6.-(1) Ο Επίτροπος υποβάλλει στον Πρόεδρο κάθε έτος έκθεση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, που αναφέρονται στο Νόμο αυτό, με παρατηρήσεις και εισηγήσεις. Αντίγραφο της έκθεσης κοινοποιείται στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η έκθεση που υποβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο αυτό δημοσιεύεται.
(2) Ο Επίτροπος συντάσσει έκθεση αναφορικά με κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που έχει διερευνηθεί από αυτόν, στην οποία το παράπονο κρίνεται βάσιμο ή υποβάλλονται συστάσεις, κρίσεις ή εισηγήσεις.
(3) Όταν η διερεύνηση μιας υπόθεσης απαιτεί πολύ χρόνο, ο Επίτροπος δύναται να υποβάλει ενδιάμεση έκθεση η οποία να περιλαμβάνει εισηγήσεις για τα μέτρα θεραπείας τα οποία, κατά την κρίση του, είναι αναγκαία μέχρι την περάτωση της έρευνας και την υποβολή της τελικής έκθεσης του.
(4) Στις περιπτώσεις που έχει διεξαχθεί έρευνα σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, η έκθεση που συντάσσεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο και αντίγραφο της κοινοποιείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
(5) Στις περιπτώσεις που έχει διεξαχθεί έρευνα σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, η έκθεση που συντάσσεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή και αντίγραφο της κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(6) Σε κάθε έκθεση που υποβάλλεται αναφορικά με έρευνα που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 αναφέρονται και τυχόν σχόλια απόψεις ή παρατηρήσεις της αρμόδιας υπηρεσίας.
(7) Όταν, μετά τη συμπλήρωση έρευνας που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, ο Επίτροπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι προξενήθηκε οποιαδήποτε βλάβη ή αδικία σε βάρος του ενδιαφερόμενου προσώπου, στην έκθεση του υποβάλλει και εισήγηση ή σύσταση στην αρμόδια αρχή για την επανόρθωση της βλάβης ή της αδικίας, δύναται δε κατά την κρίση του να καθορίσει και το χρόνο εντός του οποίου η εν λόγω βλάβη ή αδικία πρέπει να επανορθωθεί.
(8) O Eπίτροπος, μετά την υποβολή της έκθεσής του, δύναται να διαβουλεύεται με κάθε πρόσφορο τρόπο για την υλοποίηση των εισηγήσεών του και για την επίλυση του προβλήματος του ενδιαφερόμενου προσώπου· σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή δεν ενημερώσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας ως προς τις ενέργειές της αναφορικά με την εφαρμογή των προτάσεων, εισηγήσεων ή συστάσεων του Επιτρόπου ή δεν αποδέχεται την εφαρμογή τους και εφόσον ο Επίτροπος κρίνει ότι οι προβληθέντες εκ μέρους της αρμοδίας αρχής λόγοι σχετικά με τη μη αποδοχή τους δεν αιτιολογούνται επαρκώς, υποβάλλει το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, δυνάμενος να δημοσιοποιήσει την άρνηση ή την παράλειψη συμμόρφωσης της αρμόδιας αρχής με τις προτάσεις του.
(9) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη στο Νόμο αυτό, σε περίπτωση που μετά τη συμπλήρωση της έρευνας που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 ο Επίτροπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια εναντίον της οποίας στρέφεται το παράπονο παραβίασε τα ανθρώπινα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου προσώπου και δυνατό να συνιστά ποινικό αδίκημα, αντίγραφο της έκθεσης, που υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου, κοινοποιείται στο Υπουργικό Συμβούλιο, στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(10) Κάθε μήνα ο Επίτροπος υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων συνοπτικό σημείωμα στο οποίο γίνεται συνοπτική αναφορά σε κάθε έκθεση που υποβλήθηκε αναφορικά με έρευνα που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5. Στο σημείωμα επισυνάπτεται και το κείμενο οποιασδήποτε έκθεσης η οποία, κατά την κρίση του Επιτρόπου, αφορά σημαντική υπόθεση.