15.—(1) Κάθε Εταιρεία έχει καθήκον και οφείλει να διασφαλίζει ότι τα πλοία της επανδρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου σε ό,τι αφορά την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και ότι κάθε πρόσωπο που ναυτολογείται θα κατέχει το κατάλληλο πιστοποιητικό για τα καθήκοντα που του ανατίθενται.
(2) Η οργανική σύνθεση των πλοίων καθορίζεται από την Αρμόδια Αρχή κατόπιν σχετικής αιτήσεως της Εταιρείας.
(3) Η αίτηση δύναται να περιλαμβάνει προτάσεις σε ό,τι αφορά τον αριθμό και τα προσόντα του πληρώματος, που η Εταιρεία κρίνει επαρκή για την ασφαλή λειτουργία του πλοίου για τους προτεινόμενους πλόες.
(4) Η Εταιρεία, κατά την κατάρτιση των προτάσεών της, θα λαμβάνει υπόψη την οργανική σύνθεση του πληρώματος, όπως αυτή ενδεικτικά αλλά όχι επιτακτικά αναφέρεται για κάθε κατηγορία πλοίων, στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα και τις εκάστοτε τυχόν εκδιδόμενες προς τούτο Οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής.
(5) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να καθορίσει διαφορετική σύνθεση του πληρώματος από αυτή που ενδεικτικά καθορίζεται στο συνημμένο στον παρόντα Νόμο Πρώτο Παράρτημα, εάν η απόκλιση αυτή κριθεί δικαιολογημένη λόγω της διάρκειας του πλου ή των ειδικών αναγκών του πλοίου.
(6) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον εξετάσει την υποβληθείσα πρόταση της Εταιρείας, καθορίζει την οργανική σύνθεση του πληρώματος και εκδίδει πιστοποιητικό ασφαλούς επάνδρωσης του πλοίου.
(7) Η Εταιρεία οφείλει να ενημερώνει το ταχύτερο την Αρμόδια Αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή που επέρχεται σε περιστάσεις που αφορούν το πιστοποιητικό ασφαλούς επανδρώσεως που της εκδόθηκε, προς το σκοπό αναθεωρήσεως του πιστοποιητικού ή εγκρίσεως νέων προτάσεων της Εταιρείας από την Αρμόδια Αρχή.