6.-(1) Δεν ορίζεται χρόνος αποπληρωμής του “Δανείου Α”, και του “Δανείου Β”, η αποπληρωμή όμως ή η μερική εξόφληση τους ενεργείται σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στις επόμενες διατάξεις του παρόντα Νόμου.
(2) Ο Υπουργός έχει την ευχέρεια να απαιτήσει την αποπληρωμή του “Δανείου Α”, οποτεδήποτε διαπιστώσει ότι η Τράπεζα δεν έχει οποιοδήποτε κεφαλαιουχικό έλλειμμα που να δικαιολογεί την ύπαρξη του “Δανείου Α”. Η υποχρέωση για αποπληρωμή του “Δανείου Α” συνεπάγεται ταυτόχρονα και την υποχρέωση για αποπληρωμή του “Δανείου Β”.
(3) Ο Υπουργός έχει την ευχέρεια, ανάλογα με την εκάστοτε κρατούσα οικονομική κατάσταση της Τράπεζας, να απαιτήσει μερική εξόφληση του “Δανείου Α”, οποτεδήποτε διαπιστώσει πως το κεφαλαιουχικό έλλειμμα της Τράπεζας μειώθηκε σε βαθμό που να επιτρέπει τη μερική εξόφληση του “Δανείου Α”. Η κατά το παρόν εδάφιο μερική εξόφληση του “Δανείου Α” τελεί σε άμεση συνάρτηση προς το ποσό κατά το οποίο μειώθηκε το κεφαλαιουχικό έλλειμμα της Τράπεζας.
(4) Οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργού σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) γνωστοποιείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
(5) Σε περίπτωση που εκδίδεται διάταγμα εκκαθαρίσεως της Τράπεζας σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985 και 1987, ή σε οποιοδήποτε άλλο εκάστοτε σε ισχύ νόμο, το “Δάνειο Α” και το “Δάνειο Β” καθίστανται άμεσα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά. Το “Δάνειο Β” και η “Κατάθεση” περιέρχονται στον εκκαθαριστή και καταλέγονται στο προς ικανοποίηση των δανειστών διαθέσιμο ενεργητικό της Τράπεζας.