5.-(1) Απαγορεύεται στον κάτοχο προνομιακής εμπιστευτικής πληροφορίας να αγοράζει, πωλεί, διαθέτει, δεσμεύει, υποθηκεύει ή άλλως πως διαθέτει κινητές αξίες των οποίων η τιμή δύναται να επηρεαστεί ουσιωδώς από την πληροφορία αυτή. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος Νόμου.
(2) Απαγορεύεται στον κάτοχο προνομιακής εμπιστευτικής πληροφορίας να προτρέπει ή να διευκολύνει τρίτο ή να συνιστά σε τρίτο συναλλαγή σε κινητές αξίες των οποίων η τιμή δύναται ουσιωδώς να επηρεαστεί από την πληροφορία αυτή, ανεξάρτητα αν ο άλλος αυτός γνωρίζει το γεγονός. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος Νόμου.
(3) Απαγορεύεται στον κάτοχο προνομιακής εμπιστευτικής πληροφορίας να ανακοινώνει σε τρίτο την πληροφορία αυτή, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ανακοίνωση της πληροφορίας αυτής γίνεται μέσα στα συνήθη πλαίσια της άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα, που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος Νόμου.
(4) Οι απαγορεύσεις που προνοούνται στο παρόν άρθρο δεν ισχύουν προκειμένου περί πράξεων που διενεργούνται αποκλειστικά με σκοπό την άσκηση νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή με σκοπό τη διαχείριση του δημόσιου χρέους από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας, την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή από άλλο εξουσιοδοτημένο από την κυβέρνηση ή την Κεντρική Τράπεζα οργανισμό ή κατ’ εντολήν τους.
(5) (α) Σε περίπτωση που ο ενεργών κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού είναι νομικό πρόσωπο, ποινική ευθύνη για το αδίκημα που διαπράττεται υπέχουν μόνο τα φυσικά πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη λήψη της απόφασης προς τέλεση της πράξεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
(β) “Ενεργών” για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει και το πρόσωπο που είναι ή συμπεριφέρεται ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος.
(6) (α) “Συναλλαγή σε αξίες”, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, σημαίνει-
(i) Την κτήση ή τη διάθεση κινητών αξιών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου˙
(ii) την πρόκληση, άμεση ή έμμεση, της κτήσεως ή της διαθέσεως κινητών αξιών από άλλο πρόσωπο, που ενεργεί ως αντιπρόσωπος, εντολοδόχος ή σύμφωνα με τις οδηγίες του προσώπου αυτού.
(β) Ο όρος “κτήση κινητής αξίας”, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, περιλαμβάνει -
(i) Τη συμφωνία προς κτήση των κινητών αξιών˙ και
(ii) τη σύναψη συμβάσεως με την οποία συνιστάται η κινητή αξία.
(γ) Ο όρος “διάθεση κινητής αξίας” περιλαμβάνει -
(i) Τη συμφωνία προς διάθεση της κινητής αξίας˙ και
(ii) τον τερματισμό της συμβάσεως με την οποία συνεστήθη η κινητή αξία.
(7) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν το έγκυρο των κατά παράβαση των διατάξεων του συναπτόμενων συμβάσεων.