Ερμηνεία

2.—(1) Στο Νόμο αυτό εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—

"αναγνώριση" σημαίνει την αναγνώριση που παρέχεται δυνάμει των άρθρων 4, 10, 18 και 21 του Νόμου-

"αξιωματούχος" σημαίνει σύμβουλο, εκτελεστικό σύμβουλο,"γραμματέα ή πρόσωπο που ενεργεί υπό τον άμεσο έλεγχο συμβούλου ή εκτελεστικού συμβούλου υπό οποιοδήποτε όνομα αυτό καλείται-

"γενικός συνέταιρος" σημαίνει συνέταιρο που δεν είναι συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης όπως ορίζεται στο Νόμο·

"Δημοκρατία" σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία-

"διανομή" σημαίνει πληρωμή που γίνεται σε μεριδιούχο από διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο, εξαιρουμένης πληρωμής που γίνεται σχετικά με εξαγορά ή επαναγορά μεριδίου-

"διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο", που για σκοπούς του παρόντος Νόμου στο εξής θα καλείται "'σχέδιο", σημαίνει διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου, διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου, διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος και διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης, αποκλειστικός σκοπός των οποίων είναι η συλλογική επένδυση κεφαλαίων μεριδιούχων και των οποίων τα μερίδια, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από το Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο νόμο που εφαρμόζεται για το εν λόγω σχέδιο ή στα ιδρυτικά έγγραφα αυτού, κατά την επιλογή των μεριδιούχων, εξαγοράζονται ή επαναγοράζονται απευθείας από στοιχεία του ενεργητικού του σχεδίου-

"διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος" σημαίνει διεθνές εμπίστευμα που δημιουργείται δυνάμει του περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμου, το οποίο είναι αναγνωρισμένο να λειτουργεί ως διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος δυνάμει του Μέρους II του Νόμου-

"διεθνής επενδυτική εταιρεία" σημαίνει διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου ή διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου-

"διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης" σημαίνει ετερόρρυθμο συνεταιρισμό εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, ο οποίος είναι αναγνωρισμένος να λειτουργεί ως διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης δυνάμει του Μέρους II του Νόμου·

"διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου" σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, η οποία είναι αναγνωρισμένη να λειτουργεί ως διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου δυνάμει του Μέρους II του Νόμου·

"διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου" σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, η οποία είναι αναγνωρισμένη να λειτουργεί ως διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου δυνάμει του Μέρους II του Νόμου·

"διευθυντής" σημαίνει πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και η εν γένει διεύθυνση των δραστηριοτήτων του σχεδίου και περιλαμβάνει στην περίπτωση διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, τον ή τους γενικούς συνεταίρους·

"Δικαστήριο" σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου το σχέδιο έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του·

"εγγεγραμμένο γραφείο" στην περίπτωση εταιρείας έχει την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 102 του περί Εταιρειών Νόμου ή στην περίπτωση ξένων εταιρειών σημαίνει τη διεύθυνση που προβλέπεται στο άρθρο 347(γ) του ίδιου Νόμου, στην περίπτωση διεθνών σχεδίων μονάδων εμπιστεύματος σημαίνει το εγγεγραμμένο γραφείο του εμπιστευματοδόχου και στην περίπτωση συνεταιρισμού σημαίνει το μέρος όπου διεξάγονται οι εργασίες του συνεταιρισμού, όπως δηλώνεται στην αίτηση εγγραφής του, δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·

"έγγραφο εμπιστεύματος" σημαίνει το έγγραφο με το οποίο δημιουργείται διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος, όπως εκάστοτε δύναται να τροποποιείται, συμπληρώνεται ή αναθεωρείται·

"ελεγκτής" σημαίνει πρόσωπο που έχει τα προσόντα να διορίζεται ως ελεγκτής εταιρείας άλλης από ιδιωτική εταιρεία σύμφωνα με το άρθρο 155 του περί Εταιρειών Νόμου και το οποίο είναι ρητά εξουσιοδοτημένο από την Τράπεζα δυνάμει του Νόμου·

"έμπειρος επενδυτής" σημαίνει μεριδιούχο που πληρεί τα κριτήρια που καθορίζονται από την Τράπεζα κατά καιρούς, δυνάμει κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 67 του Νόμου·

"εμπιστευματοδόχος" σημαίνει τον εμπιστευματοδόχο σχεδίου στον οποίο έχει μεταβιβαστεί ή έχει παραχωρηθεί η περιουσία του σχεδίου, σύμφωνα με τους όρους του εγγράφου εμπιστεύματος ή της συμφωνίας εμπιστεύματος·

"επενδυτικοί περιορισμοί" σημαίνει επενδυτικούς περιορισμούς καθολικής ή περιορισμένης εφαρμογής, που εκδίδονται από την Τράπεζα κατά καιρούς, δυνάμει κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 67 του Νόμου·

"εταιρεία" σημαίνει εταιρεία εντός της έννοιας του περί Εταιρειών Νόμου ή άλλου ανάλογου νόμου οποιασδήποτε άλλης χώρας ανάλογα με την περίπτωση·

"Έφορος" σημαίνει στην περίπτωση εταιρειών τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και στην περίπτωση συνεταιρισμών τον Έφορο Συνεταιρισμών δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·

"θυγατρική εταιρεία" έχει την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή από άλλο ανάλογο νόμο άλλης χώρας ανάλογα με την περίπτωση·

"ιδιοκτήτης μεριδίων" σημαίνει τον πραγματικό ιδιοκτήτη μεριδίων που μπορεί να είναι άλλο πρόσωπο από τον κατονομαζόμενο ιδιοκτήτη·

"ιδρυτικά έγγραφα" στην περίπτωση διεθνούς επενδυτικής εταιρείας σημαίνει το ιδρυτικό και καταστατικό έγγραφο της εταιρείας, στην περίπτωση διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος σημαίνει το έγγραφο εμπιστεύματος, και στην περίπτωση διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης σημαίνει τη συμφωνία συνεταιρισμού, τα οποία δύναται να συντάσσονται στην Αγγλική·

"ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο" σημαίνει διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 36 μέχρι 38 του Μέρους III του Νόμου·

"ικανό και κατάλληλο πρόσωπο" σημαίνει πρόσωπο που πληρεί τα κριτήρια που καθορίζονται από την Τράπεζα κατά καιρούς, δυνάμει κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 67 του Νόμου·

"καθαρή αξία ενεργητικού σχεδίου" είναι το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού του, μείον το σύνολο των υποχρεώσεών του·

"καθορισμένο δικαίωμα" σημαίνει οποιοδήποτε δικαίωμα ή επιβαρύνσεις που καθορίζονται από την Τράπεζα κατά καιρούς, δυνάμει κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 67 του Νόμου·

"μερίδιο ή μονάδα" σημαίνει μετοχή, συμμετοχή ή συμφέρον σε σχέδιο και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο συμφέρον ή δικαίωμα—

(α) στο ενεργητικό, στα κέρδη ή στα οφέλη σχεδίου, και

(β) σε διανομή από σχέδιο·

"μεριδιούχος" σημαίνει τον ιδιοκτήτη μεριδίων ο οποίος δύναται να είναι σχέδιο, ή υπεράκτιος οργανισμός ή πρόσωπο που δεν είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου για σκοπούς του περί Ελέγχου του Συναλλάγματος Νόμου·

"μετοχή" σημαίνει μετοχή σε μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας οποιασδήποτε μορφής-

"μητρική εταιρεία" έχει την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή από άλλο ανάλογο νόμο οποιασδήποτε δικαιοδοσίας εκτός Κύπρου ανάλογα με την περίπτωση·

"Νόμος" σημαίνει τον παρόντα Νόμο·

"περιουσία" ή "ιδιοκτησία" σημαίνει ακίνητη ή κινητή ιδιοκτησία οποιουδήποτε είδους, περιλαμβανομένων αγώγιμων δικαιωμάτων, η οποία βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας με την εξαίρεση—

(α) καταθέσεων σε τράπεζες που έχουν άδεια να λειτουργούν σύμφωνα με τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο,

(β) μεριδίων σχεδίου και μετοχών και συμφερόντων σε υπεράκτιους οργανισμούς,

(γ) τίτλων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου·

"πρόσκληση για εγγραφή" σημαίνει οποιαδήποτε πρόσκληση για εγγραφή, ειδοποίηση, εγκύκλιο, διαφήμιση ή άλλη πρόσκληση προς το κοινό για αγορά μεριδίων σχεδίου·

"πρόσωπο" σημαίνει άτομο, εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι, και περιλαμβάνει εμπίστευμα ή διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος·

"σύμβουλος" περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει τη θέση συμβούλου, υπό οποιοδήποτε όνομα η θέση αυτή καλείται, και οποιοδήποτε πρόσωπο που ουσιαστικά διευθύνει ή ασκεί σημαντική επιρροή στη διεξαγωγή των εργασιών εταιρείας και περιλαμβάνει πρόσωπο σύμφωνα με τις κατευθύνσεις ή τις οδηγίες του οποίου οι αξιωματούχοι εταιρείας έχουν συνηθίσει να ενεργούν, εκτός αν οι αξιωματούχοι ενεργούν κατόπιν συμβουλής του, δοθείσης υπό επαγγελματική ιδιότητα·

"συμφωνία εμπιστεύματος" σημαίνει γραπτή συμφωνία άλλη από το έγγραφο εμπιστεύματος με την οποία διορίζεται εμπιστευματοδόχος σχεδίου·

"συμφωνία συνεταιρισμού" σημαίνει οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία των συνεταίρων όσον αφορά τις υποθέσεις και τη διεξαγωγή των εργασιών διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, όπως δυνατό κατά καιρούς να τροποποιείται, συμπληρώνεται ή αναθεωρείται·

"συνδεδεμένος οργανισμός" σημαίνει ανάλογα με την περίπτωση—

(i) μητρική εταιρεία ή θυγατρική εταιρεία σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του,

(ii) θυγατρική εταιρεία εταιρείας, της οποίας σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του αποτελούν επίσης θυγατρική εταιρεία,

(iii) οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που δεν είναι θυγατρική σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του, αλλά στην οποία το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του κατέχουν δι' ίδιον όφελος πέραν του είκοσι τοις εκατόν της ονομαστικής αξίας του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών, που φέρουν δικαίωμα ψήφου στην εταιρεία,

(iv) συνεταιρισμό ή εμπίστευμα στο οποίο το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του έχουν συμφέρον πέραν του είκοσι τοις εκατόν,

(ν) εταιρεία ή συνεταιρισμό ή εμπίστευμα που έχει συμφέρον πέραν του είκοσι τοις εκατόν σε σχέδιο, το διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχο του·

"συνεταιρισμός" σημαίνει ομόρρυθμο ή ετερόρρυθμο εταιρεία συσταθείσα δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου ή άλλου σχετικού νόμου άλλης χώρας ανάλογα με την περίπτωση-

"συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης" σημαίνει πρόσωπο που έχει γίνει δεκτό σε διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης ως συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης, σύμφωνα με την περί συνεταιρισμού συμφωνία, και το οποίο κατά το χρόνο προσχώρησης στο συνεταιρισμό αυτό, συνεισφέρει ή αναλαμβάνει να συνεισφέρει ένα καθορισμένο ποσό στο κεφάλαιο του συνεταιρισμού και, εκτός στην περίπτωση που προβλέπεται στο Νόμο, δεν ευθύνεται για τα χρέη ή τις υποχρεώσεις του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης πέραν του ποσού που είχε συνεισφέρει ή του ποσού που ανέλαβε να συνεισφέρει-

"Τράπεζα" σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

"υπεράκτιος οργανισμός" σημαίνει εταιρεία ή συνεταιρισμό που εμπίπτει εντός της έννοιας του άρθρου 8 παράγραφος (κε) και εταιρεία που εμπίπτει εντός της έννοιας του άρθρου 28Α του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου-

"φόρος" σημαίνει οποιοδήποτε δημοτικό φόρο, φόρο κληρονομιάς, φόρο πωλήσεων, φόρο προστιθέμενης αξίας, φόρο χαρτοσήμων ή οποιοδήποτε άλλο φόρο εκτός των φόρων που προνοούνται στον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο ή στον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο·

"χρηματιστήριο" για σκοπούς του Νόμου σημαίνει χρηματιστήριο που εγκρίνεται από την Τράπεζα, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Υπουργού Οικονομικών.