39.-(1) [Διαγράφηκε].
(2) [Διαγράφηκε].
(3) [Διαγράφηκε].
(4) [Διαγράφηκε].
(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Τέταρτου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εάν η μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ΑΠΙ είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Κεντρική Τράπεζα ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του ΑΠΙ και της μικτής εταιρείας συμμετοχών καθώς και των θυγατρικών της.
(β)(i) Τα ΑΠΙ οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων συνετών διαδικασιών πληροφόρησης και λογιστικής, ώστε να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με την μητρική τους μικτή εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της.
(ii) Τα ΑΠΙ ενημερώνουν την Κεντρική Τράπεζα για οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή που πραγματοποιείται με τις οντότητες αυτές, με την εξαίρεση της συναλλαγής που προβλέπεται στο Άρθρο 394 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εντός ενός (1) μηνός από την πραγματοποίηση της συναλλαγής.
(iii) Οι διαδικασίες και οι σημαντικές συναλλαγές που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο υπόκεινται σε έλεγχο από την Κεντρική Τράπεζα.
(γ) [Διαγράφηκε].
(6) [Διαγράφηκε].
(7)(α)(i) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ή όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ σε ατομική βάση.
(ii) Σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν είναι η αρμόδια αρχή του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ή, όταν υπάρχουν περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, εάν είναι η αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.
(β) Σε περίπτωση που το μητρικό ίδρυμα είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή που εποπτεύει το ίδρυμα σε ατομική βάση.
(γ) Στην περίπτωση κατά την οποία, ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία και ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, όταν είναι η αρμόδια αρχή-
(i) του πιστωτικού ιδρύματος και ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα πιστωτικό ίδρυμα·
(ii) του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα.
(δ) Όταν απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 18, παράγραφος 3 ή 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, εάν είναι η αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.
(ε) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (γ) και της παραγράφου (δ), η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου και το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή.
(στ) Σε ειδικές περιπτώσεις, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, σε κοινή συμφωνία με τις άλλες αρμόδιες αρχές, να μην εφαρμόσει τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (γ) και (δ), όταν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα ιδρύματα και τη σχετική σημασία των δραστηριοτήτων τους στη Δημοκρατία, ή την ανάγκη διασφάλισης της συνέχειας της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή, και να αναθέτει σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση∙ στις περιπτώσεις αυτές, η Κεντρική Τράπεζα προτού λάβει τέτοια απόφαση, παρέχει στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην εγκατεστημένη στην μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, στην μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, το δικαίωμα ακρόασης∙ η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ όλες τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
(8) Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.
(9) Βάσει των ρυθμίσεων αυτών, δύνανται να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.
(10)(α) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία είναι πιστωτικό ίδρυμα, δύναται, με διμερή συμφωνία, σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσει την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών· η ΕΑΤ διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.
(10Α)(α) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις άλλες αρμόδιες αρχές και διαβιβάζει σε αυτές ιδία πρωτοβουλία όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και κατόπιν αιτήσεων όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες στην ΕΑΤ για να επιτελέσει το έργο της βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(β) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) θεωρούνται ουσιώδεις, αν ενδέχεται να επηρεάσουν ουσιαστικά την αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής υγείας ενός πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος-μέλος.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ, παρέχει κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τη σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοοικονομικό σύστημα αυτών των κρατών-μελών.
(δ) Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες γίνεται αναφορά στην παράγραφο (α) περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:
(i) προσδιορισμό της νομικής δομής, της δομής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής, καλύπτοντας όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τα σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το εδάφιο (1), παράγραφοι (ε) έως (ζ) του άρθρου 4, το εδάφιο (2) του άρθρου 19, και το εδάφιο (2) του άρθρου 19ΣΤ,καθώς και τις αρμόδιες αρχές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου,
(ii) τις διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα του ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών,
(iii) αρνητικές εξελίξεις σε πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες οντότητες του ομίλου που δύναται να επηρεάσουν σοβαρά τα πιστωτικά ιδρύματα, και
(iv) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΚ, τον παρόντα Νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 30 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(ε) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις, για σκοπούς άσκησης από την ΕΑΤ των εξουσιών που της παρέχονται δια του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010:
(i) μια αρμόδια αρχή δεν έχει διαβιβάσει ουσιώδεις πληροφορίες,
(ii) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
(11)(α) Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική ενός μητρικού ΑΠΙ δύνανται, με διμερή συμφωνία και σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στην Κεντρική Τράπεζα με σκοπό η Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Επιτροπή για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών.
(11δις) Όταν η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που ενεργεί ως η αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το Άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας, που αναφέρονται στα εδάφια (8) και (9) συνάπτονται επίσης με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση.
(11Α)(α)(i) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, συγκροτεί σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της άσκησης των εργασιών που αναφέρονται στα εδάφιο (6), (6δις), (6Α) και (8) του άρθρου 27, και, τηρουμένων των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο εδάφιο (2) και του ενωσιακού δικαίου, διασφαλίζει τον απαραίτητο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών όπου χρειάζεται.
Στα σώματα εποπτών, η Κεντρική Τράπεζα προσκαλεί την ΕΑΤ η οποία συμμετέχει όπως κρίνεται κατάλληλο και θεωρείται αρμόδια αρχή προκειμένου να συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(ii) Τα σώματα εποπτών παρέχουν το πλαίσιο για την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, την ΕΑΤ και τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, για τη διεξαγωγή των ακόλουθων εργασιών:
(Α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,
(Β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια εκχώρηση αρμοδιοτήτων, όπου ενδείκνυται,
(Γ) καθορισμός προγραμμάτων του εποπτικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 26Ε που βασίζονται στην αξιολόγηση του κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα εδάφια (6) έως (9Α) του άρθρου 26,
(Δ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με την απάλειψη μη απαραίτητων επικαλύψεων των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που προβλέπονται στα εδάφια (8) και (9) τoυ άρθρου 27 και στο εδάφιο (12) του άρθρου 39,
(Ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που παρέχονται από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
(ΣΤ) εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως συσταθεί στον τομέα αυτόν.
(iiδις) Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 27(6) και (8) και στο άρθρο 39(8) και (9), η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές εποπτείας των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του Κεφαλαίου 1, Τμήμα ΙΙ, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, των Άρθρων 76 και 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
(iii) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών και με την ΕΑΤ. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 26Γ, των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 27, των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28ΣΤ και των άρθρων 129 και 132 των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων όπως διορθώθηκαν, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών, ενώ η συγκρότηση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β)(i) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39(8) έως (11) και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.
(ii) Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους υποδοχής όπου έχουν εγκατασταθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 27Ε, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση, καθώς και εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και τηρουμένων των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις στο εδάφιο (2) του άρθρου 26Γ, στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 27, στα άρθρα 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28ΣΤ και, όπου συντρέχει περίπτωση, τα άρθρα 129 και 132 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4Γ του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μπορεί να συμμετέχει στο σχετικό σώμα εποπτών.
(iii) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τα όσα ενεργούνται σε αυτές τις συνεδριάσεις και με τα μέτρα που λαμβάνονται.
(iv) Στην απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή, λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 26(1Β), και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 27Ε(2).
(v) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (4) και (5) του άρθρου 27 και των άρθρων 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, και 28Γ, και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 129 και 132 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε, ενημερώνει την EAT σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.
(vi) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(12) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ΑΠΙ ελεγχόμενων από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση επικοινωνεί όποτε είναι δυνατόν με την αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν χρειάζεται πληροφορίες που αφορούν την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(13)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει σημασία για τα εποπτικά καθήκοντα των άλλων αρμόδιων αρχών:
(i) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων του ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμοδίων αρχών και
(ii) σημαντικές κυρώσεις ή εξαιρετικά μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές με την Οδηγία 2013/36/ΕΚ, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων δυνάμει του Άρθρου 104 της εν λόγω Οδηγίας και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του Άρθρου 312, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ζητεί πάντοτε τη γνώμη της αρμόδιας για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση αρχής.
Ωστόσο, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αποφασίσει να μην συμβουλευθεί κανέναν σε επείγουσες περιπτώσεις ή στις αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικόοποίες τητα των αποφάσεών της. Στην περίπτωση αυτή, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει πάραυτα τις άλλες αρμόδιες αρχές.
(13Α) Η Κεντρική Τράπεζα, οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, ως προς τη συμμόρφωση τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις, συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και διαβιβάζουν μεταξύ τους τις απαραίτητες πληροφορίες για τα αντίστοιχα καθήκοντά τους δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και, κατά περίπτωση, της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο της Δημοκρατίας ή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2 παράγραφος 1, σημεία 1) και 2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.
(14) [Καταργήθηκε].
(15) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, καταρτίζει κατάλογο των μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο Άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τον οποίο κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.