2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
"Αδειοδοτημένο Πιστωτικό Ίδρυμα" ή ''ΑΠΙ'' έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·
"βασικό επιτόκιο" σημαίνει το βασικό επιτόκιο του ΑΠΙ σε ευρώ ή άλλο νόμισμα ή το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή το επιτόκιο Euribor ή το επιτόκιο L1BOR ή το βασικό επιτόκιο της εθνικής κεντρικής τράπεζας της χώρας που εκδίδει το νόμισμα ή άλλο επιτόκιο ανάλογο με το Euribor·
"επιτόκιο υπερημερίας" σημαίνει το επιτόκιο που λογίζεται στο ποσό των δόσεων δανείου που είναι καθυστερημένες ή στο ποσό της υπέρβασης λογαριασμού υπεραναλήψεως ή στο ποσό υπέρβασης του ορίου της πιστωτικής κάρτας ή στο καθυστερημένο οφειλόμενο ποσό πληρωμής της πιστωτικής κάρτας·
"Κανονισμός 575/2013" σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
"περιθώριο επιτοκίου" σημαίνει την προσαύξηση στο βασικό επιτόκιο εκπεφρασμένη ως ποσοστό, το οποίο δηλώνεται σαφώς στη σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης·
"πιστωτικό ίδρυμα" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο σημείο (1) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013 και για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου αναφέρεται στα ΑΠΙ και στα υποκαταστήματα κρατών μελών που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 10Α του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·
"σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης" σημαίνει σύμβαση για την παροχή πιστωτικής διευκόλυνσης από ΑΠΙ προς οφειλέτη και περιλαμβάνει όριο υπεραναλήψεως, σύμβαση δανείου και όριο πιστωτικής κάρτας·
"συνολικό επιτόκιο" σημαίνει το άθροισμα του βασικού επιτοκίου και του περιθωρίου επιτοκίου·
"υποκατάστημα" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το σημείο (17) της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού 575/2013·
"υφιστάμενο οικιστικό δάνειο" σημαίνει μη εξοφληθέν δάνειο, που έχει χορηγηθεί από πιστωτικό ίδρυμα πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την απόκτηση στέγης για ιδιοκατοίκηση προς χρήση ως κύριας κατοικίας για μόνιμη διαμονή.