12.-(1) Ο Υπουργός δύναται να ανακαλέσει οποιαδήποτε άδεια, αν ο κάτοχος της άδειας-
(α) Έχει καταδικαστεί για αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή, στην περίπτωση γραφείου που προσφέρεται για εξεύρεση αλλοδαπών για απασχόληση στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 8, έχει καταδικαστεί για αδίκημα δυνάμει των προνοιών της νομοθεσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου· ή
(β) έχει παραβεί οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου ή, στην περίπτωση γραφείου που προσφέρεται για εξεύρεση αλλοδαπών για απασχόληση στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 8, έχει παραβεί οποιαδήποτε πρόνοια της νομοθεσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου· ή
(γ) έχει περιλάβει σε οποιαδήποτε έκθεση ή σε οποιαδήποτε γραπτή πληροφορία ή γραπτή επεξήγηση του δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου οποιεσδήποτε πληροφορίες, οι οποίες εν γνώσει του είναι ψευδείς ή ανακριβείς· ή
(δ) δεν έχει συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε γραπτή οδηγία του Υπουργού που δίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας, ο κάτοχος της δικαιούται, μέσα σε ένα μήνα από την ημέρα που θα πληροφορηθεί γραπτώς την απόφαση για ανάκληση της άδειας, να προσφύγει γραπτώς στον Υπουργό για αναθεώρηση της απόφασης.
(3) Η ανάκληση αρχίζει μετά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (2) για προσφυγή στον Υπουργό και σε περίπτωση τέτοιας προσφυγής μέχρι τη λήψη της γραπτής απόφασης του Υπουργού γι’ αυτή.