3.-(1) Παρά τας διατάξεις οιουδήποτε ετέρου Νόμου και οσάκις δεν διαλαμβάνηται εις αυτόν ειδική πρόνοια περί ψηφίσεως του ετησίου προϋπολογισμού δαπανών εκάστου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι προϋπολογισμοί ούτοι εν σχέσει προς εκάστον οικονομικόν έτος καθώς επίσης πας έτερος συμπληρωματικός προϋπολογισμός τούτων κατατίθενται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων διά ψήφισιν των περιλαμβανομένων εις τούτους δαπανών.
(2) Έκαστος προϋπολογισμός του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου απεικονίζει, καθ’ ο μέτρον είναι πρακτικώς δυνατόν, τα κονδύλια τα απαιτούμενα διά την αντιμετώπισιν των δαπανών αυτού, το ενεργητικόν και το παθητικόν αυτού, κατά την λήξιν του συμπληρωθέντος προηγουμένου οικονομικού έτους, τον τρόπον καθ’ ον το ενεργητικόν είναι επενδεδυμένον ή τηρείται και λεπτομερείας όσον αφορά εις τας εκκρεμείς υποχρεώσεις.
(3) Έκαστος προϋπολογισμός του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και πας συμπληρωματικός προϋπολογισμός αυτού υποβάλλονται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων, υπό μορφήν νομοσχεδίου, κατόπιν επεξεργασίας αυτού υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, υπό του κατά περίπτωσιν καθ’ ύλην αρμοδίου Υπουργού προς ψήφισιν.
(4) Έκαστος προϋπολογισμός του οικείου νομικού προσώπου κατατίθεται εις την Βουλήν των Αντιπροσώπων το αργότερον τρεις μήνας προ της υπό του οικείου αυτού νόμου καθοριζομένης ημερομηνίας ενάρξεως του οικονομικού έτους εις ο ούτος αναφέρεται. Εάν ο προϋπολογισμός ούτος δεν ψηφισθή υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων μέχρι της ημέρας ενάρξεως του οικονομικού έτους εις ο ούτος αφορά, η Βουλή των Αντιπροσώπων δύναται δι’ Αποφάσεως αυτής να παράσχη εξουσιοδότησιν ενεργείας οιασδήποτε απαιτουμένης δαπάνης υπό μορφήν δωδεκατημορίου, καθ’ ον τρόπον παρέχει την εξουσιοδότησιν της εις την περίπτωσιν του κρατικού προϋπολογισμού.