56.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, δύναται να ζητήσει είτε από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27, είτε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης, όπως υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος θεωρηθεί σημαντικό.
(β) Στο αίτημα παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εξής:
(i) Κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) στη Δημοκρατία·
(ii) τον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα καθώς και στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού στη Δημοκρατία· και
(iii) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή είτε κράτους-μέλους υποδοχής είτε κράτους-μέλους προέλευσης είτε ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον προσδιορισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
(β) Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από την λήψη αιτήματος βάσει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής λαμβάνει αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο (2) μηνών, σχετικά με τον προσδιορισμό του υποκαταστήματος ως σημαντικό. Για την απόφαση αυτή, λαμβάνει υπόψη όλες τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής ή των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης.
(γ) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου, παρατίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, αναγνωρίζονται δε ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη.
(δ) Ο προσδιορισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους προέλευσης-
(α) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (10Α) του άρθρου 39 και εκτελεί τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής,
(β) εάν αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά το εδάφιο (8) του άρθρου 27, ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 27Γ, και τις αρχές της Δημοκρατίας που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Γ,
(γ) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων κινδύνων των ΑΠΙ στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα όπως αναφέρεται στα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26 και, κατά περίπτωση στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (6Α) του άρθρου 27, και διαβιβάζει τις αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 26Θ και 30 στον βαθμό που οι εν λόγω αξιολογήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα,
(δ) διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014, όταν αυτό ενδείκνυται όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής,
(ε) εάν δεν έχει διαβουλευθεί με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επιμένουν ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει της περί Ρυθμίσεων Διακυβέρνησης και Διαχείρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγίας του 2014, δεν είναι κατάλληλα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(4)(α) Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το εδάφιο (11Α) του άρθρου 39, η Κεντρική Τράπεζα, όταν εποπτεύει ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία το οποίο έχει σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη-μέλη, συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 55.
(β) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτές διευθετήσεις που καθορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.
(γ) Για την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) απόφαση η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις εμπλεκόμενες αρχές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1Β) του άρθρου 26, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.
(δ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.