32.—(1) Όταν δυνάμει των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη συγκροτήματος, οποιαδήποτε επιχείρηση που ασκείται από μέλος του συγκροτήματος θεωρείται ότι ασκείται από το αντιπροσωπεύον μέλος, και—
(α) Οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών από ένα μέλος του συγκροτήματος σε άλλο μέλος του συγκροτήματος αγνοείται˙ και
(β) οποιαδήποτε συναλλαγή που είναι συναλλαγή στην οποία η παράγραφος (α) πιο πάνω δεν εφαρμόζεται και είναι παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών από ή προς μέλος του συγκροτήματος θεωρείται ως συναλλαγή από ή προς το αντιπροσωπεύον μέλος- και
(γ) οποιοσδήποτε Φ.Π.Α. που καταβλήθηκε ή που είναι καταβλητέος από μέλος του συγκροτήματος επί της απόκτησης αγαθών από άλλο κράτος μέλος ή επί της εισαγωγής αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών θεωρείται ότι καταβλήθηκε ή ότι είναι καταβλητέος από το αντιπροσωπεύον μέλος και τα αγαθά θεωρούνται -
(i) στην περίπτωση αγαθών που αποκτώνται από άλλο κράτος μέλος, για σκοπούς του άρθρου 49(6)∙ και
(ii) στην περίπτωση αγαθών που εισάγονται από τόπο εκτός των κρατών μελών, για εκείνους τους σκοπούς και τους σκοπούς του άρθρου 29,
ότι αποκτήθηκαν ή, ανάλογα με την περίπτωση, εισήχθηκαν από το αντιπροσωπεύον μέλος.
και όλα τα μέλη του συγκροτήματος είναι από κοινού και κεχωρισμένως υπεύθυνα για την καταβολή οποιουδήποτε Φ.Π.Α. οφειλόμενου από το αντιπροσωπεύον μέλος.
(2) Η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) πιο πάνω δεν εφαρμόζεται σε σχέση με οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών από ένα μέλος σε άλλο εκτός αν τόσο το πρόσωπο που πραγματοποιεί τη συναλλαγή όσο και το πρόσωπο προς το οποίο πραγματοποιείται η συναλλαγή συνεχίζουν να είναι μέλη του εν λόγω συγκροτήματος—
(α) Στην περίπτωση παράδοσης αγαθών τα οποία πρόκειται να μεταφερθούν σε εκτέλεση της παράδοσης, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της μεταφοράς-
(β) στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης παράδοσης αγαθών, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ύστερα από εκείνο κατά το οποίο τα αγαθά είχαν καταστεί διαθέσιμα, σε εκτέλεση της παράδοσης, στο πρόσωπο προς το οποίο πραγματοποιείται η παράδοση- ή
(γ) στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ύστερα από την εκτέλεση των υπηρεσιών.
(3) Οποιοιδήποτε κανονισμοί εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 8(5) ή (6) δύναται να προβλέπουν ότι οποιαδήποτε αγαθά ή υπηρεσίες τα οποία, αν και τα μέλη του συγκροτήματος ήταν ένα πρόσωπο, θα θεωρούνταν δυνάμει εκείνου του άρθρου ότι παραδόθηκαν ή παρασχέθηκαν προς και από εκείνο το πρόσωπο, θεωρούνται ότι παραδίδονται ή παρέχονται προς και από το αντιπροσωπεύον μέλος και αυτοί δύνανται να προβλέπουν για αυτό το σκοπό ότι αντιπροσωπεύον μέλος θεωρείται ως πρόσωπο τέτοιας περιγραφής όπως δύναται να καθορίζεται δυνάμει των κανονισμών και αυτοί δύνανται να προβλέπουν για αυτό το σκοπό ότι αντιπροσωπεύον μέλος θεωρείται ως πρόσωπο τέτοιας περιγραφής όπως δύναται να καθορίζεται δυνάμει των κανονισμών.
(4)(α) Δύο ή περισσότερα νομικά πρόσωπα δύνανται να θεωρούνται μέλη συγκροτήματος αν συνδέονται στενά από χρηματοδοτικούς, οικονομικούς και οργανωτικούς δεσμούς και καθένα από αυτά έχει συσταθεί στη Δημοκρατία.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -
(i) «χρηματοδοτικοί δεσμοί» υφίστανται όταν -
(ια) ένα από τα νομικά πρόσωπα ελέγχει καθένα από τα άλλα∙
(ιβ) ένα πρόσωπο, είτε νομικό είτε φυσικό, ελέγχει όλα αυτά∙
(ιγ) δύο ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχείρηση ως συνεταιρισμός ελέγχουν όλα αυτά.
(ii) «οικονομικοί δεσμοί» υφίστανται όταν η κύρια οικονομική δραστηριότητα των μελών του συγκροτήματος είναι ομοειδής ή οι οικονομικές δραστηριότητες των μελών του συγκροτήματος είναι συμπληρωματικές ή αλληλοεξαρτώμενες ή ένα μέλος της ομάδας πραγματοποιεί οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες στο σύνολό τους ή σε σημαντικό βαθμό είναι προς όφελος των υπολοίπων μελών· και
(iii) «οργανωτικοί δεσμοί» υφίστανται όταν υπάρχει κοινή διοικητική διάρθρωση του συγκροτήματος, έστω και μερικώς.
(5) Όταν υποβάλλεται αίτηση στον Έφορο σε σχέση με δύο ή περισσότερα νομικά πρόσωπα ικανά να θεωρηθούν ως μέλη συγκροτήματος, τότε, θεωρούνται ως τέτοια από την έναρξη μιας καθορισμένης φορολογικής περιόδου, και ένα από αυτά είναι το αντιπροσωπεύον μέλος, εκτός αν ο Έφορος απορρίψει την αίτηση για σκοπούς προστασίας των δημόσιων εσόδων.
(6) Όταν οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη συγκροτήματος και υποβάλλεται σχετική αίτηση στον Έφορο, τότε, από την έναρξη μιας καθορισμένης φορολογικής περιόδου—
(α) Ένα ακόμη νομικό πρόσωπο υποψήφιο να θεωρηθεί ως τέτοιο περιλαμβάνεται ανάμεσα στα πρόσωπα που θεωρούνται ως μέλη του συγκροτήματος˙ ή
(β) ένα νομικό πρόσωπο παύει να περιλαμβάνεται ανάμεσα στα πρόσωπα που θεωρούνται ως μέλη του συγκροτήματος˙ ή
(γ) το αντιπροσωπεύον μέλος αντικαθίσταται από άλλο μέλος του συγκροτήματος˙ ή
(δ) τα νομικά πρόσωπα δε θεωρούνται πλέον ως μέλη συγκροτήματος, εκτός αν ο Έφορος απορρίψει την αίτηση δυνάμει του εδαφίου (7) πιο κάτω.
(7) Αν ο Έφορος το κρίνει απαραίτητο για την προστασία των δημόσιων εσόδων, δύναται—
(α) Να απορρίψει οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ή (γ) του εδαφίου (6) πιο πάνω˙ ή
(β) να απορρίψει οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο (β) ή (δ) του εν λόγω εδαφίου σε περίπτωση που κρίνει ότι δεν εμπίπτει στο εδάφιο (8) πιο κάτω.
(8) Όταν νομικό πρόσωπο θεωρείται ως μέλος συγκροτήματος που ελέγχεται από άλλο πρόσωπο και ο Έφορος κρίνει ότι έπαυσε να ελέγχεται τοιουτοτρόπως, με γνωστοποίηση που επιδίδεται σε εκείνο το πρόσωπο τερματίζει τη συμπερίληψή του στο συγκρότημα από την ημερομηνία που καθορίζει στη γνωστοποίηση.
(9) Αίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου σε σχέση με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα υποβάλλεται από ένα από εκείνα τα πρόσωπα ή από το πρόσωπο που τα ελέγχει και υποβάλλεται σε χρόνο όχι λιγότερο από 90 μέρες πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της έγκρισής της, ή σε τέτοιο μεταγενέστερο χρόνο που μπορεί να επιτρέψει ο Έφορος.
(10) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, νομικό πρόσωπο λογίζεται ότι ελέγχει άλλο νομικό πρόσωπο αν έχει νομική εξουσία να ελέγχει τις δραστηριότητες εκείνου του προσώπου ή αν είναι μητρική εταιρεία εκείνου του προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου˙ και φυσικό πρόσωπο ή φυσικά πρόσωπα λογίζονται ότι ελέγχουν νομικό πρόσωπο αν το φυσικό ή τα φυσικά πρόσωπα σε περίπτωση που ήταν εταιρεία, θα ήταν η μητρική εταιρεία του νομικού προσώπου κατά την έννοια του εν λόγω Νόμου.