18.-(1) Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια προς χορήγηση ατομικών εξαιρέσεων από τις διατάξεις του άρθρου 4.
(2) Η εξαίρεση χορηγείται κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων, εφόσο προηγηθεί η ενέργεια γνωστοποιήσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου.
(3) H αίτηση υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει όλες τις αναγκαίες για την κρίση της Επιτροπής πληροφορίες.
(4) Οι διατάξεις του άρθρου 16 που αφορούν στις διαδικασίες και το χειρισμό αιτήσεων για χορήγηση ατομικής αρνητικής πιστοποίησης ισχύουν και προκειμένου περί αιτήσεων για χορήγηση ατομικής εξαίρεσης.
(5) Κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας, η Επιτροπή, λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις και επιτρέπει τη σύμπραξη εφόσο συντρέχουν όλες οι εις το εδάφιο (1) του άρθρου 5 καθορισμένες προϋποθέσεις.
(6) Στη σχετική απόφαση της η Επιτροπή-
(α) καθορίζει το χρόνο έναρξης της εξαίρεσης, που δε δύναται να είναι προγενέστερος της κατά το άρθρο 21 γνωστοποίησης
(β) καθορίζει τη διάρκεια της ισχύος της εξαίρεσης, που δε δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη και
(γ) δυνατόν να θέτει όρους στη χορήγηση της εξαίρεσης, συναφείς προς τους καθορισμένους στο εδάφιο (1) του άρθρου 5 σκοπούς.
(7) Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να ανανεωθεί αν εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αρχικά εκδόθηκε η απόφαση. Η ανανέωση χορηγείται κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται στην Επιτροπή δύο τουλάχιστο μήνες πριν από τη λήξη της εξαίρεσης. Η Επιτροπή δύναται να ανανεώσει την εξαίρεση υπό τους αυτούς ή νέους όρους.
(8) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει απόφαση της προς χορήγηση εξαίρεσης-
(α) αν μεταβλήθηκε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση της
(β) αν δεν τηρήθηκαν οι όροι από τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση
(γ) αν η απόφαση οφείλεται σε παραπλάνηση της Επιτροπής, με την παροχή ανακριβών πληροφοριών ή την απόκρυψη των αληθών
(δ) σε περίπτωση κατάχρησης της εξαίρεσης από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.
(9) Στις περιπτώσεις (β), (γ) και (δ) του προηγούμενου εδαφίου η Επιτροπή δύναται να προσδώσει στην περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως απόφαση της αναδρομική ισχύ, ανατρέχουσα στο χρόνο κατά τον οποίο διαπιστώθηκε παραβίαση του όρου υπό τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση, στο χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε η κατά παραπλάνηση της Επιτροπής απόφαση ή διαπιστώθηκε η κατάχρηση, ανάλογα με την περίπτωση.