1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμος του 1999.
2.—(1) Στο Νόμο αυτό εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—
"αναγνώριση" σημαίνει την αναγνώριση που παρέχεται δυνάμει των άρθρων 4, 10, 18 και 21 του Νόμου-
"αξιωματούχος" σημαίνει σύμβουλο, εκτελεστικό σύμβουλο,"γραμματέα ή πρόσωπο που ενεργεί υπό τον άμεσο έλεγχο συμβούλου ή εκτελεστικού συμβούλου υπό οποιοδήποτε όνομα αυτό καλείται-
"γενικός συνέταιρος" σημαίνει συνέταιρο που δεν είναι συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης όπως ορίζεται στο Νόμο·
"Δημοκρατία" σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία-
"διανομή" σημαίνει πληρωμή που γίνεται σε μεριδιούχο από διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο, εξαιρουμένης πληρωμής που γίνεται σχετικά με εξαγορά ή επαναγορά μεριδίου-
"διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο", που για σκοπούς του παρόντος Νόμου στο εξής θα καλείται "'σχέδιο", σημαίνει διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου, διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου, διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος και διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης, αποκλειστικός σκοπός των οποίων είναι η συλλογική επένδυση κεφαλαίων μεριδιούχων και των οποίων τα μερίδια, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από το Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο νόμο που εφαρμόζεται για το εν λόγω σχέδιο ή στα ιδρυτικά έγγραφα αυτού, κατά την επιλογή των μεριδιούχων, εξαγοράζονται ή επαναγοράζονται απευθείας από στοιχεία του ενεργητικού του σχεδίου-
"διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος" σημαίνει διεθνές εμπίστευμα που δημιουργείται δυνάμει του περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμου, το οποίο είναι αναγνωρισμένο να λειτουργεί ως διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος δυνάμει του Μέρους II του Νόμου-
"διεθνής επενδυτική εταιρεία" σημαίνει διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου ή διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου-
"διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης" σημαίνει ετερόρρυθμο συνεταιρισμό εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, ο οποίος είναι αναγνωρισμένος να λειτουργεί ως διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης δυνάμει του Μέρους II του Νόμου·
"διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου" σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, η οποία είναι αναγνωρισμένη να λειτουργεί ως διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου δυνάμει του Μέρους II του Νόμου·
"διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου" σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, η οποία είναι αναγνωρισμένη να λειτουργεί ως διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου δυνάμει του Μέρους II του Νόμου·
"διευθυντής" σημαίνει πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και η εν γένει διεύθυνση των δραστηριοτήτων του σχεδίου και περιλαμβάνει στην περίπτωση διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, τον ή τους γενικούς συνεταίρους·
"Δικαστήριο" σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου το σχέδιο έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του·
"εγγεγραμμένο γραφείο" στην περίπτωση εταιρείας έχει την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 102 του περί Εταιρειών Νόμου ή στην περίπτωση ξένων εταιρειών σημαίνει τη διεύθυνση που προβλέπεται στο άρθρο 347(γ) του ίδιου Νόμου, στην περίπτωση διεθνών σχεδίων μονάδων εμπιστεύματος σημαίνει το εγγεγραμμένο γραφείο του εμπιστευματοδόχου και στην περίπτωση συνεταιρισμού σημαίνει το μέρος όπου διεξάγονται οι εργασίες του συνεταιρισμού, όπως δηλώνεται στην αίτηση εγγραφής του, δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·
"έγγραφο εμπιστεύματος" σημαίνει το έγγραφο με το οποίο δημιουργείται διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος, όπως εκάστοτε δύναται να τροποποιείται, συμπληρώνεται ή αναθεωρείται·
"ελεγκτής" σημαίνει πρόσωπο που έχει τα προσόντα να διορίζεται ως ελεγκτής εταιρείας άλλης από ιδιωτική εταιρεία σύμφωνα με το άρθρο 155 του περί Εταιρειών Νόμου και το οποίο είναι ρητά εξουσιοδοτημένο από την Τράπεζα δυνάμει του Νόμου·
"έμπειρος επενδυτής" σημαίνει μεριδιούχο που πληρεί τα κριτήρια που καθορίζονται από την Τράπεζα κατά καιρούς, δυνάμει κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 67 του Νόμου·
"εμπιστευματοδόχος" σημαίνει τον εμπιστευματοδόχο σχεδίου στον οποίο έχει μεταβιβαστεί ή έχει παραχωρηθεί η περιουσία του σχεδίου, σύμφωνα με τους όρους του εγγράφου εμπιστεύματος ή της συμφωνίας εμπιστεύματος·
"επενδυτικοί περιορισμοί" σημαίνει επενδυτικούς περιορισμούς καθολικής ή περιορισμένης εφαρμογής, που εκδίδονται από την Τράπεζα κατά καιρούς, δυνάμει κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 67 του Νόμου·
"εταιρεία" σημαίνει εταιρεία εντός της έννοιας του περί Εταιρειών Νόμου ή άλλου ανάλογου νόμου οποιασδήποτε άλλης χώρας ανάλογα με την περίπτωση·
"Έφορος" σημαίνει στην περίπτωση εταιρειών τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και στην περίπτωση συνεταιρισμών τον Έφορο Συνεταιρισμών δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·
"θυγατρική εταιρεία" έχει την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή από άλλο ανάλογο νόμο άλλης χώρας ανάλογα με την περίπτωση·
"ιδιοκτήτης μεριδίων" σημαίνει τον πραγματικό ιδιοκτήτη μεριδίων που μπορεί να είναι άλλο πρόσωπο από τον κατονομαζόμενο ιδιοκτήτη·
"ιδρυτικά έγγραφα" στην περίπτωση διεθνούς επενδυτικής εταιρείας σημαίνει το ιδρυτικό και καταστατικό έγγραφο της εταιρείας, στην περίπτωση διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος σημαίνει το έγγραφο εμπιστεύματος, και στην περίπτωση διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης σημαίνει τη συμφωνία συνεταιρισμού, τα οποία δύναται να συντάσσονται στην Αγγλική·
"ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο" σημαίνει διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 36 μέχρι 38 του Μέρους III του Νόμου·
"ικανό και κατάλληλο πρόσωπο" σημαίνει πρόσωπο που πληρεί τα κριτήρια που καθορίζονται από την Τράπεζα κατά καιρούς, δυνάμει κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 67 του Νόμου·
"καθαρή αξία ενεργητικού σχεδίου" είναι το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού του, μείον το σύνολο των υποχρεώσεών του·
"καθορισμένο δικαίωμα" σημαίνει οποιοδήποτε δικαίωμα ή επιβαρύνσεις που καθορίζονται από την Τράπεζα κατά καιρούς, δυνάμει κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 67 του Νόμου·
"μερίδιο ή μονάδα" σημαίνει μετοχή, συμμετοχή ή συμφέρον σε σχέδιο και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο συμφέρον ή δικαίωμα—
(α) στο ενεργητικό, στα κέρδη ή στα οφέλη σχεδίου, και
(β) σε διανομή από σχέδιο·
"μεριδιούχος" σημαίνει τον ιδιοκτήτη μεριδίων ο οποίος δύναται να είναι σχέδιο, ή υπεράκτιος οργανισμός ή πρόσωπο που δεν είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου για σκοπούς του περί Ελέγχου του Συναλλάγματος Νόμου·
"μετοχή" σημαίνει μετοχή σε μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας οποιασδήποτε μορφής-
"μητρική εταιρεία" έχει την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή από άλλο ανάλογο νόμο οποιασδήποτε δικαιοδοσίας εκτός Κύπρου ανάλογα με την περίπτωση·
"Νόμος" σημαίνει τον παρόντα Νόμο·
"περιουσία" ή "ιδιοκτησία" σημαίνει ακίνητη ή κινητή ιδιοκτησία οποιουδήποτε είδους, περιλαμβανομένων αγώγιμων δικαιωμάτων, η οποία βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας με την εξαίρεση—
(α) καταθέσεων σε τράπεζες που έχουν άδεια να λειτουργούν σύμφωνα με τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο,
(β) μεριδίων σχεδίου και μετοχών και συμφερόντων σε υπεράκτιους οργανισμούς,
(γ) τίτλων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου·
"πρόσκληση για εγγραφή" σημαίνει οποιαδήποτε πρόσκληση για εγγραφή, ειδοποίηση, εγκύκλιο, διαφήμιση ή άλλη πρόσκληση προς το κοινό για αγορά μεριδίων σχεδίου·
"πρόσωπο" σημαίνει άτομο, εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι, και περιλαμβάνει εμπίστευμα ή διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος·
"σύμβουλος" περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει τη θέση συμβούλου, υπό οποιοδήποτε όνομα η θέση αυτή καλείται, και οποιοδήποτε πρόσωπο που ουσιαστικά διευθύνει ή ασκεί σημαντική επιρροή στη διεξαγωγή των εργασιών εταιρείας και περιλαμβάνει πρόσωπο σύμφωνα με τις κατευθύνσεις ή τις οδηγίες του οποίου οι αξιωματούχοι εταιρείας έχουν συνηθίσει να ενεργούν, εκτός αν οι αξιωματούχοι ενεργούν κατόπιν συμβουλής του, δοθείσης υπό επαγγελματική ιδιότητα·
"συμφωνία εμπιστεύματος" σημαίνει γραπτή συμφωνία άλλη από το έγγραφο εμπιστεύματος με την οποία διορίζεται εμπιστευματοδόχος σχεδίου·
"συμφωνία συνεταιρισμού" σημαίνει οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία των συνεταίρων όσον αφορά τις υποθέσεις και τη διεξαγωγή των εργασιών διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, όπως δυνατό κατά καιρούς να τροποποιείται, συμπληρώνεται ή αναθεωρείται·
"συνδεδεμένος οργανισμός" σημαίνει ανάλογα με την περίπτωση—
(i) μητρική εταιρεία ή θυγατρική εταιρεία σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του,
(ii) θυγατρική εταιρεία εταιρείας, της οποίας σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του αποτελούν επίσης θυγατρική εταιρεία,
(iii) οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που δεν είναι θυγατρική σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του, αλλά στην οποία το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του κατέχουν δι' ίδιον όφελος πέραν του είκοσι τοις εκατόν της ονομαστικής αξίας του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών, που φέρουν δικαίωμα ψήφου στην εταιρεία,
(iv) συνεταιρισμό ή εμπίστευμα στο οποίο το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του έχουν συμφέρον πέραν του είκοσι τοις εκατόν,
(ν) εταιρεία ή συνεταιρισμό ή εμπίστευμα που έχει συμφέρον πέραν του είκοσι τοις εκατόν σε σχέδιο, το διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχο του·
"συνεταιρισμός" σημαίνει ομόρρυθμο ή ετερόρρυθμο εταιρεία συσταθείσα δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου ή άλλου σχετικού νόμου άλλης χώρας ανάλογα με την περίπτωση-
"συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης" σημαίνει πρόσωπο που έχει γίνει δεκτό σε διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης ως συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης, σύμφωνα με την περί συνεταιρισμού συμφωνία, και το οποίο κατά το χρόνο προσχώρησης στο συνεταιρισμό αυτό, συνεισφέρει ή αναλαμβάνει να συνεισφέρει ένα καθορισμένο ποσό στο κεφάλαιο του συνεταιρισμού και, εκτός στην περίπτωση που προβλέπεται στο Νόμο, δεν ευθύνεται για τα χρέη ή τις υποχρεώσεις του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης πέραν του ποσού που είχε συνεισφέρει ή του ποσού που ανέλαβε να συνεισφέρει-
"Τράπεζα" σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·
"υπεράκτιος οργανισμός" σημαίνει εταιρεία ή συνεταιρισμό που εμπίπτει εντός της έννοιας του άρθρου 8 παράγραφος (κε) και εταιρεία που εμπίπτει εντός της έννοιας του άρθρου 28Α του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου-
"φόρος" σημαίνει οποιοδήποτε δημοτικό φόρο, φόρο κληρονομιάς, φόρο πωλήσεων, φόρο προστιθέμενης αξίας, φόρο χαρτοσήμων ή οποιοδήποτε άλλο φόρο εκτός των φόρων που προνοούνται στον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο ή στον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο·
"χρηματιστήριο" για σκοπούς του Νόμου σημαίνει χρηματιστήριο που εγκρίνεται από την Τράπεζα, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Υπουργού Οικονομικών.
3.—(1) Η Τράπεζα είναι η ρυθμιστική και η εποπτική αρχή για τα σχέδια, τους διευθυντές και τους εμπιστευματοδόχους αυτών.
(2) Η Τράπεζα συμβουλεύεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με ρυθμιστικές ή εποπτικές αρχές άλλων χωρών στο στάδιο της αίτησης για αναγνώριση και οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο για σκοπούς διαπίστωσης της καταλληλότητας των σχεδίων, των διευθυντών, των εμπιστευματοδόχων ή των συνδεδεμένων οργανισμών των προαναφερομένων, των προωθούντων τα σχέδια ή τις επενδύσεις των σχεδίων.
(3) Επιφυλασσομένου του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα δε δύναται να αποκαλύπτει οποιαδήποτε πληροφορία αποκτήθηκε από ή δόθηκε σε αυτή δυνάμει του εδαφίου (2), εκτός αν υποχρεωθεί να το πράξει με διάταγμα αρμόδιου δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου.
4.—(1) Κατόπιν γραπτής αίτησης προς την Τράπεζα από ή για λογαριασμό εταιρείας που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Τράπεζα δύναται να αναγνωρίσει την εταιρεία αυτή ως διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου, αν ικανοποιείται ότι—
(α) Η ικανότητα των συμβούλων της αιτήτριας εταιρείας και των προσώπων αυτής που είναι υπεύθυνα για την προώθηση θεμάτων που αφορούν διεθνείς εταιρείες καθορισμένου κεφαλαίου και η ακεραιότητά τους είναι τέτοια, ώστε να καθιστά αυτούς κατάλληλους να ενεργούν ως σύμβουλοι και προωθούντες τις εργασίες της αιτήτριας εταιρείας·
(β) ο διευθυντής πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια δυνάμει του άρθρου 39·
(γ) ο εμπιστευματοδόχος πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια δυνάμει του άρθρου 46·
(δ) ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος ενεργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο·
(ε) τα ιδρυτικά έγγραφα της εταιρείας περιέχουν τις πληροφορίες που ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή·
(στ) η πρόσκληση για εγγραφή της εταιρείας περιέχει τις πληροφορίες που ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή·
(ζ) η εταιρεία έχει υποβάλει στην Τράπεζα άλλα έγγραφα και πληροφορίες όπως ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή μαζί με το καθορισμένο δικαίωμα· και
(η) το όνομα της διεθνούς εταιρείας καθορισμένου κεφαλαίου δεν είναι ανεπιθύμητο κατά την κρίση της Τράπεζας.
(2) Η Τράπεζα θέτει τέτοιους όρους σε οποιαδήποτε αναγνώρισή της και δίνει τέτοιες οδηγίες τις οποίες θεωρεί αναγκαίες, περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε όρων ως προς τις δραστηριότητες της διεθνούς εταιρείας καθορισμένου κεφαλαίου εντός της Δημοκρατίας, και δύναται κατά την κρίση της οποτεδήποτε να τροποποιεί ή διαφοροποιεί όλους ή οποιουσδήποτε από τους εν λόγω όρους και οδηγίες.
(3) Η διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος αυτής συμμορφώνονται προς οποιουσδήποτε όρους που επιβάλλονται ή οδηγίες που δίδονται από την Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (2).
(4) Η Τράπεζα, κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού, ορίζει τη διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου ως—
(α) Σχέδιο προωθούμενο στο ευρύ κοινό· ή
(β) σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές· ή
(γ) ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο.
(5) Η αναγνώριση διεθνούς εταιρείας καθορισμένου κεφαλαίου από την Τράπεζα δε συνιστά εγγύηση από την Τράπεζα ως προς την οικονομική απόδοση του σχεδίου και η Τράπεζα δεν ευθύνεται για την εν λόγω απόδοση ή οποιεσδήποτε παραλείψεις ή πλημμελή διαχείριση εκ μέρους του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του.
5. Διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου έχει ελάχιστο εκδοθέν και πλήρως πληρωθέν μετοχικό κεφάλαιο, το ύψος του οποίου δύναται να καθορίζεται από την Τράπεζα σε οποιοδήποτε νόμισμα εγκρίνεται από αυτή.
6.—(1) Όταν διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου, ικανοποιεί την Τράπεζα ότι τα συμφέροντα των υφιστάμενων και μελλοντικών μεριδιούχων και πιστωτών προστατεύονται, δύναται να εξουσιοδοτηθεί ώστε στα ιδρυτικά της έγγραφα να περιλάβει πρόβλεψη ότι, κατά το τέλος ορισμένης χρονικής περιόδου ή κατά την πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος, η εταιρεία τίθεται υπό εκκαθάριση.
(2) Οι ακόλουθες διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με εταιρεία, στην οποία εφαρμόζεται το άρθρο αυτό, διαβάζονται ως εάν—
(α) Στο άρθρο 261(1)(α) οι λέξεις "και η εταιρεία σε γενική συνέλευση εγκρίνει ψήφισμα με το οποίο ζητείται η εκούσια εκκαθάριση της εταιρείας" έχουν διαγραφεί·
(β) το εδάφιο (1) του άρθρου 262 έχει αντικατασταθεί από το πιο κάτω νέο εδάφιο—
"Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται δυνάμει του άρθρου 261(1) τότε εντός δεκατεσσάρων ημερών από τη λήξη της καθορισμένης χρονικής περιόδου ή την πραγματοποίηση του γεγονότος που συνιστά το λόγο της εκκαθάρισης, ή την υιοθέτηση ψηφίσματος για την εκκαθάριση της εταιρείας η εταιρεία δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ειδοποίηση σχετικά με τη λήξη της καθορισμένης χρονικής περιόδου ή την πραγματοποίηση του γεγονότος ή την υιοθέτηση του σχετικού ψηφίσματος."·
(γ) έχουν προστεθεί στο τέλος του άρθρου 263 οι λέξεις "ή κατά τη λήξη της καθορισμένης χρονικής περιόδου της εταιρείας ή κατά την πραγματοποίηση του γεγονότος που συνιστά το λόγο της εκκαθάρισης ή την υιοθέτηση ψηφίσματος για την εκκαθάριση της εταιρείας"· και
(δ) έχει προστεθεί στο τέλος του άρθρου 268 το πιο κάτω νέο εδάφιο (3): "(3) εντός είκοσι μίας ημερών από την εκούσια εκκαθάριση η οποία εκλαμβάνεται ότι έχει αρχίσει, δυνάμει του άρθρου 263, η εταιρεία σε γενική συνέλευση ή όπως άλλως πως δυνατό να ορίζεται στα ιδρυτικά της έγγραφα διορίζει εκκαθαριστή.".
7.—(1) Επιφυλασσομένου του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, η διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου διορίζει διευθυντή της εταιρείας και οι διαδικασίες που ακολουθούνται κατά το διορισμό διευθυντή προβλέπονται στα ιδρυτικά της έγγραφα.
(2) Ο διευθυντής διεθνούς εταιρείας καθορισμένου κεφαλαίου δεν αντικαθίσταται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας.
(3) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), η Τράπεζα δύναται να εξαιρεί διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου από την υποχρέωση διορισμού διευθυντή, αν οι σύμβουλοι της εταιρείας ικανοποιούν την Τράπεζα πάνω σε συνεχή βάση ότι η εταιρεία διαθέτει τέτοια διευθυντική ικανότητα, ούτως ώστε να διεξάγει αποτελεσματικά τις εργασίες της έχοντας ως γνώμονα την προστασία των συμφερόντων των μεριδιούχων, ως εάν είχε διευθυντή.
(4) Σε περίπτωση που η Τράπεζα εξαιρεί διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου από την υποχρέωση για διορισμό διευθυντή, όλα τα καθήκοντα και υποχρεώσεις αυτού, που περιλαμβάνονται στο Νόμο, και οποιαδήποτε διοικητική πράξη εκδίδεται δυνάμει αυτού σχετικά με διευθυντές εφαρμόζονται για τους συμβούλους της διεθνούς εταιρείας καθορισμένου κεφαλαίου.
8.—(1) Επιφυλασσομένου του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου διορίζει εμπιστευματοδόχο.
(2) Ο εμπιστευματοδόχος διεθνούς εταιρείας καθορισμένου κεφαλαίου δεν αντικαθίσταται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας.
(3) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), η Τράπεζα δύναται να εξαιρεί διεθνή εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου από την υποχρέωση διορισμού εμπιστευματοδόχου, αν—
(α) Τα μερίδια της εταιρείας είναι εισηγμένα ή αναμένεται να εισαχθούν σε χρηματιστήριο και η Τράπεζα κρίνει ότι ο όγκος συναλλαγών των εν λόγω μεριδίων στο χρηματιστήριο είναι ή αναμένεται να είναι σημαντικός·
(β) η Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι τα συμφέροντα των μεριδιούχων στην εταιρεία δεν επηρεάζονται δυσμενώς από την απουσία εμπιστευματοδόχου· και
(γ) η διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου αναλάβει την υποχρέωση να εξακριβώνει την καθαρή αξία ενεργητικού των μεριδίων της και να τη γνωστοποιεί προς την Τράπεζα και τους μεριδιούχους τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο και ο ελεγκτής της μία φορά το μήνα να βεβαιώνει ότι η καθαρή αξία των μεριδίων της διεθνούς εταιρείας καθορισμένου κεφαλαίου υπολογίζεται σύμφωνα με το Νόμο ή με οποιαδήποτε διοικητική πράξη εκδίδεται δυνάμει αυτού και τα ιδρυτικά της έγγραφα και ότι το ενεργητικό της επενδύεται σύμφωνα με το Νόμο ή με οποιαδήποτε διοικητική πράξη εκδίδεται δυνάμει αυτού και τα ιδρυτικά της έγγραφα.
9. Σύμβουλος διεθνούς εταιρείας καθορισμένου κεφαλαίου δε διορίζεται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας και η δημιουργία ή η κένωση οποιασδήποτε θέσης συμβούλου κοινοποιείται αμέσως και γραπτώς στην Τράπεζα.
10.—(1) Κατόπιν γραπτής αίτησης προς την Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο αυτό από ή για λογαριασμό εταιρείας που συστάθηκε στη Δημοκρατία, η Τράπεζα δύναται να αναγνωρίζει την εταιρεία ως διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου, αν ικανοποιείται ότι—
(α) Η ικανότητα των συμβούλων της αιτήτριας εταιρείας και των προσώπων αυτής που είναι υπεύθυνα για την προώθηση θεμάτων που αφορούν διεθνείς εταιρείες μεταβλητού κεφαλαίου και η ακεραιότητά τους είναι τέτοια, ώστε να καθιστά αυτούς κατάλληλους να ενεργούν ως σύμβουλοι και προωθούντες τις εργασίες της αιτήτριας εταιρείας·
(β) ο διευθυντής πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια δυνάμει του άρθρου 39·
(γ) ο εμπιστευματοδόχος πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια δυνάμει του άρθρου 46·
(δ) ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος ενεργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο·
(ε) τα ιδρυτικά έγγραφα της εταιρείας περιέχουν τις πληροφορίες που ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή·
(στ) η πρόσκληση για εγγραφή της εταιρείας περιέχει τις πληροφορίες που ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή·
(ζ) η εταιρεία έχει υποβάλει στην Τράπεζα άλλα έγγραφα και πληροφορίες όπως ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή μαζί με το καθορισμένο δικαίωμα· και
(η) το όνομα της διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου δεν είναι ανεπιθύμητο κατά την κρίση της Τράπεζας.
(2) Η Τράπεζα θέτει τέτοιους όρους σε οποιαδήποτε αναγνώρισή της και δίνει τέτοιες οδηγίες τις οποίες θεωρεί αναγκαίες, περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε όρων ως προς τις δραστηριότητες της διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου εντός της Δημοκρατίας, και δύναται κατά την κρίση της οποτεδήποτε να τροποποιεί ή διαφοροποιεί όλους ή οποιουσδήποτε από τους εν λόγω όρους και οδηγίες.
(3) Η διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος αυτής συμμορφώνονται προς οποιουσδήποτε όρους που επιβάλλονται ή οδηγίες που δίδονται από την Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (2).
(4) Η Τράπεζα κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού ορίζει τη διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου ως—
(α) Σχέδιο προωθούμενο στο ευρύ κοινό· ή
(β) Σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές· ή
(γ) ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο.
(5) Η αναγνώριση διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου από την Τράπεζα δε συνιστά εγγύηση από την Τράπεζα ως προς την οικονομική απόδοση του σχεδίου και η Τράπεζα δεν ευθύνεται για την εν λόγω απόδοση ή οποιεσδήποτε παραλείψεις ή πλημμελή διαχείριση εκ μέρους του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του.
11.—(1) Τα ιδρυτικά έγγραφα διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου είναι δυνατό να αναφέρουν ως προς το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, αντί των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του άρθρου 4(4) του περί Εταιρειών Νόμου τα εξής—
(α) Το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας είναι ίσο με την καθαρή αξία των μετοχών της εταιρείας που είναι εκδεδομένες κατά οποιοδήποτε χρόνο· και
(β) το μετοχικό κεφάλαιο δύναται να διαιρεθεί σε συγκεκριμένο αριθμό μετοχών, χωρίς να δίνεται οποιαδήποτε ονομαστική αξία σε αυτές.
(2) Τα ιδρυτικά έγγραφα διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου που αναφέρονται στο εδάφιο 11(I)(α) και (β) περιλαμβάνουν διάταξη σύμφωνα με την οποία η αξία των εκδοθεισών μετοχών της εταιρείας είναι κατά οποιοδήποτε χρόνο ίση με την καθαρή αξία του ενεργητικού της.
(3) Στον περί Εταιρειών Νόμο—
(α) Αναφορά σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου εντός της έννοιας του άρθρου αυτού και αναφορά σε μετοχή ή στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ερμηνεύεται ανάλογα· και
(β) αναφορά στην ονομαστική αξία μετοχής ή στο μετοχικό κεφάλαιο που εκδόθηκε από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ερμηνεύεται, στην περίπτωση διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου που αναφέρεται στο εδάφιο 11(I)(α) και (β), ως αναφορά στην αξία της αντιπαροχής για την οποία η μετοχή ή το μετοχικό κεφάλαιο έχει εκδοθεί.
12.—(1) Τα ιδρυτικά έγγραφα διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου περιλαμβάνουν διάταξη σύμφωνα με την οποία οι μετοχές της εταιρείας μπορούν ή δεν μπορούν μετά από αίτηση οποιουδήποτε από τους μεριδιούχους, τηρουμένων των διατάξεων που περιλαμβάνονται στα ιδρυτικά της έγγραφα, να επαναγοραστούν από την εταιρεία με τη χρήση άμεσα ή έμμεσα πόρων του ενεργητικού της.
(2) Παρά τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου δεν υποχρεούται να δημιουργεί λογαριασμό αποθεματικών σε σχέση με την επαναγορά των μετοχών της.
13. Μετοχές διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου που επαναγοράστη- καν από την εταιρεία ακυρώνονται και το ποσό του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου και αποθεματικών της εταιρείας μειώνεται με το ισόποσο της αντιπαροχής που πληρώθηκε από την εταιρεία για την επαναγορά των μετοχών.
14.—(1) Όταν διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου ικανοποιεί την Τράπεζα ότι τα συμφέροντα των υφιστάμενων και μελλοντικών μεριδιούχων και πιστωτών προστατεύονται, δύναται να εξουσιοδοτηθεί, ώστε στα ιδρυτικά της έγγραφα να περιλάβει διάταξη σύμφωνα με την οποία κατά το τέλος ορισμένης χρονικής περιόδου ή κατά την πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος η εταιρεία τίθεται υπό εκκαθάριση.
(2) Οι ακόλουθες διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου σε σχέση με εταιρεία στην οποία εφαρμόζεται το άρθρο αυτό διαβάζονται ως εάν—
(α) Στο άρθρο 261(1)(α) οι λέξεις "και η εταιρεία σε γενική συνέλευση εγκρίνει ψήφισμα με το οποίο ζητείται η εκούσια εκκαθάριση της εταιρείας" έχουν διαγραφεί·
(β) το εδάφιο (1) του άρθρου 262 έχει αντικατασταθεί από το πιο κάτω νέο εδάφιο:
"Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται δυνάμει του άρθρου 261(1), τότε εντός δεκατεσσάρων ημερών από τη λήξη της καθορισμένης χρονικής περιόδου ή την πραγματοποίηση του γεγονότος που συνιστά το λόγο της εκκαθάρισης ή την υιοθέτηση ψηφίσματος για την εκκαθάριση της εταιρείας η εταιρεία δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ειδοποίηση σχετικά με τη λήξη της καθορισμένης χρονικής περιόδου ή την πραγματοποίηση του γεγονότος ή την υιοθέτηση του σχετικού ψηφίσματος."·
(γ) έχουν προστεθεί στο τέλος του άρθρου 263 οι λέξεις "ή κατά τη λήξη της καθορισμένης χρονικής περιόδου της εταιρείας ή κατά την πραγματοποίηση του γεγονότος που συνιστά το λόγο της εκκαθάρισης ή την υιοθέτηση ψηφίσματος για την εκκαθάριση της εταιρείας."· και
(δ) έχει προστεθεί στο τέλος του άρθρου 268 το πιο κάτω νέο εδάφιο (3):
"(3) εντός είκοσι μίας ημερών από την εκούσια εκκαθάριση η οποία εκλαμβάνεται ότι έχει αρχίσει δυνάμει του άρθρου 263 η εταιρεία σε γενική συνέλευση ή όπως άλλως δυνατό να ορίζεται στα ιδρυτικά της έγγραφα διορίζει εκκαθαριστή."
15.—(1) Επιφυλασσομένου του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου η διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου διορίζει διευθυντή της εταιρείας και οι διαδικασίες που ακολουθούνται κατά το διορισμό διευθυντή αναφέρονται στα ιδρυτικά της έγγραφα.
(2) Ο διευθυντής διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου δεν αντικαθίσταται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας.
(3) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), η Τράπεζα δύναται να εξαιρεί διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου από την υποχρέωση διορισμού διευθυντή, αν οι σύμβουλοι της εταιρείας ικανοποιούν την Τράπεζα σε συνεχή βάση ότι η εταιρεία διαθέτει τέτοια διευθυντική ικανότητα, ούτως ώστε να διεξάγει αποτελεσματικά τις εργασίες της, έχοντας ως γνώμονα την προστασία των συμφερόντων των μεριδιούχων ως εάν είχε διευθυντή.
(4) Στην περίπτωση που η Τράπεζα εξαιρεί διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου από την υποχρέωση για διορισμό διευθυντή, όλα τα καθήκοντα και υποχρεώσεις αυτού που περιλαμβάνονται στο Νόμο και οποιαδήποτε διοικητική πράξη εκδίδεται δυνάμει αυτού σχετικά με διευθυντές εφαρμόζονται στους συμβούλους της διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου.
16.—(1) Επιφυλασσομένου του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου διορίζει εμπιστευματοδόχο.
(2) Ο εμπιστευματοδόχος διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου δεν αντικαθίσταται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας.
(3) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1) η Τράπεζα δύναται να εξαιρεί διεθνή εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου από την υποχρέωση διορισμού εμπιστευματοδόχου, αν—
(α) Τα μερίδια της εταιρείας είναι εισηγμένα ή αναμένεται να εισαχθούν σε χρηματιστήριο και η Τράπεζα κρίνει ότι ο όγκος συναλλαγών των εν λόγω μεριδίων στο χρηματιστήριο είναι ή αναμένεται να είναι σημαντικός· και
(β) η διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου παρεμβαίνει ή αναλαμβάνει να παρεμβαίνει στο χρηματιστήριο, για να εμποδίζει την παρέκκλιση της χρηματιστηριακής αξίας των μεριδίων της πέραν του πέντε τοις εκατόν από την καθαρή αξία του ενεργητικού των μεριδίων της· και
(γ) η Τράπεζα ικανοποιείται ότι τα συμφέροντα των μεριδιούχων στην εταιρεία δεν επηρεάζονται δυσμενώς από την απουσία εμπιστευματοδόχου· και
(δ) η διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου αναλαμβάνει να εξακριβώνει την καθαρή αξία ενεργητικού των μεριδίων της και να τη γνωστοποιεί στην Τράπεζα και τους μεριδιούχους τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο και ο ελεγκτής της τουλάχιστο μία φορά το μήνα να βεβαιώνει ότι η καθαρή αξία των μεριδίων της διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου υπολογίζεται σύμφωνα με το Νόμο ή με οποιαδήποτε διοικητική πράξη εκδίδεται δυνάμει αυτού και τα ιδρυτικά της έγγραφα και ότι το ενεργητικό της επενδύεται σύμφωνα με το Νόμο ή με οποιαδήποτε διοικητική πράξη εκδίδεται δυνάμει αυτού και τα ιδρυτικά της έγγραφα.
17. Σύμβουλος διεθνούς εταιρείας μεταβλητού κεφαλαίου δε διορίζεται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας και η δημιουργία ή η κένωση οποιασδήποτε θέσης συμβούλου κοινοποιείται αμέσως και γραπτώς στην Τράπεζα.
18.—(1) Κατόπιν γραπτής αίτησης προς την Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο αυτό από τον εμπιστευματοδόχο διεθνούς εμπιστεύματος που συστάθηκε δυνάμει του περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμου, η Τράπεζα δύναται να αναγνωρίζει αυτό ως διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος, αν ικανοποιείται ότι—
(α) Ο διευθυντής πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια δυνάμει του άρθρου 39·
(β) ο εμπιστευματοδόχος πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια δυνάμει του άρθρου 46·
(γ) ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος ενεργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο·
(δ) τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου περιέχουν τις πληροφορίες που ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή·
(ε) η πρόσκληση για εγγραφή του σχεδίου περιέχει τις πληροφορίες που ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή·
(στ) ο εμπιστευματοδόχος έχει υποβάλει στην Τράπεζα άλλα έγγραφα και πληροφορίες όπως κατά καιρούς ορίζονται από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή μαζί με το καθορισμένο δικαίωμα· και
(ζ) το όνομα του διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος δεν είναι ανεπιθύμητο κατά την κρίση της Τράπεζας.
(2) Η Τράπεζα θέτει τέτοιους όρους σε οποιαδήποτε αναγνώρισή της και δίνει τέτοιες οδηγίες τις οποίες αυτή θεωρεί αναγκαίες, περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε όρων ως προς τις δραστηριότητες του διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος εντός της Δημοκρατίας, και δύναται κατά την κρίση της οποτεδήποτε να τροποποιεί ή διαφοροποιεί όλους ή οποιουσδήποτε από τους εν λόγω όρους και οδηγίες.
(3) Ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος συμμορφώνονται προς οποιουσδήποτε όρους που επιβάλλονται ή οδηγίες που δίνονται από την Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (2).
(4) Η Τράπεζα κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού ορίζει το διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος ως—
(α) Σχέδιο προωθούμενο στο ευρύ κοινό· ή
(β) σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές· ή
(γ) ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο.
(5) Η αναγνώριση διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος από την Τράπεζα δε συνιστά εγγύηση από την Τράπεζα ως προς την οικονομική απόδοση του σχεδίου και η Τράπεζα δεν ευθύνεται για την εν λόγω απόδοση ή οποιεσδήποτε παραλείψεις ή πλημμελή διαχείριση εκ μέρους του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του.
19.—(1) Το ενεργητικό διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος περιέρχεται σε εμπιστευματοδόχο σύμφωνα με τα εμπιστεύματα που συστάθηκαν δυνάμει του εγγράφου εμπιστεύματος και υπόκειται στη διαχείριση του διευθυντή σύμφωνα με τα εμπιστεύματα που περιέχονται στο έγγραφο εμπιστεύματος.
(2) Το προϊόν πώλησης οποιωνδήποτε μονάδων διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος και οποιοδήποτε εισόδημα σε σχέση με το ενεργητικό διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος που δε διανέμεται στους μεριδιούχους συνιστά ενεργητικό διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος και ο διευθυντής διαχειρίζεται αυτό σύμφωνα με τα εμπιστεύματα που συστάθηκαν δυνάμει του εγγράφου εμπιστεύματος.
20.—(1) Ο εμπιστευματοδόχος διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος διορίζει διευθυντή του σχεδίου και οι διαδικασίες που ακολουθούνται κατά το διορισμό διευθυντή αναφέρονται στο έγγραφο εμπιστεύματος.
(2) Ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος δεν αντικαθίστανται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας.
21.—(1) Κατόπιν γραπτής αίτησης προς την Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο αυτό από ή για λογαριασμό συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης που έχει εγγραφεί σύμφωνα με τον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, η Τράπεζα δύναται να αναγνωρίζει το συνεταιρισμό ως διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης, αν ικανοποιείται ότι—
(α) Ο γενικός συνέταιρος πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια δυνάμει του άρθρου 39·
(β) ο εμπιστευματοδόχος πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια δυνάμει του άρθρου 46·
(γ) ο γενικός συνέταιρος και ο εμπιστευματοδόχος ενεργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο-
(δ) τα ιδρυτικά έγγραφα του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης περιέχουν τις πληροφορίες που ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή·
(ε) η πρόσκληση για εγγραφή του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης περιέχει τις πληροφορίες που ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή·
(στ) ο γενικός συνέταιρος έχει υποβάλει στην Τράπεζα άλλα έγγραφα και πληροφορίες όπως ορίζονται κατά καιρούς από την Τράπεζα σε τύπο αποδεκτό από αυτή μαζί με το καθορισμένο δικαίωμα· και
(ζ) το όνομα του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης δεν είναι ανεπιθύμητο κατά την κρίση της Τράπεζας.
(2) Η Τράπεζα θέτει τέτοιους όρους σε οποιαδήποτε αναγνώρισή της και δίνει τέτοιες οδηγίες τις οποίες θεωρεί κατάλληλες, περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε όρων ως προς τις δραστηριότητες του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης εντός της Δημοκρατίας, και δύναται κατά την κρίση της οποτεδήποτε να τροποποιεί ή διαφοροποιεί όλους ή οποιουσδήποτε από τους εν λόγω όρους και οδηγίες.
(3) Ο γενικός συνέταιρος και ο εμπιστευματοδόχος διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης συμμορφώνονται προς οποιουσδήποτε όρους που επιβάλλονται ή οδηγίες που δίδονται από την Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (2).
(4) Η Τράπεζα, κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού, ορίζει το διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης ως—
(α) Σχέδιο προωθούμενο στο ευρύ κοινό· ή
(β) σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές- ή
(γ) ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο.
(5) Η αναγνώριση διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης από την Τράπεζα δε συνιστά εγγύηση από την Τράπεζα ως προς την οικονομική απόδοση του σχεδίου και η Τράπεζα δεν ευθύνεται για την εν λόγω απόδοση ή οποιεσδήποτε παραλείψεις ή πλημμελή διαχείριση εκ μέρους του σχεδίου, του γενικού συνεταίρου ή του εμπιστευματοδόχου του.
22.—(1) Επιφυλασσομένου του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης διορίζει εμπιστευματοδόχο.
(2) Ο γενικός συνέταιρος και ο εμπιστευματοδόχος διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης δεν αντικαθίστανται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας.
(3) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), η Τράπεζα δύναται να εξαιρεί διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης από την υποχρέωση να διορίζει εμπιστευματοδόχο, αν—
(α) Τα μερίδια του διεθνούς συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης είναι εισηγμένα ή θα εισαχθούν σε χρηματιστήριο και η Τράπεζα θεωρεί ότι ο όγκος συναλλαγών των εν λόγω μεριδίων στο χρηματιστήριο είναι ή αναμένεται να είναι σημαντικός· και
(β) ο διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης παρεμβαίνει ή αναλαμβάνει να παρεμβαίνει στο χρηματιστήριο, για να εμποδίζει την παρέκκλιση της χρηματιστηριακής αξίας των μεριδίων του πέραν του πέντε τοις εκατόν από την καθαρή αξία του ενεργητικού των μεριδίων του· και
(γ) η Τράπεζα ικανοποιείται ότι τα συμφέροντα των συνεταίρων περιορισμένης ευθύνης στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης δεν επηρεάζονται δυσμενώς από την απουσία εμπιστευματοδόχου· και
(δ) ο διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης αναλαμβάνει να εξακριβώνει την καθαρή αξία ενεργητικού των μεριδίων του και να τη γνωστοποιεί προς την Τράπεζα και τους μεριδιούχους τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο και ο ελεγκτής του τουλάχιστο μία φορά το μήνα να βεβαιώνει ότι η καθαρή αξία των μεριδίων του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης υπολογίζεται σύμφωνα με το Νόμο ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού και τα ιδρυτικά του έγγραφα και ότι το ενεργητικό του επενδύεται σύμφωνα με το Νόμο ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού και τα ιδρυτικά του έγγραφα.
23.—(1) Συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης δε λαμβάνει μέρος στη διαχείριση των εργασιών του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης και ειδικότερα δεν έχει εξουσία να συνάπτει συμφωνίες για λογαριασμό του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης και όλα τα συμβόλαια, πράξεις, τίτλοι, επιστολές και έγγραφα οποιουδήποτε είδους συνάπτονται, συντάσσονται, υπογράφονται, εκτελούνται ή γίνονται από το γενικό συνέταιρο για λογαριασμό του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης.
(2) Σε περίπτωση που συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης λαμβάνει μέρος στη διαχείριση των εργασιών διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, τότε, αν το σχέδιο πτωχεύσει, ευθύνεται ο ίδιος για χρέη του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης που δημιουργούνται κατά την περίοδο κατά την οποία αυτός συμμετείχε στη διαχείριση των εργασιών με τον τρόπο αυτό, ως εάν ήταν εκείνη την περίοδο γενικός συνέταιρος.
(3) Συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης ευθύνεται δυνάμει του εδαφίου (2) μόνο σε σχέση με χρέη ή υποχρεώσεις που δημιουργούνται από το διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης προς όφελος προσώπου το οποίο κατά το χρόνο που δημιουργήθηκε το χρέος ή η υποχρέωση εύλογα πίστευε, βάσει της συμπεριφοράς του συνεταίρου περιορισμένης ευθύνης, ότι ο συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης ήταν γενικός συνέταιρος και ανεξάρτητα αν τέτοια χρέη ή υποχρεώσεις έχουν από τότε εκχωρηθεί ή διαφορετικά μεταβιβαστεί σε άλλο πρόσωπο.
(4) Συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης δε θεωρείται ότι λαμβάνει μέρος στη διαχείριση των εργασιών διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης εντός της έννοιας του Νόμου, αν ανεξαρτήτως συχνότητας προβαίνει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες πράξεις:
(α) Είναι εργολήπτης ή υπάλληλος ή ενεργεί ως αντιπρόσωπος του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης ή είναι αξιωματούχος ή μέτοχος γενικού συνεταίρου του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης το οποίο είναι νομικό πρόσωπο·
(β) διαβουλεύεται με γενικό συνέταιρο και συμβουλεύει σχετικά με τις εργασίες του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης·
(γ) ερευνά, αναθεωρεί ή δέχεται πληροφορίες όσον αφορά τους λογαριασμούς ή θέματα που αφορούν τις εργασίες του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης ή ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα του παρέχεται από το Νόμο·
(δ) ενεργεί ως εγγυητής ή παρέχει οποιαδήποτε άλλη μορφή εξασφάλισης για το διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης γενικά ή σε σχέση με συγκεκριμένες υποχρεώσεις·
(ε) ψηφίζει ως συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης για ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα θέματα—
(i) τη διάλυση και εκκαθάριση του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης,
(ii) την αγορά, πώληση, ανταλλαγή, εκμίσθωση, υποθήκευση, ενεχυρίαση ή άλλη απόκτηση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε στοιχείου του ενεργητικού από ή για λογαριασμό του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης,
(iii) τη δημιουργία ή ανανέωση οποιουδήποτε χρέους του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης,
(iv) την αλλαγή στους στόχους ή την πολιτική του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης,
(ν) την αποδοχή, διαγραφή ή απόσυρση γενικού συνεταίρου ή συνεταίρου περιορισμένης ευθύνης ή εμπιστευματοδόχου ή τη συνέχιση των εργασιών του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης,
(vi) την έγκριση συναλλαγών στις οποίες ένας ή περισσότεροι από τους γενικούς συνεταίρους έχουν υφιστάμενη ή ενδεχόμενη σύγκρουση συμφέροντος με έναν ή περισσότερους από τους συνεταίρους περιορισμένης ευθύνης.
(5) Το εδάφιο (4) δε δύναται να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η άσκηση οποιασδήποτε άλλης εξουσίας από συνέταιρο περιορισμένης ευθύνης σημαίνει αναγκαστικά ότι ο εν λόγω συνέταιρος λαμβάνει μέρος στη διαχείριση του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης.
24.—(1) Παρά τις διατάξεις που προβλέπονται στη συμφωνία συνεταιρισμού, πρόσωπο δύναται να γίνει δεκτό σε διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης ως συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης με την έγκριση του γενικού συνεταίρου ή αν υπάρχουν περισσότεροι του ενός γενικοί συνέταιροι με την έγκριση όλων, είτε η εκχώρηση γίνεται βάσει του εδαφίου (2) είτε άλλως πως, χωρίς να χρειάζεται να εξασφαλίσει την έγκριση των υφιστάμενων συνεταίρων περιορισμένης ευθύνης.
(2) Τηρουμένου του εδαφίου (1), συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης δύναται να εκχωρεί απόλυτα το όλον ή οποιοδήποτε μέρος του συμφέροντος του στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης και ο εκδοχέας, από την ημερομηνία της εκχώρησης, καθίσταται συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης με όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του εκχωρούντος σε σχέση με το διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης του εκχωρούντος να προβαίνει σε συνεισφορές σε σχέση με το συμφέρον του στον εν λόγω συνεταιρισμό ή το μέρος αυτού που εκχωρήθηκε, εξαιρουμένης οποιασδήποτε ευθύνης του εκχωρούντος που προκύπτει σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 25.
(3) Συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης δύναται να εκχωρεί το όλον ή μέρος του συμφέροντος του στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης υπό μορφή υποθήκης ή επιβάρυνσης, νοουμένου ότι καμία τέτοια εκχώρηση δεν έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει τον εκδοχέα συνέταιρο στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης ή να απαλλάξει τον εκχωρούντα από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις του που πηγάζουν από τη συμμετοχή του στον εν λόγω συνεταιρισμό.
25.—(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ενόσω είναι συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης ή οποτεδήποτε μεταγενέστερα εφόσον έχει σταματήσει να είναι συνέταιρος ή κατά τη διάλυση του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, να εισπράττει οποιοδήποτε ποσό από το κεφάλαιο του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού ως επιστροφή οποιουδήποτε μέρους της συνεισφοράς του στον εν λόγω συνεταιρισμό, εκτός αν κατά το χρόνο της πληρωμής ο γενικός συνέταιρος ή οι γενικοί συνέταιροι στην πλειοψηφία τους πιστοποιούν ότι ο διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης είναι σε θέση να αποπληρώνει πλήρως τα χρέη του, όπως αυτά καθίστανται πληρωτέα, μετά που η προτεινόμενη επιστροφή της συνεισφοράς θα έχει πραγματοποιηθεί.
(2) Στην περίπτωση αφερεγγυότητας διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία είσπραξης από συνέταιρο περιορισμένης ευθύνης οποιουδήποτε ποσού που αντιπροσωπεύει την επιστροφή της συνεισφοράς του ή μέρους αυτής, στην περίπτωση που το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δεν έχει εξασφαλιστεί, το ποσό αυτό, μαζί με οποιοδήποτε άλλο επιπρόσθετο ποσό που δυνατό να καθορίζεται με οδηγία δυνάμει του άρθρου 67, πρέπει να επιστρέφεται στην έκταση που η συνεισφορά είναι αναγκαία για την αποπληρωμή χρέους ή υποχρέωσης του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η συνεισφορά αντιπροσώπευε μέρος των στοιχείων του ενεργητικού του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης.
(3) Για σκοπούς του άρθρου αυτού "είσπραξη" περιλαμβάνει και την αποδέσμευση του συνεταίρου περιορισμένης ευθύνης από οποιαδήποτε υποχρέωση για συνεισφορά και η υποχρέωση αποπληρωμής σύμφωνα με το εδάφιο (2) ερμηνεύεται ως εάν ήταν και αναφορά στην πρέπουσα εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής.
(4) Διανομή οποιουδήποτε στοιχείου ενεργητικού διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης σε συνέταιρο περιορισμένης ευθύνης θεωρείται επιστροφή συνεισφοράς για τους σκοπούς του εδαφίου (1), στο βαθμό που διανομή σε αυτό μειώνει την αξία της συμμετοχής του στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης, υπολογιζόμενη με βάση την καθαρή αξία του ενεργητικού του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης.
26. Συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης παύει να είναι συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την απόλυτη εκχώρηση όλων των συμφερόντων του στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης ή με την επιστροφή ολόκληρης της συνεισφοράς του στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης, νοουμένου ότι, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε όρο που περιλαμβάνεται στη συμφωνία συνεταιρισμού ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία περί του αντιθέτου, καμία τέτοια εκχώρηση δεν απαλλάσσει τον εκχωρούντα από οποιαδήποτε ευθύνη του δυνάμει των άρθρων 23 ή 25.
27.—(1) Τηρουμένων των εδαφίων (2) και (3), νομικές διαδικασίες σε σχέση με οποιαδήποτε υποχρέωση του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης ή προς το διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης, περιλαμβανομένων διαδικασιών για την εκτέλεση ξένης δικαστικής απόφασης εναντίον ή από διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης δύνανται να εγερθούν εναντίον ή από οποιουσδήποτε από τους γενικούς συνεταίρους:
Νοείται ότι κανένας συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης δεν αποτελεί μέρος ή κατονομάζεται στις διαδικασίες αυτές.
(2) Το εδάφιο (1) εφαρμόζεται άνευ επηρεασμού του δικαιώματος γενικού συνεταίρου ή πιστωτή διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης ή άλλου προσώπου να εγείρει διαδικασίες ή να μετέχει με άλλους σε διαδικασίες εναντίον ενός ή περισσοτέρων συνεταίρων περιορισμένης ευθύνης που δυνατό να ευθύνονται για τα χρέη του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης σύμφωνα με τα άρθρα 23 ή 25.
(3) Συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης δύναται, με την άδεια του δικαστηρίου, να εγείρει αγωγή για λογαριασμό διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, αν οι γενικοί συνέταιροι που έχουν την εξουσιοδότηση να εγείρουν τέτοιες διαδικασίες αρνούνται να ενεργήσουν με τον τρόπο αυτό, και το δικαστήριο αποφασίσει ότι η εν λόγω άρνησή τους είναι αδικαιολόγητη ή είναι εναντίον των συμφερόντων του συνεταίρου περιορισμένης ευθύνης.
28.—(1) Τηρουμένων του εδαφίου (2) και οποιουδήποτε ρητού ή σιωπηρού όρου της συμφωνίας συνεταιρισμού, διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης δε διαλύεται—
(α) Σε περίπτωση αλλαγής ενός ή περισσότερων συνεταίρων περιορισμένης ευθύνης ή γενικών συνεταίρων·
(β) με την εκχώρηση του όλου ή μέρους του συμφέροντος στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης συνεταίρου περιορισμένης ευθύνης·
(γ) με το θάνατο, ανικανότητα, πτώχευση, παύση, παραίτηση, διάλυση ή εκκαθάριση συνεταίρου περιορισμένης ευθύνης ή γενικού συνεταίρου σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός γενικοί συνεταίροι·
(δ) με την παραχώρηση υποθήκης ή άλλης επιβάρυνσης ή άλλης μορφής εξασφάλισης από έναν ή περισσότερους από τους συνεταίρους περιορισμένης ευθύνης ή γενικούς συνεταίρους επί του όλου ή μέρους των συμφερόντων τους στο διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης·
(ε) με την πώληση, ανταλλαγή, μίσθωση, υποθήκευση, ενεχυρίαση ή άλλη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης.
(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1) και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε ρητό ή σιωπηρό όρο που περιλαμβάνεται στη συμφωνία συνεταιρισμού περί του αντιθέτου και τηρουμένου του εδαφίου (3)—
(α) Ο θάνατος, ανικανότητα, αφυπηρέτηση, πτώχευση, παύση, παραίτηση, αφερεγγυότητα, διάλυση ή εκκαθάριση του μοναδικού ή τελευταίου εναπομείναντος γενικού συνεταίρου· ή
(β) η απόσυρση της αναγνώρισης του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, συνεπάγεται τη διάλυση του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης.
(3) Αν εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία επέλευσης οποιουδήποτε από τα γεγονότα που αναφέρονται στο εδάφιο (2)(α) οι συνέταιροι περιορισμένης ευθύνης με πλειοψηφία εβδομήντα πέντε τοις εκατόν εκλέξουν έναν ή περισσότερους νέους γενικούς συνεταίρους οι οποίοι εγκρίνονται από την Τράπεζα, οι εργασίες του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης δεν είναι αναγκαίο να τερματίζονται αλλά δύνανται να ξαναρχίζουν και να συνεχίζονται όπως προνοείται στη συμφωνία συνεταιρισμού.
29.—(1) Διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης δε διαλύεται με πράξη των συνεταίρων, εκτός αν υπογραφεί ειδοποίηση για διάλυση από γενικό συνέταιρο, η οποία παραδίδεται στην Τράπεζα και ακολούθως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Στην περίπτωση διάλυσης διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, οι υποθέσεις του εκκαθαρίζονται πάραυτα σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας συνεταιρισμού και του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, εκτός αν το δικαστήριο διατάσσει διαφορετικά κατόπιν αίτησης συνεταίρου ή πιστωτή.
(3) Όπου διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης είναι, βάσει των όρων της συμφωνίας συνεταιρισμού, καθορισμένης χρονικής διάρκειας, ο διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης θεωρείται ότι διαλύεται με τη λήξη της εν λόγω περιόδου και ο γενικός συνέταιρος φροντίζει για το σκοπό αυτό να δημοσιευτεί ειδοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
30.—(1) Τηρουμένου οποιουδήποτε ρητού ή σιωπηρού όρου που περιλαμβάνεται στη συμφωνία συνεταιρισμού—
(α) Οποιοδήποτε θέμα ή διαφορά εγείρεται αναφορικά με τις εργασίες του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, αποφασίζεται από το γενικό συνέταιρο και αν υπάρχουν περισσότεροι του ενός γενικοί συνεταίροι από την πλειοψηφία αυτών·
(β) συνέταιρος περιορισμένης ευθύνης δύναται αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπων του οποτεδήποτε να επιθεωρεί τα λογιστικά βιβλία του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης και να διερευνά την κατάσταση και τις προοπτικές των εργασιών του διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης και να απαιτεί την παροχή της βοήθειας που εύλογα δύναται να απαιτήσει από το γενικό συνέταιρο.
(2) Ανεξάρτητα από οποιουσδήποτε ισχύοντες νόμους που εφαρμόζονται σε σχέση με συνεταιρισμούς, αλλά τηρουμένων των όρων που επιβάλλονται από την Τράπεζα, συνέταιρος δύναται να συνάπτει οποιοδήποτε συμβόλαιο, περιλαμβανομένου συμβολαίου για δανεισμό χρημάτων, ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε συναλλαγή με διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης και ο εν λόγω συνέταιρος έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις σε σχέση με τις αναφερόμενες δραστηριότητες σαν να μην ήταν συνέταιρος.
31.—(1) Σχέδιο που έχει οριστεί ως σχέδιο προωθούμενο στο ευρύ κοινό πρέπει να συμμορφώνεται με τους επενδυτικούς περιορισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 67.
(2) Σχέδιο που προωθείται στο ευρύ κοινό δύναται να παρεκκλίνει από τους επενδυτικούς περιορισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 67, για τέτοια περίοδο όπως η Τράπεζα καθορίζει, νοουμένου ότι το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνουν τέτοια μέτρα τα οποία θεωρούν αναγκαία ή τα οποία η Τράπεζα δυνατό να απαιτήσει, για να μην εκτίθεται το ενεργητικό του σχεδίου σε αδικαιολόγητο κίνδυνο.
32. Σχέδιο που έχει οριστεί ως σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές δύναται, με την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας, να μην εφαρμόζει όλους ή οποιουσδήποτε από τους επενδυτικούς περιορισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 67.
33. Όλοι οι μεριδιούχοι σε σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές οφείλουν να προβαίνουν σε αρχική ελάχιστη επένδυση τέτοιου ποσού όπως η Τράπεζα καθορίζει.
34. Σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές δε δύναται να εκδίδει μερίδια στον κομιστή.
35. Σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές δεν είναι αναγκασμένο να δημοσιοποιεί τις τιμές πώλησης και εξαγοράς ή επαναγοράς των μεριδίων του, αλλά πρέπει να έχει στη διάθεση των έμπειρων επενδυτών τις τιμές πώλησης, εξαγοράς ή επαναγοράς, οποτεδήποτε αυτές ζητηθούν.
36. Σχέδιο που έχει οριστεί ως ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο δεν είναι υπόχρεο να εφαρμόζει τους επενδυτικούς περιορισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 67.
37.—(1) Για τους σκοπούς του Νόμου "ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο" σημαίνει διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο το οποίο, σύμφωνα με τα ιδρυτικά του έγγραφα—
(α) Περιορίζει το δικαίωμα μεταβίβασης των μεριδίων του·
(β) περιορίζει τον αριθμό των μεριδιούχων του σε εκατό, μη περιλαμβανομένων μεριδιούχων που εργοδοτούνται από το ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο και προσώπων που έγιναν μεριδιούχοι στο σχέδιο ενώ εργοδοτούνταν προηγουμένως και συνέχισαν μετά τη λήξη της εργοδότησής τους αυτής να είναι μεριδιούχοι στο σχέδιο-
(γ) απαγορεύει οποιαδήποτε πρόσκληση στο κοινό για αγορά μεριδίων του σχεδίου· και
(δ) απαγορεύει την έκδοση μεριδίων στον κομιστή.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1)(γ) πρόσκληση που γίνεται σε έμπειρο επενδυτή δε θεωρείται πρόσκληση στο κοινό.
38. Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διατάξεως του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού, ιδιωτικό διεθνές συλλογικό επενδυτικό σχέδιο δεν είναι υποχρεωμένο να διορίζει διευθυντή ή εμπιστευματοδόχο.
39.—(1) Ο διευθυντής οφείλει, σε συνεχή βάση, να ικανοποιεί την Τράπεζα ότι, έχοντας υπόψη την επενδυτική πολιτική και τους συγκεκριμένους επενδυτικούς στόχους του σχεδίου για το οποίο ενεργεί ως διευθυντής—
(α) Διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους και λειτουργική επάρκεια, για να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του και να διεκπεραιώνει τις εργασίες του αποτελεσματικά·
(β) διαθέτει την απαραίτητη επενδυτική πείρα, για να διεξάγει τις εργασίες του σύμφωνα με τους επενδυτικούς στόχους και την πολιτική, όπως αναφέρονται στα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου, ή προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πείρα, με το διορισμό έμπειρων προσώπων ειδικών στη διαχείριση σχεδίων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών ή άλλων ειδικών·
(γ) το διοικητικό του συμβούλιο δεν έχει κοινούς συμβούλους με εκείνο του εμπιστευματοδόχου αλλά, με την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας, ο εμπιστευματοδόχος και ο διευθυντής μπορεί να είναι συνδεδεμένοι οργανισμοί·
(δ) οι αξιωματούχοι του είναι πρόσωπα ακέραιου χαρακτήρα και έχουν το κατάλληλο επίπεδο γνώσης και πείρας και οι κύριοι μέτοχοι θεωρούνται από την Τράπεζα ικανά και κατάλληλα πρόσωπα·
(ε) οργανώνει και ελέγχει τη λειτουργία του κατά τρόπο αποδεκτό από την Τράπεζα, με κατάλληλα αρχεία και επαρκείς διευθετήσεις που να διασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοι του είναι κατάλληλοι, επαρκώς εκπαιδευμένοι και υπόκεινται στην πρέπουσα επίβλεψη· και
(στ) ακολουθεί καλά προσδιορισμένες διαδικασίες που διασφαλίζουν συμμόρφωση με το Νόμο, με διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού, και με τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου του οποίου είναι διευθυντής.
(2) Ο διευθυντής δεν πρέπει να επιδίδεται, σε δραστηριότητες άλλες από αυτές που είναι αναγκαίες για να εκπληρώνει σωστά το ρόλο του ως διευθυντής σχεδίου, ή που είναι υποβοηθητικές προς το σκοπό αυτό, εκτός αν και στο βαθμό που η Τράπεζα το επιτρέπει.
(3) Ο διευθυντής δύναται, με την έγκριση της Τράπεζας, να εκχωρεί όλες ή μέρος των δραστηριοτήτων ή των καθηκόντων του σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που εγκρίνονται από την Τράπεζα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που η Τράπεζα θεωρεί σκόπιμο να επιβάλει, αλλά η εκχώρηση αυτή σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει το διευθυντή από τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του δυνάμει του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού.
(4) Πρόσωπο στο οποίο έχουν εκχωρηθεί δραστηριότητες ή καθήκοντα δυνάμει του εδαφίου (3) υπόκειται στις διατάξεις του Νόμου και στις διοικητικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού κατά την εκτέλεση των εν λόγω δραστηριοτήτων ή καθηκόντων του ως εάν ήταν διευθυντής.
40.—(1) Ο διευθυντής ειδοποιεί την Τράπεζα, αμέσως μόλις λάβει γνώση οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδόθηκε δυνάμει αυτού και που σχετίζεται με σχέδιο του οποίου είναι διευθυντής.
(2) Ο διευθυντής ειδοποιεί την Τράπεζα, αμέσως μόλις λάβει γνώση οποιασδήποτε έρευνας που γίνεται αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της εργασίας οποιουδήποτε σχεδίου του οποίου είναι διευθυντής ή της δικής του εργασίας ή εκείνης του εμπιστευματοδόχου του σχεδίου ή οποιουδήποτε συνδεδεμένου οργανισμού των προαναφερομένων από οποιοδήποτε ρυθμιστικό ή εποπτικό σώμα ή αρχή επιβολής του νόμου σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία.
(3) Ο διευθυντής διασφαλίζει ότι οποιεσδήποτε αναφορές στο ρόλο της Τράπεζας σε σχέση με την εποπτεία που η ίδια ασκεί στις δραστηριότητες του διευθυντή που περιέχονται σε ενημερωτικό υλικό οποιασδήποτε μορφής είναι ακριβείς και δεν παραπληροφορούν.
(4) Ο διευθυντής οφείλει πάντοτε να συμμορφώνεται με τους κανονισμούς που εκδίδονται από την Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο 67.
(5) Ο διευθυντής ετοιμάζει τις ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις που απαιτούνται δυνάμει του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού.
(6) Ο διευθυντής σχεδίου που ορίζεται από την Τράπεζα ως σχέδιο προωθούμενο αποκλειστικά σε έμπειρους επενδυτές εξασφαλίζει ότι όλοι οι μεριδιούχοι στο σχέδιο έχουν προβεί στην ελάχιστη αρχική επένδυση στο σχέδιο, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 33.
41. Ο διευθυντής ευθύνεται έναντι των μεριδιούχων σχεδίου το οποίο διευθύνει για οποιεσδήποτε απώλειες υπόκεινται ως αποτέλεσμα της πλημμελούς εκτέλεσης των υποχρεώσεών του δυνάμει του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού ή της σύμβασής του με το σχέδιο και οποιοσδήποτε όρος σε συμφωνία που αποσκοπεί στον περιορισμό της ευθύνης του διευθυντή δυνάμει του Νόμου είναι άκυρος.
42.—(1) Απαγορεύεται, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας, οποιαδήποτε τροποποίηση σε κύριο μέτοχο εταιρείας που ενεργεί ως διευθυντής.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 39(1)(δ) "κύριος μέτοχος" σημαίνει μέτοχο που κατέχει το δέκα τοις εκατόν ή περισσότερο του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας:
Νοείται ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν οι μετοχές της εταιρείας που ενεργεί ως διευθυντής είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο.
43. Απαγορεύεται, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας, οποιοσδήποτε διορισμός στη θέση συμβούλου εταιρείας που ενεργεί ως διευθυντής και οποιεσδήποτε άλλες αλλαγές στους συμβούλους τέτοιας εταιρείας πρέπει να κοινοποιούνται αμέσως και γραπτώς στην Τράπεζα.
44. Ο διευθυντής έχει υποχρέωση να διατηρεί τόπο διεξαγωγής εργασιών στη Δημοκρατία, από τον οποίο να διεξάγει τις εργασίες του, εκτός αν η υποχρέωση αυτή αρθεί από την Τράπεζα.
45. Στον παρόντα Νόμο οι ακόλουθοι δύνανται να ενεργούν ως εμπιστευματοδόχοι:
(α) Οποιαδήποτε Τράπεζα έχει άδεια να διεξάγει τραπεζικές εργασίες εντός ή από τη Δημοκρατία ή σε χώρα η οποία κατά τη γνώμη της Τράπεζας ασκεί επαρκή εποπτεία επί των Τραπεζών στη δικαιοδοσία της και η οποία έχει τέτοιο ελάχιστο πληρωθέν μετοχικό κεφάλαιο, όπως η Τράπεζα δυνατό κατά καιρούς να καθορίζει· ή
(β) οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από τράπεζα σύμφωνα με την παράγραφο (α) πιο πάνω, το οποίο προσφέρει υπηρεσίες εμπιστευματοδόχου στο ευρύ κοινό εντός ή από τη Δημοκρατία και εποπτεύεται επαρκώς ή σε χώρα που κατά τη γνώμη της Τράπεζας ασκεί επαρκή ρύθμιση σε σχέση με την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και το οποίο έχει τέτοιο ελάχιστο πληρωθέν μετοχικό κεφάλαιο, όπως η Τράπεζα δυνατό κατά καιρούς να καθορίζει· ή
(γ) εταιρεία που συστάθηκε στη Δημοκρατία και η οποία είναι θυγατρική προσώπου που αναφέρεται στις παραγράφους (α) ή (β) πιο πάνω, νοουμένου ότι όλες οι υποχρεώσεις της είναι πλήρως εγγυημένες από το εν λόγω πρόσωπο.
46. Ο εμπιστευματοδόχος έχει υποχρέωση σε συνεχή βάση να ικανοποιεί την Τράπεζα ότι, έχοντας υπόψη την επενδυτική πολιτική και τους συγκεκριμένους επενδυτικούς στόχους του σχεδίου για το οποίο ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος-
(α) Διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους και λειτουργική επάρκεια, για να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του και να διεκπεραιώνει τις εργασίες του αποτελεσματικά·
(β) ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45·
(γ) το διοικητικό του συμβούλιο δεν έχει κοινούς συμβούλους με εκείνο του σχεδίου για το οποίο ενεργεί ή με εκείνο του διευθυντή του αλλά, με την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας, το σχέδιο, ο διευθυντής και εμπιστευματοδόχος μπορεί να είναι συνδεδεμένοι οργανισμοί·
(δ) οι αξιωματούχοι του είναι πρόσωπα ακέραιου χαρακτήρα και έχουν το κατάλληλο επίπεδο γνώσης και πείρας και οι κύριοι μέτοχοι θεωρούνται από την Τράπεζα πρόσωπα ικανά και κατάλληλα·
(ε) οργανώνει και ελέγχει τη λειτουργία του κατά τρόπο αποδεκτό από την Τράπεζα, με κατάλληλα αρχεία και επαρκείς διευθετήσεις που να διασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοι του είναι κατάλληλοι, επαρκώς εκπαιδευμένοι και υπόκεινται στην πρέπουσα επίβλεψη· και
(στ) ακολουθεί καλά προσδιορισμένες διαδικασίες που διασφαλίζουν συμμόρφωση με το Νόμο, με διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού και με τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου του οποίου είναι εμπιστευματοδόχος.
47. Ο εμπιστευματοδόχος έχει υποχρέωση-—
(α) Να διασφαλίζει ότι ο διευθυντής λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα και ασκεί τη δέουσα επιμέλεια, ώστε η περιουσία του σχεδίου να επενδύεται σύμφωνα με το Νόμο ή με διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού και με τα ιδρυτικά του έγγραφα·
(β) να διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται κατάλληλα λογιστικά συστήματα και συστήματα εσωτερικού ελέγχου, ώστε να τηρούνται κατάλληλα αρχεία που να δείχνουν καθαρά τις συνεισφορές από τους μεριδιούχους και την περιουσία στην οποία έχουν επενδυθεί·
(γ) να διασφαλίζει ότι η πώληση, η εξαγορά ή επαναγορά των μεριδίων που πραγματοποιούνται από ή εκ μέρους του σχεδίου εκτελούνται σύμφωνα με το Νόμο, με διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού και με τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου·
(δ) να διασφαλίζει ότι η καθαρή αξία των μεριδίων του σχεδίου υπολογίζεται σύμφωνα με το Νόμο, με διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού και με τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου·
(ε) να εκτελεί τις οδηγίες του διευθυντή του σχεδίου, εκτός αν αυτές συγκρούονται με το Νόμο ή με διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού ή με τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου ή με οποιαδήποτε συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ του εμπιστευματοδόχου και του σχεδίου:
Νοείται ότι ο εμπιστευματοδόχος δεν εκδίδει ή ακυρώνει μερίδια εκ μέρους του σχεδίου σε οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία αναστέλλεται η εξαγορά ή επαναγορά μεριδίων του σχεδίου·
(στ) να διασφαλίζει ότι, σε συναλλαγή που αφορά στοιχεία του ενεργητικού του σχεδίου, οποιαδήποτε υποχρέωση προς το σχέδιο ικανοποιείται εντός χρονικού ορίου που είναι γενικά αποδεχτό για το είδος της συγκεκριμένης αυτής συναλλαγής-
(ζ) να διασφαλίζει ότι το εισόδημα του σχεδίου διατίθεται σύμφωνα με το Νόμο ή με διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού και με τα ιδρυτικά του έγγραφα·
(η) να διερευνά σε κάθε ετήσια λογιστική περίοδο τους χειρισμούς του διευθυντή ως προς τη διαχείριση του σχεδίου και να ετοιμάζει αναφορά σχετικά με αυτό για τους μεριδιούχους·
(θ) να διασφαλίζει ότι η αναφορά που γίνεται βάσει του όρου (η) κοινοποιείται στο διευθυντή έγκαιρα, για να είναι σε θέση να περιλάβει αντίγραφο της στην ετήσια έκθεση του σχεδίου·
(ι) να διασφαλίζει ότι οποιεσδήποτε πληροφορίες ή εκθέσεις τις οποίες απαιτεί η Τράπεζα έχουν διαβιβαστεί σ' αυτή από το διευθυντή·
(ια) να ειδοποιεί την Τράπεζα, αμέσως μόλις λάβει γνώση οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού, η οποία σχετίζεται με σχέδιο του οποίου είναι εμπιστευματοδόχος· και
(ιβ) να ειδοποιεί την Τράπεζα, αμέσως μόλις λάβει γνώση οποιασδήποτε έρευνας που γίνεται αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της εργασίας οποιουδήποτε σχεδίου του οποίου είναι εμπιστευματοδόχος ή της δικής του εργασίας ή εκείνης του διευθυντή του σχεδίου ή οποιουδήποτε συνδεδεμένου οργανισμού οποιουδήποτε των προαναφερομένων από οποιοδήποτε ρυθμιστικό, εποπτικό σώμα ή αρχή επιβολής του νόμου σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία.
48. Ο εμπιστευματοδόχος ευθύνεται έναντι του διευθυντή και των μεριδιούχων σχεδίου για οποιεσδήποτε απώλειες υποστούν ως αποτέλεσμα της πλημμελούς εκτέλεσης των υποχρεώσεών του δυνάμει του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού και η ευθύνη του εμπιστευματοδόχου δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι εμπιστεύτηκε σε τρίτο πρόσωπο όλο ή μέρος του ενεργητικού του σχεδίου που τελούσε υπό τη φύλαξή του και οποιεσδήποτε διατάξεις σε εμπιστευματικό έγγραφο διεθνούς σχεδίου μονάδων εμπιστεύματος ή σε συμφωνία εμπιστεύματος ή σε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία που αποσκοπούν στον περιορισμό της ευθύνης του εμπιστευματοδόχου δυνάμει του Νόμου είναι άκυρες.
49.—(1) Απαγορεύεται, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας, οποιαδήποτε αλλαγή σε κύριο μέτοχο εταιρείας που ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 46(δ) "κύριος μέτοχος" σημαίνει μέτοχο που κατέχει το δέκα τοις εκατόν ή περισσότερο του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας:
Νοείται ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, όταν οι μετοχές της εταιρείας που ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο.
50. Απαγορεύεται, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας, οποιοσδήποτε διορισμός στη θέση συμβούλου εταιρείας που ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος και οποιεσδήποτε άλλες αλλαγές στη θέση συμβούλου τέτοιας εταιρείας πρέπει να κοινοποιούνται αμέσως και γραπτώς στην Τράπεζα.
52.—(1) Κάθε σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του διασφαλίζουν ότι τηρούνται τα βιβλία και αρχεία, που κατά καιρούς ορίζει η Τράπεζα με κανονισμούς, και πληροφορούν την Τράπεζα αναφορικά με τη διεύθυνση όπου τα εν λόγω βιβλία ή αρχεία τηρούνται, για σκοπούς επιθεώρησης τους.
(2) Για σκοπούς επιθεώρησης η Τράπεζα εισπράττει το καθορισμένο δικαίωμα.
(3)(α) Εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δύναται, παρουσιάζοντας την εξουσιοδότησή του από την Τράπεζα, να επιθεωρεί, λαμβάνει αντίγραφα και διερευνά οτιδήποτε κατά την κρίση του αφορά—
(i) Βιβλία και αρχεία που τηρούνται δυνάμει του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού·
(ii) οποιοδήποτε άλλο έγγραφο του σχεδίου, του διευθυντή ή εμπιστευματοδόχου που σχετίζεται με τις εργασίες του σχεδίου.
(β) Πρόσωπο το οποίο έχει υπό τον έλεγχο του ή στην κατοχή του ή διαθέτει την ευχέρεια προσκόμισης οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα έχει υποχρέωση, ύστερα από αίτηση από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο—
(i) Να τα παρουσιάσει και να επιτρέψει στο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να τα επιθεωρήσει και να εφοδιαστεί με αντίγραφα·
(ii) να παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες οι οποίες μπορεί εύλογα να ζητηθούν σε σχέση με αυτά· και
(iii) να παρέχει οποιαδήποτε εύλογη υπό τις περιστάσεις βοήθεια και πληροφορία.
(γ) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι όροι "βιβλία", "αρχεία" ή "άλλα έγγραφα" περιλαμβάνουν και οποιαδήποτε έγγραφα ή πληροφορίες που τηρούνται σε μη αναγνώσιμη μορφή με τη χρήση ηλεκτρονικών ή άλλων μέσων και τα οποία επιδέχονται αναπαραγωγή σε αναγνώσιμη μορφή και όλα τα ηλεκτρονικά ή άλλα αυτόματα μέσα, αν υπάρχουν, από τα οποία είναι δυνατή η αναπαραγωγή οποιουδήποτε τέτοιου εγγράφου ή πληροφορίας.
(4) Βιβλία και αρχεία που τηρούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι επιπρόσθετα εκείνων για τα οποία υπάρχει υποχρέωση να τηρούνται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου, και φυλάσσονται για τόση περίοδο, όση η Τράπεζα ορίζει.
(5)(α) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, "εξουσιοδοτημένο πρόσωπο" σημαίνει—
(i) Αξιωματούχο ή υπάλληλο της Τράπεζας, ή
(ii) οποιοδήποτε πρόσωπο που, κατά τη γνώμη της Τράπεζας, κατέχει κατάλληλα προσόντα ή πείρα και που διορίζεται από την Τράπεζα να διεξάγει την επιθεώρηση στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτό ή μέρος της.
(β) Η Τράπεζα δύναται να αποφασίζει ότι οποιαδήποτε έξοδα του εξουσιοδοτημένου προσώπου που σχετίζονται με την εκτέλεση των εργασιών του δυνάμει του άρθρου αυτού καταβάλλονται από το σχέδιο, το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο του.
53.—(1) Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών της Τράπεζας δυνάμει του Νόμου, η Τράπεζα δύναται να υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο και οφείλει να το πράξει αν της ζητηθεί από μεριδιούχους που κατέχουν το δέκα τοις εκατόν ή περισσότερο της καθαρής αξίας του σχεδίου και το δικαστήριο δύναται, αν ικανοποιείται ότι υφίστανται οι προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο εδάφιο (2) να διορίζει έναν ή περισσότερους επιθεωρητές για να διερευνήσουν τις εργασίες που διεξάγει το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του και, όταν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απαραίτητο, τις εργασίες οποιωνδήποτε συνδεδεμένων οργανισμών των προαναφερομένων και να υποβάλει σχετική έκθεση σύμφωνα με τις οδηγίες του δικαστηρίου.
(2) Το δικαστήριο δύναται να διορίζει επιθεωρητή δυνάμει του παρόντος άρθρου, όταν ικανοποιείται ότι υπάρχουν περιστάσεις που δείχνουν ότι—
(α) Παραβλάπτονται ή παραγνωρίζονται τα συμφέροντα των μεριδιούχων· ή
(β) δεν παρέχονται στους μεριδιούχους όλες οι εύλογα αναμενόμενες πληροφορίες αναφορικά με τις εργασίες του σχεδίου· ή
(γ) οι εργασίες του σχεδίου διεξάγονται με τρόπο που είναι δυνατό να εξαπατήσει τους μεριδιούχους ή πιστωτές του ή τους πιστωτές οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή διεξάγονται με οποιοδήποτε άλλο μη νόμιμο τρόπο· ή
(δ) το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του παραλείπουν κατ' επανάληψη να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού· ή
(ε) ο διορισμός του επιθεωρητή επιβάλλεται χάριν της αποτελεσματικότερης ρύθμισης της λειτουργίας διεθνών συλλογικών επενδυτικών σχεδίων.
(3) Το δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της διάταξης αυτής, δύναται να λαμβάνει υπόψη οτιδήποτε είναι δυνατό να το υποβοηθήσει στην έκδοση της απόφασής του, συμπεριλαμβανομένων και γεγονότων που συμβαίνουν εκτός της Δημοκρατίας.
(4) Η Τράπεζα, πριν υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για διορισμό επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου αυτού, δύναται να ειδοποιήσει γραπτώς, αν είναι της γνώμης ότι τέτοια ειδοποίηση δεν είναι επιβλαβής για το συμφέρον των μεριδιούχων ή πιστωτών του σχεδίου, το σχέδιο, το διευθυντή και τον εμπιστευματοδόχο του, για την πρόθεσή της και τους λόγους στους οποίους αυτή στηρίζεται, και σε τέτοια περίπτωση, οι προαναφερόμενοι μέσα σε τέτοια περίοδο όπως η Τράπεζα ορίζει στην ειδοποίηση, έχουν δικαίωμα να δώσουν γραπτώς σχετικές επεξηγήσεις στην Τράπεζα σχετικά με τις ενέργειές τους.
(5) Όταν ο επιθεωρητής θεωρεί αναγκαίο για τους σκοπούς της έρευνας δυνάμει του εδαφίου (1) να διερευνήσει τις εργασίες οποιουδήποτε άλλου σχεδίου, υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο για έκδοση διατάγματος για διεύρυνση των σκοπών της έρευνάς του, και σε περίπτωση έκδοσης τέτοιου διατάγματος, ο επιθεωρητής δικαιούται να διερευνήσει και τις εργασίες του άλλου αυτού σχεδίου, του διευθυντή ή εμπιστευματοδόχου του, και οποιωνδήποτε συνδεδεμένων οργανισμών των προαναφερομένων και οφείλει να περιλάβει στην έκθεσή του αναφορά για τις εργασίες τους.
(6) Όταν το δικαστήριο διορίζει επιθεωρητή δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται οποτεδήποτε να δίνει τέτοιες οδηγίες, όπως αυτό θεωρεί κατάλληλο, με σκοπό να διασφαλίζει ότι η έρευνα διεξάγεται με τον πιο αποδοτικό και οικονομικό τρόπο.
(7)(α) Σε περίπτωση έρευνας δυνάμει του άρθρου αυτού—
(i) Το σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του ή οποιοσδήποτε συνδεδεμένος οργανισμός των προαναφερομένων και όλοι οι αξιωματούχοι τους περιλαμβανομένων προσώπων και εκτός της Δημοκρατίας,
(ii) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, περιλαμβανομένων και προσώπων εκτός της Δημοκρατίας, που ο επιθεωρητής θεωρεί ότι δυνατό να κατέχουν ή να έχουν τη δυνατότητα να προσκομίσουν οποιαδήποτε πληροφορία που αφορά τις εργασίες του σχεδίου, έχουν καθήκον, όταν τους ζητηθεί, να παρουσιάσουν στον επιθεωρητή όλα τα βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα που έχουν σχέση με τις εργασίες σχεδίου που διερευνά δυνάμει των εδαφίων (1) ή (5) και τα οποία βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, στην κατοχή τους ή που έχουν τη δυνατότητα να προσκομίσουν και να εμφανιστούν ενώπιον του επιθεωρητή σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και να παράσχουν σ' αυτόν κάθε εύλογα δυνατή βοήθεια σχετικά με την έρευνα.
(β) Αν ο επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διατηρεί ή διατηρούσε, τώρα ή κατά οποιοδήποτε χρόνο στο παρελθόν, λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής σε τράπεζα ή σε οποιοδήποτε άλλο χρηματοοικονομικό οργανισμό που—
(i) Χρησιμοποιήθηκε στη χρηματοδότηση οποιασδήποτε συναλλαγής, διευθέτησης ή συμφωνίας που σχετίζεται με τις εργασίες σχεδίου για το οποίο διεξάγεται έρευνα δυνάμει του άρθρου αυτού, και
(ii) συνδέθηκε με οποιοδήποτε τρόπο με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, ή με σειρά πράξεων ή παραλείψεων, που συνιστούν δόλια ή μη κακοδιαχείριση έναντι του σχεδίου, ή οποιουδήποτε μεριδιούχου ή πιστωτή του σχεδίου, ο επιθεωρητής δύναται να ζητήσει από το πρόσωπο αυτό να προσαγάγει σ' αυτόν όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του αναφορικά με τον εν λόγω λογαριασμό.
(γ) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται σ' αυτό το άρθρο αρνείται να προσαγάγει στον επιθεωρητή οποιαδήποτε βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα ή αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του επιθεωρητή ή αρνείται να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση υποβαλλόμενη σ' αυτό από τον επιθεωρητή σχετικά με τις εργασίες του σχεδίου, οι εργασίες του οποίου διερευνώνται δυνάμει του άρθρου αυτού, ο επιθεωρητής δύναται με γραπτή αναφορά του να πληροφορήσει το δικαστήριο για την πιο πάνω άρνηση. Το δικαστήριο ακολούθως δύναται να διερευνήσει την υπόθεση και, αφού ακούσει μάρτυρες που δυνατό να καταθέσουν εναντίον ή εκ μέρους του εν λόγω προσώπου και οποιαδήποτε δήλωση προβάλλεται για υπεράσπιση, να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ή οδηγία, όπως αυτό θεωρεί κατάλληλο, περιλαμβανομένης—
(i) Οδηγίας που ν' απευθύνεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να παρουσιάσει συγκεκριμένα βιβλία, αρχεία, ή άλλα έγγραφα ή να εμφανιστεί ενώπιον του επιθεωρητή ή να απαντήσει σε συγκεκριμένη ερώτηση υποβαλλόμενη σ' αυτό από τον επιθεωρητή, ή
(ii) οδηγίας ότι το εν λόγω πρόσωπο δε χρειάζεται να παρουσιάσει συγκεκριμένα βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα ή να εμφανιστεί ενώπιον του επιθεωρητή ή να απαντήσει συγκεκριμένη ερώτηση υποβαλλόμενη σ' αυτό από τον επιθεωρητή.
(δ) Ο επιθεωρητής δύναται να εξετάζει ενόρκως προφορικά ή ενόρκως με γραπτό ερωτηματολόγιο οποιοδήποτε πρόσωπο αναφέρεται στο εδάφιο 7(α)και δύναται για το σκοπό αυτό—
(i) Να δέχεται ένορκες δηλώσεις και
(ii) να καταγράφει τις απαντήσεις του εξεταζόμενου προσώπου τις οποίες ν' απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να τις υπογράψει.
(8)(α) Τα έξοδα της έρευνας, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων του επιθεωρητή που έχει διοριστεί από το δικαστήριο δυνάμει του εδαφίου (1), καταβάλλονται από την Τράπεζα, αλλά το δικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στην έκθεση να πληρώσει στην Τράπεζα οποιαδήποτε έξοδα ή μέρος αυτών στα οποία η Τράπεζα έχει υποβληθεί.
(β) Ο επιθεωρητής δύναται, αν κρίνει σκόπιμο, και υποχρεούται, αν το δικαστήριο διατάξει, να περιλάβει στην έκθεσή του σύσταση αναφορικά με οποιεσδήποτε οδηγίες που υπό το φως της έρευνάς του θεωρεί πρέπον να εκδοθούν* δυνάμει του εδαφίου (8)(α).
(9)(α) Ο επιθεωρητής δύναται, αν κρίνει σκόπιμο, και υποχρεούται, αν το δικαστήριο διατάξει, να υποβάλει ενδιάμεση έκθεση στο δικαστήριο και έχει υποχρέωση, αφού συμπληρωθεί η έρευνά του, να υποβάλει τελική έκθεση, αλλά οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της έρευνας, έστω και αν δεν έχει υποβάλει ενδιάμεση έκθεση, δύναται να πληροφορήσει το δικαστήριο για οτιδήποτε περιέρχεται στην αντίληψή του ως αποτέλεσμα της έρευνας, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε αδίκημα.
(β) Όταν υποβάλλεται έκθεση δυνάμει του άρθρου αυτού το δικαστήριο—
(i) Αποστέλλει αντίγραφο της έκθεσης στην Τράπεζα και
(ii) αν κρίνει σκόπιμο—
— εφοδιάζει με αντίγραφο αυτής το σχέδιο, το διευθυντή, τον εμπιστευματοδόχο του και τον ελεγκτή του σχεδίου,
— παρέχει αντίγραφο αυτής κατόπιν αιτήματος και με πληρωμή τέτοιων δικαιωμάτων, όπως το δικαστήριο καθορίζει, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που είναι μεριδιούχος του σχεδίου ή του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται ως πιστωτή του σχεδίου είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο,
— μεριμνά για την εκτύπωση και δημοσίευση της έκθεσης,
— διατάζει να μη συμπεριληφθεί οποιοδήποτε μέρος της έκθεσης που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό σε αντίγραφο που στέλλεται, εφοδιάζεται ή δημοσιεύεται δυνάμει του εδαφίου αυτού.
(10) Το δικαστήριο, κατόπιν μελέτης της έκθεσης που υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (9), δύναται να—
(i) Εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα σε σχέση με θέματα που προκύπτουν από την έκθεση περιλαμβανομένου—
— διατάγματος για την εκκαθάριση ή διάλυση του σχεδίου,
— διατάγματος για την αποκατάσταση οποιασδήποτε βλάβης την οποία υφίσταται οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα επηρεάστηκαν δυσμενώς από τη διαχείριση των εργασιών του σχεδίου, νοουμένου ότι το δικαστήριο, κατά την έκδοση τέτοιου διατάγματος, λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα οποιουδήποτε προσώπου τα οποία δυνατό να επηρεαστούν δυσμενώς από το διάταγμα·
(ii) παραπέμψει οποιοδήποτε θέμα που προκύπτει από την εν λόγω έκθεση στο Γενικό Εισαγγελέα για διερεύνηση.
54.—(1) Σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του οφείλουν να παρέχουν στην Τράπεζα τέτοιες πληροφορίες και καταστάσεις που αφορούν την εργασία του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του, οποτεδήποτε η Τράπεζα κατά καιρούς ορίζει, και οι οποίες κρίνονται από την Τράπεζα απαραίτητες για την πρέπουσα εκπλήρωση των κατά νόμο λειτουργιών της.
(2) Το εδάφιο (1) εφαρμόζεται και στην περίπτωση των συνδεδεμένων οργανισμών στο βαθμό που οι πληροφορίες και οι καταστάσεις που ζητούνται από την Τράπεζα είναι, κατά τη γνώμη της, ουσιωδώς σχετικές με την κατάλληλη εκτίμηση των εργασιών του σχεδίου.
55. Καμιά αλλαγή στα ιδρυτικά έγγραφα ή στην πρόσκληση για εγγραφή ή στο όνομα σχεδίου δεν επιτρέπεται χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας.
56.—(1) Όταν η Τράπεζα κρίνει ότι οποιαδήποτε από τα απαιτούμενα κριτήρια για την αναγνώριση σχεδίου έπαυσαν να πληρούνται ή ότι το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος—
(α) Δεν είναι σε θέση ή δεν αναμένεται να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των μεριδιούχων ή των πιστωτών του σχεδίου· ή
(β) έχει παραβεί οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού, ή εν γνώση του έχει υποβάλει στην Τράπεζα αναληθείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες· ή
(γ) δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την Τράπεζα σχετικά με κεφαλαιουχική επάρκεια, δύναται να απαιτήσει γραπτώς από το σχέδιο, το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο του να λάβουν τα μέτρα που, κατά τη γνώμη της, είναι αναγκαία για την αποτελεσματική ρύθμιση του σχεδίου ή για την προστασία των μεριδιούχων ή των πιστωτών του σχεδίου, περιλαμβανομένης και της εκκαθάρισης ή της διάλυσης του σχεδίου ή της αναστολής των εργασιών.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) η Τράπεζα δύναται να λαμβάνει υπόψη οτιδήποτε αφορά το σχέδιο, το διευθυντή, τον εμπιστευματοδόχο του ή συνδεδεμένο οργανισμό των προαναφερομένων.
(3) Η Τράπεζα δύναται οποτεδήποτε να ανακαλεί την απαίτησή της για λήψη μέτρων η οποία εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1).
(4) Ενόσω διαρκεί η απαίτηση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, το δικαστήριο δύναται κατόπιν αίτησης της Τράπεζας να εκδώσει διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού του σχεδίου.
57.—(1) Η Τράπεζα δύναται να ανακαλεί την αναγνώριση σχεδίου, αν διαπιστώνει ότι—
(α) Οποιαδήποτε από τα απαιτούμενα κριτήρια για την αναγνώριση του σχεδίου δεν πληρούνται πλέον· ή
(β) για σκοπούς προστασίας των συμφερόντων των μεριδιούχων είναι ανεπιθύμητη η συνέχιση της αναγνώρισης του σχεδίου· ή
(γ) το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του έχουν παραβεί οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού, ή εν γνώση τους έχουν υποβάλει στην Τράπεζα αναληθείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες.
(2) Η Τράπεζα δύναται να ανακαλεί την αναγνώριση του σχεδίου κατόπιν αίτησης από το σχέδιο, το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο, αλλά δύναται να αρνηθεί να το πράξει αν κρίνει ότι οποιοδήποτε ζήτημα σχετικά με το σχέδιο πρέπει να διερευνηθεί προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με την ανάκληση της αναγνώρισης, ή ότι η ανάκληση δεν είναι προς το συμφέρον των μεριδιούχων.
(3) Η Τράπεζα ειδοποιεί αμέσως μετά την ανάκληση της αναγνώρισης το σχέδιο, το διευθυντή και τον εμπιστευματοδόχο του και το γρηγορότερο δυνατό δημοσιεύει ανακοίνωση της ανάκλησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε μία τουλάχιστο ημερήσια εφημερίδα του εξωτερικού με διεθνή κυκλοφορία, ενώ στην περίπτωση διεθνούς επενδυτικής εταιρείας και διεθνούς επενδυτικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης αποστέλλει αντίγραφο της ανακοίνωσης αυτής στον Έφορο.
(4) Το δικαστήριο ύστερα από αίτηση της Τράπεζας δύναται να εκδίδει διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε διάθεσης στοιχείων του ενεργητικού του σχεδίου του οποίου η αναγνώριση ανακλήθηκε.
(5) Σχέδιο, η αναγνώριση του οποίου έχει ανακληθεί, εκκαθαρίζεται ή διαλύεται το γρηγορότερο δυνατό και είναι καθήκον του σχεδίου, του διευθυντή και του εμπιστευματοδόχου του να εξασφαλίζουν ότι το σχέδιο εκκαθαρίζεται ή διαλύεται το γρηγορότερο δυνατό.
58.—(1) Η Τράπεζα δύναται, κατά την κρίση της, να απαιτήσει την αντικατάσταση του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου σχεδίου με άλλο διευθυντή ή εμπιστευματοδόχο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Τράπεζα ικανοποιείται ότι ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος—
(α) Απέτυχε να επιδείξει την εύλογα αναμενόμενη από αυτόν ικανότητα και ακεραιότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του· ή
(β) έπαψε να χαίρει καλής φήμης· ή
(γ) δεν είναι προς το συμφέρον των μεριδιούχων να παραμείνει ως διευθυντής ή εμπιστευματοδόχος· ή
(δ) έπαψε να πληρεί τα απαιτούμενα κριτήρια, δυνάμει των άρθρων 39 ή 46, ανάλογα με την περίπτωση· ή
(ε) έχει παραβεί οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού ή εν γνώση του έχει υποβάλει στην Τράπεζα αναληθείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες.
(2) Οι ευθύνες του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου ο οποίος αντικαθίσταται με άλλον, δυνάμει του άρθρου αυτού, δεν επηρεάζονται όσον αφορά τα χρέη και τις υποχρεώσεις του σχεδίου.
59.—(1) Όταν η Τράπεζα προτίθεται να απαιτήσει γραπτώς τη λήψη μέτρων δυνάμει του άρθρου 56 ή να ανακαλέσει την αναγνώριση του σχεδίου δυνάμει του άρθρου 57 ή να απαιτήσει την αντικατάσταση του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου, δυνάμει του άρθρου 58, δίνει στο σχέδιο, στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο ειδοποίηση σχετικά με την εν λόγω πρόθεσή της.
(2) Με τη λήψη της πιο πάνω ειδοποίησης το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος φροντίζει ώστε οι μεριδιούχοι να ενημερωθούν σχετικά με το περιεχόμενο της εν λόγω ειδοποίησης της Τράπεζας.
(3) Το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος ή οποιοσδήποτε μεριδιούχος δύναται να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς την Τράπεζα μέσα σε δεκαπέντε μέρες ή μέσα σε άλλη προθεσμία την οποία η Τράπεζα ορίζει από την ημέρα της επίδοσης της ειδοποίησης, σύμφωνα με το εδάφιο (1).
(4) Η Τράπεζα έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε παραστάσεις έγιναν σύμφωνα με το εδάφιο (3), πριν αποφασίσει αν θα απαιτήσει να ληφθούν μέτρα ή αν θα ανακαλέσει την αναγνώριση του σχεδίου ή αν θα αντικαταστήσει το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο, ανάλογα με την περίπτωση.
(5) Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις, η Τράπεζα απαιτεί γραπτώς τη λήψη μέτρων, ανακαλεί την αναγνώριση του σχεδίου ή αντικαθιστά το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο, χωρίς να δώσει ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (1), αν κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον των μεριδιούχων ή των πιστωτών του σχεδίου.
60.—(1) Το δικαστήριο κατόπιν αίτησης της Τράπεζας, αφού πεισθεί ότι σχέδιο ή ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του παρέλειψε να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού, δύναται με διάταγμα να απαγορεύσει τη συνέχιση της παράλειψης ή να επιβάλει στο σχέδιο, στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο του συμμόρφωση προς το Νόμο ή προς διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού.
(2) Το δικαστήριο κατά την εξέταση οποιασδήποτε αίτησης υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, δύναται να εκδώσει προσωρινό ή ενδιάμεσο διάταγμα.
(3) Αίτηση δυνάμει του άρθρου αυτού κοινοποιείται στο σχέδιο, στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο.
(4) Με τη λήψη της ειδοποίησης για την αίτηση, δυνάμει του άρθρου αυτού, το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος φροντίζει, ώστε οι μεριδιούχοι να πληροφορηθούν χωρίς καθυστέρηση το περιεχόμενο της ειδοποίησης.
61.—(1) Τηρουμένου του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, αν το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του εκκαθαριστή ή της Τράπεζας ή οποιουδήποτε μεριδιούχου ή πιστωτή σχεδίου που τελεί υπό εκκαθάριση ή διάλυση και δεν είναι σε θέση να πληρώσει όλα τα χρέη του κρίνει ότι υπήρξε παράβαση οποιουδήποτε άρθρου του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού, η οποία—
(α) Συνέβαλε στην αδυναμία του σχεδίου να πληρώσει τα χρέη του· ή
(β) οδήγησε σε ουσιώδη αβεβαιότητα ως προς το ενεργητικό και τις υποχρεώσεις του σχεδίου, τις συνεισφορές των μεριδιούχων και τις επενδύσεις του εν λόγω σχεδίου· ή
(γ) ουσιωδώς παρεμπόδισε την εύρυθμη εκκαθάρισή του, δύναται να προβεί στη δήλωση ότι οποιοσδήποτε από τους νυν ή πρώην αξιωματούχους του σχεδίου, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του ευθύνεται για την παράβαση και είναι προσωπικά υπεύθυνος για το σύνολο ή για το μέρος των χρεών και των άλλων υποχρεώσεων του σχεδίου, όπως καθορίζει το δικαστήριο.
(2) Κατά την ακρόαση της αίτησης δυνάμει του εδαφίου (1), το πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση δύναται να προσκομίζει αποδείξεις ή να καλεί μάρτυρες.
(3)(α) Όταν το δικαστήριο προβαίνει σε δήλωση δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται ταυτόχρονα να δίνει τις οδηγίες που κρίνει αναγκαίες, ώστε η δήλωση να καταστεί αποτελεσματική, και ειδικότερα να προνοεί ότι η ευθύνη οποιουδήποτε προσώπου αναφέρεται στη δήλωση αποτελεί επιβάρυνση—
(i) Επί οποιουδήποτε χρέους ή οποιασδήποτε υποχρέωσης οφείλεται από το σχέδιο στο εν λόγω πρόσωπο·
(ii) επί οποιασδήποτε υποθήκης ή επιβάρυνσης ή συμφέροντος επί οποιασδήποτε υποθήκης ή επιβάρυνσης επί του ενεργητικού του σχεδίου το οποίο κέκτηται το εν λόγω πρόσωπο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου και δύναται κατά καιρούς να εκδίδει διάταγμα το οποίο θεωρεί αναγκαίο για σκοπούς εκτέλεσης οποιασδήποτε επιβάρυνσης επιβάλλεται δυνάμει του εδαφίου αυτού.
(β) Στις περιπτώσεις διεθνών επενδυτικών εταιρειών και διεθνών επενδυτικών συνεταιρισμών περιορισμένης ευθύνης αντίγραφο της δήλωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3(α) πιο πάνω κατατίθεται στον Έφορο, ενώ στην περίπτωση διεθνών εμπιστευμάτων μονάδων σχεδίου κατατίθεται μόνο στην Τράπεζα και είναι διαθέσιμη για δημόσιο έλεγχο.
(4) Το δικαστήριο κατά την ακρόαση της αίτησης, δυνάμει του εδαφίου (1), σχετικά με οποιοδήποτε πρόσωπο, λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:
(α) Ότι το εν λόγω πρόσωπο πήρε όλα τα εύλογα μέτρα για την εξασφάλιση συμμόρφωσης του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού·
(β) ότι το εν λόγω πρόσωπο εύλογα πίστευε ότι ικανό και αξιόπιστο πρόσωπο που επίσημα διορίστηκε για το σκοπό αυτό ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον να διασφαλίζει ότι το σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του συμμορφώνονταν προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού.
(5) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται παρά το ότι το πρόσωπο, σε σχέση με το οποίο ζητείται η δήλωση δυνάμει του εδαφίου (1), υπόκειται σε ποινική δίωξη για αδίκημα που διαπράχθηκε σε σχέση με τα ίδια γεγονότα βάσει των οποίων ζητείται η δήλωση ή έχει καταδικαστεί για τέτοιο αδίκημα.
(6)(α) Αν για σχέδιο που τελεί υπό εκκαθάριση ή διάλυση και αδυνατεί να πληρώσει όλα τα χρέη του το δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παράβαση οποιουδήποτε άρθρου του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού, η οποία—
(i) Συνέβαλε στην αδυναμία του σχεδίου να καταβάλει τα χρέη του· ή
(ii) οδήγησε σε ουσιώδη αβεβαιότητα ως προς το ενεργητικό και τις υποχρεώσεις του, τις συνεισφορές των μεριδιούχων και τις επενδύσεις του εν λόγω σχεδίου· ή
(iii) ουσιωδώς παρεμπόδισε την εύρυθμη εκκαθάριση του, κάθε αξιωματούχος του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του που ευθύνεται για την παράβαση του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού είναι ένοχος αδικήματος.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα που διαπράχθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο το να αποδείξει ότι—
(i) Πήρε όλα τα εύλογα μέτρα για την εξασφάλιση συμμόρφωσης του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού· ή
(ii) εύλογα πίστευε ότι ικανό και αξιόπιστο πρόσωπο που επίσημα διορίστηκε για το σκοπό αυτό ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον να διασφαλίζει ότι το σχέδιο, ο διευθυντής και ο εμπιστευματοδόχος του συμμορφώνονταν προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης δυνάμει αυτού.
62.—(1) Σχέδιο το οποίο προσφέρει στο κοινό μερίδια για αγορά δημοσιεύει πρόσκληση για εγγραφή, η οποία δύναται να είναι στην Αγγλική, πρέπει να είναι χρονολογημένη και το περιεχόμενο της να είναι ενημερωμένο.
(2) Η πρόσκληση για εγγραφή που εκδίδεται από σχέδιο περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται, για να καταστήσουν τους μεριδιούχους ικανούς να λάβουν απόφαση κατόπιν πλήρους ενημέρωσης για την επένδυση που προτείνεται σε αυτούς, και ως ελάχιστο περιεχόμενο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που καθορίζονται από την Τράπεζα.
(3) Οι διατάξεις των άρθρων 40, 43 και 44 του περί Εταιρειών Νόμου εφαρμόζονται σε σχέση με την πρόσκληση για εγγραφή που δημοσιεύεται από διεθνές σχέδιο μονάδων εμπιστεύματος και από διεθνή επενδυτικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης κατ' αναλογίαν, όπως αν ήταν διεθνής επενδυτική εταιρεία.
(4) Τα ιδρυτικά έγγραφα και οι πιο πρόσφατοι ετήσιοι και εξαμηνιαίοι λογαριασμοί του σχεδίου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πρόσκλησης για εγγραφή και επισυνάπτονται σε αυτή, εκτός αν το κοινό πληροφορείται μέσω της πρόσκλησης για εγγραφή ότι κατόπιν αίτησης αυτά θα αποστέλλονται σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο ή αν δίνονται πληροφορίες για τον τόπο όπου οποιοσδήποτε μπορεί να τα συμβουλευτεί.
(5) Η πρόσκληση για εγγραφή διατίθεται σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση πριν από τη σύναψη του συμβολαίου για την αγορά μεριδίων.
(6) Η πρόσκληση για εγγραφή, προτού εκδοθεί, κυκλοφορήσει ή διανεμηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, πρέπει να εγκριθεί από την Τράπεζα:
Νοείται ότι πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του εκδίδει, κυκλοφορεί, διανέμει πρόσκληση για εγγραφή ή έντυπο αίτησης για πρόσκληση για εγγραφή που δεν έχει εγκριθεί από την Τράπεζα είναι ένοχο αδικήματος.
63. Στα ιδρυτικά έγγραφα και στην πρόσκληση για εγγραφή κάθε σχεδίου παρατίθενται με τρόπο που να ικανοποιεί την Τράπεζα οι μέθοδοι και η συχνότητα υπολογισμού της καθαρής αξίας του ενεργητικού των μεριδίων του, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η αξία κοινοποιείται στους μεριδιούχους.
64.—(1) Κάθε σχέδιο έχει υποχρέωση να διορίζει ελεγκτή.
(2) Πρόσωπο που διορίζεται δυνάμει του εδαφίου (1) ως ελεγκτής σχεδίου έχει υποχρέωση να εξασφαλίζει έγκριση από την Τράπεζα, προτού ενεργήσει ως ελεγκτής.
65.—(1) Για κάθε σχέδιο ετοιμάζεται ετήσια έκθεση για κάθε οικονομικό έτος και ενδιάμεση έκθεση που καλύπτει τους πρώτους έξι μήνες του οικονομικού έτους, οι οποίες περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται από την Τράπεζα. Οι εκθέσεις αποστέλλονται στην Τράπεζα και στους μεριδιούχους μέσα σε τρεις μήνες από το τέλος του οικονομικού έτους στην περίπτωση της ετήσιας έκθεσης και μέσα σε δύο μήνες από το τέλος του εξαμήνου στην περίπτωση της εξαμηνιαίας έκθεσης.
(2) Οι οικονομικές καταστάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1), σε σχέση με σχέδιο, ετοιμάζονται σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που καθορίζονται από τη Διεθνή Επιτροπή Λογιστικών Προτύπων ή, όπου δεν υπάρχουν συγκεκριμένα πρότυπα, σύμφωνα με τον τρόπο και τον τύπο που η Τράπεζα καθορίζει.
(3) Οι πληροφορίες που δίνονται στην ετήσια έκθεση, σύμφωνα με το εδάφιο (1) πιο πάνω, ελέγχονται από ελεγκτή σύμφωνα με διεθνή ελεγκτικά πρότυπα, ο οποίος ετοιμάζει έκθεση που στην ολότητά της ενσωματώνεται στην ετήσια έκθεση του εν λόγω σχεδίου.
(4) Αν ο ελεγκτής του σχεδίου έχει λόγο να πιστεύει—
(α) Ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στους μεριδιούχους μέσω των εκθέσεων δεν περιγράφουν αληθώς την οικονομική κατάσταση και το ενεργητικό και τις υποχρεώσεις του σχεδίου ή ότι σε αυτές υπάρχουν ουσιώδεις ανακρίβειες ή παραλείψεις· ή
(β) ότι το ενεργητικό του σχεδίου δεν επενδύεται ή δεν επενδύθηκε σύμφωνα με τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου, την πρόσκληση για εγγραφή, το Νόμο ή διοικητική πράξη που εκδίδεται δυνάμει αυτού· ή
(γ) ότι υπάρχουν συνθήκες οι οποίες πιθανόν να επηρεάζουν ουσιωδώς την ικανότητα του σχεδίου να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τους μεριδιούχους ή να συμμορφώνεται προς οποιαδήποτε υποχρέωσή του δυνάμει του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού· ή
(δ) ότι υπάρχουν ουσιώδεις αδυναμίες στα συστήματα εσωτερικού ελέγχου ή στα λογιστικά αρχεία του σχεδίου ή, τέλος, έχει λόγους να εκφράζει επιφυλάξεις άλλες από τις πιο πάνω στην έκθεσή του, αναφέρεται γραπτώς χωρίς καθυστέρηση στην Τράπεζα.
(5) Ο ελεγκτής υποβάλλει ετησίως στην Τράπεζα γραπτή αναφορά στην οποία δηλώνει αν, κατά τη γνώμη του και εξ όσων καλύτερα γνωρίζει, το σχέδιο συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις του δυνάμει του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού.
(6) Η Τράπεζα κατόπιν αίτησης του ελεγκτή παρέχει σε αυτόν γραπτώς στοιχεία εκθέσεων χρηματοοικονομικής φύσης που υποβάλλονται στην Τράπεζα από το σχέδιο για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του Νόμου:
Νοείται ότι η πράξη αυτή της Τράπεζας δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε περιορισμό εμπιστευτικότητας επιβάλλεται από το Νόμο ή από οποιοδήποτε άλλο νόμο ή κανονισμό.
(7) Ο ελεγκτής σχεδίου αποστέλλει στο σχέδιο αντίγραφο οποιασδήποτε γραπτής αναφοράς υποβάλλεται από αυτό στην Τράπεζα δυνάμει των εδαφίων (4) και (5).
(8) Η Τράπεζα, οποτεδήποτε κρίνει ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του Νόμου ή η προστασία του συμφέροντος των μεριδιούχων αυτό απαιτεί, δύναται να ζητεί από τον ελεγκτή σχεδίου να της παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες αυτή ορίζει.
(9) Ο ελεγκτής δε θεωρείται ότι έχει παραβεί οποιαδήποτε από τα καθήκοντά του και δε φέρει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του σχεδίου, των μεριδιούχων, των πιστωτών ή άλλων ενδιαφερόμενων μερών λόγω της συμμόρφωσής του προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε αυτόν δυνάμει του Νόμου.
66.—(1) Η πληρωμή από μεριδιούχους για την αγορά μεριδίων γίνεται σε μετρητά ή με αντάλλαγμα άλλου είδους περιουσία, νοουμένου ότι στην περίπτωση ανταλλάγματος σε μη μετρητά η αξία της σχετικής περιουσίας είναι η εύλογη αγοραία αξία της περιουσίας κατά το χρόνο της μεταβίβασής της στο σχέδιο.
(2) Ο ελεγκτής σχεδίου, στην περίπτωση κατά την οποία αυτό προτίθεται να πωλήσει μερίδια με αντάλλαγμα περιουσία η οποία δε συνίσταται σε μετρητά, η αξία της οποίας υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν της καθαρής αξίας του ενεργητικού του σχεδίου, ετοιμάζει έκθεση στην οποία παρέχονται οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (4).
(3) Αν ο ελεγκτής κατά το χρόνο της ετοιμασίας της έκθεσης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), κρίνει ότι η εκτίμηση της περιουσίας η οποία συνιστά αντάλλαγμα σε μη μετρητά, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2), πρέπει να γίνει από πρόσωπο το οποίο, κατά τη γνώμη του, έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και την πείρα να προβεί σε εκτίμηση της εν λόγω περιουσίας, τότε δύναται να διευθετήσει να γίνει η εκτίμηση ή να δεχτεί την εκτίμηση που ετοιμάστηκε από το πρόσωπο αυτό, ώστε να μπορέσει ο ίδιος να ετοιμάσει πλήρως την έκθεση σύμφωνα με το εδάφιο (2), εφόσον το πρόσωπο αυτό δεν είναι αξιωματούχος του σχεδίου ή ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του.
(4) Στην έκθεση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνονται δηλώσεις ότι—
(α) Στην περίπτωση εκτίμησης που έγινε σύμφωνα με το εδάφιο (3) ήταν, κατά τη γνώμη του ελεγκτή, εύλογο να ζητήσει και να αποδεχθεί εκτίμηση που έγινε σύμφωνα με το εδάφιο (3)·
(β) η μέθοδος εκτίμησης που χρησιμοποιήθηκε ήταν εύλογη από όλες τις απόψεις-
(γ) από την ημερομηνία της εκτίμησης δεν υπήρξε ουσιώδης αλλαγή στην αξία της περιουσίας που δόθηκε ως αντάλλαγμα·
(δ) βάσει της εκτίμησης, ο αριθμός των μεριδίων που θα εκδοθούν είναι ή δεν είναι εύλογος.
(5) Έκθεση που ετοιμάζεται από ελεγκτή σύμφωνα με το εδάφιο (2) παραδίδεται χωρίς καθυστέρηση από τον ίδιο στο σχέδιο, στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο του, που τη θέτει στη διάθεση των μεριδιούχων του σχεδίου χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση.
67.—(1) Η Τράπεζα δύναται να εκδίδει Κανονισμούς με τους οποίους να καθορίζει τους επενδυτικούς περιορισμούς που πρέπει να τηρούνται από σχέδια, ανάλογα με τους επενδυτικούς στόχους και την επενδυτική πολιτική τους. Οι επενδυτικοί περιορισμοί αναφέρονται αφενός στα περιουσιακά στοιχεία στα οποία δεν επιτρέπεται να επενδύει το σχέδιο και αφετέρου στο είδος των επενδύσεων που αυτό μπορεί να αποκτά, -καθώς και στην έκταση στην οποία μπορεί να επενδύει σε τίτλους καθενός εκδότη, περιλαμβανομένης της έκτασης στην οποία μπορεί να προβαίνει σε δανεισμό για να χρηματοδοτήσει την αγορά επενδύσεων.
(2) Η Τράπεζα δύναται να εκδίδει Κανονισμούς που να περιέχουν οδηγίες προς σχέδια, τους διευθυντές και τους εμπιστευματοδόχους τους με τις οποίες να καθορίζονται, μεταξύ άλλων—
(α) Τα δικαιώματα της Τράπεζας που χρήζουν καθορισμού δυνάμει του Νόμου.
(β) Η μέθοδος και η συχνότητα υπολογισμού της καθαρής αξίας του ενεργητικού του σχεδίου.
(γ) Η μέθοδος για τον καθορισμό των τιμών πώλησης, εξαγοράς ή επαναγοράς των μεριδίων.
(δ) Το περιεχόμενο της πρόσκλησης για εγγραφή, που περιλαμβάνει τουλάχιστο τα ακόλουθα—
(i) Πληροφορίες αναφορικά με την ίδρυση και τη νομική δομή του σχεδίου·
(ii) πληροφορίες αναφορικά με το διευθυντή·
(iii) πληροφορίες αναφορικά με τον εμπιστευματοδόχο·
(iv) τους επενδυτικούς στόχους και την επενδυτική πολιτική του σχεδίου·
(ν) λεπτομέρειες αναφορικά με οποιαδήποτε ουσιώδη συμβόλαια μεταξύ του σχεδίου, του διευθυντή, του εμπιστευματοδόχου ή άλλων έμπειρων προσώπων, ειδικών στη διαχείριση σχεδίων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών, ή άλλων ειδικών.
(ε) Το περιεχόμενο των ιδρυτικών εγγράφων.
(στ) Το περιεχόμενο της δήλωσης που δίδεται προς το σχέδιο, το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο του από όλα τα πρόσωπα που αποκτούν μερίδια στο σχέδιο, όταν αυτά εμπίπτουν στον όρο "μεριδιούχος", σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου.
(ζ) Τα βιβλία και τα αρχεία που πρέπει να τηρούνται από το σχέδιο, το διευθυντή και εμπιστευματοδόχο του, καθώς και το περιεχόμενο των περιοδικών εκθέσεων που πρέπει να υποβάλλονται στην Τράπεζα.
(η) Τις υποχρεωτικές δραστηριότητες σχεδίων εντός της Δημοκρατίας.
(θ) Τα κριτήρια για τον καθορισμό προσώπου ως "ικανού και κατάλληλου" και "έμπειρου επενδυτή".
(ι) Οποιαδήποτε άλλα θέματα αφορούν σχέδια, τους διευθυντές και τους εμπιστευματοδόχους τους.
(3) Η Τράπεζα δύναται να εκδίδει Κανονισμούς που να περιέχουν κώδικες δεοντολογίας για σχέδια, τους διευθυντές και τους εμπιστευματοδόχους, το περιεχόμενο των οποίων δύναται να διαφέρει, ανάλογα με τις διάφορες κατηγορίες σχεδίων και την πείρα των μεριδιούχων στους οποίους προωθείται το σχέδιο και οι οποίοι ειδικότερα αναφέρονται σε θέματα όπως είναι η καταλληλότητα και η ικανότητα αξιωματούχων, η κεφαλαιουχική επάρκεια σχεδίων και διευθυντών, η εμπορία και η διαφήμιση σχεδίων, τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων συστημάτων για την παρεμπόδιση ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, η αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, οι σχέσεις με την Τράπεζα και άλλα συναφή θέματα.
(4) Οι εκάστοτε επενδυτικοί περιορισμοί, οδηγίες και κώδικες δεοντολογίας που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου αυτού δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και έχουν ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής τους.
(5) Η Τράπεζα δύναται, όταν το κρίνει σκόπιμο να αναθεωρεί τους επενδυτικούς περιορισμούς, τις οδηγίες και τους κώδικες δεοντολογίας που αναφέρονται στα εδάφια (1), (2) και (3).
68. Κάθε σχέδιο περιλαμβάνει, ανάλογα με την περίπτωση, την ονομασία "Διεθνής εταιρεία καθορισμένου κεφαλαίου", "Διεθνής εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου", "Διεθνές σχέδιο εμπιστεύματος μονάδων", "Διεθνής επενδυτικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης" σε όλα τα έγγραφα, τις ανακοινώσεις, τις δημοσιεύσεις, τις επιστολές και τα άλλα έγγραφα που σχετίζονται ή εκδίδονται από αυτό στη γλώσσα που είναι γραμμένα τα προαναφερόμενα.
69.—(1) Η Τράπεζα δημιουργεί και τηρεί μητρώο το οποίο καλείται «Μητρώο Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων.».
(2) Το μητρώο αυτό είναι ανοικτό για έλεγχο στο κοινό με καταβολή του δικαιώματος που η Τράπεζα καθορίζει.
(3) Η Τράπεζα το γρηγορότερο δυνατό μετά την ημερομηνία αναγνώρισης σχεδίου δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ανακοίνωση ότι έχει προβεί στην εν λόγω αναγνώριση.
(4) Η Τράπεζα δημοσιεύει τουλάχιστο μία φορά το χρόνο με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο τα ονόματα όλων των σχεδίων των οποίων η αναγνώριση βρίσκεται σε ισχύ.
70.—(1) Η Τράπεζα εκδίδει σε κάθε σχέδιο πιστοποιητικό αναγνώρισης.
(2) Στην περίπτωση των διεθνών επενδυτικών εταιρειών και των διεθνών συνεταιρισμών περιορισμένης ευθύνης, η Τράπεζα αποστέλλει στον Έφορο μέσα σε πέντε μέρες από την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού αναγνώρισης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) αντίγραφο του πιστοποιητικού.
71.—(1) Τα μερίδια σχεδίου πωλούνται αρχικά για την περίοδο που καθορίζεται στη πρόσκληση για εγγραφή στην τιμή που καθορίζεται στην πρόσκληση και μετά την εκπνοή της εν λόγω περιόδου στην τιμή που προκύπτει με τη διαίρεση της καθαρής αξίας του ενεργητικού του σχεδίου με τον αριθμό των μεριδίων που υφίστανται:
Νοείται ότι η τιμή αυτή δύναται να αυξάνεται προσθέτοντας σε αυτή ποσό που αντιπροσωπεύει τέλη, επιβαρύνσεις και δικαιώματα, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου.
(2) Κάθε σχέδιο δημοσιεύει με τον τρόπο που καθορίζει η Τράπεζα κατά καιρούς την καθαρή αξία του ενεργητικού των μεριδίων του και την τιμή πώλησης, επαναγοράς ή εξαγοράς τους.
(3) Μερίδια σχεδίου δε δύνανται να εκδίδονται ως μερικώς πληρωθέντα και δε δύνανται να πωλούνται, εκτός αν καταβληθεί το ολικό ποσό της τιμής πώλησης και ενσωματωθεί στο ενεργητικό του σχεδίου:
Νοείται ότι δεν αποκλείεται η έκδοση χαριστικών μεριδίων. (4) Απαγορεύεται η πληρωμή για αγορά μεριδίων σε σχέδιο με την παροχή προς το σχέδιο οποιωνδήποτε υπηρεσιών ή δανείων.
(5) Κανένα άλλο πρόσωπο εκτός από μεριδιούχο δε δικαιούται να κατέχει μερίδια σε σχέδιο.
72. Η τιμή στην οποία τα μερίδια του σχεδίου δύνανται να εξαγοράζονται ή επαναγοράζονται προκύπτει από τη διαίρεση της καθαρής αξίας του ενεργητικού του σχεδίου με τον αριθμό των μεριδίων που υφίστανται και η τιμή αυτή δύναται να μειώνεται αφαιρώντας ποσό που αντιπροσωπεύει τέλη, επιβαρύνσεις και δικαιώματα, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους νόμους και τα ιδρυτικά έγγραφα του σχεδίου.
73. Η αξία των στοιχείων ενεργητικού σχεδίου βασίζεται, στην περίπτωση επισήμως εισηγμένων τίτλων αξιών, στην τελευταία γνωστή χρηματιστηριακή τιμή συναλλαγής και, στην περίπτωση μη επισήμως εισηγμένων τίτλων αξιών, στην πιθανή αγοραία αξία, η οποία πρέπει να υπολογίζεται προσεκτικά και καλόπιστα από το σχέδιο, το διευθυντή, τον εμπιστευματοδόχο ή τον ελεγκτή, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τις πρόνοιες που αναφέρονται στα ιδρυτικά του έγγραφα ή σύμφωνα με οδηγίες πού η Τράπεζα εκδίδει κατά καιρούς.
74.—(1) Σχέδιο του οποίου τα ιδρυτικά έγγραφα προνοούν ότι τα μερίδια, κατ' επιλογή των μεριδιούχων, εξαγοράζονται ή επαναγοράζονται δύναται προσωρινά να αναστείλει την εξαγορά των μεριδίων του:
(α) Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα ιδρυτικά του έγγραφα, ή
(β) σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό απαιτούν οι περιστάσεις κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας και εφόσον η αναστολή είναι δικαιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος των μεριδιούχων.
(2) Η Τράπεζα δύναται οποτεδήποτε να ζητεί την αναστολή της επαναγοράς ή εξαγοράς των μεριδίων σχεδίου, αν, κατά την κρίση της, αυτό απαιτεί το συμφέρον των μεριδιούχων.
(3) Σχέδιο το οποίο ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1)(α) κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφαση του στην Τράπεζα.
75.—(1) Οι συναλλαγές μεταξύ σχεδίου αφενός και του προωθούντος, του διευθυντή, εμπιστευματοδόχου ή επενδυτικού συμβούλου ή οποιουδήποτε συνδεδεμένου οργανισμού ή αξιωματούχου αφετέρου, οποιουδήποτε των προαναφερομένων, διεξάγονται όπως αν είχαν συναφθεί σύμφωνα με τους κανονικούς εμπορικούς όρους και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ τα μέρη στη συναλλαγή αυτή, που για τους σκοπούς του άρθρου αυτού θα αναφέρεται "συνδεδεμένη συναλλαγή", διασφαλίζουν ότι η συναλλαγή είχε διεξαχθεί προς το καλύτερο συμφέρον των μεριδιούχων του σχεδίου.
(2) Τα μέρη που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να συνάψουν συνδεδεμένη συναλλαγή, αν—
(α) Ο εμπιστευματοδόχος λάβει πιστοποιημένη εκτίμηση της συνδεδεμένης συναλλαγής από πρόσωπο που εγκρίνεται από την Τράπεζα ως ανεξάρτητο και ικανό·
(β) η συνδεδεμένη συναλλαγή εκτελείται με τους καλύτερους όρους στο χρηματιστήριο και σύμφωνα με τους κανόνες του χρηματιστηρίου.
(3) Στις περιπτώσεις στις οποίες αναμένεται ότι θα γίνουν συνδεδεμένες συναλλαγές, πρέπει να υπάρχει πλήρης διαφάνεια τέτοιων συναλλαγών στην πρόσκληση για εγγραφή του σχεδίου.
76. Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου σχέδιο που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία, καθώς και ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του ο οποίος δεν είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου, δεν υπόκεινται στην υποχρέωση καταβολής φόρου.
77. Η Τράπεζα και οποιοσδήποτε αξιωματούχος ή υπάλληλος της Τράπεζας δεν έχουν ευθύνη σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία για αποζημιώσεις για οποιαδήποτε πράξη τους ή για οποιαδήποτε παράλειψη εκπλήρωσης των λειτουργιών και ευθυνών της Τράπεζας δυνάμει του Νόμου, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη ήταν αποτέλεσμα βαριάς αμέλειας ή δόλου.
78.—(1) Ο περί Εταιρειών Νόμος εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται στις διεθνείς επενδυτικές εταιρείες εκτός από τα άρθρα 31, 38-39, 41-42, 45-51, 84, 108, 118, 124, 141-147, 150-152 και 158-169, ενώ επιπρόσθετα, στις περιπτώσεις διεθνών εταιρειών μεταβλητού κεφαλαίου, εκτός από την επιφύλαξη του άρθρου 57(1) και τα άρθρα 60-62 και 64-69.
(2) Στην περίπτωση κατά την οποία διεθνείς επενδυτικές εταιρείες εξουσιοδοτούνται από την Τράπεζα να εκδίδουν μερίδια στον κομιστή, δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 73-77, 81, 83, 105, 106, 107, 109, 110, 111, 112, 113, 125, 126, 127, 128, 130, 134, 187 και 190 του περί Εταιρειών Νόμου.
(3) Ο περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται σε διεθνείς επενδυτικούς συνεταιρισμούς περιορισμένης ευθύνης εκτός από τα άρθρα 3, 37, 40, 44-46, 47(3), 51(1)δ, 53, 64 και 65.
79.—(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε αξιωματούχο ή σε υπάλληλο σχεδίου ή στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο του ή σε συνδεδεμένους οργανισμούς, οποιουδήποτε των προαναφερομένων, ή σε άλλο πρόσωπο που έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε από τα αρχεία του σχεδίου ή που έχει πρόσβαση σε αυτά, είτε ενόσω η εργοδότησή του ή η επαγγελματική του σχέση με το σχέδιο, το διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο του ή με συνδεδεμένο οργανισμό, οποιουδήποτε των προαναφερομένων, συνεχίζεται είτε μετά τον τερματισμό της, να παρέχει, να κοινοποιεί, να αποκαλύπτει ή να χρησιμοποιεί δι' ίδιον όφελος οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με υποθέσεις του σχεδίου ή οποιουδήποτε από τους μεριδιούχους.
(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες—
(α) Οι πληροφορίες παρέχονται, κοινοποιούνται, αποκαλύπτονται ή χρησιμοποιούνται σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Νόμου.
(β) Το σχέδιο έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή τελεί υπό εκκαθάριση ή διάλυση.
(γ) Σε δικαστική διαδικασία ανάμεσα στο σχέδιο και στο διευθυντή ή τον εμπιστευματοδόχο του ή σε οποιονδήποτε από τους μεριδιούχους στην έκταση που οι πληροφορίες σχετίζονται με το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής.
(δ) Οι πληροφορίες παρέχονται στην Αστυνομία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή σε δημόσιο αξιωματούχο δεόντως εξουσιοδοτημένο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου να λάβει τις πληροφορίες αυτές ή σε δικαστήριο κατά την έρευνα ή την εκδίκαση ποινικού αδικήματος δυνάμει οποιουδήποτε νόμου.
(ε) Έχει επιδοθεί στο σχέδιο, στο διευθυντή ή στον εμπιστευματοδόχο του διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου ή οποιοδήποτε ένταλμα κατάσχεσης ή οποιοδήποτε άλλο διάταγμα αρμόδιου δικαστηρίου για την κατάσχεση χρημάτων ή περιουσίας μεριδιούχου και οι πληροφορίες σχετίζονται με τη συμμόρφωση προς το διάταγμα.
(στ) Οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων προσώπων που εργοδοτούνται από το σχέδιο ή από το διευθυντή ή από τον εμπιστευματοδόχο του ή από συνδεδεμένους οργανισμούς, οποιουδήποτε των προαναφερομένων, ή από τους ελεγκτές ή τους νομικούς συμβούλους τους.
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού ο όρος "συνδεδεμένος οργανισμός" με αναφορά στο διευθυντή και τον εμπιστευματοδόχο λογίζεται ότι περιλαμβάνει και οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα στα οποία το σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος έχει εκχωρήσει αρμοδιότητες ή καθήκοντα δυνάμει του Νόμου.
80.—(1) Σχέδιο, ο διευθυντής ή ο εμπιστευματοδόχος του και οποιοδήποτε πρόσωπο είναι αξιωματούχος των προαναφερομένων που παραλείπει να λάβει όλα τα εύλογα μέτρα, για να εξασφαλίσει συμμόρφωση του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού, είναι ένοχο αδικήματος:
Νοείται ότι:
(α) Σε οποιαδήποτε διαδικασία εναντίον προσώπου σχετικά με αδίκημα δυνάμει του άρθρου αυτού για παράλειψη λήψης εύλογων μέτρων για την εξασφάλιση συμμόρφωσης εκ μέρους του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο το να αποδείξει ότι εύλογα πίστευε ότι ικανό και αξιόπιστο πρόσωπο που επίσημα διορίστηκε για το σκοπό αυτό ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον να διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Νόμου ή διοικητικής πράξης που εκδίδεται δυνάμει αυτού και ότι το πρόσωπο αυτό ήταν σε θέση να εκπληρώσει το καθήκον αυτό.
(β) Κανένα πρόσωπο δεν καταδικάζεται σε φυλάκιση για αδίκημα δυνάμει του άρθρου αυτού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το αδίκημα διαπράχθηκε εσκεμμένα.
(2) Πρόσωπο από το οποίο απαιτείται να παρουσιάσει σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα δυνάμει του Νόμου ή να δώσει σε αυτό οποιεσδήποτε πληροφορίες και το οποίο παραλείπει να το πράξει, καθώς και πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του παρέχει σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ψευδείς πληροφορίες είναι ένοχο αδικήματος.
(3) Πρόσωπο που εξαφανίζει, καταστρέφει, κατατεμαχίζει, πλαστογραφεί ή είναι συνεργό στην εξαφάνιση, την καταστροφή, τον κατατεμαχισμό ή την παραποίηση οποιουδήποτε βιβλίου, αρχείου ή άλλου εγγράφου που επηρεάζει ή σχετίζεται με την περιουσία ή τις υποθέσεις του σχεδίου ή προβαίνει σε ψευδή καταχώριση ή είναι συνεργό ψευδούς καταχώρισης είναι ένοχο αδικήματος.
(4) Πρόσωπο άλλο από μεριδιούχο, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Νόμου, το οποίο αποκτά ή κατέχει άμεσα ή έμμεσα μερίδιο ή μονάδα σε σχέδιο και οποιοσδήποτε διευθυντής, εμπιστευματοδόχος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο με οποιοδήποτε τρόπο εμπλέκεται στη διεύθυνση ή διαχείριση σχεδίου, επιτρέπει, ανέχεται ή εν γνώσει του αποκρύπτει άμεσα ή έμμεσα την κατοχή οποιουδήποτε μεριδίου ή μονάδας από οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από μεριδιούχο, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος.
(5) Πρόσωπο που είναι ένοχο αδικήματος δυνάμει του Νόμου σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δέκα χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
81.—(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου δύνανται να εισαχθούν τα μερίδια ή οι μονάδες διεθνών συλλογικών επενδυτικών σχεδίων, υπό τις καθοριζόμενες στο παρόν άρθρο προϋποθέσεις:
(α) Εταιρειών, που κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 του βασικού νόμου έχουν αναγνωρισθεί ως διεθνείς εταιρείες μεταβλητού κεφαλαίου και ορισθεί, κατά τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) του ίδιου πιο πάνω άρθρου, ως σχέδια προωθούμενα στο ευρύ κοινό, διεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 31 του παρόντος Νόμου· και
(β) διεθνών εμπιστευμάτων, τα οποία κατά τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, έχουν αναγνωρισθεί ως διεθνή σχέδια μονάδων εμπιστεύματος και ορισθεί, κατά τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) του ίδιου πιο πάνω άρθρου, ως σχέδια προωθούμενα στο ευρύ κοινό, διεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 31 του παρόντος Νόμου.
(2) Η εισαγωγή των μεριδίων ή μονάδων γίνεται κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται προς το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, κατά τον τύπο που ορίζεται από το Συμβούλιο με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(3) Με την αίτηση συνυποβάλλονται όλα τα δικαιολογητικά που υποβλήθηκαν στην Τράπεζα προς αναγνώριση των διεθνών αυτών συλλογικών επενδυτικών σχεδίων, καθώς και ένα αντίγραφο του εκδιδόμενου κατά τις διατάξεις του άρθρου 70 του παρόντος Νόμου πιστοποιητικού αναγνώρισης του σχεδίου.
(4) Επιφυλασσομένων των διατάξεων του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια, των οποίων τα μερίδια ή οι μονάδες εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, οφείλουν να τηρούν όλες τις κατά τον παρόντα Νόμο υποχρεώσεις τους και απαλλάσσονται από οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση προβλέπεται στον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο και στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
(5) Επιτρέπεται και η εκτός Χρηματιστηρίου μεταβίβαση των δυνάμει του παρόντος άρθρου εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου μεριδίων ή μονάδων διεθνών συλλογικών επενδυτικών σχεδίων, εφόσον όμως η μεταβίβαση διενεργείται μέσω του Χρηματιστηρίου πρέπει να τηρούνται όλες οι διατάξεις που διέπουν τη διαπραγμάτευση, εκκαθάριση και τελείωση των χρηματιστηριακών συναλλαγών:
Νοείται ότι οι καταρτιζόμενες εκτός Χρηματιστηρίου πράξεις αναφορικά με τα πιο πάνω μερίδια ή μονάδες εξαιρούνται της προς ανακοίνωση υποχρέωσης, που προβλέπεται στον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο και στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού και δεν ανακοινώνονται στο Χρηματιστήριο.
(6) Έγγραφα, που υποβάλλονται στην Τράπεζα και αφορούν διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια, των οποίων μερίδια ή μονάδες έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, κοινοποιούνται το ταχύτερο από την Τράπεζα στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, με εξαίρεση εκείνα τα έγγραφα που αφορούν τη διερεύνηση και επιθεώρηση του σχεδίου, του διευθυντή ή του εμπιστευματοδόχου του σχεδίου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 52 και 53 ή εκείνα που αφορούν σε πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 54 του παρόντος Νόμου.
(7) Ανάκληση της αναγνώρισης διεθνούς συλλογικού επενδυτικού σχεδίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 57 του παρόντος Νόμου, επάγεται τη διαγραφή των μεριδίων ή μονάδων του σχεδίου από το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου.
120.-(1) Τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια που έχουν λάβει άδεια κατά τους περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμους [Σ.Σ.: δηλαδή τους Ν. 47(Ι)/1999 και 63(Ι)/2000] δύνανται να συνεχίσουν να λειτουργούν είτε ως οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων είτε ως ΟΕΕ του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου είτε ως ΔΟΕΕ, υπό τις ακόλουθες κατά περίπτωση προϋποθέσεις:
(α) ως οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων, εφόσον, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, συμμορφωθούν με τα άρθρα 114 έως 118 και υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλες τις πληροφορίες, τα στοιχεία και τα έγγραφα που προβλέπονται για την περίπτωση αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας σε οργανισμό εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων, οπότε λειτουργούν με βάση την άδεια που έχουν λάβει, χωρίς να απαιτείται εκ νέου άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιογοράς·
(β)ως ΟΕΕ του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου ή ΔΟΕΕ κατά τον περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο, κατά περίπτωση, εφόσον λάβουν την απαιτούμενη άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά τις αντίστοιχες διατάξεις· στην περίπτωση αυτή, τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια, συμμορφώνονται με τον παρόντα Νόμο ή τον περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο, κατά περίπτωση, και υποβάλλουν αίτηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για χορήγηση της αντίστοιχης άδειας λειτουργίας, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου. Τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια που υποβάλλουν αίτηση κατά την παρούσα παράγραφο λειτουργούν νόμιμα, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου έως ότου λάβουν απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επί της αίτησής τους.
(2) Τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια, εάν δεν τηρήσουν τη διαδικασία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, ή αν τηρήσουν μεν την ανωτέρω διαδικασία, αλλά είτε δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο παρών Νόμος για τη λειτουργία τους ως οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων είτε δεν λάβουν άδεια για τη μετατροπή τους ΟΕΕ του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου ή ΔΟΕΕ κατά τον περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο, διαλύονται κατά τους περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμους, ανεξάρτητα από την κατάργηση αυτών των Νόμων δια του άρθρου 122 του παρόντος Νόμου. Σε περίπτωση προαναφερόμενης διάλυσης του διεθνούς συλλογικού επενδυτικού σχεδίου, η διαδικασία εκκαθάρισης πρέπει να ολοκληρωθεί εντός έξι μηνών από την παρέλευση της προαναφερόμενης προθεσμίας των τεσσάρων μηνών. Τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια, μέχρι τη διάλυσή τους ή τη λειτουργία τους ως οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων ή ΟΕΕ του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου ή ΔΟΕΕ, εξακολουθούν να υπόκεινται στους περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμους, ανεξάρτητα από την κατάργηση αυτών των Νόμων δια του άρθρου 122 του παρόντος Νόμου.
(3) Η διάθεση μεριδίων από διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια που έχουν λάβει άδεια κατά τους περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Νόμους και τα οποία επιλέγουν να μετατραπούν σε ΟΕΕ του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου ή ΔΟΕΕ κατά τον περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο, αντίστοιχα, επιτρέπεται μόνο με την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 13(6) του παρόντος Νόμου ή του άρθρου 8(7) του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου, κατά περίπτωση.
(4) διάθεση μεριδίων από διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια, που έχουν λάβει άδεια κατά τους περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμους και τα οποία λειτουργούν ως οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων, επιτρέπεται μόνο μετά τη γραπτή γνωστοποίηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ότι πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία τους ως οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων.
(5) Μέτρα και κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια κατά τους περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμους διατηρούν την ισχύ τους, ανεξάρτητα από την κατάργηση αυτών των Νόμων δια του άρθρου 122 του παρόντος Νόμου.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου παραδίδει άμεσα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το Μητρώο Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων που είχε δημιουργηθεί και τηρείτο από αυτήν κατά τους περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμους.
(7) Τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια που έχουν υποβάλει αίτηση για έκδοση άδειας λειτουργίας κατά τους περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμους αλλά δεν έχουν λάβει σχετική άδεια μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, εφόσον πληρούν τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στο άρθρο 114(1) του παρόντος Νόμου, δεν υποβάλλουν εκ νέου αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας κατά τον παρόντα Νόμο, αλλά η ήδη υποβληθείσα αίτηση, με όλα τα σχετικά έντυπα ή άλλα στοιχεία, διαβιβάζεται από την Κεντρική Τράπεζα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και εξετάζεται από την τελευταία κατά τον παρόντα Νόμο.
122.Με την επιφύλαξη του άρθρου 120 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 131(Ι)/2014], καταργούνται οι περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμοι του 1999 και του 2000.