7.-(1) Όταν πρόσωπο καταδικάζεται για οποιοδήποτε αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση, εκτός φόνου εκ προμελέτης, και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2), το Δικαστήριο το οποίο καταδίκασε το εν λόγω πρόσωπο δύναται με διάταγμα του (το οποίο για σκοπούς του παρόντος Νόμου θα καλείται “διάταγμα περίθαλψης σε κέντρο”) να εξουσιοδοτήσει την εισδοχή και κράτηση του καταδικασθέντος σε κέντρο για σκοπούς της απαιτούμενης θεραπείας και περίθαλψης.
(2) Το Δικαστήριο δύναται όταν εκδίδει διάταγμα περίθαλψης σε κέντρο, να θέσει τέτοιους όρους και να δώσει τέτοιες οδηγίες που κατά τη γνώμη του είναι αναγκαίες για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του διατάγματος και για επίτευξη των σκοπών για τους οποίους εκδίδεται.
(3) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) προϋποθέσεις είναι-
(α) Αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί με βάση γραπτή ή προφορική ιατρική γνωμάτευση ότι ο καταδικασθείς είναι τοξικομανής και ότι ο εθισμός του είναι της μορφής και του βαθμού που επηρεάζουν την άσκηση ελεύθερης βούλησης και κρίσης του και που καθιστούν αναγκαία την έγκαιρη παρακολούθηση και παροχή θεραπευτικής αγωγής για απάμβλυνση και πρόληψη επιδείνωσης της κατάστασης του, και
(β) το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος, του χαρακτήρα και του ιστορικού του καταδικασθέντος όπως επίσης και άλλους τρόπους μεταχείρισης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκδοση διατάγματος περίθαλψης σε κέντρο είναι ο καταλληλότερος τρόπος μεταχείρισης.
(4) Διάταγμα περίθαλψης σε κέντρο αποτελεί επαρκή εξουσιοδότηση-
(α) Σε αστυνομικό ή κηδεμονευτικό λειτουργό ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να μεταφέρει τον καταδικασθέντα στο κέντρο που αναφέρεται στο διάταγμα.
(β) στον υπεύθυνο του κέντρου να δεχτεί την εισαγωγή του καταδικασθέντος στο κέντρο και ακολούθως να τον κρατήσει στο εν λόγω κέντρο σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των όρων και οδηγιών που το Δικαστήριο θα περιλάβει στο διάταγμα περίθαλψης σε κέντρο.
(5) Το διάταγμα περίθαλψης σε κέντρο εφαρμόζεται ως ακολούθως:
(α) Για σκοπούς παρακολούθησης και προκαταρκτικού υπολογισμού της διάρκειας και τρόπου θεραπείας, έχει αρχική ισχύ οκτώ ημερών από την εισδοχή του καταδικασθέντος στο κέντρο
(β) προτού εκπνεύσει η εν λόγω περίοδος των οκτώ ημερών, ο υπεύθυνος του κέντρου στο οποίο έχει εισαχθεί ο καταδικασθείς, παρουσιάζει έκθεση στο Δικαστήριο σχετικά με τα ευρήματα του αναφορικά με την παρακολούθηση της κατάστασης του καταδικασθέντος, την προβλεπόμενη διάρκεια και το είδος της θεραπείας και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία ο υπεύθυνος θα κρίνει αναγκαία ή το Δικαστήριο θα απαιτήσει
(γ) εκτός αν το Δικαστήριο, ενόψει της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο (β), καθορίσει μικρότερη χρονική περίοδο, η διάρκεια της περιόδου θεραπείας θα είναι αρχικά για τρεις μήνες, και δύναται να ανανεώνεται με σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου κάθε τρεις μήνες αλλά σε καμιά περίπτωση το σύνολο των περιόδων θεραπείας δε θα υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες
(δ) η ανανέωση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, γίνεται αν το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή είναι σκόπιμη και αναγκαία με βάση την έκθεση προόδου και πρόγνωση θεραπείας του υπεύθυνου του κέντρου.
(6) Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ο καταδικασθείς θα κρατείται στο κέντρο εκτός αν ο υπεύθυνος του εν λόγω κέντρου επιτρέψει σ’ αυτόν την έξοδο του με ειδική άδεια και υπό όρους τους οποίους θα περιλάβει σ’ αυτή.
(7) Παράβαση όρων άδειας εξόδου που επιβλήθηκαν δυνάμει του εδαφίου (6) αποτελεί αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση έξι μηνών ή με πρόστιμο πεντακόσιων λιρών ή και με τις δύο ποινές.
(8) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου υπεύθυνος κέντρου περιλαμβάνει το γιατρό ο οποίος είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση και θεραπεία του καταδικασθέντος.
(9) Καταδικασθείς ο οποίος βρίσκεται εκτός του χώρου του κέντρου κατά παράβαση του διατάγματος περίθαλψης σε κέντρο ή άδειας που εκδόθηκε από τον υπεύθυνο του κέντρου υπόκειται σε σύλληψη και μεταφορά στο κέντρο όπου έχει σταλεί για περίθαλψη.
(10) Όταν το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα περίθαλψης σε κέντρο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δε θα επιβάλλει σχετικά με το αδίκημα που διαπράχθηκε οποιαδήποτε ποινή.
(11) Οι πρόνοιες του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις όπου το αδίκημα που διαπράχθηκε είναι αδίκημα διακίνησης ναρκωτικών με την έννοια του περί Δήμευσης Εσόδων από Παράνομη Διακίνηση Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου και για το οποίο το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου διάταγμα δήμευσης ή να επιβάλει πρόστιμο ανάλογο με τα οφέλη που δυνατό ο καταδικασθείς να έχει αποκομίσει από διακίνηση ναρκωτικών.