10. (1) Σε περίπτωση που ο αιτητής είναι ασυνόδευτος ανήλικος, οι αρχές ενώπιον των οποίων υποβάλλεται η αίτηση ή/και ο αρμόδιος λειτουργός γνωστοποιούν αμέσως την περίπτωση στον Προϊστάμενο που γνωστοποιεί αμέσως την περίπτωση στο Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ο οποίος ενεργεί ως κηδεμόνας του εν λόγω ανηλίκου και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, δυνάμει του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών, για λογαριασμό και προς το συμφέρον του ανηλίκου.
(1Α) Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου οι οποίες αφορούν τη διεθνή προστασία και τους ανηλίκους.
(1Β) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των εν λόγω Υπηρεσιών, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου στις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, ώστε να διασφαλίζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, και, οσάκις είναι αναγκαίο, να ασκεί νομική ικανότητα για λογαριασμό του ασυνόδευτου ανηλίκου ή να διασφαλίζει την Παράρτημα εκπροσώπηση του ασυνόδευτου ανηλίκου σε δικαστική διαδικασία σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014.
(1Γ) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε να παρέχεται η ευκαιρία στον εκπρόσωπο να ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο σχετικά με το νόημα και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης και, εφόσον ενδείκνυται, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο ασυνόδευτος ανήλικος πρέπει να προετοιμαστεί για την προσωπική συνέντευξη.
(1Δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 18, η Υπηρεσία Ασύλου επιτρέπει στον εκπρόσωπο ή/και νομικό σύμβουλο να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου και να υποβάλλει ερωτήσεις ή παρατηρήσεις, εντός του πλαισίου που ορίζει ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη.
(1Ε) Η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να απαιτήσει την παρουσία του ασυνόδευτου ανήλικου στην προσωπική συνέντευξη ακόμη και αν ο εκπρόσωπός του είναι παρών.
(1ΣΤ) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε -
(α) η συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου να διεξάγεται από αρμόδιο λειτουργό που έχει τις απαραίτητες γνώσεις για τις ειδικές ανάγκες των ανηλίκων∙ και
(β) τέτοιος αρμόδιος λειτουργός να προπαρασκευάζει την απόφαση επί της αίτησης.
(1ΣΤδις) Στον ασυνόδευτο ανήλικο και στον εκπρόσωπό του παρέχονται δωρεάν οι νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (7Γ) του άρθρου 18, καθώς και οι πληροφορίες για τις διαδικασίες ανάκλησης και εκπνοής της διεθνούς προστασίας που προβλέπονται στα άρθρα 6, 6Α, 6Β και 19, αντίστοιχα.
(1Ζ)(α) Η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να χρησιμοποιεί ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας ασυνόδευτου ανήλικου, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησής του, όταν, μετά τις γενικές δηλώσεις ή άλλες συναφείς ενδείξεις, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ηλικία του αιτητή. Σε περίπτωση που, μετά την διεξαγωγή της ιατρικής εξέτασης, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για την ηλικία του αιτητή, τότε ο αιτητής θεωρείται ότι είναι ανήλικος.
(β) Οποιαδήποτε ιατρική εξέταση πραγματοποιείται με πλήρη σεβασμό της αξιοπρέπειας του ασυνόδευτου ανήλικου, διενεργείται με την επιλογή των λιγότερο παρεμβατικών εξετάσεων και διενεργείται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, ώστε να επιτυγχάνεται όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστο αποτέλεσμα.
(1Η) Σε περίπτωση χρήσης ιατρικών εξετάσεων σύμφωνα με το εδάφιο (1Ζ), η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-
(α) ο ασυνόδευτος ανήλικος να ενημερώνεται, πριν από την εξέταση της αίτησής του και σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, σχετικά με το ενδεχόμενο προσδιορισμού της ηλικίας με ιατρικές εξετάσεις∙ η ενημέρωση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο εξετάσεων, τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποτελεσμάτων των ιατρικών εξετάσεων στην εξέταση της αίτησης και τον αντίκτυπο της τυχόν άρνησης του ασυνόδευτου ανήλικου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις∙
(β) ο ασυνόδευτος ανήλικος ή/και ο εκπρόσωπός του να συναινούν στη διενέργεια εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας του ασυνόδευτου ανήλικου∙ και
(γ) η απόφαση απόρριψης αίτησης ασυνόδευτου ανήλικου, ο οποίος αρνήθηκε να υποβληθεί σε τέτοιες ιατρικές εξετάσεις, να μη βασίζεται μόνο στην άρνηση αυτή:
(1Θ) Η άρνηση ασυνόδευτου ανήλικου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις, για τον προσδιορισμό της ηλικίας του, δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης του ασυνόδευτου ανήλικου.
(2) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των εν λόγω Υπηρεσιών, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου, προκειμένου ο τελευταίος να επωφεληθεί των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο. Ο εν λόγω Διευθυντής ενημερώνει αμέσως τον ασυνόδευτο ανήλικο για το συγκεκριμένο πρόσωπο που ορίζεται να ενεργεί ως εκπρόσωπος του ασυνόδευτου ανηλίκου. Ο εκπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΚΕ, και διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωσία για το σκοπό αυτό. Για να διασφαλιστεί η ευημερία και η κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδάφιου (3) του άρθρου 9ΚΕ, η αλλαγή του προσώπου που ενεργεί ως εκπρόσωπος πραγματοποιείται μόνο όταν είναι αναγκαίο. Ο εν λόγω Διευθυντής δεν ορίζει ως εκπρόσωπο ασυνόδευτου ανηλίκου πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα συγκρούονται ή θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρούονται με εκείνα του ασυνόδευτου ανηλίκου.
(2Α) Ο Προϊστάμενος διενεργεί τακτικά αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένης και της αξιολόγησης για τη διαθεσιμότητα των αναγκαίων μέσων για την εκπροσώπηση του ασυνόδευτου ανηλίκου. Ο Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων λαμβάνει υπόψη την εν λόγω αξιολόγηση, δίνοντας τυχόν σχετικές οδηγίες στο Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και λαμβάνοντας κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την αποτελεσματική εκπροσώπηση των ασυνόδευτων ανήλικων.
(2B) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζει ότι ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτητές, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους έως τη στιγμή που υποχρεούνται να εγκαταλείψουν τις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, φιλοξενούνται-
(α) Μαζί με ενήλικους συγγενείς· ή
(β) από ανάδοχο οικογένεια· ή
(γ) σε κέντρα φιλοξενίας με ειδικές ρυθμίσεις για ανηλίκους, τα οποία δεν φιλοξενούν ενήλικες και τα οποία λειτουργούν υπό την αρμοδιότητα και εποπτεία του εν λόγω Διευθυντή· ή
(δ) σε κέντρα φιλοξενίας για ενήλικους αιτητές, εφόσον οι ασυνόδευτοι είναι δεκαέξι (16) ετών ή άνω και ο Προϊστάμενος συμφωνεί προς τούτο ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΙΣΤ∙ ή
(ε) σε άλλου είδους καταλύματα κατάλληλα για ανηλίκους.
(2Γ) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζει ότι -
(α) στο μέτρο του δυνατού, τα αδέλφια παραμένουν μαζί, λαμβανομένου υπόψη του βέλτιστου συμφέροντος του εκάστοτε ανηλίκου και ιδίως της ηλικίας και του βαθμού ωριμότητάς του· και
(β) οι μεταβολές κατοικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων περιορίζονται στο ελάχιστο.
(2Δ) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, αρχίζει να αναζητεί, το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης, τα μέλη της οικογένειας του ασυνόδευτου ανηλίκου, εν ανάγκη με τη βοήθεια διεθνών ή άλλων σχετικών οργανώσεων, προστατεύοντας παράλληλα το βέλτιστο συμφέρον του ασυνόδευτου ανηλίκου. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να απειληθεί η ζωή ή η ακεραιότητα του ασυνόδευτου ανηλίκου ή των στενών συγγενών του, ιδίως αν αυτοί διαμένουν στη χώρα καταγωγής, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζει ότι η συλλογή, η επεξεργασία και η διαβίβαση των πληροφοριών που αφορούν τα εν λόγω πρόσωπα γίνεται εμπιστευτικά, ώστε να μη διακυβεύεται η ασφάλειά τους.
(2Ε) Οι απασχολούμενοι με ασυνόδευτους ανηλίκους διαθέτουν και συνεχίζουν να λαμβάνουν κατάλληλη κατάρτιση σχετικά με τις ανάγκες των ανηλίκων και δεσμεύονται από την αρχή της εμπιστευτικότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31Β, αναφορικά με τις πληροφορίες τις οποίες γνωρίζουν ως εκ της άσκησης της εργασίας τους.
(2ΣΤ) Όταν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, προσδιοριστεί ένα πρόσωπο ως ασυνόδευτος ανήλικος, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται-
(α) Να εξετάσει την αίτηση κατά την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ μόνο εφόσον-
(i) O αιτητής προέρχεται από χώρα η οποία πληροί τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό της ως ασφαλούς χώρας καταγωγής, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, ή
(ii) ο αιτητής έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση η οποία δεν είναι απαράδεκτη κατά την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) του άρθρου 16Δ, ή
(iii) ο αιτητής μπορεί, εξαιτίας σοβαρών λόγων, να θεωρείται επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας, ή έχει απελαθεί διά της βίας εξαιτίας σοβαρών λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο∙
(β) να θεωρήσει την αίτηση απαράδεκτη, σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, εάν μια χώρα άλλη από κράτος μέλος θεωρείται ασφαλής τρίτη χώρα για τον αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 12Β, εφόσον αυτό εξυπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου.