17.-(1) Τα μέλη της Επιτροπής, και πρόσωπα που προσλαμβάνονται από την Επιτροπή, τα οποία λαμβάνουν γνώση, ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως έχουν υποχρέωση εχεμύθειας και οφείλουν να μην κοινοποιούν αυτές, εκτός στην έκταση που η κοινοποίηση επιβάλλεται δυνάμει νόμου ή δικαστικού διατάγματος ή κατά την έκταση που οι κοινοποιούμενες πληροφορίες συνιστούν στοιχεία αποδεικτικά της διάπραξης ποινικού αδικήματος.
(2) Την αυτή υποχρέωση προς εχεμύθεια έχει και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών αυτών κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
(3) Παράβαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές, προκειμένου δε περί δημόσιων υπαλλήλων, συνιστά βαρύ πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται μέχρι και με απόλυση τους από τη δημόσια υπηρεσία.
(4) Πρόσωπο που ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού ευθύνεται για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή παραλείψεως:
Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της Επιτροπής, όταν αυτή, προς το σκοπό άσκησης των καθηκόντων της που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές οι οποίες έχουν την ίδια με την Επιτροπή υποχρέωση για εχεμύθεια.