46.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται σε δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. ή προβαίνει σε ενέργειες με σκοπό τη δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α., είτε από το ίδιο είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσού του Φ.Π.Α. που οφείλεται ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Οποιαδήποτε αναφορά του εδαφίου (1) πιο πάνω ή του εδαφίου (6) πιο κάτω σε αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. περιλαμβάνει αναφορά στην εξασφάλιση—
(α) Πληρωμής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α.˙ ή
(β) επιστροφής φόρου δυνάμει του άρθρου 27 30A ή 42 του παρόντος Νόμου ή του άρθρου 31 του Νόμου του 1990˙ ή
(γ) επιστροφής φόρου σύμφωνα με κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 12Δ(5)· ή
(δ) επιστροφής φόρου δυνάμει του άρθρου 30, και οποιαδήποτε αναφορά των εν λόγω εδαφίων στο ποσό του Φ.Π.Α. ερμηνεύεται—
(i) σε σχέση με τον ίδιο το Φ.Π.Α. ή με πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α., ως αναφορά στο άθροισμα του ποσού (αν υπάρχει) που διεκδικείται αναληθώς με έκπτωση φόρου εισροών και του ποσού (αν υπάρχει) κατά το οποίο αναληθώς δηλώθηκε λιγότερος φόρος εκροών, και
(ii) σε σχέση με επιστροφή φόρου που εμπίπτει στις παραγράφους (β) (γ) ή (δ) πιο πάνω, ως αναφορά στο ποσό που αναληθώς διεκδικείται με επιστροφή φόρου.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο—
(α) Με πρόθεση εξαπάτησης, προσάγει, παραδίδει ή αποστέλλει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή κατ' άλλον τρόπο χρησιμοποιεί για εκείνους τους σκοπούς οποιοδήποτε έγγραφο που είναι αναληθές σε ουσιώδες στοιχείο˙ ή
(β) κατά την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιώδες στοιχείο ή απερίσκεπτα προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε ουσιώδες στοιχείο,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσού του Φ.Π.Α. που οφείλεται ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Η αναφορά του εδαφίου 3 (α) πιο πάνω σε προσαγωγή, παράδοση, αποστολή ή κατ' άλλο τρόπο χρησιμοποίηση εγγράφου που είναι αναληθές σε ουσιώδες στοιχείο, με πρόθεση εξαπάτησης, περιλαμβάνει αναφορά σε παράδοση, αποστολή ή χρησιμοποίηση κατ' άλλο τρόπο τέτοιου εγγράφου, με πρόθεση εξασφάλισης ότι μια συσκευή θα ανταποκριθεί στο έγγραφο ωσάν να ήταν αληθινό έγγραφο.
(5) Η αναφορά στα εδάφια (3)(α) και (4) πιο πάνω σε προσαγωγή, παράδοση ή αποστολή εγγράφου περιλαμβάνει και αναφορά σε οποιαδήποτε πράξη που έχει ως αποτέλεσμα έγγραφο να προσαχθεί, παραδοθεί ή αποσταλεί.
(5Α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (3) και (5), οποιοδήποτε πρόσωπο που για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου:
(α) προσαγάγει, παραδίδει ή αποστέλλει ή κατ΄ άλλον τρόπο χρησιμοποιεί οποιοδήποτε έγγραφο που είναι αναληθές ως προς ουσιώδες στοιχείο του ή,
(β) κατά την παροχή πληροφοριών προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που είναι αναληθής ως προς ουσιώδες στοιχείο της,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες.
(6) Όταν η συμπεριφορά προσώπου κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε συγκεκριμένης χρονικής περιόδου συνεπάγεται και τη διάπραξη από αυτό ενός ή περισσότερων αδικημάτων δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, τότε, ανεξάρτητα από το αν τα στοιχεία του αδικήματος ή των αδικημάτων είναι γνωστά ή όχι, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσού του Φ.Π.Α. που οφείλεται ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Οποιοδήποτε πρόσωπο αποκτά κατοχή οποιωνδήποτε αγαθών ή εμπορεύεται οποιαδήποτε αγαθά, ή αποδέχεται την παροχή οποιωνδήποτε υπηρεσιών, έχοντας λόγους να πιστεύει ότι η καταβολή του Φ.Π.Α. του επιβλητέου επί της παράδοσης των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών, επί της απόκτησης των αγαθών από άλλο κράτος μέλος ή επί της εισαγωγής των αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών έχει ή πρόκειται να αποφευχθεί, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(8) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραδίδει αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες κατά παράβαση όρου που επιβάλλεται με βάση την παράγραφο 3(2) του Δέκατου Παραρτήματος, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(9) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να καταβάλει το Φ.Π.Α. που εμφαίνεται σε φορολογική δήλωσή του ως καταβλητέος σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 20(1), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(10) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 20(1), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(10Α) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό πρόσθετου φόρου ή χρηματικής επιβάρυνσης ή τόκου που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι του δέκα τοις εκατόν (10%) του οφειλόμενου ποσού.
(11) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 49Α, εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποιήσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(11Α) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να εκδώσει απόδειξη Φ.Π.Α. και κάθε πρόσωπο που παραλείπει να απαιτήσει την έκδοση απόδειξης Φ.Π.Α. και να κατέχει απόδειξη Φ.Π.Α. κατά το χρόνο της συναλλαγής σύμφωνα με κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 1Α(1) του Δέκατου Παραρτήματος, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες (Λ.Κ. 1.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι έξι (6) μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(11Β) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει στο Έφορο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα με βάση το άρθρο 42Γ(2) και έχει παρέλθει η χρονική περίοδος των τριών (3) μηνών που αναφέρεται στο άρθρο 45Β, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες πεντακόσιες λίρες (Λ.Κ. 1.500).
(12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το ποινικό δικαστήριο που κηρύσσει οποιοδήποτε πρόσωπο ένοχο για παράλειψη καταβολής στον Έφορο οποιουδήποτε ποσού που οφείλει με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκου, έχει εξουσία εκτός από την επιβολή ποινής, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διατάσσει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στον Έφορο το εν λόγω ποσό.
(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το διάταγμα που εκδίδεται με βάση το εδάφιο (12), θεωρείται ότι αποτελεί απόφαση πολιτικού δικαστηρίου και μπορεί να συντάσσεται, υπογράφεται και εκτελείται ως απόφαση σε αγωγή σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
(14) Τα άρθρα 87, 88 και 121 των περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμων του 2004, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών, σε σχέση με ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και οποιαδήποτε αναφορά εκείνων των άρθρων σε δασμό ή φόρο ερμηνεύεται ως αναφορά σε Φ.Π.Α., οποιαδήποτε αναφορά στο Διευθυντή ερμηνεύεται ως αναφορά στον Έφορο Φ.Π.Α. και η αναφορά του άρθρου 88 στις διατάξεις του άρθρου 89(3), (4) και (5) των περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμων του 2004, ερμηνεύεται ως αναφορά στο άρθρο 47 του παρόντος Νόμου.
(15) Τηρουμένων των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων του παρόντος άρθρου, οποιοδήποτε πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι διατάξεις του Δέκατου Παραρτήματος ή οποιωνδήποτε κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται με βάση το Παράρτημα αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες (Λ.Κ. 5.000) ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα (12) μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.