63.-(1) Όταν οποιοδήποτε δικαίωμα, καθήκον ή ευθύνη εκ του νόμου θα προέκυπτε από σύμβαση πώλησης δύναται να αναιρεθεί ή μεταβληθεί με ρητή συμφωνία ή από την πορεία της συναλλαγής των συμβαλλομένων, ή από τη συνήθη πρακτική, εφόσον αυτή είναι δεσμευτική για αμφότερους τους συμβαλλομένους, αλλά η διάταξη αυτή ισχύει με την επιφύλαξη των επόμενων διατάξεων του άρθρου αυτού.
(2) Ρητός ουσιώδης όρος ή ρητή εγγυητική διαβεβαίωση δεν αναιρεί σιωπηρό εκ του Νόμου αυτού ουσιώδη όρο ή εγγυητική διαβεβαίωση παρά μόνο όταν δε συνάδουν μεταξύ τους.
(3) Σε περίπτωση σύμβασης πώλησης αγαθών, κάθε όρος σε τέτοια σύμβαση ή σε οποιαδήποτε άλλη σύμβαση που αποκλείει όλες ή μερικές από τις διατάξεις του άρθου 14 είναι άκυρη.
(4) Σε περίπτωση σύμβασης πώλησης αγαθών, κάθε όρος σε τέτοια σύμβαση ή σε οποιαδήποτε άλλη σύμβαση που αποκλείει όλες ή μερικές από τις διατάξεις των άρθρων 15,16 και 17 καθίσταται-
(α) Σε περίπτωση καταναλωτικής πώλησης άκυρη˙και
(β) σε κάθε άλλη περίπτωση, μη εκτελεστή κατά την έκταση που αποδεικνύεται ότι θα ήταν άδικο ή παράλογο να επιτραπεί η επίκλιση του όρου αυτού.
(5) Για διαπίστωση για τους σκοπούς του πιο πάνω εδαφίου (4) κατά πόσο η επίκλιση οποιουδήποτε τέτοιου όρου θα ήταν δίκαιη ή εύλογη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης και ειδικότεραα τα πιο κάτω ζητήματα:
(α) Η ισχύς της διαπραγματευτικής θέσης του πωλήτη και του αγοραστή, μεταξύ τους, αφού ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη διαθέσιμων κατάλληλων εναλλακτικών προϊόντων και πηγών προμήθειας˙
(β) κατά πόσο ο αγοραστής παρακινήθηκε να συμφωνήσει στον όρο ή, αποδεχόμενος αυτόν, είχε την ευχέρεια να αγοράσει τα αγαθά ή κατάλληλα εναλλακτικά αγαθά χωρίς τον όρο αυτό από οποιαδήποτε πηγή προμήθειας˙
(γ) κατά πόσο ο αγοραστής γνώριζε ή όφειλε εύλογα να γνωρίζει την ύπαρξη και έκταση του όρου (ενόψη, μεταξύ άλλων, οποιουδήποτε εμπορικού εθίμου και οποιασδήποτε προηγούμενης πορείας των συναλλαγών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών) ˙
(δ) όταν ο όρος αποκλείει όλες ή μερικές από τις διατάξεις των άρθρων 15, 16 ή 17 σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με ορισμένο όρο, κατά πόσο ήταν εύλογο, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, να αναμένεται ότι η συμμόρφωση με τον όρο αυτό θα ήταν πρακτικά δυνατή˙
(ε) κατά πόσο τα αγαθά κατασκευάστηκαν, έτυχαν επεξεργασίας ή προσαρμόστηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του αγοραστή.
(6) Το εδάφιο (5) δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να θεωρήσει, σύμφωνα με οποιοδήποτε κανόνα δικαίου, ότι ο όρος που αποσκοπεί να αποκλείσει ή περιορίσει οποιαδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 17 δεν αποτελεί όρο της Σύμβασης.
(7) Κάθε αναφορά στο άρθρο αυτό σε κάποιο όρο που αποκλείει όλες ή μερικές από τις διατάξεις οποιουδήποτε άρθρου του παρόντος Νόμου συνιστά αναφορά σε όρο ο οποίος αποσκοπεί ή έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό της εφαρμογής όλων ή μερικών από τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου ή της άσκησης δικαιώματος που χορηγείται από οποιαδήποτε διάταξη του πιο πάνω άρθρου, ή οποιασδήποτε ευθύνης του πωλητή για παράβαση κάποιου σιωπηρού ουσιώδους όρου ή σιωπηρής, εγγυητικής διαβεβαίωσης που απορρέει από οποιαδήποτε διάταξη του πιο πάνω άρθρου.
(8) Με το παρόν δηλώνεται ότι κάθε αναφορά στο άρθρο αυτό σε όρο κάποιας σύμβασης περιλαμβάνει αναφορά σε όρο ο οποίος αν και δεν περιλαμβάνεται σε κάποια σύμβαση, ενσωματώνεται στη σύμβαση αυτή με άλλο όρο της σύμβασης.