10.-(1) Η κατά τον παρόντα Νόμο λειτουργούσα Εξεταστική Επιτροπή ενεργεί πάσαν κατά την κρίση της αναγκαία εξέταση στοιχείων, γραπτών ή προφορικών.
(2) Ειδικότερα η Εξεταστική Επιτροπή έχει εξουσία-
(α) να ζητεί την προσαγωγή και κατάθεση εγγράφων·
(β) να κλητεύει και εξετάζει μάρτυρες, ενόρκως ή με ανώμοτο διαβεβαίωση, κατά τα οριζόμενα προκειμένου περί εξέτασης μαρτύρων σε ποινική διαδικασία·
(γ) να διατάσσει πραγματογνωμοσύνη και να καλεί εμπειρογνώμονες για να τη συμβουλεύουν και να τη συνδράμουν στο έργο της.
(3) Οι κατά το άρθρο 6 του παρόντος Νόμου εξαιρέσεις ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση, νοουμένου ότι ο αρνούμενος μαρτυρία ή προσαγωγή εγγράφου, προσκαλούμενος από την Εξεταστική Επιτροπή, υποχρεούται να βεβαιώσει ενόρκως ή με ανώμοτο διαβεβαίωση το γεγονός επί του οποίου στηρίζεται η κατά τα ανωτέρω άρνηση του.
(4) Καθόλη τη διάρκεια της έρευνας, ο οπωσδήποτε ενεχόμενος σε θέμα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας δικαιούται να παρίσταται διά συνηγόρου ή, κατόπιν άδειας της Εξεταστικής Επιτροπής, δι’ άλλου προσώπου.
(5) Υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω διατάξεων η Εξεταστική Επιτροπή ρυθμίζει ελεύθερα κατά τα άλλα την ενώπιον της διαδικασία.