13.-(1) Τηρουμένων των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, καταδίκη για αδίκημα για το οποίο εκδίδεται διάταγμα δυνάμει του παρόντος Νόμου το οποίο θέτει τον αδικοπραγούντα υπό κηδεμονία ή τον απαλλάσσει απόλυτα ή υπό όρους δε θεωρείται ότι είναι καταδίκη για σκοπό άλλο από τους σκοπούς της διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας εκδίδεται το διάταγμα, καθώς και οποιασδήποτε μεταγενέστερης διαδικασίας η οποία δύναται να εγερθεί εναντίον του αδικοπραγούντος με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται το εδάφιο (1), η καταδίκη αδικοπραγούντος που τίθεται υπό κηδεμονία ή που απαλλάσσεται απόλυτα ή υπό όρους αγνοείται για τους σκοπούς οποιουδήποτε νόμου ο οποίος επιφέρει οποιαδήποτε στέρηση ή ανικανότητα σε πρόσωπα που καταδικάστηκαν ή ο οποίος εξουσιοδοτεί ή απαιτεί την επιβολή οποιασδήποτε τέτοιας στέρησης ή ανικανότητας.
(3) Τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν-
(α) Το δικαίωμα του αδικοπραγούντος να εφεσιβάλει την απόφαση για καταδίκη του ή να βασίζεται σε αυτή για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης διαδικασίας για το ίδιο αδίκημα.
(β) Την επανάκτηση ή την επιστροφή οποιασδήποτε περιουσίας ως αποτέλεσμα της καταδίκης του αδικοπραγούντος.
(γ) Την εφαρμογή, σχετικά με τον αδικοπραγούντα, οποιουδήποτε νόμου ο οποίος ισχύει κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και ο οποίος ρητά αναφέρει ότι επεκτείνεται σε καταδικασθέντες.