1. Οι περί Πώλησης Αγαθών Νόμοι του 1994 έως 1999 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Πώλησης Αγαθών Νόμοι του 1994 έως 1999.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά-
“αγαθά” σημαίνει κάθε είδος κινητής περιουσίας εκτός από αγώγιμες απαιτήσεις και χρήματα, και περιλαμβάνει χρεώγραφα και μετοχές, ασυγκόμιστη σοδειά, χλόη και πράγματα που συδέονται ή που αποτελούν μέρος του εδάφους, τα οποία συμφωνήθηκε να αποχωριστούν από το έδαφος πριν από την πώληση ή δυνάμει της σύμβασης πώλησης˙
“αγοραστής” σημαίνει το πρόσωπο που αγοράζει ή συμφωνεί να αγοράζει αγαθά˙
“έγγραφο τίτλου επί αγαθών“ περιλαμβάνει φορτωτική, λιμενικό ένταλμα, πιστοποιητικό από αποθηκάριο, πιστοποιητικό υπεύθυνου αποβάθρας, απόδειξη φόρτωσης σε σιδηρόδρομο, ένταλμα ή διάταγμα για παράδοση αγαθών και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο χρησιμοποιείται στη συνηθισμένη διεξαγωγή των εργασιών ώς απόδειξη κατοχής ή ελέγχου αγαθών ή το οποίο, είτε με την οπισθογράφηση είτε με την παράδοση του, παρέχει ή φέρεται να παρέχει στο κάτοχο του εγγράφου, εξουσία να μεταβιβάζει ή να παραλαμβάνει τα αγαθά που εκτίθενται σε αυτό˙
“εμπορικός αντιπρόσωπος” σημαίνει εμπορικό αντιπρόσωπο ο οποίος κατά τη συνηθισμένη διεξαγωγή των εργασιών του ως τέτοιος αντιπρόσωπος, έχει την εξουσία είτε να πωλεί αγαθά είτε να αποστέλλει αγαθά για σκοπούς πώλησης, είτε να αγοράζει αγαθά είτε να βρίσκει χρήματα με το να παρέχει αγαθά ως ασφάλεια˙
“κυριότητα” σημαίνει την καθολική κυριότητα σε αγαθά και όχι απλώς την ειδική κυριότητα˙
“μέλλοντα αγαθά” σημαίνει αγαθά που πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν ή να αποκτηθούν από τον πωλητή μετά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης˙
“παράδοση” σημαίνει εκούσια μεταβίβαση κατοχής από ένα πρόσωπο σε άλλο˙
“παραδόσιμη κατάσταση” σημαίνει τέτοια κατάσταση των αγαθών, ώστε ο αγοραστής θα ήταν υπόχρεος να τα παραλάβει δυνάμει της σύμβασης˙
“ποιότητα αγαθών” περιλαμβάνει την κατάσταση τους˙
“πτωχεύσας” σημαίνει το πρόσωπο που έχει παύσει να πληρώνει τα χρέη του κατά τη συνηθισμένη διεξαγωγή των εργασιών του ή, που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του όταν αυτά καταστούν απαιτητά, είτε αυτός έχει τελέσει πράξη πτώχευσης είτε όχι˙
“πωλητής” σημαίνει πρόσωπο που πωλεί ή συμφωνεί να πωλήσει αγαθά˙
“συγκεκριμένα αγαθά” σημαίνει αγαθά που προσδιορίστηκαν και συμφωνήθηκαν κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης˙
“σφάλμα” σημαίνει άδικη πράξη ή παράλειψη˙
“τίμημα” σημαίνει τη χρηματική αντιπαροχή για πώληση αγαθών.
(2) Εκφράσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται αλλά δεν ορίζονται στον παρόντα Νόμο και οι οποίες ορίζονται στον περί Συμβάσεων Νόμο έχουν τις έννοιες που αποδίδονται σε αυτές στο Νόμο εκείνο.
4.-(1) Σύμβαση πώλησης αγαθών είναι η σύμβαση με την οποία ο πωλητής μεταβιβάζει ή συμφωνεί να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα αγαθών έναντι τιμήματος. Σύμβαση πώλησης δύναται να υπαρξει και μεταξύ κύριου μέρους των αγαθών και άλλου.
(2) Σύμβαση πώλησης δύναται να είναι απόλυτη ή με όρους.
(3) Όταν δυνάμει σύμβασης πώλησης η κυριότητα των αγαθών μεταβιβάζεται από τον πωλητή στον αγοραστή, η σύμβαση καλείται πώληση, αλλά όταν η μεταβίβαση της κυριότητας των αγαθών πρόκειται να γίνει σε μελλοντικό χρόνο ή υπόκειται σε κάποιο όρο που πρόκειται να εκπληρωθεί μεταγενέστερα, η σύμβαση καλείται συμφωνία πώλησης.
(4) Συμφωνία πώλησης καθίσταται πώληση μόλις παρέλθει ο χρόνος ή εκπληρωθούν οι όροι υπό τους οποίους η κυριότητα των αγαθών πρόκειται να μεταβιβασθεί.
5.-(1) Σύμβαση πώλησης συνάπτεται με πρόταση για αγορά ή πώληση αγαθών έναντι τιμήματος και με την αποδοχή τέτοιας πρότασης. Η σύμβαση δύναται να προνοεί την άμεση παράδοση των αγαθών ή την άμεση πληρωμή του τιμήματος ή για αμφότερα, ή την τμηματική παράδοση ή την πληρωμή με δόσεις ή ότι η παράδοση ή η πληρωμή ή αμφότερα θα γίνουν μεταγενέστερα.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου εκάστε εν ισχύι νόμου, σύμβαση πώλησης δύναται να συναφθεί γραπτώς ή προφορικώς ή εν μέρει γραπτώς και εν μέρει προφορικώς ή να συμπεραίνεται από τη συμπεριφορά των μερών.
6.-(1) Τα αγαθά τα οποία αποτελούν το αντικείμενο σύμβασης πώλησης δύνανται να είναι είτε αγαθά που υπάρχουν, ανήκουν ή είναι στην κατοχή του πωλητή, είτε αγαθά που θα υπάρξουν στο μέλλον.
(2) Σύμβαση πώλησης δύναται να υπάρξει και σχετικά με αγαθά των οποίων η απόκτηση από τον πωλητή εξαρτάται από γεγονός το οποίο ενδέχεται να συμβεί ή όχι.
(3) Όταν με σύμβαση πώλησης ο πωλητής φέρεται να εκτελεί παρούσα πώληση για μελλοντικά αγαθά, η σύμβαση λειτουργεί ως συμφωνία για πώληση των αγαθών.
7. Όταν υπάρχει σύμβαση για πώληση συγκεκριμένων αγαθών, η σύμβαση είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης, τα αγαθά εν αγνοία του πωλητή φθάρηκαν ή υπέστησαν τέτοια βλάβη, ώστε να μην ανταποκρίνονται πλέον στην περιγραφή τους στη σύμβαση.
8. Όταν υπάρχει συμφωνία για πώληση συγκεκριμένων αγαθών, και ακολούθως, προτού ο κίνδυνος περιέλθει στον αγοραστή, χωρίς οποιοδήποτε σφάλμα εκ μέρους του πωλητή ή του αγοραστή, τα αγαθά φθαρούν ή υποστούν τέτοια βλάβη, ώστε να μην ανταποκρίνονται πλέον προς την περιγραφή τους στη συμφωνία, η συμφωνία κατά συνέπεια ακυρώνεται.
9.-(1) Το τίμημα σε σύμβαση πώλησης δύναται να καθοριστεί στη σύμβαση ή δύναται να αφεθεί για καθορισμό με τον τρόπο που συμφωνήθηκε σε αυτή ή δύναται να προσδιοριστεί κατά την πορεία της μεταξύ των μερών συναλλαγής.
(2) Όταν το τίμημα δεν καθορίζεται σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, ο αγοραστής καταβάλλει στον πωλητή εύλογο τίμημα. Τι είναι εύλογο τίμημα αποτελεί πραγματικό ζήτημα που εξαρτάται από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
10.-(1) Όταν υπάρχει συμφωνία για πώληση αγαθών με τον όρο ότι το τίμημα θα καθοριστεί με την εκτίμηση τρίτου μέρους, και το τρίτο αυτό μέρος αδυνατεί ή δεν προβαίνει σε τέτοια εκτίμηση, η συμφωνία κατά συνέπεια ακυρώνεται:
(2) Όταν το τρίτο μέρος εμποδίζεται να προβεί στην εκτίμηση λόγω σφάλματος του πωλητή ή του αγοραστή, το ανυπαίτιο μέρος δύναται να εγείρει αγωγή για αποζημίωση εναντίον του υπαίτιου μέρους.
11. Εκτός αν από τους όρους της σύμβασης συνάγεται διαφορετική πρόθεση, πρόνοιες για το χρόνο πληρωμής δε θεωρούνται ουσιώδεις για τη σύμβαση πώλησης. Το κατά πόσο οποιαδήποτε άλλη πρόνοια για το χρόνο είναι ουσιώδεις για τη σύμβαση ή όχι εξαρτάται από τους όρους της σύμβασης.
12.-(1) Ρήτρα σε σύμβαση πώλησης σχετικά με αγαθά που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δύναται να αποτελεί ουσιώδη όρο ή εγγυητική διαβεβαίωση της σύμβασης.
(2) Ουσιώδης όρος είναι ρήτρα βασική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, παράβαση της οποίας παρέχει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.
(3) Εγγυητική διαβεβαίωση είναι ρήτρα συμπληρωματική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, παράβαση της οποίας δημιουργεί αξίωση για αποζημιώσεις, δεν παρέχει όμως δικαίωμα απόρριψης των αγαθών και καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.
(4) Το κατά πόσο ρήτρα σε σύμβαση πώλησης είναι ουσιώδεις όρος ή εγγυητική διαβεβαίωση εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την ερμηνεία της σύμβασης. Η ρήτρα δυνατό να είναι ουσιώδεις όρος έστω και αν καλείται στη σύμβαση εγγυητική διαβεβαίωση.
13.-(1) Όταν σύμβαση πώλησης υπόκειται σε οποιοδήποτε ουσιώδη όρο που πρέπει να εκπληρωθεί από τον πωλητή, ο αγοραστής δύναται να παραιτηθεί από τον ουσιώδη όρο ή να επιλέξει να θεωρήσει την παράβαση ουσιώδους όρου παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης και όχι λόγο καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 43, όταν σύμβαση πώλησης δεν είναι δεκτική διαχωρισμού και ο αγοραστής έχει αποδεχτεί τα αγαθά ή μέρος αυτών ή όταν η σύμβαση αφορά συγκεκριμένα αγαθά των οποίων η κυριότητα έχει περιέλθει στον αγοραστή, η παράβαση οποιουδήποτε ουσιώδους όρου που πρέπει να εκπληρωθεί από τον πωλητή δύναται να θεωρηθεί μόνο παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης και όχι λόγος απόρριψης των αγαθών και καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας, εκτός αν υπάρχει όρος στη σύμβαση, ρητός ή σιωπηρός για το σκοπό αυτό.
(3) Καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δεν επηρεάζει την περάτωση οποιουδήποτε ουσιώδους όρου ή εγγυητικής διαβεβαίωσης, της οποίας η μη εκπλήρωση δικαιολογείται εκ του νόμου λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης ή άλλως πως.
14. Στη σύμβαση πώλησης, εκτός αν οι περιστάσεις της σύμβασης είναι τέτοιες, ώστε να φανερώνουν διαφορετική πρόθεση, υπάρχει-
(α) Σιωπηρός ουσιώδης όρος εκ μέρους του πωλητή, ότι, σε περίπτωση πώλησης, αυτός έχει το δικαίωμα να πωλήσει τα αγαθά και ότι, σε περίπτωση συμφωνίας για πώληση αυτός έχει το δικαίωμα να πωλήσει τα αγαθά κατά το χρόνο που η κυριότητα πρόκειται να μεταβιβασθεί˙
(β) σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση ότι ο αγοραστής θα έχει και απολαμβάνει ανενόχλητα την κατοχή των αγαθών˙
(γ) σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση ότι τα αγαθά είναι ελεύθερα από κάθε επιβάρυνση ή εμπράγματο βάρος υπέρ οποιουδήποτε τρίτου μέρους που δε δηλώθηκε ή που δε γνώριζε ο αγοραστής πριν ή κατά το χρόνο που γίνεται η σύμβαση.
15.-(1) Σε σύμβαση πώλησης αγαθών κατά περιγραφή, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά θα ανταποκρίνονται στην περιγραφή.
(2) Αν η πώληση έγινε βάσει δείγματος, όπως επίσης και κατά περιγραφή, δεν αρκεί ότι το σύνολο των αγαθών ανταποκρίνεται στο δείγμα, αν τα αγαθά δεν ανταποκρίνονται επίσης στην περιγραφή.
(3) Η πώληση αγαθών δεν αποκλείεται να συνιστά πώληση κατά περιγραφή για μόνο το λόγο ότι αυτά, αφού εκτεθούν για πώληση ή μίσθωση, επιλέγονται από τον αγοραστή.
16.-(1) Εκτός όπως προνοείται στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 17 και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, δεν υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα, για οποιοδήποτε ειδικό σκοπό, των αγαθών που προμηθεύονται δυνάμει σύμβασης πώλησης.
(2) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύει δυνάμει της σύμβασης είναι αποδεκτής ποιότητας.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, αγαθά είναι αποδεκτής ποιότητας, αν ανταποκρίνονται στο επίπεδο το οποίο κάποιο λογικό πρόσωπο θα θεωρούσε ως αποδεκτό, αφού ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε περιγραφή των αγαθών, η τιμή (εφόσο είναι σχετική) και κάθε άλλης συναφής περίσταση.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η ποιότητα των αγαθών περιλαμβάνει την κατάσταση τους, τα ακόλουθα δε (μεταξύ άλλων) αποτελούν σε κατάλληλες περιπτώσεις παράγοντες συναφείς με την ποιότητα των αγαθών, δηλαδή-
(α) Η καταλληλότητα για όλους τους σκοπούς για τους οποίους τα αγαθά του συγκεκριμένου είδους συνήθως προμηθεύονται,
(β) η εμφάνιση και η τελική επεξεργασία,
(γ) η ανυπαρξία μικροελαττωμάτων,
(δ) η ασφάλεια,
(ε) η ανθεκτικότητα,
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού “ανθεκτικότητα” σημαίνει εύλογη αντοχή στο χρόνο και τη χρήση και περιλαμβάνει, όπου απαιτείται, τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών και ειδικευμένων τεχνικών για τη διασφάλιση της.
(στ) η ικανότητα, προκειμένου περί ηλεκτρονικών υπολογιστών, λογισμικών ή συσκευών που εργάζονται με τη βοήθεια μικροεπεξεργαστών, να ανταποκριθούν στην αλλαγή της χρονολογίας μετά την έλευση του ημερολογιακού έτους 2000, χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε τροποποίηση ή άλλη επέμβαση επί του πωλούμενου αγαθού.
(5) Ο σιωπηρός ουσιώδης όρος που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν εκτείνεται σε οποιοδήποτε θέμα που καθιστά την ποιότητα των αγαθών απαράδεκτη-
(α) Για το οποίο επισύρεται ειδικά η προσοχή του αγοραστή πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ή
(β) όταν ο αγοραστής εξετάζει τα αγαθά πριν από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο όφειλε να αποκαλύψει αυτή η εξέταση αυτή, ή
(γ) προκειμένου για σύμβαση πώλησης βάσει δείγματος, το οποίο θα ήταν έκδηλο μετά από εύλογη εξέταση του δείγματος.
(6) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του και ο αγοραστής, ρητά ή σιωπηρά, γνωστοποιεί στον πωλητή οποιοδήποτε ειδικό σκοπό για τον οποίο τα αγοράζει υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύονται δυνάμει της σύμβασης είναι ευλόγως κατάλληλα για το σκοπό αυτό, ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο προμηθεύονται συνήθως τέτοια αγαθά, εκτός όπου οι περιστάσεις δείχνουν ότι ο αγοραστής δε βασίζεται, ή ότι δε δικαιολογείται για αυτόν να βασιστεί στη δεξιότητα ή την κρίση του πωλητή.
(7) Σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα για κάποιο ειδικό σκοπό δύναται να προσαρτηθεί από τη συνήθη εμπορική πρακτική.
(8) Οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε πώληση από πρόσωπο το οποίο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του ενεργεί ως αντιπρόσωπος άλλου, όπως αυτές εφαρμόζονται σε πώληση από κάποιο αντιπροσωπευόμενο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, εκτός όταν αυτός ο άλλος δεν πωλεί κατά τη διεξαγωγη των εργασιών του και είτε ο αγοραστής γνωρίζει το γεγονός αυτό είτε λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να περιέλθει αυτό σε γνώση του αγοραστή πριν από τη σύναψη της σύμβασης.
- 10(I)/1994
- 101(I)/1999
17.-(1) Σύμβαση πώλησης βάσει δείγματος είναι η σύμβαση πώλησης που περιέχει ρητό ή σιωπηρό όρο που καθιστά βάση της σύμβασης πώλησης δείγμα του πωλούμενου αγαθού.
(2) Στην περίπτωση σύμβασης πώλησης βάσει δείγματος υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι-
(α) Το σύνολο των αγαθών θα ανταποκρίνεται στο δείγμα ως προς την ποιότητα˙
(β) τα αγαθά θα είναι απαλλαγμένα από οποιοδήποτε ελάττωμα που καθιστά την ποιότητα τους απαράδεκτη, και το οποίο δε θα ήταν φανερό μετά από εύλογη εξέταση του δείγματος.
18. Όταν υπάρχει σύμβαση πώλησης μη εξακριβωμένων αγαθών η κυριότητα αυτών δε μεταβιβάζεται στον αγοραστή, εκτός αν και μέχρις ότου τα αγαθά εξακριβωθούν.
19.-(1) Όταν υπάρχει σύμβαση πώλησης συγκεκριμένων αγαθών ή αγαθών που εξακριβώθηκαν, η κυριότητα αυτών μεταβιβάζεται στον αγοραστή σε τέτοιο χρόνο όπως είναι η πρόθεση των μερών για να μεταβιβαστεί.
(2) Για την εξακρίβωση της πρόθεσης των μερών λαμβάνονται υπόψη οι όροι της σύμβασης, η συμπεριφορά των μερών και οι περιστάσεις της υπόθεσης.
(3) Εκτός αν φαίνεται διαφορετική πρόθεση, οι κανόνες που περιέχονται στα άρθρα 20 μέχρι 24 είναι κανόνες για την εξακρίβωση της πρόθεσης των μερών αναφορικά με το χρόνο κατά τον οποίο η κυριότητα των αγαθών θα μεταβιβαστεί στον αγοραστή.
20. Όταν υπάρχει σύμβαση χωρίς όρους για την πώληση συγκεκριμένων αγαθών σε παραδόσιμη κατάσταση, η κυριότητα των αγαθών μεταβιβάζεται στον αγοραστή κατά τη σύναψη της σύμβασης, και είναι αδιάφορο κατά πόσο ο χρόνος πληρωμής του τιμήματος ή ο χρόνος παράδοσης των αγαθών, ή αμφότερα, αναβάλλονται.
21. Όταν υπάρχει σύμβαση για την πώληση συγκεκριμένων αγαθών και ο πωλητής υποχρεούται να πράξει κάτι στα αγαθά με σκοπό να τα καταστήσει έτοιμα για παράδοση, η κυριότητα δε μεταβιβάζεται, μέχρις ότου γίνει αυτό και ο αγοραστής ειδοποιηθεί για αυτό.
22. Όταν υπάρχει σύμβαση που αφορά την πώληση συγκεκριμένων αγαθών σε παραδόσιμη κατάσταση, αλλά ο πωλητής υποχρεούται να σταθμίσει, να μετρήσει, να δοκιμάσει ή να προβεί σε κάποια άλλη ενέργεια ή πράγμα σχετικά με τα αγαθά με σκοπό τον καθορισμό του τιμήματος, η κυριότητα δε μεταβιβάζεται στον αγοραστή μέχρις ότου γίνει τέτοια ενέργεια ή πράγμα και ο αγοραστής ειδοποιηθεί για αυτό.
23.-(1) Όταν υπάρχει σύμβαση πώλησης μη εξακριβωμένων ή μελλοντικών αγαθών με περιγραφή και αγαθά της περιγραφής αυτής και σε παραδόσιμη κατάσταση υπαχθούν χωρίς όρους στη σύμβαση είτε από τον πωλητή με τη συγκατάθεση του αγοραστή είτε από τον αγοραστή με τη συγκατάθεση του πωλητή, τότε η κυριότητα των αγαθών μεταβιβάζεται στον αγοραστή. Τέτοια συγκατάθεση δύναται να είναι ρητή ή σιωπηρή και δύναται να γίνεται είτε πριν είτε μετά την υπαγωγή τους στη σύμβαση.
(2) Όταν, σύμφωνα με τη σύμβαση, ο πωλητής παραδώσει τα αγαθά στον αγοραστή ή σε μεταφορέα ή σε άλλο θεματοφύλακα (είτε κατονομάζεται από τον αγοραστή είτε όχι) με σκοπό να μεταβιβαστούν στον αγοραστή και δεν επιφυλάσσει το δικαίωμα διάθεσης, αυτός θεωρείται ότι τα έχει χωρίς όρους υπαγάγει στη σύμβαση.
24. Όταν αγαθά αποστέλλονται στον αγοραστή για έγκριση, ή “για σκοπούς πώλησης ή επιστροφής” ή για άλλους παρόμοιους όρους, η κυριότητα τους μεταβιβάζεται στον αγοραστή-
(α) Όταν αυτός εκδηλώσει την έγκριση ή την αποδοχή του στον πωλητή ή προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που υιοθετεί τη συναλλαγή˙
(β) αν αυτός δεν εκδηλώσει την έγκριση ή την αποδοχή του στον πωλητή, αλλά κρατήσει τα αγαθά, χωρίς να δώσει ειδοποίηση απόρριψης, τότε, αν ορίστηκε χρόνος για την επιστροφή των αγαθών, με την παρέλευση του χρόνου αυτού, και αν δεν ορίστηκε χρόνος, με την παρέλευση εύλογου χρόνου.
25.-(1) Όταν υπάρχει σύμβαση πώλησης συγκεκριμένων αγαθών ή όταν αγαθά μεταγενέστερα υπάγονται στη σύμβαση, ο πωλητής δύναται, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ή της υπαγωγής να επιφυλάξει το δικαίωμα διάθεσης των αγαθών, μέχρι να εκπληρωθούν ορισμένοι όροι. Σε τέτοια περίπτωση, ανεξάρτητα από την παράδοση των αγαθών σε αγοραστή, ή σε μεταφορέα ή σε άλλο θεματοφύλακα με σκοπό τη διαβίβαση στον αγοραστή, η κυριότητα των αγαθών δε μεταβιβάζεται στον αγοραστή, μέχρις ότου εκπληρωθούν οι όροι που τέθηκαν από τον πωλητή.
(2) Όταν αγαθά φορτωθούν και δυνάμει της φορτωτικής αυτά είναι παραδοτέα σε διαταγή του πωλητή ή του αντιπροσώπου του, ο πωλητής θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι επιφύλαξε το δικαίωμα διάθεσης.
(3) Όταν ο πωλητής αγαθών εκδίδει συναλλαγματική στον αγοραστή για το τίμημα και την αποστέλλει μαζί με τη φορτωτική στον αγοραστή, για να εξασφαλίσει την αποδοχή ή την πληρωμή της συναλλαγματικής, ο αγοραστής υποχρεούται να επιστρέψει τη φορτωτική, αν δεν τιμήσει τη συναλλαγματική και, αν εσφαλμένα κρατήσει τη φορτωτική, η κυριότητα των αγαθών δε μεταβιβάζεται σε αυτόν.
26. Εκτός αν διαφορετικά συμφωνήθηκε, ο κίνδυνος των αγαθών παραμένει στον πωλητή, μέχρις ότου μεταβιβαστεί η κυριότητα τους στον αγοραστή, αλλά, όταν η κυριότητα τους μεταβιβαστεί στον αγοραστή, ο κίνδυνος των αγαθών μετατίθεται στον αγοραστή είτε έγινε παράδοση είτε όχι:
27. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε εν ισχύι νόμου, όταν αγαθά πωλούνται από πρόσωπο που δεν είναι ο ιδιοκτήτης τους και ο οποίος δεν τα πωλεί με την εξουσιοδότηση ή τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, ο αγοραστής δεν αποκτά καλύτερο τίτλο για τα αγαθά από τον τίτλο του πωλητή, εκτός αν ο ιδιοκτητής των αγαθών με τη συμπεριφορά του εμποδίζεται να αρνηθεί την εξουσιοδότηση του πωλητή για πώληση:
28. Αν αγαθά που ανήκουν σε διάφορους συνιδιοκτήτες βρίσκονται με την άδεια τους, στην αποκλειστική κατοχή του ενός, η κυριότητα των αγαθών μεταβιβάζεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο που καλόπιστα αγοράζει αυτά από τέτοιο συνιδιοκτήτη, χωρίς να γνωρίζει κατά το χρόνο της σύμβασης της πώλησης ότι ο πωλητής δεν έχει εξουσιοδότηση για πώληση.
29. Αν τα αγαθά περιήλθαν στην κατοχή του πωλητή δυνάμει σύμβασης ακυρώσιμης κατά το άρθρο 18 ή το άρθρο 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, αλλά η σύμβαση δεν έχει ακυρωθεί μέχρι το χρόνο της πώλησης, ο αγοραστής αποκτά καλό τίτλο επί των αγαθών, νοουμένου ότι τα αγοράζει καλόπιστα και χωρίς να γνωρίζει ότι υπάρχει ελάττωμα στον τίτλο του πωλητή.
30.-(1) Όταν πρόσωπο που πώλησε αγαθά, κατέχει ή εξακολουθεί να κατέχει τα αγαθά ή τα έγγραφα τίτλου επί των αγαθών, τότε η παράδοση ή η μεταβίβαση από το πρόσωπο αυτό ή από εμπορικό αντιπρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του, των αγαθών ή των εγγράφων τίτλου δυνάμει οποιασδήποτε πώλησης, ενεχυρίασης ή άλλης διάθεσης αυτών σε οποιοδήποτε πρόσωπο που παραλαμβάνει αυτά καλόπιστα και χωρίς γνώση της προηγούμενης πώλησης έχει το ίδιο αποτέλεσμα ωσάν το πρόσωπο που παραδίδει ή μεταβιβάζει ήταν ρητά εξουσιοδοτημένο από τον ιδιοκτήτη των αγαθών να την ενεργήσει.
(2) Όταν πρόσωπο που αγόρασε ή συμφώνησε να αγοράσει αγαθά αποκτά, με τη συγκατάθεση του πωλητή, κατοχή των αγαθών ή των εγγράφων τίτλου επί των αγαθών η παράδοση ή η μεταβίβαση, από το πρόσωπο αυτό ή από εμπορικό αντιπρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του, των αγαθών ή των εγγράφων τίτλου δυνάμει οποιασδήποτε πώλησης, ενεχυρίασης ή άλλης διάθεσης τους σε οποιοδήποτε πρόσωπο που τα λαμβάνει καλόπιστα και χωρίς γνώση οποιουδήποτε δικαιώματος επίσχεσης ή άλλου δικαιώματος του αρχικού πωλητή σε σχέση με τα αγαθά, έχει ισχύ ως να μην υπήρχε τέτοιο δικαίωμα επίσχεσης ή άλλο δικαίωμα.
31. Είναι υποχρέωση του πωλητή να παραδώσει τα αγαθά και του αγοραστή να τα αποδεκτεί και να τα πληρώσει, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης πώλησης.
32. Εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, η παράδοση των αγαθών και η πληρωμή του τιμήματος είναι συντρέχοντες ουσιώδεις όροι, δηλαδή ο πωλητής πρέπει να είναι έτοιμος και πρόθυμος να παραδώσει την κατοχή των αγαθών στον αγοραστή σε αντάλλαγμα για το τίμημα, και ο αγοραστής πρέπει να είναι έτοιμος και πρόθυμος να πληρώσει το τίμημα σε αντάλλαγμα για την κατοχή των αγαθών.
33. Παράδοση αγαθών που πωλήθηκαν δύναται να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο που τα μέρη συμφωνούν να θεωρηθεί ως παράδοση ή που έχει ως αποτέλεσμα να τεθούν τα αγαθά στην κατοχή του αγοραστή ή οποιουδήποτε προσώπου που εξουσιοδοτήθηκε να τα κατέχει για λογαριασμό του.
34. Μερική παράδοση αγαθών, κατά τη διάρκεια της παράδοσης του συνόλου, έχει τις ίδιες συνέπειες για το σκοπό μεταβίβασης της κυριότητας των αγαθών αυτών όπως η παράδοση του συνόλου˙ αλλά μερική παράδοση των αγαθών, με πρόθεση το διαχωρισμό τους από το σύνολο, δεν επενεργεί ως παράδοση του υπολοίπου.
35. Εκτός αν υπάρχει ρητή συμφωνία, ο πωλητής αγαθών δεν είναι υποχρεωμένος να τα παραδώσει, μέχρις ότου ο αγοραστής ζητήσει παράδοση.
36.-(1) Κατά πόσο ο αγοραστής είναι υποχρεωμένος να λάβει κατοχή των αγαθών ή ο πωλητής να τα αποστείλει στον αγοραστή είναι θέμα που εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από τη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, πωληθέντα αγαθά είναι παραδοτέα στον τόπο όπου βρίσκονται κατά το χρόνο της πώλησης και αγαθά που συμφωνείται να πωληθούν είναι παραδοτέα στον τόπο όπου βρίσκονται κατά το χρόνο της συμφωνίας πώλησης, ή, αν αυτά δεν υπήρχαν τότε, στον τόπο της κατασκευής, ή παραγωγής τους.
(2) Όταν, δυνάμει της σύμβασης πώλησης, ο πωλητής δεσμεύεται να αποστείλει τα αγαθά στον αγοραστή, αλλά δεν ορίζεται χρόνος για την αποστολή τους, ο πωλητής δεσμεύεται να τα αποστείλει μέσα σε εύλογο χρόνο.
(3) Όταν κατά το χρόνο της πώλησης τα αγαθά είναι στην κατοχή τρίτου προσώπου, δεν υπάρχει παράδοση από τον πωλητή στον αγοραστή, εκτός και μέχρις ότου το τρίτο αυτό πρόσωπο φέρει σε γνώση του αγοραστή ότι κατέχει τα αγαθά για λογαριασμό του:
Νοείται ότι το άρθρο αυτό δεν επηρεάζει την έκδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε εγγράφου τίτλου επί των αγαθών.
(4) Απαίτηση ή προσφορά για παράδοση δύναται να θεωρηθεί ως στερημένη έννομων συνεπειών, εκτός αν γίνει σε εύλογη ώρα. Τι είναι εύλογη ώρα είναι θέμα πραγματικό.
(5) Εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, οι δαπάνες και τα συναφή έξοδα για να περιαχθούν τα αγαθά σε παραδόσιμη κατάσταση βαρύνουν τον πωλητή.
37.-(1) Όταν ο πωλητής παραδίδει στον αγοραστή ποσότητα αγαθών λιγότερη από εκείνη που συμφώνησε να πωλήσει με τη σύμβαση, ο αγοραστής δύναται να τα απορρίψει, αλλά, αν ο αγοραστής αποδεχτεί τα αγαθά που του παραδόθηκαν με αυτό τον τρόπο, οφείλει να τα πληρώσει με βάση το συμβατικό τίμημα.
(2) Όταν ο πωλητής παραδίδει στον αγοραστή ποσότητα αγαθών μεγαλύτερη από εκείνη που συμφώνησε να πωλήσει με τη σύμβαση, ο αγοραστής δύναται να αποδεχτεί τα αγαθά που περιλαμβάνονται στη σύμβαση και να απορρίψει τα υπόλοιπα ή δύναται να απορρίψει το σύνολο. Αν ο αγοραστής αποδεχτεί το σύνολο των αγαθών που παραδόθηκαν με αυτό τον τρόπο, τότε οφείλει να πληρώσει με βάση το συμβατικό τίμημα.
(3) Όταν ο πωλητής παραδίδει στον αγοραστή τα αγαθά τα οποία συμφώνησε να πωλήσει με τη σύμβαση αναμειγμένα με αγαθά άλλης περιγραφής που δεν περιλαμβάνονται στη σύμβαση, ο αγοραστής δύναται να αποδεκτεί τα αγαθά που είναι σύμφωνα με τη σύμβαση και να απορρίψει τα υπόλοιπα, ή δύναται να απορρίψει το σύνολο.
(4) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού υπόκεινται σε οποιαδήποτε συνήθη εμπορική πρακτική, ειδική συμφωνία ή πορεία συναλλαγών μεταξύ των μερών.
- 10(I)/1994
- ΔΙΟΡΘ/I(I)/2876/22.4.94
38.-(1) Εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο αγοραστής αγαθών δεν υποχρεούται να αποδεκτεί τμηματική παράδοση αυτών.
(2) Όταν υπάρχει σύμβαση πώλησης αγαθών παραδοτέων σε συμφωνημένες δόσεις για τις οποίες θα γίνει πληρωμή ξεχωριστά, και ο πωλητής δεν προβαίνει σε παράδοση ή προβαίνει σε πλημμελή παράδοση αναφορικά με μια ή περισσότερες δόσεις, ή όταν ο αγοραστής αμελεί ή αρνείται να παραλάβει ή να πληρώσει το τίμημα για μια ή περισσότερες δόσεις, τότε, το κατά πόσο η παράβαση της σύμβασης συνιστά αποκήρυξη της σύμβασης στο σύνολο της ή κατά πόσο συνιστά διαχωρίσιμη παράβαση η οποία παρέχει δικαίωμα για αποζημίωση και όχι δικαίωμα για αποκήρυξη της σύμβασης στο σύνολο της εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από τους όρους της σύμβασης και τις περιστάσεις της υπόθεσης.
39.-(1) Όταν, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης, ο πωλητής είναι εξουσιοδοτημένος ή έχει υποχρέωση να αποστείλει τα αγαθά στον αγοραστή, τότε παράδοση των αγαθών σε μεταφορέα είτε αυτός κατονομάστηκε από τον αγοραστή είτε όχι, για το σκοπό διαβίβασης τους στον αγοραστή ή παράδοση τους στον υπεύθυνο αποβάθρας για ασφαλή φύλαξη, θεωρείται εκ πρώτης όψεως παράδοση των αγαθών προς τον αγοραστή.
(2) Εκτός αν εξουσιοδοτηθεί διαφορετικά από τον αγοραστή, ο πωλητής οφείλει να συνάψει με το μεταφορέα ή τον υπεύθυνο αποβάθρας για λογαριασμό του αγοραστή οποιαδήποτε εύλογη σύμβαση, έχοντας υπόψη τη φύση των αγαθών και τις άλλες περιστάσεις της υπόθεσης. Αν ο πωλητής παραλείψει να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο και τα αγαθά απωλεσθούν ή υποστούν βλάβη κατά τη μεταφορά ή την φύλαξη τους από τον υπεύθυνο αποβάθρας, ο αγοραστής δύναται να αρνηθεί να θεωρήσει την παράδοση των αγαθών στο μεταφορέα ή τον υπεύθυνο αποβάθρας παράδοση στον ίδιο ή δύναται να καταστήσει τον πωλητή υπεύθυνο για αποζημίωση.
(3) Εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όταν αγαθά αποστέλλονται από τον πωλητή στον αγοραστή με δρομολόγιο που συνεπάγεται θαλάσσια μεταφορά, κάτω από περιστάσεις που καθιστούν συνηθισμένη την ασφάλιση τους, τότε ο πωλητής οφείλει να δώσει τέτοια ειδοποίηση στον αγοραστή, ώστε να δυνηθεί αυτός να τα ασφαλίσει κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς τους και, αν ο πωλητής παραλείψει να δώσει τέτοια ειδοποίηση, τότε ο κίνδυνος των μεταφερόμενων αγαθών βαρύνει τον πωλητή κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας αυτής μεταφοράς.
- 10(I)/1994
- 9(I)/1995
- ΔΙΟΡΘ/I(I)/2955/17.2.95
40. Όταν ο πωλητής αγαθών συμφωνεί να τα παραδώσει με δικό του κίνδυνο σε τόπο διαφορετικό από εκείνο όπου βρίσκονται κατά την πώληση τους, ο αγοραστής παρόλα αυτά, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, φέρει τον κίνδυνο χειροτέρευσης των αναθών ο οποίος αναγκαστικά συνυπάρχει κατά τη μεταφορά τους.
41. Εκτός αν διαφορετικά συμφωνήθηκε, όταν ο πωλητής προσφέρεται να παραδώσει στον αγοραστή αγαθά, αυτός υποχρεούται μετά από παράκληση, να παράσχει στον αγοραστή εύλογη ευχέρεια για εξέταση των αγαθών με σκοπό να διακριβώσει αν αυτά είναι σύμφωνα με τη σύμβαση και, σε περίπτωση σύμβασης πώλησης βάσει δείγματος, να συγκρίνει το σύνολο αυτών με το δείγμα.
42.-(1) Ο αγοραστής θεωρείται ότι αποδέχτηκε τα αγαθά, τηρουμένων των διατάξεων του πιο κάτω εδαφίου (2)-
(α) Αν αυτός δηλώσει στον πωλητή την αποδοχή αυτών, ή
(β) αν, αφού παραδοθούν σε αυτόν τα αγαθά, αυτός προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με αυτά η οποία αντίκειται προς το δικαιώμα κυριότητας του πωλητή.
(2) Aν παραδοθούν στον αγοραστή αγαθά και αυτός δεν τα έχει προηγουμένως εξετάσει, τότε δε θεωρείται ότι τα αποδέκτηκε δυνάμει του πιο πάνω εδαφίου (1) μέχρις ότου παρασχεθεί σε αυτόν εύλογη ευχέρεια για να τα εξετάσει με σκοπό-
(α) Να διακριβωθεί αν αυτά είναι σύμφωνα με τη σύμβαση, και
(β) σε περίπτωση σύμβασης πώλησης βάσει δείγματος, να συγκριθεί το σύνολο των αγαθών με το δείγμα.
(3) Όταν η σύμβαση πώλησης αφορά καταναλωτική πώληση, ο αγοραστής δε δύναται με συμφωνία, παραίτηση ή διαφορετικά, να στερηθεί του δικαιώματος να επικαλεστεί το πιο πάνω εδάφιο (2).
(4) Στο άρθρο αυτό “καταναλωτική πώλησης” σημαίνει πώληση αγαθών (άλλη από πώληση με δημοπρασία ή πλειστηριασμό) από πωλητή κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του όπου τα αγαθά-
(α) Είναι τύπου που συνήθως αγοράζονται για ιδιωτική χρήση ή κατανάλωση˙
(β) πωλούνται σε πρόσωπο το οποίο δεν αγοράζει ή δεν παρουσιάζεται να αγοράζει αυτά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του.
(5) Το βάρος απόδειξης ότι η πώληση εμπίπτει για τους σκοπούς του άρθρου αυτού στην κατηγορία της καταναλωτικής πώλησης φέρει ο διάδικος που προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό.
(6) Ο αγοραστής θεωρείται επίσης ότι αποδέχτηκε τα αγαθά, αν μετά από την παρέλευση εύλογου χρόνου, κρατήσει τα αγαθά, χωρίς να δηλώσει στον πωλητή ότι τα απέρριψε.
(7) Ο αγοραστής δε θεωρείται, δυνάμει του άρθρου αυτού, ότι αποδέχτηκε τα αγαθά για μόνο το λόγο ότι-
(α) Αυτός ζητά ή συμφωνεί για την επιδιόρθωση αυτών από τον πωλητή ή κατόπιν διευθέτησης με αυτόν, ή
(β) τα αγαθά παραδίδονται σε άλλον δυνάμει μεταπώλησης ή άλλης διάθεσης.
(8) Όταν η σύμβαση αφορά πώληση αγαθών που αποτελούν μια ή περισσότερες εμπορικές μονάδες, ο αγοραστής, αφού αποδεχτεί οποιαδήποτε αγαθά που περιλαμβάνονται σε κάποια μονάδα, θεωρείται ότι αποδέχτηκε όλα τα αγαθά που αποτελούν τη μονάδα. Στο εδάφιο αυτό “εμπορική μονάδα” σημαίνει μονάδα, η διαίρεση της οποίας θα μείωνε ουσιαστικά την αξία των αγαθών ή το χαρακτήρα της μονάδας.
43.-(1) Αν ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να απορρίψει τα αγαθά εξαιτίας κάποιας αθέτησης εκ μέρους του πωλητή η οποία επηρεάζει μερικά ή όλα τα αγαθά, αλλά αποδέχεται μερικά από αυτά, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε αγαθών που δεν επηρεάστηκαν από την αθέτηση, τότε αποδεχόμενος αυτά, δε χάνει το δικαίωμα απόρριψης των υπολοίπων.
(2) Σε περίπτωση που ο αγοραστής έχει το δικαίωμα απόρριψης κάποιας τμηματικής παράδοσης αγαθών, το πιο πάνω εδάφιο (1) εφαρμόζεται ωσάν οι αναφορές στα αγαθά να ήταν αναφορές στα αγαθά που περιλαμβάνονται στην τμηματική παράδοση.
(3) Για τους σκοπούς του πιο πάνω εδαφίου (1), αγαθά επηρεάζονται από κάποια αθέτηση, αν εξαιτίας αυτής δεν είναι σύμφωνα με τη σύμβαση.
(4) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται εκτός αν από τη σύμβαση, ρητά ή σιωπηρά, προκύπτει πρόθεση για το αντίθετο.
44. Εκτός αν διαφορετικά συμφωνήθηκε, όταν αγαθά παραδοθούν στον αγοραστή και αυτός αρνείται να τα αποδεχτεί ενώ έχει το δικαίωμα για αυτό, δεν είναι υποχρεωμένος να τα επιστρέψει στον πωλητή, αλλά είναι αρκετό αν δηλώσει στον πωλητή ότι αρνείται να τα αποδεχτεί.
45. Όταν ο πωλητής είναι έτοιμος και πρόθυμος να παραδώσει τα αγαθά και καλεί τον αγοραστή να τα παραλάβει, και ο αγοραστής δεν τα παραλάβει μέσα σε εύλογο χρόνο μετά από τέτοια κλήση, ο αγοραστής ευθύνεται έναντι του πωλητή για οποιαδήποτε απώλεια που προκλήθηκε εξαιτίας της αμέλειας ή άρνησης του για παραλαβή και επίσης για εύλογη επιβάρυνση για τη συντήρηση και φύλαξη των αγαθών:
46.-(1) Ο πωλητής αγαθών θεωρείται “απλήρωτος πωλητής” με την έννοια του Νόμου αυτού-
(α) Όταν ολόκληρο το τίμημα δεν πληρώθηκε ή δεν προσφέρθηκε˙
(β) όταν συναλλαγματική ή άλλο διαπραγματεύσιμο έγγραφο έχει ληφθεί ως πληρωμή υπό όρο, και ο όρος υπό τον οποίο λήφθηκε δεν εκπληρώθηκε εξαιτίας μη τίμησης του εγγράφου ή διαφορετικά.
(2) Στο Μέρος αυτό, ο όρος “πωλητής” περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο επέχει θέση πωλητή, όπως, για παράδειγμα, αντιπρόσωπο του πωλητή προς τον οποίο οπισθογραφήθηκε η φορτωτική ή αποστολέα ή αντιπρόσωπο ο οποίος ο ίδιος πλήρωσε το τίμημα ή ευθύνεται άμεσα για την πληρωμή του τιμήματος.
47.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και κάθε άλλου εκάστοτε εν ισχύι Νόμου, ανεξάρτητα αν η κυριότητα των αγαθών δυνατόν να μεταβιβάστηκε στον αγοραστή, ο απλήρωτος πωλητής, έχει εκ του νόμου-
(α) Δικαίωμα επίσχεσης των αγαθών για το τίμημα ενόσω αυτά είναι στην κατοχή του˙
(β) σε περίπτωση πτώχευσης του αγοραστή, δικαίωμα ανακοπής των αγαθών εν διαμετακομίσει, μετά που έπαυσαν να είναι στην κατοχή του˙
(γ) δικαίωμα επαναπώλησης, σύμφωνα με τους περιορισμούς του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν η κυριότητα των αγαθών δεν έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή, ο απλήρωτος πωλητής έχει επιπρόσθετα από τις άλλες θεραπείες, δικαίωμα ανάσχεσης της παράδοσης παρόμοιο και ίσης έκτασης με τα δικαιώματα επίσχεσης και ανακοπής εν διαμετακομίσει όπου η κυριότητα έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή.
48.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο απλήρωτος πωλητής των αγαθών ο οποίος τα κατέχει δικαιούται να τα κατακρατήσει μέχρι την πληρωμή ή την προσφορά του τιμήματος στις πιο κάτω περιπτώσεις, δηλαδή-
(α) Όταν τα αγαθά πωλήθηκαν χωρίς οποιοδήποτε όρο αναφορικά με την παροχή πίστωσης˙
(β) όταν τα αγαθά πωλήθηκαν με πίστωση, αλλά η προθεσμία της πίστωση εξέπνευσε˙
(γ) όταν ο αγοραστής κηρυχτεί σε πτώχευση.
(2) Ο πωλητής δύναται να ασκήσει το δικαίωμα του για επίσχεση, ανεξάρτητα αν κατέχει τα αγαθά ως αντιπρόσωπος ή θεματοφύλακας του αγοραστή.
49. Όταν ο απλήρωτος πωλητής έχει προβεί σε μερική παράδοση των αγαθών, αυτός δύναται να ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης πάνω στα υπόλοιπα, εκτός αν αυτή η μερική παράδοση έγινε κάτω από τέτοιες περιστάσεις, που υποδηλώνουν συμφωνία παραίτησης από το δικαίωμα επίσχεσης.
50.-(1) Ο απλήρωτος πωλητής αγαθών χάνει το δικαίωμα επίσχεσης πάνω σε αυτά-
(α) Όταν παραδίδει τα αγαθά σε μεταφορέα ή άλλο θεματοφύλακα με σκοπό τη διαβίβαση τους στον αγοραστή, χωρίς να επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα διάθεσης των αγαθών˙
(β) όταν ο αγοραστής ή ο αντιπρόσωπος του αποκτά νόμιμη κατοχή των αγαθών˙
(γ) με παραίτηση από το δικαίωμα αυτό.
(2) Ο απλήρωτος πωλητής αγαθών, ο οποίος έχει δικαίωμα επίσχεσης πάνω σε αυτά, δε χάνει το δικαίωμα αυτό εξαιτίας μόνο του ότι εξασφάλισε δικαστική απόφαση για το τίμημα των αγαθών.
51. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, όταν ο αγοραστής αγαθών κηρύσσεται σε πτώχευση, ο απλήρωτος πωλητής, που έπαυσε να έχει την κατοχή των αγαθών, έχει το δικαίωμα ανακοπής αυτών εν διαμετακομίσει, δηλαδή δύναται να επανακτήσει την κατοχή των αγαθών, εφόσο βρίσκονται στο στάδιο της διαμετακόμισης, και δύναται να τα κατακρατήσει μέχρι την πληρωμή ή την προσφορά του τιμήματος.
52.-(1) Τα αγαθά θεωρούνται εν διαμετακομίσει από τη στιγμή που παραδόθηκαν σε μεταφορέα ή άλλο θεματοφύλακα με σκοπό τη διαβίβαση τους στον αγοραστή, μέχρις ότου ο αγοραστής ή ο αντιπρόσωπος του παραλάβει αυτά από τέτοιο μεταφορέα ή άλλο θεματοφύλακα.
(2) Αν ο αγοραστής ή ο αντιπρόσωπος του παραλάβει τα αγαθά πριν από την άφιξη τους στον καθορισμένο προορισμό, τότε η διαμετακόμιση περατώνεται.
(3) Αν, μετά την άφιξη των αγαθών στον καθορισμένο προορισμό, ο μεταφορέας ή άλλος θεματοφύλακας πληροφορήσει τον αγοραστή ή τον αντιπρόσωπο του ότι κατέχει τα αγαθά για λογαριασμό του και εξακολουθεί να τα κατέχει ως θεματοφύλακας του αγοραστή ή του αντιπροσώπου του, η διαμετακόμιση περατώνεται και δεν έχει σημασία το γεγονός ότι περαιτέρω προορισμός για τα αγαθά, δυνατό να έχει υποδειχτεί από τον αγοραστή.
(4) Αν τα αγαθά απορρίφτηκαν από τον αγοραστή και ο μεταφορέας ή άλλος θεματοφύλακας συνεχίζει να τα κατέχει, η διαμετακόμιση δε θεωρείται ότι περατώνεται, ακόμη και αν ο πωλητής αρνείται να τα πάρει πίσω.
(5) Όταν αγαθά παραδοθούν σε πλοίο που ναυλώθηκε από τον αγοραστή, είναι θέμα που εξαρτάται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατά πόσο αυτά είναι στην κατοχή του πλοιάρχου ως μεταφορέα ή ως αντιπροσώπου του αγοραστή.
(6) Όταν ο μεταφορέας ή άλλος θεματοφύλακας παράνομα αρνηθεί να παραδώσει τα αγαθά στον αγοραστή ή στον αντιπρόσωπο του, η διαμετακόμιση θεωρείται ότι περατώνεται.
(7) Όποτε γίνεται μερική παράδοση των αγαθών στον αγοραστή ή στον αντιπρόσωπο του, τα υπόλοιπα αγαθά δύνανται να ανακοπούν εν διαμετακομίσει, εκτός αν τέτοια μερική παράδοση έγινε κάτω από τέτοιες περιστάσεις, που υποδηλώνουν συμφωνία εγκατάλειψης της κατοχής του συνόλου των αγαθών.
53.-(1) Ο απλήρωτος πωλητής δύναται να ασκήσει το δικαίωμα του για ανακοπή εν διαμετακομίσει είτε με το να λάβει πραγματική κατοχή των αγαθών, είτε με το να δώσει ειδοποίηση για την αξίωση του στο μεταφορέα ή σε άλλο θεματοφύλακα στην κατοχή του οποίου βρίσκονται τα αγαθά. Τέτοια ειδοποίηση δύναται να δοθεί είτε στο πρόσωπο που έχει πραγματική κατοχή των αγαθών είτε στον εντολέα του. Στην τελευταία περίπτωση η ειδοποίηση, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να δίνεται σε τέτοιο χρόνο και σε τέτοιες περιστάσεις, ώστε ο εντολέας, με την άσκηση εύλογης επιμέλειας, να δύναται να κοινοποιήσει αυτή στον υπηρέτη ή τον αντιπρόσωπο του έγκαιρα, για να εμποδίσει την παράδοση στον αγοραστή.
(2) Όταν δοθεί ειδοποίηση για ανακοπή εν διαμετακομίσει από τον πωλητή στο μεταφορέα ή σε άλλο θεματοφύλακα που έχει στην κατοχή του τα αγαθά, αυτός οφείλει να παραδώσει πίσω τα αγαθά στον πωλητή ή σύμφωνα με τις οδηγίες αυτού. Τα έξοδα τέτοιας παράδοσης βαρύνουν τον πωλητή.
54.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το δικαίωμα του απλήρωτου πωλητή για επίσχεση ή για ανακοπή εν διαμετακομίσει δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε πώληση ή άλλη διάθεση των αγαθών που δυνατόν να έχει κάνει ο αγοραστής εκτός αν ο πωλητής συγκατατέθηκε σε αυτή:
(2) Όταν η μεταβίβαση γίνει υπό τύπο ενεχυρίασης, ο απλήρωτος πωλητής δύναται να απαιτήσει από τον ενεχυρούχο να ικανοποιηθεί πρώτα ως προς το εξασφαλισμένο με το ενέχυρο ποσό, εφόσον είναι δυνατό από οποιαδήποτε άλλα αγαθά ή αξιόγραφα του αγοραστή που είναι στα χέρια του ενεχυρούχου και είναι διαθέσιμα, έναντι του αγοραστή.
55.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, σύμβαση πώλησης δεν ακυρώνεται με την άσκηση και μόνο του δικαιώματος του απλήρωτου πωλητή για επίσχεση ή ανακοπή εν διαμετακομίσει.
(2) Όταν τα αγαθά είναι φθαρτά, ή όταν ο απλήρωτος πωλητής που άσκησε το δικαίωμα του για επίσχεση ή ανακοπή εν διαμετακομίσει δίνει ειδοποίηση στον αγοραστή για την πρόθεση του για επαναπώληση των αγαθών, ο απλήρωτος πωλήτης δύναται, αν ο αγοραστής μέσα σε εύλογο χρόνο δεν πληρώσει ή δεν προσφέρει το τίμημα να επαναπωλήσει τα αγαθά μέσα σε εύλογο χρόνο και να ανακτήσει από τον αρχικό αγοραστή αποζημιώσεις για οποιαδήποτε ζημιά προκλήθηκε από την παράβαση της σύμβασης από αυτόν, αλλά ο αγοραστής δε δικαιούται οποιοδήποτε κέρδος δυνατόν να προκύψει από την επαναπώληση. Αν δε δοθεί τέτοια ειδοποίηση, ο απλήρωτος πωλητής δε δικαιούται να ανακτήσει τέτοιες αποζημιώσεις και ο αγοραστής δικαιούται το κέρδος, αν υπάρχει τέτοιο, από την επαναπώληση.
(3) Όταν ο απλήρωτος πωλητής, που άσκησε το δικαίωμα του για επίσχεση ή ανακοπή εν διαμετακομίσει, επαναπωλήσει τα αγαθά, ο αγοραστής αποκτά καλό τίτλο στα αγαθά έναντι του αρχικού αγοραστή, ανεξάρτητα από το ότι δε δόθηκε ειδοποίηση προς τον αρχικό αγοραστή για την επαναπώληση.
(4) Όταν ο πωλητής ρητά επιφυλάσσει το δικαίωμα επαναπώλησης σε περίπτωση που ο αγοραστής παραλείπει να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του και σε περίπτωση μη εκτέλεσης αυτών, επαναπωλεί τα αγαθά, η αρχική σύμβαση πώλησης ως εκ τούτου ακυρώνεται, αλλά χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε αξίωσης δυνατόν να έχει ο πωλητής για αποζημιώσεις.
56.-(1) Όταν, δυνάμει σύμβασης πώλησης, η κυριότητα των αγαθών μεταβιβαστεί στον αγοραστή και ο αγοραστής εσφαλμένα αμελεί ή αρνείται να πληρώσει για τα αγαθά σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, ο πωλητής δύναται να τον εναγάγει για το τίμημα των αγαθών.
(2) Όταν, δυνάμει σύμβασης πώλησης, το τίμημα είναι πληρωτέο σε ορισμένη μέρα ανεξάρτητα από την παράδοση και ο αγοραστής εσφαλμένα αμελεί ή αρνείται να πληρώσει τέτοιο τίμημα, ο πωλητής δύναται να τον εναγάγει για το τίμημα αν και η κυριότητα των αγαθών δε μεταβιβάστηκε και τα αγαθά δεν υπήχθησαν στη σύμβαση.
57. Όταν ο αγοραστής εσφαλμένα αμελεί ή αρνείται να αποδεχτεί και να πληρώσει για τα αγαθά, ο πωλητής δύναται να τον εναγάγει για αποζημιώσεις για μη αποδοχή.
58. Όταν ο πωλητής εσφαλμένα αμελεί ή αρνείται να παραδώσει τα αγαθά στον αγοραστή, ο αγοραστής δύναται να τον εναγάγει για αποζημιώσεις για μη παράδοση.
59. Σε οποιαδήποτε αγωγή για παράβαση σύμβασης για παράδοση συγκεκριμένων ή εξακριβωμένων αγαθών, το δικαστήριο δύναται με απόφαση του, αν το θεωρεί ορθό, ύστερα από αίτηση του ενάγοντος, να διατάξει ειδική εκτέλεση της σύμβασης, χωρίς να δώσει στον εναγόμενο την εκλογή να κρατήσει τα αγαθά έναντι πληρωμής αποζημιώσεων. Η απόφαση δύναται να είναι χωρίς όρους ή με τέτοιους όρους αναφορικά με αποζημιώσεις, την πληρωμή του τιμήματος ή άλλως πως, όπως το Δικαστηριο δύναται να κρίνει δίκαιο, και η αίτηση του ενάγοντος δύναται να υποβληθεί οποτεδήποτε πριν την απόφαση.
60.-(1) Όταν υπάρχει παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης από τον πωλητή, ή όταν ο αγοραστής επιλέγει ή υποχρεώνεται να θεωρήσει οποιαδήποτε παράβαση ουσιώδους όρου εκ μέρους του πωλητή παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης, ο αγοραστής δεν έχει το δικαίωμα εξαιτίας μόνο της παράβασης αυτής της εγγυητικής διαβεβαίωσης να απορρίψει τα αγαθά, αλλά όμως δύναται-
(α) Να προβάλει έναντι του πωλητή την παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης προς μείωση ή εξάλειψη του τιμήματος˙ ή
(β) να εναγάγει τον πωλητή για αποζημιώσεις για παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης.
(2) Το γεγονός ότι ο αγοραστής προέβαλε παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης για μείωση ή εξάλειψη του τιμήματος δεν τον εμποδίζει να εναγάγει για την ίδια παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης, αν αυτός έχει υποστεί περαιτέρω ζημιά.
61. Όταν εκάτερο μέρος στη σύμβαση πώλησης καταγγείλει τη σύμβαση πριν την ημερομηνία παράδοσης, το άλλο μέρος δύναται είτε να θεωρήσει τη σύμβαση ότι υφίσταται και να αναμείνει μέχρι την ημερομηνία παράδοσης, είτε να θεωρήσει τη σύμβαση ως ακυρωθείσα και να εναγάγει για αποζημιώσεις για την παράβαση.
62.-(1) Ο παρών Νόμος δεν επηρεάζει το δικαίωμα του πωλητή ή του αγοραστή-
(α) Να ανακτήσει τόκο ή ειδικές αποζημιώσεις σε κάθε περίπτωση όπου εκ του νόμου δύναται να ανακτηθεί τόκος ή ειδικές αποζημιώσεις˙
(β) να ανακτήσει χρήματα που πληρώθηκαν σε περίπτωση που η αντιπαροχή για την πληρωμή τους δεν πληρώθηκε.
(2) Σε περίπτωση έλλειψης σύμβασης για το αντίθετο το δικαστήριο δύναται να επιδικάσει τόκο με τέτοιο επιτόκιο όπως αυτό ήθελε θεωρήσει πρέπον επί του ποσού του τιμήματος-
(α) Στον πωλητή σε αγωγή του για το ποσό του τιμήματος από την ημερομηνία της προσφοράς των αγαθών ή από την ημερομηνία που το τίμημα κατέστη πληρωτέο˙
(β) στον αγοραστή σε αγωγή του για επιστροφή του τιμήματος σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης από τον πωλητή, από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η πληρωμή.
63.-(1) Όταν οποιοδήποτε δικαίωμα, καθήκον ή ευθύνη εκ του νόμου θα προέκυπτε από σύμβαση πώλησης δύναται να αναιρεθεί ή μεταβληθεί με ρητή συμφωνία ή από την πορεία της συναλλαγής των συμβαλλομένων, ή από τη συνήθη πρακτική, εφόσον αυτή είναι δεσμευτική για αμφότερους τους συμβαλλομένους, αλλά η διάταξη αυτή ισχύει με την επιφύλαξη των επόμενων διατάξεων του άρθρου αυτού.
(2) Ρητός ουσιώδης όρος ή ρητή εγγυητική διαβεβαίωση δεν αναιρεί σιωπηρό εκ του Νόμου αυτού ουσιώδη όρο ή εγγυητική διαβεβαίωση παρά μόνο όταν δε συνάδουν μεταξύ τους.
(3) Σε περίπτωση σύμβασης πώλησης αγαθών, κάθε όρος σε τέτοια σύμβαση ή σε οποιαδήποτε άλλη σύμβαση που αποκλείει όλες ή μερικές από τις διατάξεις του άρθου 14 είναι άκυρη.
(4) Σε περίπτωση σύμβασης πώλησης αγαθών, κάθε όρος σε τέτοια σύμβαση ή σε οποιαδήποτε άλλη σύμβαση που αποκλείει όλες ή μερικές από τις διατάξεις των άρθρων 15,16 και 17 καθίσταται-
(α) Σε περίπτωση καταναλωτικής πώλησης άκυρη˙και
(β) σε κάθε άλλη περίπτωση, μη εκτελεστή κατά την έκταση που αποδεικνύεται ότι θα ήταν άδικο ή παράλογο να επιτραπεί η επίκλιση του όρου αυτού.
(5) Για διαπίστωση για τους σκοπούς του πιο πάνω εδαφίου (4) κατά πόσο η επίκλιση οποιουδήποτε τέτοιου όρου θα ήταν δίκαιη ή εύλογη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης και ειδικότεραα τα πιο κάτω ζητήματα:
(α) Η ισχύς της διαπραγματευτικής θέσης του πωλήτη και του αγοραστή, μεταξύ τους, αφού ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη διαθέσιμων κατάλληλων εναλλακτικών προϊόντων και πηγών προμήθειας˙
(β) κατά πόσο ο αγοραστής παρακινήθηκε να συμφωνήσει στον όρο ή, αποδεχόμενος αυτόν, είχε την ευχέρεια να αγοράσει τα αγαθά ή κατάλληλα εναλλακτικά αγαθά χωρίς τον όρο αυτό από οποιαδήποτε πηγή προμήθειας˙
(γ) κατά πόσο ο αγοραστής γνώριζε ή όφειλε εύλογα να γνωρίζει την ύπαρξη και έκταση του όρου (ενόψη, μεταξύ άλλων, οποιουδήποτε εμπορικού εθίμου και οποιασδήποτε προηγούμενης πορείας των συναλλαγών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών) ˙
(δ) όταν ο όρος αποκλείει όλες ή μερικές από τις διατάξεις των άρθρων 15, 16 ή 17 σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με ορισμένο όρο, κατά πόσο ήταν εύλογο, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, να αναμένεται ότι η συμμόρφωση με τον όρο αυτό θα ήταν πρακτικά δυνατή˙
(ε) κατά πόσο τα αγαθά κατασκευάστηκαν, έτυχαν επεξεργασίας ή προσαρμόστηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του αγοραστή.
(6) Το εδάφιο (5) δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να θεωρήσει, σύμφωνα με οποιοδήποτε κανόνα δικαίου, ότι ο όρος που αποσκοπεί να αποκλείσει ή περιορίσει οποιαδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 15, 16 και 17 δεν αποτελεί όρο της Σύμβασης.
(7) Κάθε αναφορά στο άρθρο αυτό σε κάποιο όρο που αποκλείει όλες ή μερικές από τις διατάξεις οποιουδήποτε άρθρου του παρόντος Νόμου συνιστά αναφορά σε όρο ο οποίος αποσκοπεί ή έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό της εφαρμογής όλων ή μερικών από τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου ή της άσκησης δικαιώματος που χορηγείται από οποιαδήποτε διάταξη του πιο πάνω άρθρου, ή οποιασδήποτε ευθύνης του πωλητή για παράβαση κάποιου σιωπηρού ουσιώδους όρου ή σιωπηρής, εγγυητικής διαβεβαίωσης που απορρέει από οποιαδήποτε διάταξη του πιο πάνω άρθρου.
(8) Με το παρόν δηλώνεται ότι κάθε αναφορά στο άρθρο αυτό σε όρο κάποιας σύμβασης περιλαμβάνει αναφορά σε όρο ο οποίος αν και δεν περιλαμβάνεται σε κάποια σύμβαση, ενσωματώνεται στη σύμβαση αυτή με άλλο όρο της σύμβασης.
64. Όταν στον παρόντα Νόμο γίνεται αναφορά σε εύλογο χρόνο, το ερώτημα τι είναι εύλογος χρόνος αποτελεί ζήτημα πραγματικό.
65. Σε περίπτωση πώλησης με πλειστηριασμό-
(α) Όταν τα αγαθά προσφέρονται για πώληση κατά σύνολα, κάθε σύνολο εκ πρώτης όψεως θεωρείται ότι αποτελεί το αντικείμενο ξεχωριστής σύμβασης πώλησης˙
(β) η πώληση συμπληρώνεται όταν ο δημοπράτης ανακοινώσει τη συμπλήρωση της με το κτύπημα του σφυριού ή με άλλο συνηθισμένο τρόπο. Μέχρις ότου γίνει τέτοια ανακοίνωνση, οποιοσδήποτε πλειοδότης δύναται να ανακαλέσει την προσφορά του˙
(γ) δικαίωμα πλειοδοσίας δύναται να επιφυλαχτεί ρητά από ή εκ μέρους του πωλητή και όταν τέτοιο δικαίωμα ρητά επιφυλάχτηκε με το τρόπο αυτό αλλά όχι άλλως πως, ο πωλητής ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκ μέρους του δύναται, τηρουμένων των ακόλουθων διατάξεων, να πλειοδοτήσει κατά τον πλειστηριασμό˙
(δ) όταν η πώληση δε δηλώνεται ότι γίνεται με την επιφύλαξη δικαιώματος για πλειοδοσία εκ μέρους του πωλητή, δεν είναι νόμιμο για τον πωλητή να πλειοδοτήσει ο ίδιος ή να χρησιμοποιήσει άλλο πρόσωπο για να πλειοδοτήσει σε τέτοια πώληση, ή ο δημοπράτης εν γνώσει του να δεχτεί οποιαδήποτε προσφορά έγινε από τον πωλητή ή από άλλο τέτοιο πρόσωπο˙ οποιαδήποτε πώληση γίνεται κατά παράβαση του κανόνα αυτού δύναται να θεωρηθεί από τον αγοραστή δόλια˙
(ε) η πώληση δύναται να δηλωθεί ότι διεξάγεται με επιφυλασσόμενη ή κατώτατη τιμή˙
(στ) αν ο πωλητής χρησιμοποιήσει εικονική πλειοδοσία, για να ανυψώσει το τίμημα, η πώληση είναι ακυρώσιμη κατά εκλογή του αγοραστή.
66.-(1) Με τον παρόντα Νόμο καταργείται ο περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμος.
(2) Ο παρών Νόμος δεν επηρεάζει ή δε θεωρείται ότι επηρεάζει-
(α) Οποιοδήποτε δικαίωμα, τίτλο, συμφέρον, υποχρέωση ή ευθύνη η οποία ήδη αποκτήθηκε ή προέκυψε ή αναλήφθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού˙ ή
(β) οποιαδήποτε νομική διαδικασία ή θεραπεία σχετική με τέτοιο δικαίωμα τίτλο, συμφέρον, υποχρέωση ή ευθύνη˙ ή
(γ) οτιδήποτε διαπράχθηκε ή έγινε ανεκτό πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού˙ ή
(δ) οποιοδήποτε νομοθέτημα που αφορά την πώληση αγαθών που δεν καταργήθηκε ρητά από το Νόμο αυτό˙ ή
(ε) οποιοδήποτε κανόνα δικαίου που δεν αντίκειται στον παρόντα Νόμο.
(3) Οι κανόνες πτώχευσης που αφορούν συμβάσεις για την πώληση αγαθών εξακολουθούν να ισχύουν σε αυτές ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιέχεται στο Νόμο αυτό.
(4) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που αφορούν συμβάσεις για πώληση δε εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε συναλλαγή υπό τύπο σύμβασης πώλησης η οποία προορίζεται να ενεργεί ως υποθήκη, ενέχυρο, επιβάρυνση ή άλλη ασφάλεια.
3 του Ν.9(Ι)/95. Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου θεωρείται η 11η Μαρτίου 1994.