ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Οι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμοι του 1989 μέχρι (Αρ. 2) του 2000 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμοι του 1989 μέχρι (Αρ. 2) του 2000.

Ερμηνεία

2. Εις τον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

“αγαθό” σημαίνει οποιοδήποτε πράγμα αποτιμητό σε χρήμα και ικανό να αποτελέσει το αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής

“δεσπόζουσα θέση” σε αναφορά προς επιχείρηση, σημαίνει τη θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει μια επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά ενός συγκεκριμένου προϊόντος και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές

“Δημόσιο” σημαίνει το Κράτος, τους Δήμους και τις Κοινότητες

“δημοσιονομικό μονοπώλιο” σημαίνει την επιχείρηση που έχει μονοπωλιακή θέση στην αγορά λόγω των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της παρέχει το Κράτος με σκοπό την αύξηση των εσόδων του Κράτους

“εμπόριο” σημαίνει κάθε φύσεως οικονομική δραστηριότητα και περιλαμβάνει τόσο την προμήθεια αγαθών όσο και την προμήθεια υπηρεσιών

“εναρμονισμένη πρακτική” σημαίνει θετική ενέργεια που αν και υπολείπεται της πραγματικής συμφωνίας εν τούτοις απολήγει στην ευθυγράμμιση των δραστηριοτήτων επιχειρήσεων

“ένωση επιχειρήσεων” σημαίνει οργανισμό οποιασδήποτε φύσεως, με νομική προσωπικότητα ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που εκπροσωπεί τα εμπορικά συμφέροντα άλλων επί μέρους διακεκριμένων επιχειρήσεων και λαμβάνει αποφάσεις ή έρχεται σε συμφωνίες προς προώθηση των συμφερόντων αυτών

“Επιτροπή” σημαίνει την κατά το άρθρο 8 του παρόντος Νόμου καθιστάμενη Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού

“επιχείρηση” σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί οικονομικής ή εμπορικής φύσεως δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν οι δραστηριότητες της είναι κερδοσκοπικές ή όχι( περιλαμβάνει δε κάθε επιχείρηση ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου στην οποία το Δημόσιο δύναται να ασκήσει, άμεσα ή έμμεσα, λόγω κυριότητας, οικονομικής συμμετοχής ή δυνάμει διατάξεων που τη διέπουν, αποφασιστική επιρροή.

Τεκμαίρεται ότι ασκείται αποφασιστική επιρροή όταν το Δημόσιο άμεσα ή έμμεσα-

(i) Διαθέτει την πλειοψηφία του καλυφθέντος κεφαλαίου της επιχείρησης, ή

(ii) διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μερίδια της επιχείρησης, ή

(iii) δύναται να ορίζει άνω του ημίσεος του αριθμού των μελών των οργάνων της διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας της επιχείρησης

“καθορισμένος” σημαίνει καθορισμένος κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του παρόντος Νόμου

“καταναλωτής” σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων και των επιχειρήσεων, στο οποίο γίνεται η προμήθεια ενός προϊόντος

“Πρόεδρος” σημαίνει τον Πρόεδρο της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, και περιλαμβάνει τον αναπληρωτή Πρόεδρο

“προϊόν” σημαίνει οποιοδήποτε αγαθό και για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου περιλαμβάνει και τις υπηρεσίες.

“προμήθεια” περιλαμβάνει την πώληση, την ανταλλαγή, την εκμίσθωση, την ενοικιαγορά και την προσφορά προς τούτο

“σύμπραξη” σημαίνει οποιαδήποτε τυπική ή άτυπη, γραπτή ή άγραφη, εκτελεστή κατά νόμο ή μη, συμφωνία, ή την εναρμονισμένη πρακτική δυο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή την απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου δε θεωρείται ως σύμπραξη η συμφωνία ή η εναρμονισμένη πρακτική-

(i) πατρικής και θυγατρικής εταιρείας αν-

(α) αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική ενότητα μέσα στην οποία η θυγατρική δεν έχει πραγματική ελευθερία καθορισμού του δικού της τρόπου ενέργειας και

(β) η συμφωνία ή η εναρμονισμένη πρακτική αφορά αποκλειστικά στον καταμερισμό δραστηριοτήτων μεταξύ πατρικής και θυγατρικής εταιρείας.

(ii) Δύο ή περισσότερων θυγατρικών εταιρειών, εφόσο αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική οντότητα με την πατρική.

“συμφωνία” σημαίνει οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ δυο επιχειρήσεων, δυνάμει της οποίας το ένα των μερών εκουσίως αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει την ελευθερία του προς ενέργεια αναφορικά με το άλλο των μερών

“Υπηρεσία” σημαίνει την Υπηρεσία της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού

“υπηρεσίες” σημαίνει την ανάληψη και εκτέλεση, επί κέρδει ή επ’ αμοιβή, κάθε φύσεως υποχρεώσεων, με εξαίρεση την παραγωγή και την προμήθεια αγαθών, και περιλαμβάνει τις επαγγελματικές υπηρεσίες, όχι όμως τις υπηρεσίες που παρέχονται στον εργοδότη δυνάμει συμβάσεων μισθώσεως εργασίας

“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΩΝ
Έλεγχος περιοριστικών του εμπορίου συμπράξεων ή πράξεων επιχειρήσεων

3. Σε έλεγχο, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο, υπόκεινται όλες οι συμπράξεις ή πράξεις επιχειρήσεων που είναι ικανές ή επιτήδειες, ένεκα της σύμπραξης ή της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων στην αγορά ενός προϊόντος-

(α) να περιορίσουν την ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά ή

(β) να περιορίσουν σε αισθητό βαθμό τον ανταγωνισμό ή

(γ) να παραβλάψουν τα συμφέροντα των καταναλωτών.

Απαγόρευση περιοριστικών του εμπορίου συμπράξεων και ακυρότητα αυτών

4.-(1) Απαγορεύονται όλες οι συμπράξεις επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα δε οι συνιστάμενες-

(α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής

(β) στον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων

(γ) στη γεωγραφική ή άλλη κατανομή των αγορών ή των πηγών προμήθειας

(δ) στην εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση

(ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή από μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, κατά τη φύση τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

(2) Οι κατά το άρθρο αυτό απαγορευμένες συμπράξεις, είναι άκυρες εξ υπαρχής.

(3) Κατ’ εξαίρεση, συμπράξεις επιχειρήσεων εμπίπτουσες στις προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού, δύνανται να επιτραπούν και να κριθούν έγκυρες κατά νόμο και ισχυρές είτε δυνάμει Διατάγματος είτε μετ’ απόφασης της Επιτροπής, εφόσο συντρέχουν οι εις το επόμενο άρθρο οριζόμενες προϋποθέσεις.

Εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 4 είτε κατά κατηγορία, με Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, είτε κατά περίπτωση, με ατομική εξαίρεση ύστερα από απόφαση της Επιτροπής

5.-(1) Σύμπραξη επιχειρήσεων ή κατηγορία συμπράξεων, που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4, δύναται να επιτραπεί και να κριθεί έγκυρη κατά νόμο και ισχυρή εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Συμβάλλει, με εύλογη συμμετοχή των καταναλωτών στην προκύπτουσα ωφέλεια, στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής αγαθών ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου

(β) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς πέραν των απολύτως αναγκαίων προς επίτευξη των πιο πάνω σκοπών και

(γ) δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις στις οποίες αφορά η σύμπραξη τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της αγοράς του οικείου προϊόντος.

(2) Η εξαίρεση από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4 κατά κατηγορία συμπράξεων χορηγείται δυνάμει Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδίδεται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά προηγούμενη αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(3) Συμπράξεις που ανήκουν σε κατηγορία διεπόμενη από Διάταγμα εκδοθέν κατά τις διατάξεις του εδαφίου (2) δεν απαιτείται να γνωστοποιηθούν.

(4) Η ατομική εξαίρεση συγκεκριμένης σύμπραξης από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4 χορηγείται με απόφαση της Επιτροπής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου.

Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης

6.-(1) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης στην αγορά ενός προϊόντος.

(2) Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης συνιστά ειδικότερα οποιαδήποτε πράξη μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, που κατέχει ή κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, αν η πράξη αυτή έχει σαν αντικείμενο ή αποτέλεσμα ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα-

(α) τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών υπό τις περιστάσεις όρων συναλλαγής

(β) στον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης, ή της τεχνολογικής ανάπτυξης προς ζημιά των καταναλωτών

(γ) στην εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση

(δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή από μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, κατά τη φύση τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

(3) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη τους ακόμη κι ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δε διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση.

Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης, στη διακοπή εμπορικών σχέσεων με ανάληψη ή μεταφορά των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται με τις εν λόγω εμπορικές σχέσεις κατά τρόπο που επηρεάζει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.

(4) Η Επιτροπή έχει την ευχέρεια να καλεί οποτεδήποτε επιχείρηση που κατά την κρίση της κατέχει, είτε αφ’ εαυτής είτε από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, δεσπόζουσα θέση στην αγορά ενός προϊόντος, να της γνωστοποιεί στοιχεία αναφορικά με τις δραστηριότητες της και για τις διευθετήσεις της με άλλες επιχειρήσεις.

Εκ του Νόμου εξαιρέσεις

7. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται-

(α) Σε συμφωνίες που αναφέρονται σε μισθούς και όρους απασχόλησης και εργασίας.

(β) Σε επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των διατάξεων αυτών εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί από το Δημόσιο.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου τεκμαίρεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου εμποδίζει, νομικά ή πραγματικά, την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής των πιο πάνω επιχειρήσεων όταν δεν υπάρχει οικονομικός ή τεχνικός τρόπος στη διάθεση των επιχειρήσεων αυτών που να συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να επιτρέπει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί από το Δημόσιο.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΣΥΣΤΑΣΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Σύσταση Επιτροπής..

8. Συνιστάται ανεξάρτητη Επιτροπή, καλούμενη “Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού” στην αρμοδιότητα της οποίας ανήκουν η διερεύνηση παραβάσεων των άρθρων 4 και 6, η έκδοση αποφάσεων επί καταγγελιών και αιτήσεων και η παροχή γνωμών κατά τα οριζόμενα εις τον παρόντα Νόμο.

Σύνθεση Επιτροπής..

9.-(1) Η Επιτροπή είναι πενταμελής και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη, τα οποία διορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Υπουργού.

(2) Πρόεδρος της Επιτροπής διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο νομικός εγνωσμένου κύρους και ήθους, ο οποίος υπηρετεί υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

(3) Μέλη της επιτροπής διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο πρόσωπα με ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά, τα οικονομικά, το εμπόριο ή τη βιομηχανία, ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου. Δύο τουλάχιστο των μελών διορίζονται ιδιώτες.

(4) Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο και τα μέλη να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

(5) Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής είναι πενταετής και δύναται να ανανεωθεί μόνο μια φορά σύμφωνα με τις περί διορισμού διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(6) Σε περίπτωση που ο Πρόεδρος κωλύεται προσωρινά από οποιαδήποτε αιτία, στην άσκηση των καθηκόντων του, διορίζεται αναπληρωτής Πρόεδρος με διορισμό ενός των μελών στη θέση αυτή. Ο εν λόγω διορισμός γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Υπουργού και δε δύναται να υπερβαίνει την περίοδο των 6 μηνών:

Νοείται ότι ο διορισμός αυτός δεν επηρεάζει τη σύσταση της Επιτροπής και ότι ο αναπληρωτής Πρόεδρος δεν υπηρετεί κατ’ ανάγκη υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

(7) Επιτρέπεται ο διορισμός αναπληρωματικού μέλους, προς αναπλήρωση του τακτικού μέλους, σε περίπτωση που το τακτικό μέλος κωλύεται προσωρινά, από οποιαδήποτε αιτία, στην άσκηση των καθηκόντων του. Ο εν λόγω διορισμός γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις περί διορισμού διατάξεις του παρόντος άρθρου και δε δύναται να υπερβαίνει την περίοδο των 6 μηνών.

(8) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή μέλους της Επιτροπής χηρεύσει πριν από τη λήξη της θητείας της Επιτροπής, το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) προβαίνει στο διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του προέδρου ή μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, του οποίου η θέση έχει χηρεύσει, τηρουμένων των προνοιών των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου. Η θητεία Προέδρου ή μέλους της Επιτροπής που διορίζεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου, δύναται να ανανεωθεί δύο φορές νοουμένου ότι κατά τον πρώτο του διορισμό ο Πρόεδρος ή το μέλος καλείται να υπηρετήσει για περίοδο μικρότερη των δύο ετών και έξι μηνών.

(9) Στα μέλη της Επιτροπής χορηγείται μηνιαία ή κατά συνεδρία αποζημίωση καθοριζομένη με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Απολαβές Προέδρου

9Α. Η αντιμισθία του Προέδρου της Επιτροπής ορίζεται με νόμο και δεν μπορεί να μεταβληθεί δυσμενώς για τον Πρόεδρο μετά το διορισμό του.

Φύση υπηρεσίας Προέδρου..

9Β. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής υπόκειται στο ωράριο εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους, που ορίζεται εκάστοτε από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Απαγόρευση ιδιωτικής απασχόλησης Προέδρου

9Γ. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολείται σ’ επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχεται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων του, παρά μόνο με την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου.

Άδεια και άλλα ωφελήματα Προέδρου

9Δ. Στον Πρόεδρο της Επιτροπής μπορεί να χορηγείται άδεια απουσίας, αναρρωτική άδεια και άλλα ωφελήματα, όπως καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Χηρεία θέσεως

10.-(1) Η θέση του Προέδρου ή μέλους της Επιτροπής χηρεύει-

(α) σε περίπτωση θανάτου

(β) σε περίπτωση παραίτησης που ενεργείται με έγγραφο απευθυνόμενο προς το Υπουργικό Συμβούλιο ή

(γ) σε περίπτωση κωλύματος στην άσκηση των καθηκόντων του για περίοδο άνω των 6 μηνών

(δ) σε περίπτωση έκπτωσης που κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο επόμενο εδάφιο.

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο κηρύσσει έκπτωτο τον Πρόεδρο ή μέλος της Επιτροπής, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Αν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως ή αν εκδόθηκε κατ’ αυτού διάταγμα διορισμού συνδίκου ή αν ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του

(β) αν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση φρενοβλάβιας ή άνοιας

(γ) αν καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα

(δ) αν λόγω φυσικής αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα του

(ε) αν απόκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του και δεν υπέβαλε την παραίτηση του

(στ) αν καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον ή

(ζ) ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες της Επιτροπής για τρεις συνεχείς φορές.

Εξουσίες Προέδρου..

11.-(1) Ο Πρόεδρος προϊσταται της Επιτροπής και της Υπηρεσίας της, συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο και υπογράφει τα πρακτικά και κάθε άλλο σημαντικό έγγραφο.

(2) Ο Πρόεδρος μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων και για την άσκηση των λοιπών κατά νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και εκπροσωπεί την Επιτροπή ενώπιον των δικαστικών ή άλλων αρχών.

Σύγκληση συνεδρίας

12.-(1) Ο Πρόεδρος συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία οπότε κρίνει τούτο αναγκαίο, οφείλει όμως να συγκαλέσει συνεδρία το ενωρίτερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση σε προθεσμία ενός μηνός, αν το ζητήσουν γραπτώς δύο τουλάχιστο μέλη της Επιτροπής που καθορίζουν συγχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.

(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή, και απευθύνεται προς όλα τα μέλη της Επιτροπής επτά τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία( κατ’ εξαίρεση, σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, συνεδρία της Επιτροπής συγκαλείται με πρόσκληση που επιδίδεται στα μέλη είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.

(3) Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον Πρόεδρο και κοινοποιείται μαζί με την πρόσκληση σε συνεδρία. Κατ’ εξαίρεση, σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, μετ’ απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εισαχθεί προς συζήτηση θέμα εκτός ημερήσιας διατάξεως, τόσο από τον Πρόεδρο όσο και από μέλος της Επιτροπής.

Απαρτία και λήψη αποφάσεων

13.-(1) Η Επιτροπή συνεδριάζει νομίμως αν στη συνεδρία παρίσταται ο Πρόεδρος και δύο από τα μέλη της Επιτροπής.

(2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας κατισχύει η ψήφος του Προέδρου.

Υποεπιτροπές

13Α.-(1) Η Επιτροπή μπορεί με απόφαση της να δημιουργεί υποεπιτροπές που να απαρτίζονται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη της.

(2) Η Επιτροπή μπορεί να αναθέσει σε σχέση με συγκεκριμένες συμπράξεις ή καταγγελίες τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο Μέρος IV του παρόντος Νόμου σε υποεπιτροπή.

(3) Υποεπιτροπή συνεδριάζει νομίμως αν στη συνεδρία παρίσταται ο Πρόεδρος και το σύνολο των μελών της.

(4) Οι αποφάσεις των υποεπιτροπών λαμβάνονται κατά πλειοψηφία.

(5) Εκάστη υποεπιτροπή, σε σχέση με τη συγκεκριμένη σύμπραξη ή καταγγελία που της έχει ανατεθεί, ασκεί οποιαδήποτε εξουσία και υπέχει οποιαδήποτε υποχρέωση που δυνάμει του παρόντος Νόμου ανατίθεται στην Επιτροπή.

(6) Οι αποφάσεις των υποεπιτροπών θεωρούνται αποφάσεις της Επιτροπής.

Κανόνες που διέπουν την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία

14.-(1) Κατά την ενώπιον της Επιτροπής συζήτηση των κατά τον παρόντα Νόμο υποβαλλόμενων αιτήσεων για ατομική αρνητική πιστοποίηση ή ατομική εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 4 και των κατά τον παρόντα Νόμο υποβαλλόμενων καταγγελιών δύνανται να παρίστανται αυτοπροσώπως, μετά ή διά πληρεξούσιου δικηγόρου, αυτοί που υπέβαλαν την αίτηση ή την καταγγελία. Το αυτό ισχύει και προκειμένου περί των επιχειρήσεων κατά των οποίων κινήθηκε αυτεπαγγέλτως από την Επιτροπή ή ενώπιον της διαδικασίας για παραβάσεις των άρθρων 4 και 6 και περί τρίτων φυσικών ή νομικών προσώπων, που έχουν επαρκές έννομο συμφέρον στην υπό συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής υπόθεση.

(2) Εις όλους τους κατά τα ανωτέρω καλουμένους να παραστούν τάσσεται εύλογη υπό τις περιστάσεις, προθεσμία, που σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.

(3) Εις τους κατά τα ανωτέρω μετέχοντες της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας παρέχεται κάθε δυνατή ευκαιρία προς γραπτή ανάπτυξη της υπόθεσης τους και τάσσεται προς τούτο εύλογη προθεσμία που σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.

(4) Σε ότι αφορά την Επιτροπή ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες-

(α) δεν έχει υποχρέωση η Επιτροπή να κοινοποιήσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ολόκληρο το σχηματισθέντα από την Επιτροπή φάκελο επί της υπόθεσης( οφείλει όμως να κοινοποιήσει προς αυτή εκείνα τα έγγραφα του φακέλου πάνω στα οποία προτίθεται να στηρίξει την απόφαση της( ή, αν τα έγγραφα αυτά είναι ήδη προσιτά στην επιχείρηση, να της τα υποδείξει γραπτώς, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι έγκαιρα ενήμερη όλων των εγγράφων που θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία

(β) δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφαση της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α).

(γ) Η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί ολόκληρο το έγγραφο προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση και όχι απλό απόσπασμα.

(δ) Η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση κάθε άλλο έγγραφο που συντάσσεται από αυτή και υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα ενώπιον της έγγραφα.

(ε) Επιφυλασσομένων των οικείων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο εσωτερικός Κανονισμός που διέπει τις εργασίες της Επιτροπής καθορίζεται ελεύθερα από την ίδια την Επιτροπή.

Αποφάσεις της Επιτροπής

15.-(1) Οι αποφάσεις της Επιτροπής, πλήρως αιτιολογημένες, κοινοποιούνται προς κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση και δημοσιεύονται κατά τα οριζόμενα σε Διάταγμα που εκδίδεται από τον Υπουργό κατόπιν γνώμης της Επιτροπής και δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής αποκτούν ισχύ από της κοινοποίησης τους. Πλημμελής κοινοποίηση δεν επηρεάζει το έγκυρο της απόφασης.

Υπηρεσία της Επιτροπής

15Α.-(1) Η Επιτροπή κατά την ενάσκηση του έργου της έχει δική της Υπηρεσία, το προσωπικό της οποίας αποτελείται από λειτουργούς, όπως καθορίζεται με νόμο.

(2) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας της Επιτροπής είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και διορίζονται όπως προβλέπεται στον εκάστοτε ισχύοντα περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Ένας εκ των μελών του προσωπικού ενεργεί ως Γραμματέας.

Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2000, σε περίπτωση κατάργησης της Υπηρεσίας της Επιτροπής τα μέλη του προσωπικού της θα ενταχθούν σε κατάλληλο Υπουργείο, Τμήμα ή Υπηρεσία χωρίς οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους υπηρεσίας τους, νοουμένου ότι τα καθήκοντα τα οποία θα εκτελούν δυνατό να διαφοροποιηθούν.

(3) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας της Επιτροπής μπορούν, σύμφωνα με τις οδηγίες του Προέδρου, να παρίστανται στις συνεδριάσεις της Επιτροπής και να ενημερώνουν ή/και να εκφράζουν άποψη προς την Επιτροπή αναφορικά με θέματα που τους έχουν ανατεθεί.

(4) Ο Γραμματέας είναι υπεύθυνος για την Υπηρεσία της Επιτροπής και, σύμφωνα με οποιεσδήποτε οδηγίες που δυνατό να δοθούν σ’ αυτόν από τον Πρόεδρο, παρίσταται στις συνεδριάσεις της Επιτροπής και τηρεί πρακτικά.

ΜΕΡΟΣ IV ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Ατομική αρνητική πιστοποίηση

16.-(1) Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια προς χορήγηση ατομικών αρνητικών πιστοποιήσεων κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(2) Κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων η Επιτροπή πιστοποιεί, μέσα σε εύλογη προθεσμία από της υποβολής της οικείας αίτησης ότι, με βάση τα τεθέντα υπόψη της και γνωστά εις αυτή στοιχεία, δεν υφίσταται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 ή 6. Η αρνητική αυτή πιστοποίηση δύναται να αφορά και μέλλουσα να πραγματοποιηθεί σύμπραξη ή πράξη επιχειρήσεων, εμπίπτουσα στις ανωτέρω διατάξεις.

(3) Η αίτηση υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει όλες τις αναγκαίες για την κρίση της Επιτροπής πληροφορίες. Η αίτηση δύναται να υποβληθεί και από ένα μόνο των μερών, χωρίς τη συγκατάθεση των λοιπών. Στην περίπτωση αυτή αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται από την Επιτροπή και προς τα λοιπά μέρη.

(4) Η Επιτροπή δύναται οποτεδήποτε να ζητήσει από τον αιτούντα ή από τρίτους συμπληρωματικά στοιχεία.

(5) Η Επιτροπή δημοσιεύει σύνοψη της αίτησης και καλεί κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο να υποβάλει μέσα σε τακτή προθεσμία τις παρατηρήσεις του σε ότι αφορά την αίτηση.

(6) Κατά τη δημοσίευση η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων προς προστασία των επιχειρηματικών τους μυστικών.

(7) Η Επιτροπή δικαιούται κατά πάντα χρόνο να ανακαλέσει προηγούμενη απόφαση της εκδοθείσα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), αν μεταγενέστερα τεθούν υπόψη της νέα στοιχεία, που δε δικαιολογούν την πιστοποίηση.

(8) Μέχρις ότου ανακληθή η απόφαση της Επιτροπής, οι συμπράξεις ή πράξεις επιχειρήσεων στις οποίες αφορά η κατά το εδάφιο (2) εκδοθείσα αρνητική πιστοποίηση, λογίζονται κατά νόμο ισχυρές και έγκυρες, εκτός αν αποδειχθεί πως η έκδοση της πιστοποίησης οφείλεται σε παραπλάνηση της Επιτροπής, με την παροχή ανακριβών πληροφοριών ή την απόκρυψη των αληθών. Στην περίπτωση αυτή, ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ή άλλη ευθύνη, η αρνητική πιστοποίηση με απόφαση της Επιτροπής κηρύσσεται ανυπόστατη.

(9) Εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σε αίτηση προς χορήγηση ατομικής αρνητικής πιστοποίησης τιμωρείται με απόφαση της Επιτροπής με πρόστιμο από εκατόν μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

Αρνητική πιστοποίηση κατά κατηγορία

17. Με γνωστοποίηση της που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας η Επιτροπή δύναται να καθορίσει κατηγορία ή κατηγορίες συμπράξεων που υπό τις καθορισμένες στη γνωστοποίηση προϋποθέσεις θεωρούνται ως μη εμπίπτουσες στις διατάξεις του άρθρου 4(1) του παρόντος Νόμου και, είναι κατά πάντα έγκυρες και κατά νόμο ισχυρές.

Εξουσία της Επιτροπής προς χορήγηση ατομικών εξαιρέσεων

18.-(1) Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια προς χορήγηση ατομικών εξαιρέσεων από τις διατάξεις του άρθρου 4.

(2) Η εξαίρεση χορηγείται κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων, εφόσο προηγηθεί η ενέργεια γνωστοποιήσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου.

(3) H αίτηση υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τύπο και περιέχει όλες τις αναγκαίες για την κρίση της Επιτροπής πληροφορίες.

(4) Οι διατάξεις του άρθρου 16 που αφορούν στις διαδικασίες και το χειρισμό αιτήσεων για χορήγηση ατομικής αρνητικής πιστοποίησης ισχύουν και προκειμένου περί αιτήσεων για χορήγηση ατομικής εξαίρεσης.

(5) Κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας, η Επιτροπή, λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις και επιτρέπει τη σύμπραξη εφόσο συντρέχουν όλες οι εις το εδάφιο (1) του άρθρου 5 καθορισμένες προϋποθέσεις.

(6) Στη σχετική απόφαση της η Επιτροπή-

(α) καθορίζει το χρόνο έναρξης της εξαίρεσης, που δε δύναται να είναι προγενέστερος της κατά το άρθρο 21 γνωστοποίησης

(β) καθορίζει τη διάρκεια της ισχύος της εξαίρεσης, που δε δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη και

(γ) δυνατόν να θέτει όρους στη χορήγηση της εξαίρεσης, συναφείς προς τους καθορισμένους στο εδάφιο (1) του άρθρου 5 σκοπούς.

(7) Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να ανανεωθεί αν εξακολουθούν να  συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αρχικά εκδόθηκε η απόφαση. Η ανανέωση χορηγείται κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται στην Επιτροπή δύο τουλάχιστο μήνες πριν από τη λήξη της εξαίρεσης. Η Επιτροπή δύναται να ανανεώσει την εξαίρεση υπό τους αυτούς ή νέους όρους.

(8) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει απόφαση της προς χορήγηση εξαίρεσης-

(α) αν μεταβλήθηκε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση της

(β) αν δεν τηρήθηκαν οι όροι από τους οποίους εκδόθηκε η απόφαση

(γ) αν η απόφαση οφείλεται σε παραπλάνηση της Επιτροπής, με την παροχή ανακριβών πληροφοριών ή την απόκρυψη των αληθών

(δ) σε περίπτωση κατάχρησης της εξαίρεσης από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

(9) Στις περιπτώσεις (β), (γ) και (δ) του προηγούμενου εδαφίου η Επιτροπή δύναται να προσδώσει στην περί ανακλήσεως ή τροποποιήσεως απόφαση της αναδρομική ισχύ, ανατρέχουσα στο χρόνο κατά τον οποίο διαπιστώθηκε παραβίαση του όρου υπό τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση, στο χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε η κατά παραπλάνηση της Επιτροπής απόφαση ή διαπιστώθηκε η κατάχρηση, ανάλογα με την περίπτωση.

Γνωστοποίηση παλαιών συμπράξεων

19.-(1) Παλαιά είναι η σύμπραξη που πραγματοποιήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Όλες οι παλαιές συμπράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4, εφόσο επιζητείται ατομική εξαίρεση τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, επιβάλλεται να γνωστοποιηθούν στην Επιτροπή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(3) Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 χορηγεί εξαίρεση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18, με αναδρομική ισχύ από της πραγματοποιήσεως της σύμπραξης( σε ενάντια περίπτωση διατάσσει ή συνιστά στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ένωση επιχειρήσεων όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσουν τη σύμπραξη ή τροποποιήσουν αυτή κατά τρόπο ώστε να μην εμπίπτει πλέον στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4.

(4) Οι παλαιές συμπράξεις δεόντως και έγκαιρα γνωστοποιούμενες λογίζονται προσωρινά έγκυρες και κατά νόμο ισχυρές, μέχρις ότου εκδοθεί η οικεία απόφαση της Επιτροπής.

(5) Δεν επιτρέπεται η επιβολή προστίμου για παλαιά σύμπραξη που γνωστοποιήθηκε έγκαιρα κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) για τον προ της αποφάσεως της Επιτροπής χρόνο.

Γνωστοποίηση νέων συμπράξεων

20.-(1) Νέα είναι η σύμπραξη που πραγματοποιείται μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(2) Όλες οι νέες συμπράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4, εφόσο επιζητείται ατομική εξαίρεση τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, επιβάλλεται να γνωστοποιηθούν στην Επιτροπή κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο.

(3) Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 χορηγεί εξαίρεση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18 με αναδρομική ισχύ από της ημερομηνίας της γνωστοποίησης, η δε σύμπραξη καθίσταται κατά πάντα έγκυρη και κατά νόμο ισχυρή για τον καθορισμένο στην απόφαση της Επιτροπής χρόνο.

(4) Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 και αρνηθεί τη χορήγηση εξαίρεσης, η σύμπραξη είναι άκυρη εξ υπαρχής( η κατά το εδάφιο (4) του προηγούμενου άρθρου προσωρινή εγκυρότητα των δεόντως και εγκαίρως γνωστοποιουμένων παλαιών συμπράξεων δεν ισχύει προκειμένου περί των κατά το άρθρο αυτό γνωστοποιούμενων νέων συμπράξεων.

(5) Δεν επιτρέπεται η επιβολή προστίμου για σύμπραξη που γνωστοποιήθηκε κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) για το μετά τη γνωστοποίηση και μέχρι της εκδόσεως της οικείας απόφασης της Επιτροπής χρόνο.

Τύπος και περιεχόμενο γνωστοποίησης

21.-(1) Η γνωστοποίηση συμπράξεων, παλαιών και νέων, ενεργείται κατά τον αυτό, όπως και η αίτηση για ατομική εξαίρεση, τύπο.

(2) Το έντυπο της γνωστοποίησης υποβάλλεται στην Επιτροπή. Η γνωστοποίηση τελειούται από της ημερομηνίας λήψεως του εντύπου από την Επιτροπή ή από της ημερομηνίας που ταχυδρομήθηκε με συστημένη επιστολή.

(3) Η γνωστοποίηση δύναται να ενεργηθεί είτε από όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, είτε από μία από αυτές ενεργούσα είτε αφ’ εαυτής είτε και για τις λοιπές, είτε από τρίτα δεόντως εξουσιοδοτημένα πρόσωπα. Σε περίπτωση που η γνωστοποίηση δεν ενεργείται από όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, η γνωστοποίηση κοινοποιείται και προς τις λοιπές.

(4) Στην Επιτροπή επιβάλλεται να γνωστοποιηθεί και κάθε ουσιώδης μεταβολή στη σύμπραξη, επιγενόμενη της γνωστοποίησης.

(5) Η γνωστοποίηση οφείλει να είναι πλήρης και επακριβής και να περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εξέταση από την Επιτροπή της συγκεκριμένης περίπτωσης.

(6) Εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σε γνωστοποίηση ενεργούμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού επάγεται ακυρότητα της γνωστοποίησης, υπόκειται δε, με απόφαση της Επιτροπής, στην καταβολή προστίμου από εκατόν μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

Εξουσίες της Επιτροπής επί διαπιστώσεως παραβάσεων των άρθρων 4 και 6

22.-(1) Η Επιτροπή είναι αποκλειστικά αρμόδια προς διερεύνηση παραβάσεων των άρθρων 4 και 6.

(2) Η Επιτροπή επιλαμβάνεται παραβάσεων των άρθρων 4 και 6 είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά καταγγελία που εισάγεται προς αυτή από την Υπηρεσία ή από τρίτους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του παρόντος Νόμου.

(3) Αν η Επιτροπή διαπιστώσει κατά την ενώπιον της διαδικασία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 και 6 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία-

(α) να διατάξει ή να συστήσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψη στο μέλλον ή, σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής, να καταδικάσει με αναγνωριστική απόφαση της την παράβαση

(β) να ορίσει ότι, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, θα οφείλεται πρόστιμο μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης

(γ) να επιβάλει πρόστιμο ανερχόμενο, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, μέχρι το δέκα τοις εκατόν των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων, κατά το έτος μέσα στο οποίο συντελέστηκε η παράβαση ή κατά το αμέσως προηγούμενο της παράβασης έτος

(δ) να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο.

Προσωρινά μέτρα

23.-(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων και να θέτει τους κατά την κρίση της αναγκαίους κατά περίπτωση όρους. Τα μέτρα αυτά, θετικά ή απαγορευτικά, οφείλουν να είναι προσωρινής και συντηρητικής φύσεως και να μην υπερβαίνουν σε έκταση τα υπό τις περιστάσεις απολύτως αναγκαία.

(2) Η Επιτροπή ενεργεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων, εφόσο συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις.

(α) Στοιχειοθετείται ευλόγως ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης του άρθρου 4 ή 6

(β) η περίπτωση είναι επείγουσα και

(γ) υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης για τα συμφέροντα αυτού που υποβάλλει την αίτηση ή για το δημόσιο συμφέρον.

(3) Η αίτηση για προσωρινά μέτρα γίνεται δεκτή μόνο εφόσο συνοδεύεται από καταγγελία ενεργηθείσα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 ή έπεται της καταγγελίας ή εφόσο υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας για παράβαση του άρθρου 4 ή 6. Στην αίτηση καθορίζονται τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα, αυτός δε που υπέβαλε την αίτηση μπορεί να κληθεί στην καταβολή εγγύησης για ζημιές που τυχόν θα προκληθούν στην επιχείρηση κατά της οποίας διατάσσονται τα προσωρινά μέτρα, σε περίπτωση που δε θα διαπιστωθεί οποιαδήποτε παράβαση.

ΜΕΡΟΣ V ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ
Εξουσία της Επιτροπής προς συλλογή πληροφοριών

24.-(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων αυτής, απευθύνουσα σχετικό προς τούτο γραπτό αίτημα προς επιχειρήσεις ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

(2) Στο αίτημα της Επιτροπής καθορίζονται επακριβώς οι αιτούμενες πληροφορίες, οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία, που δε δύναται να είναι βραχύτερη των είκοσι ημερών, και οι ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής πληροφοριών.

(3) Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και επακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών, εκτός αν με την παροχή των πληροφοριών θίγεται οποιοδήποτε επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο προστατευόμενο από νόμο.

(4) Σε περίπτωση-

(α) παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία ή

(β) εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών,

η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλει πρόστιμο μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες.

(5) Στην περίπτωση παραλείψεως παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία η Επιτροπή έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλει πρόστιμο μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(6) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της κατά το παρόν άρθρο εξουσίας δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν οι πληροφορίες.

Εξουσία της Επιτροπής προς έρευνα στην έδρα των επιχειρήσεων

25.-(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία, κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων της, να διενεργεί όλες τις απαραίτητες έρευνες σε επιχειρήσεις ή  ενώσεις επιχειρήσεων και προς τούτο-

(α) να ελέγχει βιβλία και άλλα επαγγελματικά έγγραφα

(β) να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα των βιβλίων ή επαγγελματικών εγγράφων.

(γ) να ζητεί επί τόπου προφορικές διευκρινίσεις

(δ) να εισέρχεται σε όλα τα γραφεία, χώρους και μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων

(2) Οι κατά το εδάφιο (1) έρευνες διενεργούνται κατ’ εντολή της Επιτροπής από αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας της. Αν τούτο κριθεί αναγκαίο από την Επιτροπή, οι εν λόγω λειτουργοί συνοδεύονται από άλλους λειτουργούς, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους ή λειτουργούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ή/και από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις που δυνατό να εργοδοτούνται από την Επιτροπή για τη συγκεκριμένη περίπτωση:

Νοείται ότι η Επιτροπή δύναται να εργοδοτεί τα εν λόγω πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις χωρίς να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες των περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμων του 1997 έως 2000.

(3) Η εντολή της Επιτροπής είναι γραπτή και καθορίζει επακριβώς το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνας, ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, τη διάταξη πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία αυτή της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης να συμμορφωθεί προς την εντολή της Επιτροπής.

(4) Οι έρευνες διενεργούνται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης εκτός αν η Επιτροπή κρίνει ότι η παροχή ειδοποίησης θα υποβοηθήσει στο ερευνητικό έργο.

(5) Η επιχείρηση στην οποία διενεργείται η έρευνα μπορεί να συμβουλευθεί το συνήγορο της κατά τη διάρκεια της έρευνας, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά νομική προϋπόθεση για το έγκυρο της έρευνας.

(6) Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου εκτός κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος.

(7) Η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλλει σε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων πρόστιμο μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες, σε περίπτωση που αυτή εκ προθέσεως ή εξ αμελείας επιδεικνύει ελλειπή τα αιτηθέντα βιβλία ή άλλα επαγγελματικά έγγραφα ή σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης να συμμορφωθεί προς εντολή της Επιτροπής για έρευνα.

(8) Η Επιτροπή έχει επίσης εξουσία να επιβάλλει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρόστιμο μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες για κάθε ημέρα παράλειψης αυτής να συμμορφωθεί προς εντολή της Επιτροπής για διενέργεια έρευνας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.

(9) Οι πληροφορίες που αποκτά η Επιτροπή κατά την άσκηση της κατά το παρόν άρθρο εξουσίας δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο διενεργήθηκε η έρευνα.

Υποχρέωση προς εχεμύθεια

26.-(1) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως, έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και οφείλουν να μην κοινοποιούν αυτές εκτός κατά την έκταση που επιβάλλεται προς εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Την αυτή υποχρέωση προς εχεμύθεια έχει και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών αυτών κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου κατά τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο διαδικασίες.

(3) Παράβαση της κατά το άρθρο αυτό υποχρέωσης προς εχεμύθεια συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 34, προκειμένου δε περί δημόσιων υπαλλήλων, συνιστά βαρύ πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τις οικίες πειθαρχικές διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ VI ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ
Υποχρέωση δημόσιων υπαλλήλων προς ανακοίνωση πληροφοριών

27.-(1) Οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και γενικά όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν υποχρέωση να ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή όλες τις παραβάσεις του παρόντος Νόμου που περιέρχονται σε γνώση τους ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.

(2) Η κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανακοίνωση συνιστά δέουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος, κατά την έννοια του άρθρου 65 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, παράλειψη δε αυτής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρούμενο κατά τα οριζόμενα στις οικείες πειθαρχικές διατάξεις.

Καταγγελία παραβάσεων των άρθρων 4 και 6

28.-(1) Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων του άρθρου 4 ή του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.

(2) Έννομο συμφέρον έχει αυτός που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή ότι υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, σαν άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.

(3) Η καταγγελία υποβάλλεται γραπτώς προς την Επιτροπή, υπογράφεται από τον καταγγέλλοντα, καθορίζει τη φύση του έννομου συμφέροντος για την καταγγελία, παραθέτει τα πραγματικά περιστατικά που κατ’ ισχυρισμό στοιχειοθετούν την παράβαση και τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζει τον ισχυρισμό( με την καταγγελία καλείται η Επιτροπή να διερευνήσει την παράβαση, να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 και να ασκήσει τις κατά τον παρόντα Νόμο εξουσίες αυτής. Η καταγγελία δύναται να υποβληθεί κατά τον καθορισμένο τύπο ή να είναι άτυπη.

(4) Η Επιτροπή έχει καθήκον να εξετάζει κάθε καταγγελία που της υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, εφόσο ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, διαπιστώσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία.

ΜΕΡΟΣ VII ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, ΜΗΤΡΩΟ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΜΗΤΡΩΟ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΠΙ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΩΝ
Αρμοδιότητες Υπηρεσίας

29. Στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας ανήκουν-

(α) η εκτέλεση έργων γραμματείας της Επιτροπής

(β) η τήρηση Μητρώου Γνωστοποιήσεων Συμπράξεων και Μητρώου Αποφάσεων επί Συμπράξεων και Πράξεων, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 30 και 31 του παρόντος Νόμου

(γ) η συλλογή και η εξέλεγξη πληροφοριών αναγκαίων για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής

(δ) η εισαγωγή καταγγελιών και η υποβολή εισηγήσεων προς την Επιτροπή

(ε) η ενέργεια των κατά τον παρόντα Νόμο αναγκαίων κοινοποιήσεων και δημοσιεύσεων.

Μητρώο Γνωστοποιήσεων Συμπράξεων

30.-(1) Στην Υπηρεσία ανατίθεται η ευθύνη προς τήρηση Μητρώου Γνωστοποιήσεων Συμπράξεων στο οποίο καταχωρίζονται όλες οι γνωστοποιήσεις οι ενεργούμενες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 του παρόντος Νόμου.

(2) Το κατά το άρθρο αυτό τηρούμενο Μητρώο είναι δημόσιο.

Μητρώο Αποφάσεων επί Συμπράξεων και Πράξεων

31.-(1) Στην Υπηρεσία ανατίθεται η ευθύνη προς τήρηση Μητρώου Αποφάσεων επί Συμπράξεων ή Πράξεων, στο οποίο καταχωρίζονται-

(α) οι αποφάσεις της Επιτροπής, επί θεμάτων αναγομένων στις διατάξεις των άρθρων 4 και 6, εφόσο αυτές κατέστησαν αμετάκλητες

(β) οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των αυτών θεμάτων.

(2) Το κατά το άρθρο αυτό τηρούμενο Μητρώο είναι δημόσιο.

ΜΕΡΟΣ VIII ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ποινικό αδίκημα περί την εφαρμογή απαγορευμένης σύμπραξης ή την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά παράβαση απόφασης της Επιτροπής

32. Αυτός που εξακολουθεί να εφαρμόζει σύμπραξη απαγορευμένη κατά την έννοια του άρθρου 4 ή να καταχράται τη δεσπόζουσα του θέση κατά την έννοια του άρθρου 6, κατά παράβαση απόφασης της Επιτροπής που διατάσσει τερματισμό της σύμπραξης ή της κατάχρησης, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ποινικό αδίκημα περί την παροχή ψευδών ή την απόκρυψη αληθών πληροφοριών

33. Όποιος εν γνώσει και προς το σκοπό παραπλάνησης της Επιτροπής παρέχει προς αυτή ψευδείς ή ανακριβείς ή ελλειπείς πληροφορίες ή αποκρύπτει τις αληθείς, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Ποινικό αδίκημα περί την παράβαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια

34. Όποιος εκ προθέσεως και προς το σκοπό προσπορισμού αθέμιτου οφέλους, παραβιάζει την κατά το άρθρο 26 υποχρέωση προς εχεμύθεια διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο αυτές ποινές.

ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Δικαίωμα αγωγής για αποζημίωση

35.-(1) Ο ζημιούμενος από πράξεις ή παραλείψεις επιχειρήσεως ενεργηθείσες κατά παράβαση των άρθρων 4 ή 6 του παρόντος Νόμου, έχει κατ’ αυτής αγώγιμο δικαίωμα για τις ζημιές που υπέστη.

(2) Τηρουμένων των συνήθων κανόνων που διέπουν την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ο κατά το εδάφιο (1) ζημιούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος προς παρεμπόδιση της συνέχισης της παράβασης του άρθρου 4 ή 6.

Προθεσμία προς άσκηση της εξουσίας της Επιτροπής προς επιβολή χρηματικών κυρώσεων

36.-(1) Η Επιτροπή αποστερείται της εξουσίας προς επιβολή χρηματικών κυρώσεων για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αν δεν ασκήσει την εξουσία αυτή μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες-

(α) μέσα σε προθεσμία τριών ετών προκειμένου περί παραβάσεων διατάξεων αναφορικά με γνωστοποιήσεις συγχωνεύσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7(2), με αιτήσεις για αρνητική πιστοποίηση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16(9), με γνωστοποιήσεις συμπράξεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21(6), με αιτήματα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24(4) και (5), και με εντολές της Επιτροπής προς διεξαγωγή έρευνας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25(6) και (7) και

(β) μέσα σε προθεσμία πέντε ετών προκειμένου περί όλων των άλλων παραβάσεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22(3)(β) και (γ).

(2) Η προθεσμία προσμετράται από την ημέρα που συντελέστηκε η παράβαση, σε περίπτωση δε κατ’ εξακολούθηση ή κατ’ επανάληψη παράβασης από την ημέρα που τερματίστηκε η παράβαση.

(3) Η προθεσμία διακόπτεται με την έναρξη της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας.

Αποφάσεις για επιβολή χρηματικών κυρώσεων

36Α. Οι χρηματικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου επιβάλλονται με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και αφού ληφθεί υπόψη η φύση και η σοβαρότητα της παράβασης σε κάθε περίπτωση.

Τρόπος είσπραξης χρηματικών ποινών

37. Οι χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται κατά τον παρόντα Νόμο από την Επιτροπή εισπράττονται ως χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από Δικαστήριο κατά την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας.

Τύπος αιτήσεων, γνωστοποιήσεων και καταγγελιών

38.-(1) Με Διάταγμα του Υπουργού που εκδίδεται κατόπιν γνώμης της Επιτροπής και δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας καθορίζονται ο τύπος, το περιεχόμενο και ο τρόπος υποβολής και καταχώρησης:

(α) Των κατά τα άρθρα 16(3) και 18(3) αιτήσεων προς ατομική αρνητική πιστοποίηση ή ατομική εξαίρεση

(β) των κατά το άρθρο 21(1) ενεργούμενων γνωστοποιήσεων

(γ) των κατά το άρθρο 28(3) υποβαλλόμενων καταγγελιών

(δ) παντός άλλου συναφούς προς τις ανωτέρω αιτήσεις, γνωστοποιήσεις ή καταγγελίες θέματος.

(2) Με Διάταγμα που εκδίδεται κατά τα ανωτέρω καθορίζεται και ο τρόπος δημοσίευσης αποφάσεων ή άλλων εγγράφων της Επιτροπής.

Επίδοση

39. Για τις προβλεπόμενες από τον παρόντα Νόμο κλητεύσεις ενώπιον της Επιτροπής ή για τις επιδόσεις αποφάσεων και εγγράφων της Επιτροπής και της Υπηρεσίας, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι περί επιδόσεως δικογράφων διατάξεις.

Έκθεση δραστηριοτήτων Επιτροπής

40.-(1) Η Επιτροπή καταρτίζει και υποβάλλει στον Υπουργό ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) καταρτιζόμενη έκθεση υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Έκδοση Κανονισμών

41.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς προς καθορισμό οποιουδήποτε θέματος που κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

(2) Με Κανονισμούς ορίζονται τα τέλη τα οφειλόμενα επί αιτήσεων-

(α) προς χορήγηση αρνητικών πιστοποιήσεων της Επιτροπής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16.

(β) Προς χορήγηση ατομικής εξαίρεσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18.

(γ) Προς έκδοση κεκυρωμένου αποσπάσματος, των κατά τα άρθρα 30 και 31 τηρούμενων Μητρώων.

(3) Οι δυνάμει του άρθρου αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέπουν ποινικά αδικήματα τιμωρούμενα με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδων λιρών.

(4) Οι κατά το άρθρο αυτό εκδιδόμενοι Κανονισμοί κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη τους σε προθεσμία εξήντα ημερών από της κατάθεσης. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίνει τους Κανονισμούς με ή χωρίς τροποποίηση, ή η προθεσμία των εξήντα ημερών περάσει άπρακτη, οι Κανονισμοί τίθενται σε ισχύ από την ημέρα της δημοσίευσης τους.

Κατάργηση

42. Με τον παρόντα Νόμο καταργείται ο περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 1983.

Έναρξη ισχύος

43. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ μετά πάροδο έξι μηνών από της δημοσίευσης του στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Σημείωση
17 του Ν155(Ι)/2000Δυνατότητα διενέργειας αποσπάσεων

17 του Ν.155(Ι)/2000. Μέχρι να διοριστεί το προσωπικό της Υπηρεσίας της Επιτροπής και προς το σκοπό προσωρινής στελέχωσης της είναι δυνατό να διενεργηθούν αποσπάσεις δημόσιων υπαλλήλων ή άλλων κρατικών υπαλλήλων σ’ αυτή.

Σημείωση
18 του Ν155(Ι)/2000Πρώτος διορισμός μελών της Επιτροπής

18 του Ν.155(Ι)/2000. Κατά τον πρώτο διορισμό μελών της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 9, του βασικού νόμου (όπως αντικαθίσταται από το άρθρο 3 του παρόντος Νόμου), δύο από τα τέσσερα μέλη διορίζονται για περίοδο δύο χρόνων και έξι μηνών. Η θητεία των δύο αυτών μελών μπορεί να ανανεωθεί μόνο μια φορά. Η δεύτερη θητεία τους, σε περίπτωση επαναδιορισμού, είναι πενταετής.

Σημείωση
19 του Ν155(Ι)/2000Μεταβατικές διατάξεις

19 του Ν.155(Ι)/2000.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο οφείλει όπως εντός ενός μηνός από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου προβεί σε διορισμό της Επιτροπής σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 18 του παρόντος Νόμου.

(2) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή με τη σύνθεση που έχει κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που ανατίθενται σε αυτή από το βασικό νόμο μέχρι την ημερομηνία διορισμού νέας Επιτροπής, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.

(3) Περαιτέρω και ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, η Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού εξακολουθεί να ασκεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που ανατίθενται σε αυτή από το βασικό νόμο μέχρι την ημερομηνία διορισμού νέας Επιτροπής, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.

Σημείωση
52 του Ν.13(Ι)/2008Κατάργηση

52.-(1) Καταργούνται οι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμοι του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000 και η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί από αυτούς.

(2)  Καταργείται ο περί της Αντιμισθίας του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος τους 2001.

Σημείωση
53 του Ν.13(Ι)/2008Μεταβατικές Διατάξεις

53.-(1) Τα Διατάγματα και οι Κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000, εκτός εάν είναι ασύμβατα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2008], συνεχίζουν να ισχύουν ως να είχαν εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2008], μέχρις ότου τροποποιηθούν ή καταργηθούν.

(2) Οι ατομικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί δυνάμει  του άρθρου 8 των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000 συνεχίζουν να ισχύουν υπό τους όρους και/ ή τις προϋποθέσεις που εκδόθηκαν, εκτός εάν τροποποιηθούν ή ανακληθούν από την Επιτροπή.

(3) Σε περίπτωση που νόμος άλλος από τον παρόντα ή κανονιστική διοικητική πράξη ή ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται στους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000 η εν λόγω αναφορά θεωρείται ως αναφορά στον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2008], τηρουμένων των αναλογιών.

(4)  Η διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, περιλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης προσωρινών μέτρων, οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2008], εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 8 των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ. 2) του 2000, θεωρείται εκκρεμούσα ενώπιον της Επιτροπής με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2008].