12.-(1) Δικαστήριο το οποίο, με βάση τον παρόντα Νόμο, εκδίδει διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο για την αναμόρφωση του αδικοπραγούντος, να επιτρέψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο συγκατατίθεται σε αυτό να δώσει εγγύηση για την καλή συμπεριφορά του αδικοπραγούντος. Για οποιαδήποτε εγγύηση δίδεται με τον τρόπο αυτό εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 158 μέχρι 164 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(2) Δικαστήριο το οποίο εκδίδει διάταγμα κηδεμονίας ή διάταγμα απαλλαγής υπό όρους ή το οποίο απαλλάσσει τον αδικοπραγούντα απόλυτα δύναται, χωρίς να επηρεάζεται η εξουσία του να επιδικάζει έξοδα εναντίον του, να διατάξει τον αδικοπραγούντα να καταβάλει ως αποζημίωση για βλάβη ή ως ικανοποίηση για απώλεια το ποσό το οποίο το δικαστήριο κρίνει εύλογο, νοουμένου ότι και τα δύο ποσά δεν υπερβαίνουν το ποσό το οποίο το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιδικάζει.
(3) Διάταγμα για την καταβολή αποζημιώσεως για βλάβη ή απώλεια, όπως αναφέρεται πιο πάνω, δύναται να εκτελεστεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εκτελείται διάταγμα για την πληρωμή χρηματικής ποινής από τον αδικοπραγούντα. Όταν το δικαστήριο, εκτός από την έκδοση διατάγματος για την καταβολή σε οποιοδήποτε πρόσωπο αποζημιώσεως για βλάβη ή για απώλεια, διατάζει τον αδικοπραγούντα να πληρώσει στο πρόσωπο αυτό έξοδα, τότε τα διατάγματα για την καταβολή αποζημιώσεων ή και για την πληρωμή εξόδων δύνανται να εκτελεστούν όπως αν αποτελούσαν ένα και μόνο διάταγμα για την πληρωμή χρηματικής ποινής.