39.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ασκεί ενοποιημένη εποπτεία, η οποία καλύπτει την τράπεζα, όλες τις θυγατρικές και συνδεδεμένες εταιρείες της τράπεζας ή τις θυγατρικές εταιρείες της μητρικής εταιρείας, οι οποίες διεξάγουν τραπεζικές εργασίες ή άλλες εργασίες, που κατά κύριο λόγο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 13 και οποιαδήποτε μητρική εταιρεία οποιασδήποτε από τις πιο πάνω εταιρείες. Για το σκοπό αυτό, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία ή τη μητρική της εταιρεία σε ενοποιημένη βάση και επιπρόσθετα εφαρμόζονται ξεχωριστά σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία εκείνες οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίσει ότι οποιαδήποτε από τις θυγατρικές εταιρείες τράπεζας και ή της μητρικής εταιρείας τράπεζας θα θεωρείται ή θα θεωρούνται ότι είναι τράπεζα για σκοπούς οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει και η σχετική διάταξη ή διατάξεις θα εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία είτε ξεχωριστά είτε πάνω σε ενοποιημένη βάση.
(3) Όπου η μητρική εταιρεία και οποιαδήποτε από τις θυγατρικές εταιρείες τράπεζας εποπτεύονται από άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, η Κεντρική Τράπεζα θα ενεργεί βάσει του εδαφίου (2) έπειτα από συνεννόηση με τις αρχές αυτές.
(4) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (3), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ασκήσει ενοποιημένη εποπτεία, υπό τη μορφή που η ίδια κρίνει αναγκαία σε περίπτωση, κατά την οποία-
(α) τράπεζα ασκεί, κατά την κρίση της Κεντρικής Τράπεζας, σημαντική επιρροή επί μίας ή περισσοτέρων τραπεζών η εταιρειών που, κατά κύριο λόγο, ασκούν δραστηριότητες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες, χωρίς όμως να διαθέτει οποιοδήποτε ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιό τους ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά·
(β) δύο ή περισσότερες τράπεζες ή εταιρείες που, κατά κύριο λόγο, ασκούν δραστηριότητες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού:
(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 11, η Κεντρική Τράπεζα ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ της τράπεζας, της μητρικής της εταιρείας και οποιασδήποτε θυγατρικής της μητρικής της εταιρείας.
(β) η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από τις τράπεζες να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τις πιο πάνω εταιρείες:
(γ) όταν οι προαναφερθείσες συναλλαγές απειλούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση τράπεζας, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.
(6) Σε περίπτωση τράπεζας, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι τράπεζα ή εταιρεία, που ασκεί κατά κύριο λόγο εργασίες, οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 και, η οποία έχει συσταθεί σε κράτος άλλο από κράτος μέλος, ενώ δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, κατά τις διατάξεις των εδαφίων (4) και (5), η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει κατά πόσον η τράπεζα αυτή υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από την αρμόδια εποπτική αρχή της εν λόγω τρίτης χώρας, που είναι ισοδύναμη και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στο παρόν άρθρο:
(7)(α) Όταν η μητρική επιχείρηση τράπεζας είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν χορήγησε στην εν λόγω μητρική την άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 ή τις αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις των άλλων κρατών-μελών.
(β) Όταν η μητρική επιχείρηση τράπεζας είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν χορήγησε στην εν λόγω τράπεζα την άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 ή τις αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις των άλλων κρατών-μελών.
(γ) Στην περίπτωση κατά την οποία τράπεζες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη-μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή της τράπεζας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος στην οποία συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών.
(δ) Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις τραπεζών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη-μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη-μέλη και εφόσον υπάρχει τράπεζα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη-μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, εάν είναι η αρμόδια αρχή της τράπεζας με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.
(ε) Όταν πρόκειται για περισσότερες τράπεζες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και όταν καμία από τις εν λόγω τράπεζες δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος-μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν χορήγησε την άδεια λειτουργίας στην τράπεζα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, η οποία, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, θεωρείται ως η τράπεζα η ελεγχόμενη από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(στ) Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνει από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (δ) και (ε) εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τις τράπεζες και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσει σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, η Κεντρική Τράπεζα παρέχει στο εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών στην εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην τράπεζα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή. Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην Επιτροπή τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
(8) Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.
(9) Βάσει των ρυθμίσεων αυτών, δύνανται να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.
(10)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση άδειας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία είναι τράπεζα δύναται, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσει την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Επιτροπή για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών.
(10Α)(α) Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Διαβιβάζουν μεταξύ τους όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Από την άποψη αυτή, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και διαβιβάζουν ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.
(β) Οι πληροφορίες για τις οποίες γίνεται αναφορά στην παράγραφο (α) θεωρούνται ουσιώδεις, αν μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας μιας τράπεζας ή ενός πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.
(γ) Συγκεκριμένα, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την ενοποιημένη εποπτεία μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρέχει κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.
(δ) Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος (α) περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:
(i) τον προσδιορισμό της διάρθρωσης όλων των μείζονος σημασίας τραπεζών ή πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου, καθώς και των αρχών που είναι αρμόδιες για τις τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα του ομίλου,
(ii) τις διαδικασίες συγκέντρωσης πληροφοριών από τις τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα ενός ομίλου και την επαλήθευση των πληροφοριών αυτών,
(iii) αρνητικές εξελίξεις σε τράπεζες ή πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες οντότητες ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τις τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα, και
(iv) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2006/48/ΕΚ, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει, της παραγράφου 1 του άρθρου 136της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 105 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.
(11)(α) Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής τράπεζας που έλαβε άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα δύνανται, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στην Κεντρική Τράπεζα με σκοπό η Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Επιτροπή για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών.
(11Α)(α)(i) H Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στο άρθρο 27(6) και (8) και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου και σε πλαίσιο συμβατότητας με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.
(ii) Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την Κεντρική Τράπεζα και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
(Α) ανταλλαγή πληροφοριών·
(Β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση·
(Γ) καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης που βασίζονται σε αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 26(6) έως (10)·
(Δ) αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 27(9) και στο άρθρο 39(13)·
(Ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ σε όλες τις οντότητες ενός τραπεζικού ομίλου, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών·
(ΣΤ) εφαρμογή του άρθρου 27(6)(γ), λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.
(iii) Οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών συνεργάζονται στενά. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας βάσει του άρθρου 27(1), (2) και (5) και των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28Δ, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.
(β)(i) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39(8) έως (11) και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.
(ii) Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αρμόδιες αρχές μιας χώρας υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 27Ε, οι κεντρικές τράπεζες κατά περίπτωση, καθώς και αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το άρθρο 27(1), (2) και (5) και τα άρθρα 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28Δ.
(iii) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τα όσα ενεργούνται σε αυτές τις συνεδριάσεις και με τα μέτρα που λαμβάνονται.
(iv) Στην απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 26(1Β), και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 27Ε(2).
(v) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του άρθρου 27(1), (2) και (5) και των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28Δ, ενημερώνει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην εν λόγω επιτροπή όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.
(12) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία τραπεζών ελεγχόμενων από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση επικοινωνεί όποτε είναι δυνατόν με την αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν έχει ανάγκη πληροφοριών όσον αφορά την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η εν λόγω αρχή.
(13)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα πιο κάτω θέματα, σε περίπτωση που η απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:
(i) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των τραπεζών ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμοδίων αρχών, και
(ii) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 136 της Οδηγίας αυτής και/ή δυνάμει της υποπαραγράφου (vi) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια όπως ορίζεται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.
(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ζητεί πάντοτε τη γνώμη της αρμόδιας για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση αρχής.
Ωστόσο, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αποφασίσει να μην συμβουλευθεί κανέναν σε επείγουσες περιπτώσεις ή στις αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικόοποίες τητα των αποφάσεών της. Στην περίπτωση αυτή, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει πάραυτα τις άλλες αρμόδιες αρχές.
(14) (α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί όπως η Επιτροπή υποβάλει προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων εφαρμογής της αρχής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ως προς-
(α) τις τράπεζες, η μητρική επιχείρηση των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα, ή
(β) τις τράπεζες που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα και η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι τράπεζα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που εδρεύει σε κράτος-μέλος.
(β) Οι συμφωνίες του παρόντος εδαφίου αποσκοπούν ιδίως στην εξασφάλιση των ακόλουθων:
(α) αναφορικά με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, να μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, σε ενοποιημένη βάση, τράπεζας ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών, εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχει ως θυγατρική τράπεζα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοιες τράπεζες ή ιδρύματα, και
(β) αναφορικά με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, να μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφός τους και έχουν ως θυγατρική τράπεζα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοιες τράπεζες ή ιδρύματα.
(γ) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, τα ιδρύματα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, δυνάμει του άρθρου 2 αυτής, εκτός των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών, αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα.
(δ) Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και στις μεικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος.
(15) Η Κεντρική Τράπεζα, εφόσον έχει αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, καταρτίζει κατάλογο των μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων σε κράτος μέλος. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών και στην Επιτροπή.