον Κοινοβουλευτικής Επιτροπής με βάση οποιαδήποτε συμφωνία ή συνεννόηση και του οποίου η κατάθεση δυνατό να επηρεαστεί ως αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, ή οποιοσδήποτε με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου αποπειράται να υποκινήσει οποιοδήποτε πρόσωπο στην κατακράτηση, αποσιώπηση ή απόκρυψη στοιχείων ή πληροφοριών ή στην παροχή ψευδών πληροφοριών ή στοιχείων ή στην απόκρυψη της αλήθειας διαπράττει αδίκημα, που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνες ή με χρηματική ποινή μέχρι τριακοσίων λιρών ή και με τις δύο ποινές.
(3) Τα κατά τα ανωτέρω περιστατικά στοιχειοθετούν, προκειμένου περί Ανεξάρτητων Αξιωματούχων ή δημόσιων υπαλλήλων, και πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τα προβλεπόμενα στους οικείους νόμους.
- 21/1985
- 12(I)/1993
6. Ο εμφανιζόμενος ενώπιον Κοινοβουλευτικής Επιτροπής δικαιούται να αρνηθεί μαρτυρία ή την προσαγωγή εγγράφου, δημόσιου ή ιδιωτικού αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Αν η ερώτηση τείνει να ενοχοποιήσει αυτόν ή την/τον σύζυγο του/της σε σχέση προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος τιμωρουμένου με την ποινή της φυλάκισης·
(β) προκειμένου μόνο περί ιδιώτη, αν η απάντηση σε ερώτηση πιθανόν να προκαλέσει άμεση περιουσιακή ζημιά ή ηθική βλάβη ή θα δημιουργήσει τον κίνδυνο ποινικής δίωξης του ιδίου ή συζύγου του ή συγγενή του εξ αίματος μέχρι και του δευτέρου βαθμού συγγενείας·
(γ) αν πρόκειται για ερώτηση στην οποία δεν μπορεί να απαντήσει χωρίς να παραβιάσει το ιερατικό, το ιατρικό, δημοσιογραφικό ή το δικηγορικό απόρρητο ή μυστικό ή χωρίς να αποκαλύψει το μυστικό τέχνης ή επαγγέλματος·
(δ) ειδικά προκειμένου μόνο περί δημόσιων υπαλλήλων, ο εμφανιζόμενος δικαιούται να αρνηθεί μαρτυρία ή την προσαγωγή εγγράφων αν απειλείται πρόκληση βλάβης ή ζημίας ή προσβολή του συμφέροντος της Δημοκρατίας σε θέματα άμυνας, ασφάλειας ή εξωτερικών σχέσεων. Στην περίπτωση αυτή ο δημόσιος υπάλληλος οφείλει να αναφέρει το ζήτημα στην ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή προς απόφαση, η δε αρμόδια αρχή, αφού συμβουλευτεί το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφασίζει ανάλογα επί του ζητήματος:
Νοείται ότι, υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω, η κατά τα άλλα κοινοποίηση πληροφορίας, γραπτής ή προφορικής, από δημόσιο υπάλληλο προς Κοινοβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συνιστά δέουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος.
7. Αν η Κοινοβουλευτική Επιτροπή μορφώσει την άποψη ότι οι εμφανισθέντες ενώπιον της κατέθεσαν ψευδή ή αρνήθηκαν ή απέκρυψαν τα αληθή ή δεν προσήγαγαν τα ζητηθέντα έγγραφα και ότι από το λόγο αυτό δυσχεραίνεται το έργο της στο υπό συζήτηση θέμα, συντάσσει σχετική έκθεση προς την Ολομέλεια της Βουλής η οποία και ενεργεί κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο 8.
8. Η ολομέλεια της Βουλής αφού εξετάσει σε κλειστή συνεδρία της την υποβαλλόμενη σύμφωνα με το άρθρο 7 έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ενεργεί ως ακολούθως:
(α) Προκειμένου περί Ανεξάρτητων Αξιωματούχων ή δημόσιων υπαλλήλων διαβιβάζει την έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να διερευνήσει κατά πόσον η συμπεριφορά του εμφανισθέντος ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής συνιστά περιφρόνηση προς τη Βουλή και στοιχειοθετεί πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τα προβλεπόμενα στους οικείους νόμους· ή
(β) προκειμένου περί οποιουδήποτε προσώπου, Ανεξάρτητου Αξιωματούχου, δημόσιου υπαλλήλου ή ιδιώτη, σε περιπτώσεις ιδιαίτερης για το δημόσιο συμφέρον σημασίας, είτε παραπέμπει το θέμα για διερεύνηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου (α), είτε αποφασίζει τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του επόμενου άρθρου προς διερεύνηση του θέματος.
9. Σε περίπτωση που η ολομέλεια της Βουλής αποφασίζει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής ορίζει και το Μέλος ή τα Μέλη της Επιτροπής αυτής όπως και τους όρους εντολής της. Με την ίδια απόφαση τάσσεται ταυτόχρονα και σύντομη κατά περίπτωση προθεσμία προς περάτωση της εξέτασης και υποβολή του πορίσματος της Επιτροπής προς την Ολομέλεια της Βουλής.
10.-(1) Η κατά τον παρόντα Νόμο λειτουργούσα Εξεταστική Επιτροπή ενεργεί πάσαν κατά την κρίση της αναγκαία εξέταση στοιχείων, γραπτών ή προφορικών.
(2) Ειδικότερα η Εξεταστική Επιτροπή έχει εξουσία-
(α) να ζητεί την προσαγωγή και κατάθεση εγγράφων·
(β) να κλητεύει και εξετάζει μάρτυρες, ενόρκως ή με ανώμοτο διαβεβαίωση, κατά τα οριζόμενα προκειμένου περί εξέτασης μαρτύρων σε ποινική διαδικασία·
(γ) να διατάσσει πραγματογνωμοσύνη και να καλεί εμπειρογνώμονες για να τη συμβουλεύουν και να τη συνδράμουν στο έργο της.
(3) Οι κατά το άρθρο 6 του παρόντος Νόμου εξαιρέσεις ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση, νοουμένου ότι ο αρνούμενος μαρτυρία ή προσαγωγή εγγράφου, προσκαλούμενος από την Εξεταστική Επιτροπή, υποχρεούται να βεβαιώσει ενόρκως ή με ανώμοτο διαβεβαίωση το γεγονός επί του οποίου στηρίζεται η κατά τα ανωτέρω άρνηση του.
(4) Καθόλη τη διάρκεια της έρευνας, ο οπωσδήποτε ενεχόμενος σε θέμα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας δικαιούται να παρίσταται διά συνηγόρου ή, κατόπιν άδειας της Εξεταστικής Επιτροπής, δι’ άλλου προσώπου.
(5) Υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω διατάξεων η Εξεταστική Επιτροπή ρυθμίζει ελεύθερα κατά τα άλλα την ενώπιον της διαδικασία.
11.-(1) Μετά την περάτωση του έργου της η Εξεταστική Επιτροπή αξιολογεί τις συλλεγείσες αποδείξεις και υποβάλλει αυτές στην Ολομέλεια της Βουλής, με αιτιολογημένη εισηγητική έκθεση, που περιλαμβάνει και τη γνώμη της τυχόν μειοψηφίας.
(2) Αν το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής είναι απαλλακτικό, σταματά οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Σε ενάντια περίπτωση η Βουλή αποφασίζει, σε μυστική και ειδική προς τούτο συνεδρία, κατά πόσον υπό τις περιστάσεις ενδείκνυται, προς το δημόσιο συμφέρον, προώθηση του θέματος ή μη.
(3) Αν η Βουλή αποφασίσει ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει περαιτέρω προώθηση του θέματος, διαβιβάζει το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής, μαζί με το συλλεγέν πραγματικό υλικό, προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, που αποφαίνεται τελικά για την ποινική δίωξη ή μη του κατά το πόρισμα ενεχομένου στο κατά τον παρόντα Νόμο ποινικό αδίκημα της περιφρόνησης της Βουλής.