20.—(1) Κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αποδίδει λογαριασμό και καταβάλλει Φ.Π.Α., σε σχέση με τις συναλλαγές που πραγματοποιεί και σε σχέση με απόκτηση από το εν λόγω πρόσωπο οποιωνδήποτε αγαθών από άλλα κράτη μέλη, αναφορικά με τέτοιες περιόδους (που στον παρόντα Νόμο αναφέρονται ως "καθορισμένες φορολογικές περίοδοι") σε τέτοιο χρόνο και με τέτοιο τρόπο που μπορεί να καθορίζεται από ή με βάση Κανονισμούς και τέτοιοι Κανονισμοί μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιστάσεις.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δικαιούται κατά το τέλος κάθε καθορισμένης φορολογικής περιόδου να εκπέσει τόσο ποσό του φόρου εισροών του, όσο είναι επιτρεπόμενο δυνάμει του άρθρου 21, και ύστερα να αφαιρέσει το ποσό αυτό από οποιοδήποτε φόρο εκροών που είναι οφειλόμενος από αυτό.
(3) Αν δεν υπάρχει φόρος εκροών οφειλόμενος κατά το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου, ή αν το εκπιπτόμενο ποσό υπερβαίνει εκείνο του φόρου εκροών τότε, τηρουμένων των εδαφίων (4) και (5) πιο κάτω, το ποσό της έκπτωσης ή, ανάλογα με την περίπτωση, το ποσό της διαφοράς καταβάλλεται στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο από τον Έφορο˙ και ποσό που είναι οφειλόμενο δυνάμει του παρόντος εδαφίου αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως "πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α.".
(4) Το όλον ή μέρος του πιστωτικού υπολοίπου μπορεί, σύμφωνα με γενικές ή ειδικές οδηγίες που εκδίδονται από τον Έφορο από καιρό σε καιρό να μεταφερθεί σε πίστη του εν λόγω προσώπου σε μεταγενέστερη περίοδο.
(5) Όταν κατά το τέλος οποιασδήποτε περιόδου πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. είναι οφειλόμενο σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που έχει παραλείψει να υποβάλει δηλώσεις για οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο όπως απαιτείται από τον παρόντα Νόμο, ο Έφορος δύναται να αναστείλει την καταβολή του πιστωτικού υπολοίπου μέχρι να συμμορφωθεί το πρόσωπο αυτό με την εν λόγω υποχρέωσή του.
(5Α) Όταν κατά το τέλος οποιασδήποτε περιόδου πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. είναι οφειλόμενο σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που έχει παραλείψει μέχρι την ημερομηνία που υποβάλλεται η απαίτηση για επιστροφή, να υποβάλει δήλωση εισοδήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, ο Έφορος δύναται να αναστείλει την καταβολή του πιστωτικού υπολοίπου μέχρι το εν λόγω πρόσωπο συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του:
(6) Αφαίρεση δυνάμει του εδαφίου (2) πιο πάνω και καταβολή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. δε γίνεται παρά μόνο με απαίτηση που υποβάλλεται με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο χρόνο όπως μπορεί να καθορίζονται από ή με βάση Κανονισμούς˙ και, στην περίπτωση προσώπου που δεν έχει πραγματοποιήσει φορολογητέες συναλλαγές κατά την εν λόγω περίοδο ή σε προηγούμενη περίοδο, η καταβολή του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α.γίνεται τηρουμένων τέτοιων όρων (αν υπάρχουν) που ο Έφορος θεωρεί σκόπιμο να επιβάλει, περιλαμβανομένων όρων για επιστροφή σε καθορισμένες περιστάσεις.
(6Α) Ουδεμία απαίτηση για επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. δύναται να υποβληθεί μετά την πάροδο έξι (6) ετών από το τέλος της καθορισμένης φορολογικής περιόδου εντός της οποίας δημιουργήθηκε το πιστωτικό υπόλοιπο:
(7) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύνανται να προβλέπουν ότι, σε σχέση με ορισμένες συναλλαγές, αποκτήσεις και εισαγωγές που μπορεί να καθορίζουν οι Κανονισμοί, ο Φ.Π.Α που επιβλήθηκε σε αυτές θα εξαιρείται από οποιαδήποτε έκπτωση δυνάμει του παρόντος άρθρου˙ και οποιαδήποτε τέτοια διάταξη μπορεί να διατυπωθεί με αναφορά στην περιγραφή των αγαθών που παραδίδονται ή των υπηρεσιών που παρέχονται, των αγαθών που αποκτώνται ή των αγαθών που εισάγονται, στο πρόσωπο από το οποίο παραδίδονται ή παρέχονται, αποκτώνται ή εισάγονται, στους σκοπούς για τους οποίους παραδίδονται ή παρέχονται, αποκτώνται ή εισάγονται, ή σε οποιεσδήποτε περιστάσεις και τέτοιοι Κανονισμοί μπορεί να προβλέπουν για συνεπακόλουθη απαλλαγή από το φόρο εκροών.