Υποχρέωση πιστωτή για διαφάνεια στις χρεώσεις

3.-(1) Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, οι αγοραστές πιστώσεων, οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων και τα μη πιστωτικά ιδρύματα έχουν υποχρέωση-

(α) Να ενημερώνουν ειδικά κάθε οφειλέτη με τον οποίο συνάπτουν σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης, μεταξύ άλλων, για την κατηγορία του βασικού επιτοκίου που θα χρεώνεται εκάστοτε αναφορικά με το δάνειο ή την πιστωτική διευκόλυνση, τον τρόπο με τον οποίο τούτο θα υπολογίζεται και το χρόνο κατά τον οποίο θα εισπράττεται ή θα χρεώνεται στο λογαριασμό του οφειλέτη·

(β) να παρέχουν σε κάθε οφειλέτη λεπτομέρειες για τυχόν άλλες χρεώσεις ή ανάκτηση εξόδων που σχετίζονται με την πιστωτική διευκόλυνση·

(γ) να ενημερώνουν τους οφειλέτες με γραπτή ειδοποίηση προς αυτούς για τυχόν αλλαγή στο βασικό επιτόκιο ή αλλαγή στο χρόνο καταβολής του τόκου ή γενικά για οποιαδήποτε αλλαγή αφορά το βασικό επιτόκιο, καθώς και αλλαγή της δόσης του δανείου όταν αυτή μεταβάλλεται·

(δ) να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές το χρόνο·

(ε) να παρουσιάζουν με διαφάνεια στην ιστοσελίδα τους τη μέθοδο υπολογισμού του βασικού επιτοκίου και σε περίπτωση διαφορετικών κατηγοριών βασικών επιτοκίων τη μέθοδο υπολογισμού της κάθε κατηγορίας βασικού επιτοκίου, καθώς και τις συνθήκες και παραμέτρους που συμβάλλουν στη μεταβολή των βασικών επιτοκίων:

Νοείται ότι, αναφορικά με αγοραστή πιστώσεων, εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων και μη πιστωτικό ίδρυμα, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου τίθενται σε ισχύ έξι (6) μήνες μετά την έναρξη της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2024· και

(στ) να δηλώνουν σαφώς στη σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης και να ενημερώνουν κάθε οφειλέτη κατά τη διαπραγμάτευση της σύμβασης και το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας, για τον τρόπο υπολογισμού του, καθώς και για τις συνθήκες παύσης χρέωσης του.

(1α) Η επιβολή επιτοκίου υπερημερίας πέραν των δύο εκατοστιαίων μονάδων απαγορεύεται:

Νοείται ότι, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, το επιτόκιο υπερημερίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις δύο εκατοστιαίες μονάδες:

Νοείται περαιτέρω ότι, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2024 η προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο απαγόρευση ισχύει πρόσθετα για αγοραστή πιστώσεων, εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων και μη πιστωτικό ίδρυμα.

(1β) Σε περίπτωση σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί καθυστερημένης δόσης ή σε οποιοδήποτε ποσό καθυστέρησης ή υπέρβασης ορίου οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα, τον αγοραστή πιστώσεων, την εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων και το μη πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά:

Νοείται ότι, σε περίπτωση μη απόδειξης των πιο πάνω από το πιστωτικό ίδρυμα, τον αγοραστή πιστώσεων, την εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή το μη πιστωτικό ίδρυμα, πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τόκο υπερημερίας δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις για το ποσό που έχει καταβάλει και το πιστωτικό ίδρυμα, ο αγοραστής πιστώσεων, η εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή το μη πιστωτικό ίδρυμα έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει το όφελος που προσπορίστηκε ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο που ζημιώθηκε από τη χρεώση αυτή:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε σχέση με αγοραστή πιστώσεων ή εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ή μη πιστωτικό ίδρυμα οι διατάξεις του εδαφίου (1β) ισχύουν σε συμβάσεις πιστωτικής διευκόλυνσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2024.

(2) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου είναι ένοχος αδικήματος τιμωρούμενου με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.