4Α. (1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει την άδεια ΑΠΙ μόνον όταν το ΑΠΙ –
(α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έτους, παραιτείται ρητώς απ’ αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια παύει να ισχύει,
(β) απέκτησε την άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια,
(δ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο Τρίτο, Τέταρτο ή Έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα Άρθρα 92 α) και 92 β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 26Θ ή 30(1)(β)(vi) του παρόντος Νόμου ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν παρέχει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,
(ε) υπάγεται σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας που προβλέπεται από την κυπριακή νομοθεσία, όπως τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 7 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου,
(στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 41Δ.
(2) Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και οι λόγοι να γνωστοποιούνται από την Κεντρική Τράπεζα στους ενδιαφερόμενους.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας μαζί με τους λόγους της σχετικής ανάκλησης.