23.—(1) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των Κανονισμών τιμωρείται, ανεξάρτητα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει άλλης νομικής διάταξης, με χρηματική ποινή από πενήντα μέχρι και χίλιες λίρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της βεβαιούμενης παράβασης:
(2) Η χρηματική ποινή επιβάλλεται στον αδειούχο με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση. Το ύψος της κατά περίπτωση επιβαλλόμενης ποινής θα καθορίζεται ενδεικτικά σε οδηγίες του Υπουργού, στις οποίες θα περιέχονται οι βασικές παραβάσεις μαζί με τις αναλογούσες χρηματικές ποινές, χωρίς τούτο να περιορίζει, μέσα στα πλαίσια των οδηγιών, τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει τη συγκεκριμένη παράβαση να αποφασίζει ελεύθερα, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.
(3) Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στον αδειούχο την περί επιβολής χρηματικής ποινής απόφασή της και δεν επιτρέπει τη λειτουργία της επιχείρησης, μέχρις ότου καταβληθεί η χρηματική ποινή.
(4) Κατά της απόφασης περί επιβολής χρηματικής ποινής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού. Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται σε προθεσμία τριάντα ημερών από της κοινοποιήσεως της απόφασης.
(5) Η κατά το εδάφιο (4) προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
(6) Το ποσό της χρηματικής ποινής περιέρχεται οριστικά στη Δημοκρατία, αν περάσει άπρακτη ή προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από της κοινοποίησης της απόφασης περί επιβολής της χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση που κατά το εδάφιο (4) ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, από της κοινοποίησής της επί της προσφυγής απόφασης του Υπουργού.