20Θ.-(1) Για τους σκοπούς τους παρόντος άρθρου, στις περιπτώσεις οικογενειών που υφίσταντο ήδη στη χώρα καταγωγής και χωρίστηκαν λόγω των συνθηκών μαζικής εισροής, τα ακόλουθα πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη της οικογένειας:
(α) Ο/η σύζυγος του διαμένοντος, τα ανήλικα τέκνα του διαμένοντος ή του συζύγου του, χωρίς διάκριση ως προς τα γεννηθέντα από ή χωρίς γάμο ή τα εξ υιοθεσίας·
(β) άλλοι στενοί συγγενείς που ζουν μαζί ως τμήμα της οικογενειακής μονάδας κατά τη χρονική στιγμή των γεγονότων που οδήγησαν στη μαζική εισροή και που συντηρούνταν πλήρως ή κυρίως από το διαμένοντα κατά τη στιγμή εκείνη.
(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία τα χωρισμένα μέλη της οικογενείας απολαύουν προσωρινής προστασίας σε διαφορετικά κράτη μέλη μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Δημοκρατία, ο Προϊστάμενος, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των άλλων εμπλεκόμενων κρατών μελών και λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 25 και 26 της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ, επανενώνει τα μέλη της οικογένειας εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτά εμπίπτουν στην περιγραφή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας υπόψη την επιθυμία των εν λόγω προσώπων και δύναται να επανενώνει τα μέλη της οικογένειας, εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτά εμπίπτουν στην περιγραφή της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας υπόψη, βάσει κατά περίπτωση εξέτασης, τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν εάν δεν πραγματοποιείτο η επανένωση.
(3) Όταν ο διαμένων απολαύει προσωρινής προστασίας στη Δημοκρατία και ένα ή ορισμένα από τα μέλη της οικογένειάς του δεν βρίσκονται ακόμα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, ο Προϊστάμενος επανενώνει τα μέλη της οικογένειας, τα οποία χρήζουν προστασίας, με το διαμένοντα, στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αυτά εμπίπτουν στην περιγραφή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), και δύναται να επανενώνει τα μέλη της οικογένειας που χρήζουν προστασίας, με το διαμένοντα, εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτά εμπίπτουν στην περιγραφή της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), λαμβάνοντας υπόψη, βάσει κατά περίπτωση εξέτασης, τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν εάν δεν πραγματοποιείτο η επανένωση.
(4) Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη το ύψιστο συμφέρον των παιδιών.
(5) Εφόσον ο Προϊστάμενος αποφασίσει την επανένωση της οικογένειας του διαμένοντα στη Δημοκρατία, ενημερώνει το Διευθυντή για την παραχώρηση όλων των απαραίτητων διευκολύνσεων στα μέλη της οικογένειας για να αποκτήσουν τυχόν απαιτούμενες θεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων θεωρήσεων διέλευσης.
(6)(α) Στα επανενωθέντα μέλη της οικογένειας, χορηγούνται άδειες διαμονής δυνάμει του άρθρου 20ΣΤ του παρόντος Νόμου.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος συγκατατεθεί στη μεταγωγή μελών της οικογένειας σε άλλο κράτος μέλος για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης, με τη μεταγωγή των προσώπων αυτών στο άλλο κράτος μέλος η άδεια διαμονής ανακαλείται από το Διευθυντή και τερματίζονται οποιεσδήποτε υποχρεώσεις της Δημοκρατίας απορρέουν από τον παρόντα Νόμο σε σχέση με τα εν λόγω πρόσωπα.
(7) Η Υπηρεσία Ασύλου, μετά από αίτημα αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους, παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες, όπως αυτές παρατίθενται στον Πίνακα Ι, σχετικά με το πρόσωπο που απολαύει προσωρινής προστασίας για τη διεκπεραίωση ζητήματος που ανακύπτει δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(8) Απόφαση του Προϊσταμένου να μην επιτρέψει την επανένωση οικογένειας προσώπου που απολαύει προσωρινής προστασίας υπόκειται σε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δυνάμει του άρθρου 28Ε.