10. (1) Σε περίπτωση που ο αιτητής είναι ασυνόδευτος ανήλικος, οι αρχές ενώπιον των οποίων υποβάλλεται η αίτηση ή/και ο αρμόδιος λειτουργός γνωστοποιούν αμέσως την περίπτωση στον Προϊστάμενο που γνωστοποιεί αμέσως την περίπτωση στο Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ο οποίος ενεργεί ως κηδεμόνας του εν λόγω ανηλίκου και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, δυνάμει του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών, για λογαριασμό και προς το συμφέρον του ανηλίκου.
(1Α) Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου οι οποίες αφορούν τη διεθνή προστασία και τους ανηλίκους.
(1Β) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού του Γραφείου του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανήλικου κατά την εξέταση της αίτησης του εν λόγω ανήλικου.
(1Γ) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε να παρέχεται η ευκαιρία στον εκπρόσωπο να ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο σχετικά με το νόημα και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης και, εφόσον ενδείκνυται, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο ασυνόδευτος ανήλικος πρέπει να προετοιμαστεί για την προσωπική συνέντευξη.
(1Δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 18, η Υπηρεσία Ασύλου επιτρέπει στον εκπρόσωπο να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου και να υποβάλλει ερωτήσεις ή παρατηρήσεις, εντός του πλαισίου που ορίζει ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη.
(1Ε) Η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να απαιτήσει την παρουσία του ασυνόδευτου ανήλικου στην προσωπική συνέντευξη ακόμη και αν ο εκπρόσωπός του είναι παρών.
(1ΣΤ) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε -
(α) η συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου να διεξάγεται από αρμόδιο λειτουργό που έχει τις απαραίτητες γνώσεις για τις ειδικές ανάγκες των ανηλίκων∙ και
(β) τέτοιος αρμόδιος λειτουργός να προπαρασκευάζει την απόφαση επί της αίτησης.
(1Ζ) Η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να χρησιμοποιεί ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας ασυνόδευτου ανήλικου, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησής του.
(1Η) Σε περίπτωση χρήσης ιατρικών εξετάσεων σύμφωνα με το εδάφιο (1Ζ), η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-
(α) ο ασυνόδευτος ανήλικος να ενημερώνεται, πριν από την εξέταση της αίτησής του και σε γλώσσα την οποία εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, σχετικά με το ενδεχόμενο προσδιορισμού της ηλικίας με ιατρικές εξετάσεις∙ η ενημέρωση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο εξετάσεων, τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποτελεσμάτων των ιατρικών εξετάσεων στην εξέταση της αίτησης και τον αντίκτυπο της τυχόν άρνησης του ασυνόδευτου ανήλικου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις∙
(β) ο ασυνόδευτος ανήλικος ή/και ο εκπρόσωπός του να συναινούν στη διενέργεια εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας του ασυνόδευτου ανήλικου∙ και
(γ )η απόφαση απόρριψης αίτησης ασυνόδευτου ανήλικου, ο οποίος αρνήθηκε να υποβληθεί σε τέτοιες ιατρικές εξετάσεις, να μη βασίζεται μόνο στην άρνηση αυτή.
(1Θ) Η άρνηση ασυνόδευτου ανήλικου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, για τον προσδιορισμό της ηλικίας του δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης του ασυνόδευτου ανήλικου.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει Κανονισμούς για τον καθορισμό των συνθηκών υποδοχής ασυνόδευτων ανηλίκων.