4Α. (1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλεί την άδεια τράπεζας μόνον όταν η τράπεζα -
(α)δεν κάνει χρήση της άδειας εντός έτους, παραιτείται ρητώς απ' αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά της για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών,
(β)απέκτησε την άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
(γ)δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια,
(δ)δεν έχει πλέον επαρκή ίδια κεφάλαια ή δεν παρέχει την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι των πιστωτών της και ιδίως δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που της έχουν εμπιστευθεί, ή
(ε) υπάγεται σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης που προβλέπεται από την κυπριακή νομοθεσία, όπως τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 7 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013.
(2) Η ανάκληση της άδειας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και οι λόγοι να γνωστοποιούνται από την Κεντρική Τράπεζα στους ενδιαφερόμενους.
(3) Η ανάκληση άδειας γνωστοποιείται από την Κεντρική Τράπεζα στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ.