1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμος του 2001.
2.—(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο-
«άδεια» σημαίνει τη δυνάμει του άρθρου 5 χορηγούμενη άδεια άσκησης του επαγγέλματος-
(α) του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων για-
(i) διεθνείς οδικές μεταφορές·
(ii) εσωτερικές οδικές μεταφορές· και
(β) του οδικού μεταφορέα επιβατών για-
(i) διεθνείς οδικές μεταφορές·
(ii) εσωτερικές οδικές μεταφορές·
«αδειούχο όχημα» σημαίνει-
(α) Φορτηγό όχημα με μέγιστο μικτό επιτρεπόμενο βάρος ίσο ή μεγαλύτερο των 3,5 τόνων στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια «Α» σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
(β) επιβατηγό όχημα στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια «Ε» για μεταφορά επιβατών σε τακτικές γραμμές ή/και για τη μεταφορά ομάδων επιβατών σε έκτακτες γραμμές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
(γ) επιβατηγό όχημα, το οποίο αναφέρεται σε σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας ότι θα χρησιμοποιείται από το φορέα δημόσιας υπηρεσίας ή/και τους εργοδοτουμένους του για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατηγών μεταφορών∙
«αδειούχος» σημαίνει επιχείρηση στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου·
«ανάδοχος φορέας» σημαίνει το φορέα δημόσιας υπηρεσίας∙
«αναθέτουσα αρχή» σημαίνει το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, το οποίο ενεργεί μέσω του Γενικού Διευθυντή του ή εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του:
«αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης» σημαίνει το δικαίωμα που παραχωρείται από την αναθέτουσα αρχή σε μια επιχείρηση και με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα στην επιχείρηση αυτή να εκμεταλλεύεται τη δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε μια καθορισμένη περιοχή αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων και οποιοδήποτε άλλο γενικά ή ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό πρόσωπο·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών» σημαίνει τη γενικού οικονομικού συμφέροντος υπηρεσία εσωτερικών οδικών μεταφορών επιβατών σε τακτικές γραμμές, που παρέχεται στο κοινό χωρίς διακρίσεις και σε συνεχή βάση·
«διαστική διαδρομή» σημαίνει διαδρομή μεταξύ δυο (2) ή περισσοτέρων πόλεων, η οποία καθορίζεται από την αναθέτουσα αρχή, πραγματοποιείται σε αυτοκινητόδρομο ή δρόμο ταχείας κυκλοφορίας ή σε δευτερεύον οδικό δίκτυο και περιλαμβάνει στάσεις στις πόλεις ή σε κύρια συνδετικά σημεία του δικτύου των δημόσιων επιβατικών μεταφορών·
«διεθνής οδική μεταφορά» σημαίνει-
(α) Τη μετακίνηση ενός οχήματος με σημείο αφετηρίας και σημείο άφιξης σε δύο διαφορετικά κράτη, με ή χωρίς διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από ένα ή περισσότερα κράτη·
(β) τη μετακίνηση ενός οχήματος από ένα κράτος προς τρίτη χώρα και αντίστροφα, με ή χωρίς διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από ένα ή περισσότερα κράτη·
(γ) τη μετακίνηση ενός οχήματος μεταξύ τρίτων κρατών, με διέλευση υπό καθεστώς διαμετακόμισης από το έδαφος ενός ή περισσότερων κρατών·
(δ) τη μετακίνηση ενός οχήματος χωρίς φορτίο που έχει σχέση με τις εν λόγω μεταφορές·
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·
«εγχώριος φορέας» σημαίνει νομικώς ανεξάρτητη οντότητα, επί της οποίας η αναθέτουσα αρχή ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των υπηρεσιακών μονάδων της∙
«έκτακτες γραμμές» σημαίνει τις μη τακτικές γραμμές επιβατηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης, στα οποία χορηγήθηκε άδεια «Ε» δυνάμει του άρθρου 15 οι οποίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι μεταφέρουν ομάδες επιβατών με μίσθωση ή σύμβαση και όχι με κόμιστρο κατά επιβάτη, και έχουν συσταθεί μετά από πρωτοβουλία ενός εντολέα ή του ίδιου του μεταφορέα και περιλαμβάνουν-
(α) τις περιηγήσεις, δηλαδή τις γραμμές στις οποίες το ίδιο όχημα μεταφέρει μία ή περισσότερες προσχηματισμένες ομάδες επιβατών και επαναφέρει καθεμία τους στο σημείο απ' όπου αναχώρησε κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού·
(β) τις γραμμές στις οποίες εκτελούνται μεταφορές προσχηματισμένων ομάδων επιβατών, χωρίς οι επιβάτες να επανέρχονται στο σημείο αναχώρησης κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού·
(γ) τις γραμμές που οργανώνονται με την ευκαιρία συνεδρίων, σεμιναρίων, πολιτιστικών, κοινωνικών ή αθλητικών εκδηλώσεων·
«Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2016/480» σημαίνει τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2016/480 της Επιτροπής της 1ης Απριλίου 2016 για τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τη διασύνδεση των εθνικών ηλεκτρονικών μητρώων των επιχειρήσεων οδικών μεταφορών και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1213/2010 της Επιτροπής·
«εμπόρευμα» σημαίνει κάθε φυσικό ή τεχνικό προϊόν το οποίο γίνεται αντικείμενο εμπορίου·
«επάγγελμα οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων» σημαίνει τη δραστηριότητα κάθε αδειούχου με αδειούχο όχημα ο οποίος εκτελεί με μίσθωση ή με αμοιβή μεταφορά εμπορευμάτων, για λογαριασμό τρίτων, είτε με όχημα με κινητήρα είτε με συνδυασμό οχημάτων·
«επάγγελμα οδικού μεταφορέα επιβατών» σημαίνει τη δραστηριότητα κάθε αδειούχου με αδειούχο όχημα ο οποίος εκτελεί μεταφορές επιβατών ή για ορισμένες κατηγορίες επιβατών με όχημα το οποίο από την κατασκευή και τον εξοπλισμό του μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από εννέα άτομα - περιλαμβανομένου και του οδηγού - και το οποίο προορίζεται για το σκοπό αυτό έναντι κομίστρου που καταβάλλεται είτε από τον κάθε επιβάτη είτε από το διοργανωτή της μεταφοράς·
«επιβατηγό όχημα» σημαίνει το μηχανοκίνητο όχημα δημόσιας χρήσης το οποίο από την κατασκευή και τον εξοπλισμό του μπορεί να μεταφέρει περισσότερα από εννέα άτομα περιλαμβανομένου και του οδηγού και το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών είτε με κόμιστρο κατ΄ επιβάτη είτε με μίσθωση∙
«επιθεωρητής» σημαίνει το δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 20 οριζόμενο πρόσωπο·
«επιτροπή εξετάσεων» σημαίνει την επιτροπή εξετάσεων που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 9·
«επιχείρηση» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί κερδοσκοπική ή μη δραστηριότητα, κάθε οργάνωση ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα που ασκεί κερδοσκοπική ή μη δραστηριότητα, καθώς και κάθε δημόσιο οργανισμό που έχει ιδία νομική προσωπικότητα ή εξαρτάται από αρχή που έχει νομική προσωπικότητα·
«εσωτερική οδική μεταφορά» σημαίνει την οδική μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών που διενεργείται εξ ολοκλήρου μέσα στην εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία εγγεγραμμένη δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ή του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·
«καθορισμένη περιοχή» σημαίνει γεωγραφική περιοχή ή διαστική διαδρομή που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στην οποία η αγορά παροχής της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών είναι κλειστή στον ανταγωνισμό:
«καθορισμένο» σημαίνει καθορισμένο με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1071/2009» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1071/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα και για την κατάργηση της οδηγίας 96/26/ΕΚ του Συμβουλίου·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1072/2009» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1072/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 για τους κοινούς κανόνες πρόσβασης στην αγορά διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών·
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 181/2011» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 181/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004∙
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«μεταφορά εμπορευμάτων» σημαίνει τη μεταφορά εμπορευμάτων με μίσθωση ή με αμοιβή·
«όχημα δημόσιας χρήσης» σημαίνει φορτηγό όχημα δημόσιας χρήσης στο οποίο χορηγήθηκε άδεια «Α» ή «Δ» δυνάμει των άρθρων 13 ή 13Α αντίστοιχα, όπως και επιβατηγό όχημα δημόσιας χρήσης στο οποίο χορηγήθηκε άδεια «Ε» δυνάμει του άρθρου 15·
«πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας» σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 9, χορηγούμενο πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας, για τη διεύθυνση επιχειρήσεων οι οποίες εκτελούν οδικές μεταφορές, διεθνείς ή εσωτερικές, εμπορευμάτων ή επιβατών·
«ρυμουλκό όχημα» σημαίνει μηχανοκίνητο όχημα κατασκευασμένο ή διασκευασμένο για τη ρυμούλκηση ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου οχήματος·
«σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας» σημαίνει σύμβαση, η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών, εκτός από το γεγονός ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε στο αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την καταβολή αμοιβής·
«Συμβούλιο» σημαίνει το Συμβούλιο Οδικών Μεταφορών που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 3·
«συνήθης διαμονή» σημαίνει τον τόπο στον οποίο ένα άτομο διαμένει συνήθως, δηλαδή τουλάχιστον επί 185 ημέρες κατά ημερολογιακό έτος, λόγω προσωπικών και επαγγελματικών δεσμών ή, σε περίπτωση ατόμου χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών, από τους οποίους προκύπτει στενή σχέση μεταξύ του προσώπου αυτού και του τόπου στον οποίο διαμένει:
«τακτικές γραμμές» σημαίνει τις γραμμές επιβατηγών οχημάτων δημόσιας χρήσης, με τις οποίες μεταφέρονται επιβάτες με κόμιστρο κατά επιβάτη με προκαθορισμένη συχνότητα και διαδρομή και στις οποίες οι επιβάτες μπορούν να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται σε προκαθορισμένες στάσεις. Οι τακτικές γραμμές είναι ανοικτές σε όλους ανεξάρτητα από την υποχρέωση κράτησης θέσης. Ο τακτικός χαρακτήρας της γραμμής δεν επηρεάζεται από ενδεχόμενη προσαρμογή των όρων εκμετάλλευσής της:
(α) Στη μεταφορά των εργαζομένων από τον τόπο της κατοικίας τους στον τόπο εργασίας τους και αντιστρόφως·
(β) στη μεταφορά μαθητών και σπουδαστών από τον τόπο κατοικίας τους στον τόπο του εκπαιδευτικού τους ιδρύματος και αντιστρόφως:
«τακτική γραμμή ειδικής διαδρομής» σημαίνει διαδρομή για κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του επιβατικού κοινού για τα αεροδρόμια για την οποία χορηγείται άδεια δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15Α·
«Τμήμα» σημαίνει το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·
«υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας» σημαίνει την απαίτηση που προσδιορίζεται ή καθορίζεται από την αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να εξασφαλίζεται δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών, την οποία δεν θα αναλάμβανε ένας φορέας που μεριμνά περί των ιδίων εμπορικών συμφερόντων ή τουλάχιστον δεν θα την αναλάμβανε στην ίδια έκταση ή υπό τις ίδιες προϋποθέσεις χωρίς αμοιβή∙
«φορέας δημόσιας υπηρεσίας» σημαίνει την επιχείρηση, στην οποία η αναθέτουσα αρχή έχει παραχωρήσει αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε καθορισμένη περιοχή.
(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, όροι που δεν καθορίζονται με οποιοδήποτε τρόπο σ' αυτόν, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, έχουν την έννοια την οποία αποδίδουν σ' αυτούς, αντίστοιχα, οι περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμοι και οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμοι ή οποιοσδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμος τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά.
3.—(1) Καθιδρύεται Συμβούλιο Οδικών Μεταφορών στο οποίο ανατίθεται η εξουσία και το καθήκον της χορήγησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, αδειών άσκησης του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή του οδικού μεταφορέα επιβατών, σε επιχειρήσεις που επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή επιβατών, η άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας πάνω στους αδειούχους οδικούς μεταφορείς, όπως ειδικότερα προβλέπουν οι Κανονισμοί, καθώς και οποιαδήποτε άλλη εξουσία ή καθήκον ήθελε ειδικά ανατεθεί σ' αυτόν δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών.
(2) Το Συμβούλιο θα απαρτίζεται από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ως Πρόεδρο·
(β) έναν εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ως Αναπληρωτή Πρόεδρο·
(γ) έναν εκπρόσωπο του Γενικού Λογιστή ως μέλος·
(δ) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως μέλος· και
(ε) έναν εκπρόσωπο του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού.
(3) Η θητεία του Συμβουλίου θα είναι τετραετής.
(4) Ο Πρόεδρος προΐσταται του Συμβουλίου, συγκαλεί και προεδρεύει των συνεδριάσεών του και υπογράφει τα πρακτικά.
(5) Αποτελεί καθήκον του Προέδρου να μεριμνά όπως κάθε απόφαση του Συμβουλίου εκτελείται δεόντως.
(6) Σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του προέδρου, καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο Αναπληρωτής Πρόεδρος.
(7) Το Συμβούλιο έχει εξουσία να αναθέτει στον Πρόεδρο του την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας ή καθήκοντος που ανατίθεται σ' αυτό δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών, πλην των εξουσιών χορήγησης, ανάκλησης, αναστολής άδειας ή άσκησης πειθαρχικής δικαιοδοσίας. Οποιαδήποτε δε πράξη του Προέδρου ενεργουμένη δυνάμει τέτοιας εξουσιοδότησης θα θεωρείται ότι έγινε από το ίδιο το Συμβούλιο:
Νοείται ότι σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου η δυνάμει του παρόντος εδαφίου ανάθεση εξουσιών στον Πρόεδρο περιλαμβάνει και τον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Συμβουλίου.
(8) Ο Πρόεδρος ή ο Αναπληρωτής Πρόεδρος που ασκεί καθήκοντα Προέδρου και άλλα δύο μέλη αποτελούν απαρτία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο Πρόεδρος της συνεδριάσεως έχει νικώσα ψήφο.
(9) Το Συμβούλιο συνέρχεται σε τακτικές συνεδρίες και ρυθμίζει το ίδιο τη διαδικασία που θα ακολουθείται στις συνεδριάσεις του.
(10) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου με τις οποίες απορρίπτεται η χορήγηση, αναστέλλεται ή ανακαλείται η άδεια, υπόκεινται σε προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
4.—(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου απαγορεύεται σε οποιαδήποτε επιχείρηση να ασκεί το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα επιβατών εκτός αν η επιχείρηση αυτή κατέχει άδεια άσκησης του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή επιβατών, αντίστοιχα, που χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Επιχείρηση η οποία κατά την αμέσως προηγούμενη ημέρα της έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου υφίστατο και λειτουργούσε στην επικράτεια της Δημοκρατίας και ασκούσε κατά τα τρία τελευταία χρόνια τις οδικές μεταφορές ως κύριο επάγγελμα, δυνάμει αδείας οδικής χρήσεως που εκδόθηκε με βάση τους περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμους, για μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) Μεταφορά επιβατών με κόμιστρο κατά επιβάτη επί αστικών ή υπεραστικών οδικών γραμμών, που αναφερόταν σε λεωφορείο,
(β) την περιοδεία τουριστικών ομάδων και μεταφορά ομάδων επιβατών σε εκδρομές καθορισμένου προορισμού,
(γ) μεταφορά επιβατών επί συμβάσει,
(δ) τη μεταφορά φορτίου με άδεια μεταφορέως «Α», που αναφερόταν σε φορτηγό μηχανοκίνητο όχημα με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος ίσο ή μεγαλύτερο των 3,5 τόνων,
(ε) διεθνείς οδικές μεταφορές-
(i) σε φορτηγό όχημα για μεταφορά φορτίου με μίσθωση ή με αμοιβή, ή
(ii) σε λεωφορείο δημόσιας χρήσης,
δικαιούται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 24, να υφίσταται και να λειτουργεί και μετά την πιο πάνω ημερομηνία, αλλά θα διέπεται στο εξής ως προς όλα τα θέματα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
(3) Επιχείρηση μπορεί να λειτουργεί χωρίς τη δυνάμει του παρόντος Νόμου άδεια-
(α) Όταν ασκεί το επάγγελμα με φορτηγό όχημα του οποίου το μέγιστο μικτό επιτρεπόμενο βάρος είναι μικρότερο από 3,5 τόνους·
(β) όταν χρησιμοποιεί φορτηγό όχημα που είναι κατασκευασμένο ή διασκευασμένο να εκτελεί έργο που δε σχετίζεται με τη μεταφορά εμπορευμάτων·
(γ) όταν ασχολείται με τις ακόλουθες εσωτερικές οδικές μεταφορικές δραστηριότητες:
(i) ταχυδρομική μεταφορά που εκτελείται στα πλαίσια καθεστώτος δημόσιας υπηρεσίας,
(ii) μεταφορά έτοιμου σκυροδέματος,
(iii) μεταφορά νερού με βυτιοφόρο όχημα,
(iv) μεταφορά γάλακτος με βυτιοφόρο όχημα,
(ν) [Διαγράφηκε],
(νi) μεταφορά σκυβάλων,
(vii) μεταφορά οχημάτων που έχουν υποστεί βλάβη ή ζημιά,
(viii) μεταφορά κάδων απορριμμάτων
(δ) όταν ασκεί το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα επιβατών με άδεια οδικής χρήσης για-
(i) [Διαγράφηκε],
(ii) μεταφορά επιβατών με μίσθωση με αστικό ή αγροτικό ταξί,
(iii) μεταφορά επιβατών με κόμιστρο κατά επιβάτη με υπεραστικό ταξί·
(ε) όταν η μεταφορά αφορά σε μεταφορά φαρμάκων, ιατρικών συσκευών και εξοπλισμού, καθώς και άλλων αναγκαίων αντικειμένων ή ειδών σε περίπτωση βοηθειών έκτακτης ανάγκης ή θεομηνίας.
(4) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2009, επιχείρηση η οποία κατά την αμέσως προηγούμενη ημέρα της έναρξης ισχύος του εν λόγω νόμου υφίστατο και λειτουργούσε στην επικράτεια της Δημοκρατίας και ασκούσε τις οδικές μεταφορές ως κύριο επάγγελμα, δυνάμει άδειας οδικής χρήσεως που εκδόθηκε με βάσει τον περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμο για την κατηγορία της μεταφοράς επιβατών με κόμιστρο κατά επιβάτη με λεωφορείο σε αγροτική οδική γραμμή, δικαιούται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 16A και 16Β, να υφίσταται και να λειτουργεί και μετά από την πιο πάνω ημερομηνία, και θα διέπεται στο εξής ως προς όλα τα θέματα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
5.—(1) Για τη χορήγηση άδειας υποβάλλεται από την επιχείρηση γραπτή αίτηση στο Συμβούλιο σε έντυπο συνοδευόμενο από τέτοια πιστοποιητικά ή άλλα έγγραφα όπως καθορίζονται στους Κανονισμούς.
(2) Η άδεια χορηγείται εφόσον ο το Συμβούλιο ικανοποιηθεί, με βάση τα υποβαλλόμενα από την επιχείρηση πιστοποιητικά, βεβαιώσεις, στοιχεία και πληροφορίες, ότι συντρέχουν οι όροι και προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος Νόμου και αφού καταβληθεί το καθορισμένο τέλος.
(3) Η άδεια εκδίδεται σε έντυπο όπως αυτό καθορίζεται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου και δύναται να αφορά σε μια ή σε περισσότερες από τις κατηγορίες οδικών μεταφορών που αναφέρονται στο άρθρο 2 και να περιέχει τέτοιους όρους και περιορισμούς τους οποίους εύλογα θα καθορίσει το Συμβούλιο για καθεμιά κατηγορία οδικών μεταφορών. Οι όροι και περιορισμοί της άδειας καταγράφονται στα προσαρτήματά της στο καθορισμένο έντυπο.
6.—(1) Κάθε επιχείρηση που εδρεύει στην επικράτεια της Δημοκρατίας δικαιούται να αποκτήσει άδεια εφόσον ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι-
(α) Πληροί τα εχέγγυα της αξιοπιστίας όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 7·
(β) διαθέτει κατάλληλη οικονομική επιφάνεια όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 8·
(γ) πληροί την προϋπόθεση της επαγγελματικής επάρκειας όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 9.
(2) Αν η αιτήτρια επιχείρηση είναι φυσικό πρόσωπο που δεν πληροί την προϋπόθεση (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο δύναται να της επιτρέψει να ασκήσει το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή επιβατών νοουμένου ότι θα υποδείξει άλλο πρόσωπο το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις (α) και (γ) του ίδιου εδαφίου και το οποίο θα διευθύνει πραγματικά και μόνιμα τις δραστηριότητες της επιχείρησης.
(3) Αν η αιτήτρια επιχείρηση δεν είναι φυσικό πρόσωπο θα πρέπει-
(α) Η προϋπόθεση (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου να πληρούται από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά και μόνιμα τις μεταφορικές δραστηριότητες της επιχείρησης καθώς και από όλους τους ιδιοκτήτες που μετέχουν πραγματικά και μόνιμα στις δραστηριότητές της, και
(β) η προϋπόθεση (γ) του ίδιου εδαφίου να πληρούται από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά και μόνιμα τις μεταφορικές δραστηριότητες της επιχείρησης.
(4) Το Συμβούλιο οφείλει να επιβεβαιώνει τακτικά, και τουλάχιστο μια φορά ανά πενταετία, ότι ο αδειούχος εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο:
Νοείται ότι σε περίπτωση που η προϋπόθεση της οικονομικής επιφάνειας δεν πληρούται κατά τη στιγμή του ελέγχου, η γενική όμως οικονομική κατάσταση της επιχείρησης προσφέρει προοπτικές ότι η προϋπόθεση αυτή θα πληρωθεί ξανά και διαρκώς με βάση ένα οικονομικό πρόγραμμα, σε προβλεπτό μέλλον, το Συμβούλιο μπορεί να παραχωρεί συμπληρωματική προθεσμία, η οποία δε θα υπερβαίνει το ένα έτος κατά τη λήξη της οποίας θα επανεξετάσει το θέμα.
7.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, τα εχέγγυα αξιοπιστίας που προνοούνται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 θεωρούνται ότι δεν πληρούνται ή ότι έπαψαν να πληρούνται, εφόσον το φυσικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να πληρεί τα εν λόγω εχέγγυα, έχει καταδικαστεί από δικαστήριο για οποιοδήποτε αδίκημα και έχει επιβληθεί σε αυτό ποινή φυλάκισης όπως καθορίζεται στην πρώτη στήλη του Πίνακα του παρόντος Νόμου και δεν έχει παρέλθει από την ημερομηνία κατά την οποία του έχει απαγγελθεί η καταδίκη, σε σχέση με την οποία έχει επιβληθεί η ποινή, το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη στήλη του εν λόγω Πίνακα το οποίο αντιστοιχεί προς την ποινή αυτή:
(2) Ως απόδειξη αξιοπιστίας θεωρείται το πιστοποιητικό αξιοπιστίας το οποίο εκδίδεται στο καθορισμένο έντυπο από τον Αρχηγό Αστυνομία.
8.—(1) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 κατάλληλη οικονομική επιφάνεια συνίσταται στην ύπαρξη των οικονομικών πόρων που είναι αναγκαίοι για να εξασφαλίζεται η ορθή έναρξη και η καλή διαχείριση της επιχείρησης.
(2) Το Συμβούλιο για να εκτιμήσει την οικονομική επιφάνεια εξετάζει τα ακόλουθα:
(α) Τους ετήσιους λογαριασμούς της επιχείρησης,
(β) τα διαθέσιμα κεφάλαια, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα τραπεζικά διαθέσιμα κεφάλαια,
(γ) τις δυνατότητες υπέρβασης του διαθέσιμου υπόλοιπου και τη δανειοληπτική ικανότητα,
(δ) το ενεργητικό, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν ως εγγύηση για την επιχείρηση,
(ε) τις δαπάνες συμπεριλαμβανομένου του κόστους αγοράς ή της προκαταβολής για την αγορά των οχημάτων, των κτιρίων, των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού,
(στ) το κεφάλαιο κινήσεως.
(3) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 κατάλληλη οικονομική επιφάνεια πληρούται όταν η επιχείρηση διαθέτει κεφάλαιο και αποθεματικό ύψους τουλάχιστο του ισάξιου σε κυπριακές λίρες 9.000 Ευρώ όταν χρησιμοποιεί ένα και μόνο όχημα και 5.000 Ευρώ για κάθε πρόσθετο όχημα, όταν χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα οχήματα:
Νοείται ότι για σκοπούς του παρόντος εδαφίου η ισοτιμία του Ευρώ σε κυπριακές λίρες είναι αυτή της πρώτης εργάσιμης ημέρας του Οκτωβρίου και τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου ημερολογιακού έτους.
(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο δύναται να αποδέχεται ως αποδεικτικό στοιχείο την επιβεβαίωση ή την παροχή ασφάλειας από Τράπεζα ή άλλο αρμόδιο ίδρυμα η οποία μπορεί να παρέχεται με τραπεζική εγγύηση, ενεχυρίαση, ή εγγυητική κατάθεση, ή με οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο μέσο.
9.—(1) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 προϋπόθεση της επαγγελματικής επάρκειας συνίσταται στην κατοχή των γνώσεων που αντιστοιχούν στο επίπεδο εκπαίδευσης που προβλέπεται στους Κανονισμούς, στα θέματα που απαριθμούνται σ' αυτούς και διαπιστώνεται με υποχρεωτική γραπτή εξέταση όπως αυτή ορίζεται σ' αυτούς:
(2) Για να εξακριβωθεί αν οι υποψήφιοι οδικοί μεταφορείς διαθέτουν το απαιτούμενο επίπεδο γνώσεων στα θέματα που αναφέρονται στους Κανονισμούς, ο Υπουργός ορίζει πενταμελή επιτροπή εξετάσεων η οποία αναλαμβάνει την οργάνωση γραπτών εξετάσεων, τουλάχιστο μια φορά ανά διετία.
(3) Η επιτροπή εξετάσεων απαλλάσσει από τις εξετάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου-
(α) Τους αιτητές οι οποίοι αποδεικνύουν ότι διαθέτουν τουλάχιστο πενταετή πρακτική πείρα, σε διευθυντικό επίπεδο, σε επιχείρηση μεταφορών, με την προϋπόθεση ότι αυτοί επιτυγχάνουν σε εξέταση ελέγχου της πείρας τους κατά τον τρόπο που θα καθορίσει ειδικότερα ο Υπουργός·
(β) περαιτέρω ο Υπουργός δύναται να απαλλάσσει από τις εν λόγω εξετάσεις τους αιτητές που είναι κάτοχοι διπλώματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το οποίο συνεπάγεται άρτια γνώση της πλειονότητας τουλάχιστο των θεμάτων που αναφέρονται στους Κανονισμούς.
(4) Ως απόδειξη επαγγελματικής επάρκειας η επιτροπή εξετάσεων χορηγεί πιστοποιητικό που συντάσσεται σύμφωνα με το καθορισμένο υπόδειγμα πιστοποιητικού στο οποίο θα αναφέρεται κατά πόσο ο κάτοχος του δικαιούται αποκλειστικά και μόνο να διευθύνει σε ουσιαστική και μόνιμη βάση επιχειρήσεις που εκτελούν οδικές μεταφορές μόνο στην επικράτεια της Δημοκρατίας ή αν δικαιούται να διευθύνει επιχειρήσεις που εκτελούν διεθνείς οδικές μεταφορές καθώς επίσης αν η επάρκεια αυτή αφορά σε οδικές μεταφορές εμπορευμάτων ή επιβατών.
(5) Από την ημερομηνία που θα καθοριστεί με διάταγμα του Υπουργοί, που θα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, οι κάτοχοι πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας που έχει χορηγήσει αρμόδια αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απαιτείται να παρακαθήσουν σε συμπληρωματική ή άλλη εξέταση που αφορά στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα και το πιστοποιητικό τους θεωρείται έγκυρο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
10.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο ανακαλεί ή αναστέλλει την ισχύ άδειας για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) Αν η χορήγηση της άδειας έχει εξασφαλισθεί με δόλο, ψευδή δήλωση ή απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος που έγινε εν γνώσει του αδειούχου· ή
(β) αν το φυσικό πρόσωπο του αδειούχου, το οποίο πληρεί την προϋπόθεση που προνοείται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης ή δεν έχει αποκατασταθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7· ή
(γ) αν έπαυσαν να πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6· ή
(δ) αν το φυσικό πρόσωπο του αδειούχου, το οποίο πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να συμμορφωθεί ή επιτρέπει ή ανέχεται με οποιοδήποτε τρόπο παράβαση οποιασδήποτε υποχρέωσης που επιβάλλεται στον αδειούχο αυτό δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13, 13Α, 15, 17, 18, 19, 20, και 21· ή
(ε) αν το φυσικό πρόσωπο του αδειούχου το οποίο πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 χωρίς εύλογη αιτία παρακωλύει ή επιτρέπει ή ανέχεται την παρακώλυση οποιουδήποτε επιθεωρητή στην άσκηση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή αν αρνείται να συνεργασθεί ή να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε εντολή ή οδηγία επιθεωρητή που δίνεται νόμιμα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
(2) Προτού το Συμβούλιο ανακαλέσει ή αναστείλει την ισχύ άδειας δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, παρέχει στον αδειούχο προειδοποίηση τουλάχιστο τριών εβδομάδων για την πρόθεση του αυτή, αναφέροντας λεπτομερώς τους λόγους της ενέργειάς του αυτής και δίνοντας την ευκαιρία στον αδειούχο να υποβάλει γραπτώς τις πιθανές παραστάσεις του. Το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω παραστάσεις:
(3) Σε περίπτωση ανάκλησης ή αναστολής της ισχύος της άδειας, που αποφασίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο αδειούχος που την κατέχει, οφείλει, χωρίς καθυστέρηση, να την επιστρέψει στο Συμβούλιο χωρίς να δικαιούται να του επιστραφούν τέλη που έχει καταβάλει. Αν ο αδειούχος που κατέχει τέτοια άδεια παραλείψει να την επιστρέψει, όπως προβλέπεται πιο πάνω, η άδεια κατάσχεται και επιστρέφεται στην αρμόδια αρχή από οποιοδήποτε επιθεωρητή ή αστυνομικό με στολή.
11. Η ισχύς της άδειας τερματίζεται αυτόματα-
(α) Με το θάνατο ή την επέλευση φυσικής ή δικαιοπρακτικής ανικανότητας του φυσικού προσώπου που είναι κάτοχος της:
Νοείται ότι το Συμβούλιο μετά από αίτηση του εκτελεστή ή διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος ή του φυσικώς ή δικαιοπρακτικώς ανίκανου, μπορεί να επιτρέψει, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 6, σε πρόσωπο που υποδεικνύεται από τον εν λόγω εκτελεστή ή διαχειριστή να συνεχίσει την επιχείρηση μέχρι περάτωσης της διαχείρισης, αλλά εν πάση περιπτώσει όχι πέραν των 18 μηνών από την ημερομηνία που επεσυνέβει ο θάνατος ή η φυσική ή δικαιοπρακτική ανικανότητα του κατόχου του πιστοποιητικού·
(β) Με τη διάλυση ή εκκαθάριση του νομικού προσώπου που ασκεί την επιχείρηση·
(γ) Με την πτώχευση του αδειούχου.
12. Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού, το δικαίωμα κυριότητας επί της επιχείρησης και της επωνυμίας της επιτρέπεται να μεταβιβαστεί τηρουμένων των πιο κάτω διατάξεων:
(α) Για τη μεταβίβαση του εν λόγω δικαιώματος απαιτείται όπως ο νέος ιδιοκτήτης ή οι νέοι ιδιοκτήτες πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6.
(β) Για τη μεταβίβαση του εν λόγω δικαιώματος απαιτείται η κατάρτιση γραπτής συμφωνίας μεταξύ του κατόχου και του αποκτώντος το δικαίωμα ότι το δικαίωμα μεταβιβάζεται στον αποκτώντα.
(γ) Η αναφερόμενη στην παράγραφο (β) του παρόντος άρθρου συμφωνία δεν παράγει οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα για σκοπούς του παρόντος Νόμου εκτός αν αντίγραφο της διαβιβαστεί στο Συμβούλιο μέσα σ' ένα μήνα από τη σύναψή της και εγκριθεί από αυτό:
Νοείται ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να αρνηθεί έγκριση για συμφωνία μεταβίβασης, εκτός αν ο αποκτών αποτύχει να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6.
(δ) Κάθε αλλαγή στη διεύθυνση του αδειούχου καθώς και στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων αδειούχου που δεν είναι φυσικό πρόσωπο, πρέπει να γνωστοποιείται γραπτώς στο Συμβούλιο από τον εκάστοτε υπεύθυνο για τη λειτουργία της επιχείρησης, ο οποίος οφείλει να υποβάλει ταυτόχρονα τα αναγκαία στοιχεία και έγγραφα αναφορικά με την αλλαγή αυτή:
Νοείται ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να αρνηθεί έγκριση για τις εν λόγω αλλαγές εκτός αν οι αλλαγές αφορούν σε πρόσωπο ή πρόσωπα τα οποία με βάση τον παρόντα Νόμο πρέπει να καλύπτουν τις προϋποθέσεις των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 και το νέο πρόσωπο ή τα νέα πρόσωπα δεν καλύπτουν τις προϋποθέσεις αυτές.
13.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4, κανένα φορτηγό όχημα δε θα χρησιμοποιείται για εσωτερικές οδικές μεταφορές εμπορευμάτων, με μίσθωση ή με αμοιβή, εκτός αν είναι εφοδιασμένο με άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και μόνο υπό τους όρους που αυτή διαλαμβάνει.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις κάθε άλλου νόμου ή κανονισμών, κανένα φορτηγό όχημα δεν επιτρέπεται να εκτελεί οδικές εμπορευματικές μεταφορές με μίσθωση ή με αμοιβή εντός της Δημοκρατίας, εκτός αν είναι εφοδιασμένο με άδεια εσωτερικών οδικών εμπορευματικών μεταφορών, με μίσθωση ή με αμοιβή (που στο εξής θα αναφέρεται ως άδεια “A”), σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(3) Η άδεια «Α» χορηγείται από την αρμόδια αρχή σε φορτηγό μηχανοκίνητο όχημα για μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) Μονοκόμματο φορτηγό με ή χωρίς υδραυλικό ανυψωτήρα·
(β) ρυμουλκό.
(4) Η άδεια «Α» χορηγείται μετά από γραπτή αίτηση που υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή στο καθορισμένο έντυπο και αφού καταβληθεί το καθορισμένο τέλος:
Νοείται ότι η αρμόδια αρχή δε δύναται να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας «Α», εκτός εάν-
(α) Ο αιτητής δεν είναι αδειούχος·
(β) ο αιτητής έπαυσε να είναι αδειούχος για οποιοδήποτε λόγο·
(γ) ο αριθμός των αιτούμενων αδειών «Α» είναι μεγαλύτερος από αυτό που καλύπτεται από την οικονομική επιφάνεια του αιτητή, οπότε χορηγείται τόσος αριθμός αδειών «Α» όσος καλύπτεται από την οικονομική επιφάνεια του αιτητή, όπως καθορίζεται στο άρθρο 8, και έχει αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή·
(δ) ο αιτητής αποδείξει την αποτυχία του να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση άλλου αδειούχου να του μεταβιβάσει άδεια «A»:
(5) Η αρμόδια αρχή, πριν την άσκηση της εξουσίας της να χορηγεί άδειες «Α», ακούει τις παραστάσεις των οργανώσεων των επιχειρήσεων που ασκούν το επάγγελμα του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων.
(6) Η άδεια «Α» ισχύει για χρονική περίοδο μέχρι πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσής της και ανανεώνεται για περαιτέρω περιόδους μέχρι πέντε ετών η καθεμιά με την καταβολή του καθορισμένου τέλους, εκτός αν προηγουμένως ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου η άδεια «Α» αναφέρεται σε συγκεκριμένο αδειούχο και αποκτά οντότητα μέσω συγκεκριμένου φορτηγού οχήματος το οποίο-
(α) Πληροί τις διατάξεις των εκάστοτε σε ισχύ αναφορικά με τα μηχανοκίνητα οχήματα νόμων, κανονισμών και διαταγμάτων
(β) είναι σε καλή κατάσταση από πλευράς οδικής ασφάλειας και να είναι διαθέσιμο για τεχνικό έλεγχο ή επιθεώρηση οποτεδήποτε ζητηθεί αυτό από τον Έφορο· και
(γ) φέρει το διακριτικό γνώρισμα της ιδιότητάς του ως φορτηγού οχήματος με άδεια «Α» το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον καθορισμένο τρόπο και τύπο και ισχύει ενόσω ισχύει η άδεια «Α».
(8) Ο αδειούχος δικαιούται να μεταφέρει την άδεια «Α» σε άλλο φορτηγό όχημα νοουμένου ότι-
(α) Εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις κατοχής της άδειας· και
(β) αποταθεί προς τούτο γραπτώς στο καθορισμένο έντυπο, καταβάλλοντος το καθορισμένο τέλος.
(9) Η αρμόδια αρχή μπορεί οποτεδήποτε να τροποποιεί τους όρους που έχουν επιβληθεί στην άδεια «Α».
(10) Η άδεια «Α» δύναται να μεταβιβαστεί από τον αδειούχο στον οποίο αυτή αναφέρεται σε άλλον αδειούχο.
13Α. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4, κανένα φορτηγό όχημα δε χρησιμοποιείται για διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων, με μίσθωση ή με αμοιβή, εκτός αν είναι εφοδιασμένο με άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και μόνο υπό τους όρους που αυτή διαλαμβάνει.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις κάθε άλλου νόμου ή κανονισμών, κανένα φορτηγό όχημα δεν επιτρέπεται να εκτελεί διεθνείς οδικές εμπορευματικές μεταφορές με μίσθωση ή με αμοιβή εκτός αν είναι εφοδιασμένο με άδεια διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών με μίσθωση ή με αμοιβή (που στο εξής θα αναφέρεται ως άδεια «Δ»), σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου:
(i) το συνολικό επιτρεπόμενο μεικτό βάρος του, συμπεριλαμβανομένων των ρυμουλ-κουμένων του, δεν υπερβαίνει τους έξι (6) τόνους ή όταν το επιτρεπόμενο ωφέλιμο φορτίο του, συμπεριλαμβανομένων των ρυμουλκουμένων του, δεν υπερβαίνει τους τρισήμισυ (3,5) τόνους∙
(ii) τα εμπορεύματα, που μεταφέρει, ανήκουν στην επιχείρηση ή έχουν πωληθεί, αγορασθεί, μισθωθεί ή εκμισθωθεί, παραχθεί, εξορυχθεί, μεταποιηθεί ή επισκευασθεί από αυτήν∙
(iii) εκτελεί μεταφορά, η οποία εξυπηρετεί την αποστολή εμπορευμάτων από και προς την επιχείρηση ή τη μετακίνησή τους εντός της επιχείρησης ή, για λογαριασμό της, εκτός αυτής∙
(iv) οδηγείται από το προσωπικό της επιχείρησης∙
(v) ανήκει στην επιχείρηση ή έχει αγορασθεί από αυτήν επί πιστώσει ή έχει μισθωθεί, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, πληροί τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου:
(vi) εκτελεί μεταφορά, η οποία αποτελεί επικουρική δραστηριότητα, στα πλαίσια του συνόλου των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
(3) Η άδεια «Δ» χορηγείται από την αρμόδια αρχή σε φορτηγό μηχανοκίνητο όχημα για μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) Μονοκόμματο φορτηγό με ή χωρίς υδραυλικό ανυψωτήρα∙
(β) ρυμουλκό.
(4) Η άδεια «Δ» χορηγείται μετά από γραπτή αίτηση που υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή στο καθορισμένο έντυπο και αφού καταβληθεί το καθορισμένο τέλος:
(α) ο αιτητής δεν είναι αδειούχος.
(β) ο αιτητής έπαυσε να είναι αδειούχος για οποιοδήποτε λόγο∙
(γ) ο αριθμός των αιτούμενων αδειών «Δ» είναι μεγαλύτερος από αυτόν που καλύπτεται από την οικονομική επιφάνεια του αιτητή, οπότε χορηγείται τόσος αριθμός αδειών “Δ” όσος καλύπτεται από την οικονομική επιφάνεια του αιτητή, όπως καθορίζεται στο άρθρο 8, και έχει αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή:
(5) Η άδεια «Δ» ισχύει για χρονική περίοδο μέχρι πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσής της και ανανεώνεται για περαιτέρω περιόδους μέχρι πέντε ετών η καθεμιά με την καταβολή του καθορισμένου τέλους, εκτός αν προηγουμένως ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου η άδεια «Δ» αναφέρεται σε συγκεκριμένο αδειούχο, δε μεταβιβάζεται και αποκτά οντότητα μέσω συγκεκριμένου φορτηγού οχήματος το οποίο:
(α) Πληροί τις διατάξεις των εκάστοτε σε ισχύ αναφορικά με τα μηχανοκίνητα οχήματα νόμων, κανονισμών και διαταγμάτων,
(β) είναι σε καλή κατάσταση από πλευράς οδικής ασφάλειας και είναι διαθέσιμο για τεχνικό έλεγχο ή επιθεώρηση οποτεδήποτε ζητηθεί αυτό από τον Έφορο, και
(γ) φέρει το διακριτικό γνώρισμα της ιδιότητάς του ως φορτηγού οχήματος με άδεια «Δ», το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον καθορισμένο τρόπο και τύπο και ισχύει ενόσω ισχύει η άδεια «Δ».
(7) Ο αδειούχος δικαιούται να μεταφέρει την άδεια «Δ» σε άλλο φορτηγό όχημα, νοουμένου ότι -
(α) εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις κατοχής της άδειας, και
(β) αποτείνεται προς τούτο γραπτώς με το καθορισμένο έντυπο, καταβάλλοντας το καθορισμένο τέλος.
(8) Η αρμόδια αρχή μπορεί οποτεδήποτε να τροποποιεί τους όρους που έχουν επιβληθεί στην άδεια «Δ».
14.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή ανακαλεί ή αναστέλλει την ισχύ άδειας «Α» ή «Δ» για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) Αν η χορήγηση της άδειας «Α» ή «Δ» έχει εξασφαλιστεί με δόλο, ψευδή δήλωση ή απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος που έγινε εν γνώσει του αδειούχου· ή
(β) αν συχνά ή συστηματικά ο αδειούχος παραβιάζει διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια «Α» ή «Δ».
(2) Προτού η αρμόδια αρχή ανακαλέσει ή αναστείλει την ισχύ άδειας «Α» ή «Δ» δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, παρέχει στον αδειούχο, στον οποίο αναφέρεται η άδεια «Α» ή «Δ», προειδοποίηση τουλάχιστο δύο εβδομάδων για την πρόθεσή της αυτή, αναφέροντας λεπτομερώς τους λόγους της ανάκλησης ή της αναστολής, και δίνοντας την ευκαιρία στον αδειούχο να υποβάλει γραπτώς τις πιθανές παραστάσεις του. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω παραστάσεις:
(3) Η ισχύς άδειας «Α» ή «Δ» ανακαλείται αυτόματα-
(α) Αν το Συμβούλιο ανακάλεσε την ισχύ της άδειας· ή
(β) αν το φορτηγό όχημα έπαυσε να πληροί τις διατάξεις των εκάστοτε σε ισχύ νόμων, κανονισμών και διαταγμάτων που αφορούν στα φορτηγά οχήματα:
(4) Η ισχύς άδειας «Α» ή «Δ» αναστέλλεται αυτόματα αν το Συμβούλιο ανέστειλε την ισχύ της άδειας. Η διάρκεια της αναστολής της ισχύος άδειας «Α» ή «Δ» είναι ίση και ταυτόχρονη με τη διάρκεια της αναστολής της ισχύος της άδειας.
(5) Σε περίπτωση ανάκλησης ή αναστολής της ισχύος άδειας «Α» ή «Δ», που αποφασίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο αδειούχος στον οποίο αναφέρεται η άδεια «Α» ή «Δ» οφείλει, χωρίς καθυστέρηση, να την επιστρέψει στην αρμόδια αρχή χωρίς να δικαιούται να του επιστραφούν τέλη που έχει καταβάλει. Αν ο αδειούχος που κατέχει τέτοια άδεια παραλείψει να την επιστρέψει, όπως προβλέπεται πιο πάνω, η άδεια «Α» ή «Δ» κατάσχεται και επιστρέφεται στην αρμόδια αρχή από οποιοδήποτε επιθεωρητή ή αστυνομικό με στολή.
15.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4, κανένα επιβατηγό όχημα δεν χρησιμοποιείται-
(α) Για διεθνείς οδικές μεταφορές επιβατών σε τακτικές γραμμές, ή
(β) για διεθνείς ή εσωτερικές οδικές μεταφορές επιβατών σε έκτακτες γραμμές, ή
(γ) για τακτικές γραμμές ειδικής διαδρομής,
εκτός εάν είναι εφοδιασμένο με άδεια που χορηγείται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15Α και μόνο υπό τους όρους που αυτή διαλαμβάνει.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις κάθε άλλου νόμου ή κανονισμών, κανένα επιβατηγό όχημα το οποίο θα χρησιμοποιείται για τις οδικές μεταφορές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν επιτρέπεται να εγγραφεί ή να παραμείνει εγγεγραμμένο ως επιβατηγό όχημα, εκτός εάν είναι εφοδιασμένο με άδεια οδικής μεταφοράς επιβατών, που θα αναφέρεται ως άδεια «Ε», σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(3) Η άδεια «Ε» χορηγείται από την αρμόδια αρχή σε επιβατηγό όχημα για μια ή περισσότερες από τις οδικές μεταφορές που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
(4) Η άδεια «Ε» χορηγείται μετά από γραπτή αίτηση που υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή στο καθορισμένο έντυπο και αφού καταβληθεί το καθορισμένο τέλος:
(α) Ο αιτητής δεν είναι αδειούχος·
(β) ο αιτητής έπαυσε να είναι αδειούχος για οποιοδήποτε λόγο·
(γ) ο αριθμός των αιτούμενων αδειών «Ε» είναι μεγαλύτερος από αυτό που καλύπτεται από την οικονομική επιφάνεια του αιτητή, οπότε χορηγείται τόσος αριθμός αδειών «Ε» όσος καλύπτεται από την οικονομική επιφάνεια του αιτητή όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 8, και έχει αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή:
(5) [Διαγράφηκε].
(6) Η άδεια «Ε» ισχύει για χρονική περίοδο μέχρι πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσής της και ανανεώνεται για περαιτέρω περιόδους μέχρι πέντε ετών η καθεμιά με την καταβολή του καθορισμένου τέλους, εκτός αν προηγουμένως ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου η άδεια «Ε» αναφέρεται σε συγκεκριμένο αδειούχο, δε μεταβιβάζεται και αποκτά οντότητα μέσω συγκεκριμένου επιβατηγού οχήματος το οποίο-
(α) Πληροί τις διατάξεις των εκάστοτε σε ισχύ αναφορικά με τα μηχανοκίνητα οχήματα νόμων, κανονισμών και διαταγμάτων
(β) είναι σε καλή κατάσταση από πλευράς οδικής ασφάλειας και να είναι διαθέσιμο για τεχνικό έλεγχο ή επιθεώρηση οποτεδήποτε ζητηθεί αυτό από τον Έφορο και
(γ) φέρει το διακριτικό γνώρισμα της ιδιότητας του ως λεωφορείου με άδεια «Ε» το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τον καθορισμένο τρόπο και τύπο και ισχύει ενόσω ισχύει η άδεια «Ε».
(8) Ο αδειούχος δικαιούται να μεταφέρει την άδεια «Ε» σε άλλο επιβατηγό όχημα νοουμένου ότι-
(α) Εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις κατοχής άδειας· και
(β) αποταθεί προς τούτο γραπτώς στο καθορισμένο έντυπο, καταβάλλοντος το καθορισμένο τέλος.
(9) Η αρμόδια αρχή μπορεί οποτεδήποτε να τροποποιεί τους όρους που έχουν επιβληθεί στην άδεια «Ε».
15Α.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, η αρμόδια αρχή χορηγεί, μετά από αίτηση ενδιαφερομένου, σε επιβατηγά οχήματα για τα οποία χορηγήθηκε άδεια «Ε» δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15, άδεια εκτέλεσης τακτικών γραμμών ειδικής διαδρομής για σκοπούς κάλυψης των αναγκών εξυπηρέτησης του επιβατικού κοινού για τα αεροδρόμια, τηρουμένων των ακόλουθων όρων και κριτηρίων:
(α) Κάθε επιβατηγό όχημα μεταφέρει την ομάδα επιβατών που σχηματίζεται από το σημείο αφετηρίας στο τέρμα της διαδρομής:
(β) ο αδειούχος διαθέτει κατάλληλο χώρο και εγκαταστάσεις στο σημείο αφετηρίας του το οποίο-
(i) στελεχώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια παροχής της υπηρεσίας∙
(ii) διαθέτει καλυμμένο χώρο υποδοχής στον οποίο τουλάχιστον είκοσι (20) επιβάτες δύνανται να αναμένουν καθήμενοι∙ και
(iii) διαθέτει χώρους και εγκαταστάσεις υγιεινής∙
(γ) το σημείο αφετηρίας αδειούχου που λαμβάνει άδεια εκτέλεσης τακτικής γραμμής ειδικής διαδρομής δεν επιτρέπεται να βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των πεντακοσίων (500) μέτρων από το σημείο αφετηρίας άλλου μεταφορέα που κατέχει ήδη άδεια εκτέλεσης τακτικής γραμμής ειδικής διαδρομής:
(δ) αναφορικά με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου (ε) του παρόντος εδαφίου ο αδειούχος διαθέτει, καθ’ όλη τη διάρκεια της παροχής της υπηρεσίας, δύο (2) τουλάχιστον επιβατηγά οχήματα που είναι προσβάσιμα σε άτομα που διακινούνται με αναπηρικό τροχοκάθισμα, σε δε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ο αδειούχος διαθέτει, καθ’ όλη τη διάρκεια παροχής της υπηρεσίας, ένα (1) τουλάχιστον τέτοιο επιβατηγό όχημα.
(ε) σε σχέση με τακτική γραμμή ειδικής διαδρομής που διενεργείται για σκοπούς εξυπηρέτησης των πόλεων Λευκωσίας και Λεμεσού για το αεροδρόμιο Λάρνακας, η άδεια που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο χορηγείται με έναρξη της ισχύος της άδειας όχι ενωρίτερα από την 1η Ιανουαρίου 2020, νοουμένου ότι πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:
(i) Ο αδειούχος εκτελεί καθημερινά κατ’ ελάχιστον τριάντα (30) δρομολόγια που καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες όλο το εικοσιτετράωρο, καθ’ όλη τη διάρκεια των δώδεκα (12) μηνών κάθε έτους∙
(ii) η έναρξη των δρομολογίων κάθε αδειούχου αρχίζει το μήνα Ιανουάριο, ανεξάρτητα από την ημερομηνία που του χορηγείται η άδεια εκτέλεσης τακτικής γραμμής ειδικής διαδρομής∙
(iii)ο αδειούχος έχει στην ιδιοκτησία του τουλάχιστον δώδεκα (12) επιβατηγά οχήματα, τα οποία λαμβάνουν άδεια εκτέλεσης τακτικής γραμμής ειδικής διαδρομής:
(στ) σε σχέση με τακτική γραμμή ειδικής διαδρομής που διενεργείται για σκοπούς εξυπηρέτησης αεροδρομίων για περιπτώσεις που δεν αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου (ε), ο αδειούχος εκτελεί αριθμό δρομολογίων που καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες εξυπηρέτησης του επιβατικού κοινού, όπως καθορίζεται από την αρμόδια αρχή στη σχετική άδεια, ανάλογα με την περίπτωση∙
(ζ) κάθε αδειούχος ανακοινώνει στο κοινό και κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή το πρόγραμμα δρομολογίων του και το ποσό χρέωσης που ο ίδιος αποφασίζει να χρεώνει για την παροχή της υπηρεσίας για κάθε διαδρομή για την οποία λαμβάνει άδεια:
(η) δεν χορηγείται άδεια εκτέλεσης τακτικής γραμμής ειδικής διαδρομής για διαδρομή με αφετηρία εντός της επαρχίας όπου βρίσκεται το αεροδρόμιο και τέρμα το ίδιο το αεροδρόμιο, εκτός εάν η απόσταση μεταξύ των δύο αυτών σημείων είναι μεγαλύτερη από σαράντα (40) χιλιόμετρα επί οδού.
(2) Η άδεια είναι πενταετούς διάρκειας και εκδίδεται αφού καταβληθεί το ποσό των εκατό ευρώ (€100,00) για κάθε επιβατηγό όχημα που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση των τακτικών γραμμών ειδικής διαδρομής.
(3) Η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει από τους αδειούχους που λαμβάνουν άδεια με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, να εγκαταστήσουν συστήματα τηλεματικής τεχνολογίας μέσω των οποίων να μπορεί να ελέγχει την εκ μέρους των μεταφορέων τήρηση του ανακοινωμένου προγράμματος δρομολογίων που αναφέρεται στις διατάξεις της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1).
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -
(α) «διαδρομή» σημαίνει καθορισμένη τακτική γραμμή ειδικής διαδρομής που έχει συγκεκριμένη γεωγραφική αρχή, πορεία επί της οδού και τέρμα∙
(β) «δρομολόγιο» σημαίνει συγκεκριμένη μετακίνηση εντός μίας διαδρομής που έχει προγραμματισμένη χρονική αρχή και τέλος.
(5) Η αρμόδια αρχή δύναται να ανακαλέσει προσωρινά ή μόνιμα τις άδειες που χορηγήθηκαν με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου-
(α) εάν διαπιστώσει ότι δεν τηρείται εκ μέρους του αδειούχου οποιοσδήποτε όρος ή κριτήριο που καθορίζεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένης και της υποχρέωσης για τήρηση του προγράμματος δρομολογίων, που αναφέρεται στις διατάξεις της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου∙ ή
(β) εάν διαπιστώσει ότι η χορήγηση των αδειών έχει εξασφαλιστεί με δόλο, ψευδή δήλωση ή απόκρυψη ουσιώδους στοιχείου.
(6) Η μη τήρηση από τον αδειούχο ή/και από οποιοδήποτε εργοδοτούμενό του, ανάλογα με την περίπτωση, οποιασδήποτε από τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου τιμωρείται, ανεξάρτητα εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης ή εάν συντρέχει περίπτωση ανάκλησης των αδειών με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (5), με διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000,00), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και, σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράβασης, σε περαιτέρω διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000,00) για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
(7) Το διοικητικό πρόστιμο που αναφέρεται στις διατάξεις του εδαφίου (6) επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή στον αδειούχο ή/και στον εργοδοτούμενό του, ανάλογα με την περίπτωση, με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής.
(8) Η αρμόδια αρχή πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής της για ανάκληση άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) ή για επιβολή διοικητικού προστίμου με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (6), κοινοποιεί εγγράφως την πρόθεσή της στον αδειούχο ή/και στον εργοδοτούμενό του, ανάλογα με την περίπτωση, και παραθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την απόφασή της παραχωρώντας τουλάχιστον δύο (2) εβδομάδες διορία για να υποβληθούν τυχόν παραστάσεις, τις οποίες μελετά πριν εκδώσει την απόφασή της.
(9) Το ποσό του διοικητικού προστίμου που αναφέρεται στις διατάξεις του εδαφίου (6) εισπράττεται από την αρμόδια αρχή εάν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών (75) από της κοινοποίησης της σχετικής απόφασης ή σε περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή, μετά την έκδοση μη ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
(10) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλομένων διοικητικών προστίμων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
16.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή ανακαλεί ή αναστέλλει την ισχύ της δυνάμει του άρθρου 15 χορηγούμενης άδειας «Ε» για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) Αν η χορήγηση της άδειας «Ε» έχει εξασφαλιστεί με δόλο, ψευδή δήλωση ή απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος που έγινε εν γνώσει του αδειούχου· ή
(β) αν συχνά ή συστηματικά ο αδειούχος παραβιάζει διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια «Ε»:
(2) Προτού η αρμόδια αρχή ανακαλέσει ή αναστείλει την ισχύ άδειας «Ε» δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, παρέχει στον αδειούχο στον οποίο αναφέρεται η άδεια «Ε» προειδοποίηση τουλάχιστο δύο εβδομάδων για την πρόθεσή της αυτή αναφέροντας λεπτομερώς τους λόγους της ανάκλησης ή της αναστολής, και δίνοντας την ευκαιρία στον αδειούχο να υποβάλει γραπτώς τις πιθανές παραστάσεις του. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω παραστάσεις:
Νοείται ότι ο αδειούχος στον οποίο αναφέρεται η άδεια «Ε» μπορεί να υποβάλει γραπτές παραστάσεις μέσα σε δεκαπέντε το αργότερο μέρες από την ημερομηνία λήψης της προειδοποίησης.
(3) Η ισχύς άδειας «Ε» ανακαλείται αυτόματα-
(α) Αν το Συμβούλιο ανακάλεσε την ισχύ της άδειας· ή
(β) αν το επιβατηγό όχημα έπαυσε να πληροί τις διατάξεις των εκάστοτε σε ισχύ νόμων, κανονισμών και διαταγμάτων που αφορούν στα επιβατηγά οχήματα.
(4) Η ισχύς άδειας «Ε» αναστέλλεται αυτόματα αν το Συμβούλιο ανέστειλε την ισχύ της άδειας. Η διάρκεια της αναστολής της ισχύος άδειας «Ε» είναι ίση και ταυτόχρονη με τη διάρκεια της αναστολής της ισχύος της άδειας.
(5) Σε περίπτωση ανάκλησης ή αναστολής της ισχύος άδειας «Ε», που αποφασίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο αδειούχος στον οποίο αναφέρεται η άδεια «Ε» οφείλει, χωρίς καθυστέρηση, να την επιστρέψει στην αρμόδια αρχή χωρίς να δικαιούται να του επιστραφούν τέλη που έχει καταβάλει. Αν ο αδειούχος που κατέχει τέτοια άδεια παραλείψει να την επιστρέψει, όπως προβλέπεται πιο πάνω, η άδεια «Ε» κατάσχεται και επιστρέφεται στην αρμόδια αρχή από οποιοδήποτε επιθεωρητή ή αστυνομικό με στολή.
16A.- (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 16Β, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2009 απαγορεύεται:
(α) σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων να παρέχει εσωτερικές οδικές επιβατικές μεταφορές σε τακτικές γραμμές σε καθορισμένη περιοχή, εκτός εάν κατέχει αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης στην εν λόγω περιοχή δυνάμει έγκυρης σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση αυτή∙
(β) σε οποιοδήποτε επιβατηγό όχημα να χρησιμοποιείται για την παροχή εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε τακτικές γραμμές σε καθορισμένη περιοχή, εκτός εάν αυτό είναι αδειούχο δυνάμει σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας, στην οποία αναφέρεται ρητά η χρήση του και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση αυτή.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο παρέχει εσωτερικές οδικές επιβατικές μεταφορές σε τακτικές γραμμές κατά παράβαση της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ή χρησιμοποιεί επιβατηγό όχημα κατά παράβαση της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5000) ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές και, σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράβασης, σε περαιτέρω χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια (1000) ευρώ για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
16Β.-(1) Κατ’ εξαίρεση προς τις διατάξεις του άρθρου 16Α, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2009, κάθε υφιστάμενος πάροχος δύναται να συνεχίζει να ασκεί τις οδικές χρήσεις που αναφέρονται στην άδεια «Ε» ή την άδεια οδικής χρήσης που κατέχει για το επιβατηγό του όχημα κατά την πιο πάνω ημερομηνία, μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας που συνομολογείται από την αναθέτουσα αρχή με το φορέα δημόσιας υπηρεσίας για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών στη γεωγραφική περιοχή ή στη διαστική διαδρομή δραστηριότητας του επιβατηγού οχήματος του υφιστάμενου παρόχου:
(2) Κάθε υφιστάμενος πάροχος, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης επιβατηγού οχήματος του οποίου η άδεια “Ε” ή η άδεια οδικής χρήσης παύει να ισχύει με βάση τις διατάξεις της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (1) και ο οποίος δεν αποτελεί ή δε συμμετέχει σε ανάδοχο φορέα δημόσιας υπηρεσίας βάσει σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας, δικαιούται, σωρευτικά, τα εξής:
(α) να λάβει εύλογη και δίκαιη αποζημίωση από την αναθέτουσα αρχή, το ύψος της οποίας καθορίζεται από την αρμόδια αρχή στη βάση αντικειμενικών και αναλογικών κριτηρίων που καθορίζονται από αυτή, μετά από διαβούλευση της αναθέτουσας αρχής με τους επηρεαζόμενους υφιστάμενους παρόχους και τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα ετήσια έσοδα, την αγοραία αξία των επιβατηγών τους οχημάτων και τη χρονική διάρκεια δραστηριοποίησης στο επάγγελμα :
(β) να εργοδοτηθούν οι μόνιμοι εργοδοτούμενοί του από το φορέα δημόσιας υπηρεσίας.
(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου -
“άδεια οδικής χρήσης” σημαίνει άδεια οδικής χρήσης που εκδόθηκε με βάση τους περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμους του 1982 μέχρι του 2009, για τη μεταφορά επιβατών λεωφορείων με κόμιστρο κατ’ επιβάτη ή με μίσθωση∙
“μόνιμοι εργοδοτούμενοι” σημαίνει τους εργοδοτούμενους για τους οποίους ο υφιστάμενος πάροχος κατέβαλλε εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Δημοκρατίας τουλάχιστον δώδεκα μήνες πριν από την ημερομηνία της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου παύσης της ισχύος της άδειας “Ε” ή της άδειας οδικής χρήσης του υφιστάμενου παρόχου∙
“υφιστάμενος πάροχος” σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, κατά την αμέσως προηγούμενη ημέρα της έναρξης της ισχύος του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2009, παρείχε υπηρεσίες εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε τακτικές γραμμές βάσει άδειας “Ε” ή άδειας οδικής χρήσης.
16Γ.-(1) Όταν η αναθέτουσα αρχή επιλέγει να παραχωρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε οικονομικό φορέα που δεν είναι εγχώριος φορέας, προκηρύσσει διαγωνισμό, μεριμνώντας για την τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της μη διάκρισης, με σκοπό τη διαπραγμάτευση για την ανάθεση σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας:
(2) Η αναθέτουσα αρχή έχει εξουσία να συνομολογεί και υπογράφει σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας αναφορικά με μια καθορισμένη περιοχή και για καθορισμένη διάρκεια:
(3) Η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να συνομολογεί και να υπογράφει σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας με οικονομικό φορέα, εκτός εάν αυτός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) κατέχει άδεια οδικού μεταφορέα επιβατών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5, για να εκτελεί εσωτερικές οδικές μεταφορές σε τακτικές γραμμές∙
(β) πληροί τα εχέγγυα αξιοπιστίας, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 7∙
(γ) διαθέτει κατάλληλη οικονομική επιφάνεια, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 8∙
(δ) πληροί την προϋπόθεση της επαγγελματικής επάρκειας, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 9∙
(ε) κατέχει ή είναι σε θέση να αποκτήσει τόσα επιβατηγά οχήματα όσα προβλέπονται στη σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας∙
(στ) δύναται να ανταποκριθεί πλήρως προς τις υποχρεώσεις που θα αναλάβει με την υπογραφή της σύμβασης.
(4) Στο πλαίσιο της διαδικασίας συνομολόγησης της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας, η αναθέτουσα αρχή έχει εξουσία να συμφωνεί με τον ανάδοχο φορέα τον τρόπο καθορισμού και το ύψος της αποζημίωσής του για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αναλαμβάνει:
(α) τα κόμιστρα κατ’ επιβάτη που καθορίστηκαν από την αρμόδια αρχή δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 19·
(β) το χρόνο διάρκειας της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας του κάθε φορέα δημόσιας υπηρεσίας·
(γ) το κόστος της κεφαλαιουχικής επένδυσης του φορέα δημόσιας υπηρεσίας για την αγορά του στόλου των επιβατηγών οχημάτων που χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας·
(δ) το ύψος της επιδότησης της τιμής των κομίστρων μεταφοράς που καθόρισε η αρμόδια αρχή δυνάμει της επιφύλαξης του εδαφίου (2) του άρθρου 19·
(ε) την αναμενόμενη επιβατική κίνηση που θα χρησιμοποιεί τα επιβατηγά οχήματα του κάθε φορέα δημόσιας υπηρεσίας.
(στ) εφόσον παρέχει στον ανάδοχο φορέα το δικαίωμα να παρέχει οποιεσδήποτε υπηρεσίες άλλες από τη δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε τακτικές γραμμές, τα έσοδα από τις υπηρεσίες αυτές.
(5) Η αναθέτουσα αρχή καθορίζει στα έγγραφα του διαγωνισμού, μεταξύ άλλων:
(α) τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας του αναδόχου φορέα και οποιεσδήποτε ευθύνες ή και υποχρεώσεις της ίδιας της αναθέτουσας αρχής∙
(β) τις τεχνικές προδιαγραφές των επιβατηγών οχημάτων, με τα οποία θα παρέχεται η δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών από τον ανάδοχο φορέα, περιλαμβανομένων και των συσκευών έκδοσης και ακύρωσης εισιτηρίων που θα εγκαθίστανται στα επιβατηγά οχήματα του αναδόχου φορέα·
(γ) το ποιοτικό επίπεδο της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών, περιλαμβανομένων των διαδρομών, των δρομολογίων, των ωραρίων και των συχνοτήτων των δρομολογίων, που ο ανάδοχος φορέας θα είναι υποχρεωμένος να παρέχει στο κοινό:
(δ) το σύστημα βαθμών ποινής, χρηματικών προστίμων και άλλων συναφών κυρώσεων που θα επιβάλλονται από την αναθέτουσα αρχή στον ανάδοχο φορέα, όταν αυτός δεν συμμορφώνεται με τους όρους της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας που έχει υπογράψει∙
(ε) την οικονομική ενίσχυση την οποία η αναθέτουσα αρχή δύναται να παρέχει στον ανάδοχο φορέα, περιλαμβανομένης τυχόν εγγύησης που θα παρέχει στον εν λόγω φορέα για τη σύναψη δανείων για την εξασφάλιση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την αγορά ή την ανανέωση του στόλου των επιβατηγών οχημάτων του εν λόγω φορέα∙
(στ) κατά πόσον ο ανάδοχος φορέας θα έχει δικαίωμα να παρέχει οποιεσδήποτε υπηρεσίες άλλες από τη δημόσια υπηρεσία εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε τακτικές γραμμές και τους όρους για την άσκηση του δικαιώματος αυτού.
(6) Η αρμόδια αρχή, με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει:
(α) τα όρια κάθε γεωγραφικής περιοχής, σε σχέση με την οποία η αναθέτουσα αρχή θα συνομολογεί και υπογράφει σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας·
(β) κάθε διαστική διαδρομή, σε σχέση με την οποία η αναθέτουσα αρχή θα συνομολογεί και υπογράφει σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας·
(γ) αν το κρίνει σκόπιμο, οποιοδήποτε άλλο θέμα από αυτά που αναφέρονται στο εδάφιο (5).
(7)(α) Η αναθέτουσα αρχή εποπτεύει τους ανάδοχους φορείς ή/και τους εργοδοτουμένους τους, ανάλογα με την περίπτωση, αναφορικά με τη συνεχή τήρηση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου και οποιωνδήποτε άλλων υποχρεώσεων που έχουν δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 181/2011.
(β) Η μη τήρηση από τον ανάδοχο φορέα ή/και από οποιοδήποτε εργοδοτούμενό του, ανάλογα με την περίπτωση, οποιασδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης που έχει δυνάμει του παρόντος Νόμου τιμωρείται, ανεξάρτητα του αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή χρηματικής ευθύνης δυνάμει άλλων διατάξεων ή αν συντρέχει περίπτωση λύσης της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας, με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες (50,000) Ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της βεβαιούμενης παράβασης, και, σε περίπτωση συνεχιζόμενης παράβασης, σε περαιτέρω χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια (1000) Ευρώ για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση:
(γ) Η χρηματική ποινή επιβάλλεται στον ανάδοχο ή/και τον εργοδοτούμενό του, ανάλογα με την περίπτωση, με αιτιολογημένη απόφαση της αναθέτουσας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον ανάδοχο της σύμβασης ή/και τον εργοδοτούμενό του. Παρέχεται το δικαίωμα προσφυγής στον Υπουργό κατά της απόφασης αυτής εντός τριάντα ημερών από της κοινοποιήσεως της απόφασης, η άσκηση όμως τέτοιας προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
(δ) Το ποσό της χρηματικής ποινής περιέρχεται οριστικά στη Δημοκρατία αν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από της κοινοποίησης της απόφασης περί επιβολής χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής στον Υπουργό, από της κοινοποίησης της επί της προσφυγής αυτής απόφασης του Υπουργού.
(ε) Κάθε επιβάτης που έχει υποβάλει καταγγελία σε ανάδοχο φορέα για εκ μέρους του ανάδοχου φορέα παραβίαση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 181/2011 και δεν έχει ικανοποιηθεί από το χειρισμό της καταγγελίας του από τον ανάδοχο φορέα, δύναται να υποβάλει την καταγγελία στην αναθέτουσα αρχή, η οποία διερευνά την καταγγελία και απαντά στον επιβάτη εντός χρονικού διαστήματος τριών μηνών, νοουμένου ότι έχουν υποβληθεί όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη διερεύνηση της υπόθεσης.
16Δ.-(1) Αρμόδια όργανα για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας που οδηγεί στην ανάθεση της σύμβασης παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας είναι, μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που χορηγούνται στο καθένα από αυτά δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο προϊστάμενος της αναθέτουσας αρχής, η επιτροπή αξιολόγησης και το συμβούλιο προσφορών.
(2) Ο προϊστάμενος της αναθέτουσας αρχής διορίζει, πριν από την υποβολή των αιτήσεων συμμετοχής ή/και των προσφορών, ανάλογα με την περίπτωση, τριμελή επιτροπή αξιολόγησης, τα μέλη της οποίας είναι κρατικοί υπάλληλοι που κατέχουν τεχνική ή/και επαγγελματική κατάρτιση επί του εξεταζόμενου θέματος. Ένα εκ των μελών της επιτροπής αξιολόγησης διορίζεται ως συντονιστής για σκοπούς οργάνωσης των εργασιών της επιτροπής αυτής.
(3) Η διοριζόμενη κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) επιτροπή αξιολόγησης έχει την ευθύνη να αξιολογεί τις αιτήσεις συμμετοχής ή/και τις προσφορές που υποβάλλονται σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία και τα έγγραφα του διαγωνισμού, να ενεργεί ως διαπραγματευτική ομάδα και να ετοιμάζει εμπεριστατωμένη έκθεση αξιολόγησης, με εισήγηση προς το συμβούλιο προσφορών για τη λήψη της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης. Η επιτροπή αξιολόγησης λειτουργεί σύμφωνα με όρους ίδιους με αυτούς που προβλέπονται στους περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών (Γενικοί) Κανονισμούς του 2007.
(4) Η έκθεση της επιτροπής αξιολόγησης διαβιβάζεται στο συμβούλιο προσφορών από τον προϊστάμενο της αναθέτουσας αρχής με δικαίωμα αυτού να εκφέρει τις απόψεις του επί της έκθεσης. Παραπομπή της έκθεσης αξιολόγησης χωρίς σχόλια, σημαίνει αποδοχή εκ μέρους του προϊσταμένου της αναθέτουσας αρχής των θέσεων και της εισήγησης της επιτροπής αξιολόγησης.
(5) Το Συμβούλιο Προσφορών συγκροτείται και λειτουργεί σύμφωνα με όρους ίδιους με αυτούς που προβλέπονται στους περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών (Γενικοί) Κανονισμούς του 2007.
16Ε.-(1) Την ευθύνη για την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 στη Δημοκρατία έχει η αναθέτουσα αρχή.
(2) Εντός δύο ετών από την έναρξη της ισχύος του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2009 συστήνεται Συμβουλευτική Αρχή Μεταφορών στην οποία συμμετέχει ως πρόεδρος αυτής ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων, και ένα μέλος της προερχόμενο από την τοπική αυτοδιοίκηση, τα δε υπόλοιπα μέλη και οι αρμοδιότητές της καθορίζονται με κανονισμούς.
17.—(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη πρόνοια που περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο, για τις μεταφορές εμπορευμάτων εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας αλλά και μεταξύ και διαμέσου αυτής και της επικράτειας οποιουδήποτε άλλου κράτους, επιτρέπεται, από την ημερομηνία που θα καθοριστεί με διάταγμα του Υπουργού που θα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να χρησιμοποιούνται και οχήματα που έχουν μισθώσει μεταφορικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες είτε στην επικράτεια της Δημοκρατίας είτε στην επικράτεια οποιουδήποτε άλλου κράτους, νοουμένου ότι-
(α) το όχημα έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας ή έχει τεθεί σε κυκλοφορία σύμφωνα με τη νομοθεσία οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους και χρησιμοποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1071/2009 και (ΕΚ) αριθ. 1072/2009·
(β) η σύμβαση αφορά μόνο στη διάθεση οχήματος χωρίς οδηγό και δε συνοδεύεται από σύμβαση παροχής υπηρεσιών που συνομολογείται με την ίδια επιχείρηση και που αφορά στον οδηγό ή στο βοηθητικό προσωπικό-
(γ) το μισθωμένο όχημα, κατά τη διάρκεια της περιόδου μίσθωσης, ευρίσκεται στην αποκλειστική διάθεση της επιχείρησης που το χρησιμοποιεί-
(δ) το μισθωμένο όχημα οδηγείται από το προσωπικό της επιχείρησης που το χρησιμοποιεί-
(ε) η τήρηση των παραπάνω όρων αποδεικνύεται από τα ακόλουθα έγγραφα, που πρέπει να ευρίσκονται μέσα στο όχημα:
(i) τη σύμβαση μίσθωσης του οχήματος ή επικυρωμένο απόσπασμα της σύμβασης αυτής που περιέχει απαραίτητα το όνομα του εκμισθωτή, το όνομα του μισθωτή, την ημερομηνία και τη διάρκεια της σύμβασης, καθώς και τα στοιχεία του οχήματος-
(ii) στην περίπτωση που το όχημα οδηγείται από μισθωτό οδηγό και ο οδηγός δεν είναι εκείνος που μισθώνει το όχημα, τη σύμβαση εργασίας του οδηγού ή επικυρωμένο απόσπασμα αυτής της σύμβασης που περιέχει απαραίτητα το όνομα του εργοδότη, το όνομα του υπαλλήλου, την ημερομηνία και τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας ή πρόσφατη απόδειξη καταβολής μισθού:
(1Α) Σε περίπτωση κατά την οποία μισθωμένο όχημα έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας ή έχει τεθεί στην κυκλοφορία σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους-
(α) δύναται να χρησιμοποιείται για περίοδο δύο (2) διαδοχικών μηνών εντός οποιουδήποτε δεδομένου ημερολογιακού έτους· και
(β) με την πάροδο τριάντα (30) ημερών ταξινομείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου.
(1Β)Ο μέγιστος αριθμός οχημάτων που επιτρέπεται να χρησιμοποιείται από μια επιχείρηση αντιστοιχεί στο 25% του στόλου φορτηγών οχημάτων που βρίσκεται στη διάθεση της επιχείρησης, σύμφωνα με τις πρόνοιες της υποπαραγράφου ζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1071/2009, κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της χρήσης του μισθωμένου οχήματος ή κατά την ημέρα κατά την οποία η επιχείρηση αρχίζει να χρησιμοποιεί το μισθωμένο όχημα:
(1Γ) Η τήρηση των όρων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), αποδεικνύεται με την επίδειξη των ακόλουθων εγγράφων, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, τα οποία τηρούνται εντός του οχήματος:
(i) Σύμβαση μίσθωσης του οχήματος ή επικυρωμένο απόσπασμα αυτής, που περιλαμβάνει, τουλάχιστον, το όνομα του εκμισθωτή, το όνομα του μισθωτή, την ημερομηνία και τη διάρκεια της σύμβασης, καθώς και τα στοιχεία του οχήματος· ή
(ii) εφόσον ο οδηγός δεν είναι το πρόσωπο το οποίο μισθώνει το όχημα, σύμβαση εργασίας του οδηγού ή επικυρωμένο απόσπασμα αυτής, που περιλαμβάνει, τουλάχιστον, το όνομα του εργοδότη, το όνομα του υπαλλήλου, την ημερομηνία και τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας ή πρόσφατη απόδειξη καταβολής μισθού:
(1Δ) Ο αριθμός κυκλοφορίας κάθε μισθωμένου οχήματος καταχωρίζεται στα εθνικά ηλεκτρονικά μητρώα που προβλέπονται στις πρόνοιες του άρθρου 16 του Kανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1071/2009 και τα δεδομένα αυτά είναι προσβάσιμα από την αρμόδια αρχή και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών κατά τη διάρκεια καθ’ οδόν ελέγχων.
(1Ε)(α) Ως εθνικό σημείο επαφής, αρμόδιο για ανταλλαγή πληροφοριών με άλλα κράτη μέλη, ορίζεται το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, το οποίο συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και παρέχει σε αυτές, αμελλητί και σε αμοιβαία βάση, συνδρομή και κάθε σχετική πληροφορία στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
(β) Η αμοιβαία διοικητική συνεργασία και συνδρομή η οποία προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (α) παρέχονται δωρεάν.
(γ) Η ανταλλαγή των πληροφοριών διενεργείται μέσω του Ευρωπαϊκού Μητρώου Επιχειρήσεων Οδικών Μεταφορών (ERRU), όπως ορίζεται στις πρόνοιες του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2016/480.
(δ) Οι πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει του παρόντος εδαφίου χρησιμοποιούνται μόνο σε σχέση με τα θέματα για τα οποία ζητήθηκαν.
(ε) Τυχόν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται αποκλειστικά για σκοπούς συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) και των διατάξεων του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«όχημα» σημαίνει φορτηγό μηχανοκίνητο όχημα, ρυμουλκό, ρυμουλκούμενο, ημιρυμουλκούμενο ή μονοκόμματο όχημα, που προορίζεται αποκλειστικά για τη μεταφορά εμπορευμάτων, και
«μισθωμένο όχημα» σημαίνει κάθε όχημα που, με πληρωμή και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τίθεται στη διάθεση αδειούχου που πραγματοποιεί οδικές εμπορευματικές μεταφορές, για λογαριασμό τρίτων με σύμβαση με τον αδειούχο που διαθέτει τα οχήματα.
18.—(1) Τα κόμιστρα για τις διεθνείς και τις εσωτερικές οδικές μεταφορές εμπορευμάτων συμφωνούνται ελεύθερα μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση της μεταφοράς.
(2) Για την παρακολούθηση της αγοράς των εσωτερικών και των διεθνών οδικών μεταφορών εμπορευμάτων, οι μεταφορικές επιχειρήσεις, καθώς και οι πράκτορες και διαμεσολαβητές μεταφορών, υποχρεούνται να κοινοποιούν στο Τμήμα όταν τους το ζητεί, πληροφορίες σχετικά με τα κόμιστρα που εφαρμόζουν:
Νοείται ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται στα πλαίσια της εφαρμογής του παρόντος άρθρου καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
19.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 4 και της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 181/2011, τα κόμιστρα για τις διεθνείς οδικές μεταφορές επιβατών με επιβατηγό όχημα που έχει άδεια «Ε» συμφωνούνται ελεύθερα μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση της μεταφοράς.
(2) Τα κόμιστρα κατ’ επιβάτη για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας εσωτερικών οδικών επιβατικών μεταφορών σε τακτικές γραμμές καθορίζονται από την αρμόδια αρχή:
(3) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 4 και της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 181/2011, τα κόμιστρα για τις εσωτερικές μεταφορές επιβατών με επιβατηγό όχημα που έχει άδεια «Ε» για τη μεταφορά ομάδων επιβατών σε έκτακτες γραμμές συμφωνούνται ελεύθερα μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση της μεταφοράς.
20.—(1) Ο Διευθυντής εποπτεύει τη λειτουργία του αδειούχου με σκοπό την παρακολούθηση της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, μέσω υπαλλήλων του Τμήματος τους οποίους ορίζει ως επιθεωρητές.
(2) Ο δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου οριζόμενος επιθεωρητής έχει, επιπρόσθετα των δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου παρεχόμενων εξουσιών ή καθηκόντων, και τις ακόλουθες εξουσίες και καθήκοντα:
(α) Να εισέρχεται κατά οποιαδήποτε εύλογη ώρα σε οποιοδήποτε υποστατικό αδειούχου με σκοπό την εξέταση ή διερεύνηση οποιουδήποτε ζητήματος σχετικού με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών
(β) να απαιτεί από οποιοδήποτε αδειούχο ή υπάλληλο αδειούχου την επίδειξη ή προσαγωγή οποιωνδήποτε αδειών, δελτίων ή άλλων εγγράφων των οποίων η φύλαξη ή τήρηση απαιτείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών·
(γ) να ασκεί οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες και καθήκοντα του αναθέτει ο Διευθυντής σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
21. Κάθε αδειούχος οφείλει να έχει αναρτημένη σε περίοπτη θέση μέσα στα υποστατικά του την άδεια άσκησης του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα επιβατών, διεθνών ή εσωτερικών οδικών μεταφορών, ανάλογα με την περίπτωση, και να την επιδεικνύει, όποτε καλείται νόμιμα να το πράξει, σ' οποιοδήποτε επιθεωρητή ή αστυνομικό με στολή για το σκοπό εξέτασης των στοιχείων της.
22.—(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) Ιδρύει ή λειτουργεί επιχείρηση κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4·
(β) παραλείπει να επιστρέψει την ανακληθείσα ή ανασταλείσα άδεια ή προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία προϋποθέτει την κατοχή έγκυρης και ισχύουσας άδειας, ενώ έχει ανακληθεί ή ανασταλεί η ισχύς της άδειας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10· ή
(γ) παραλείπει να επιστρέψει την ανακληθείσα ή ανασταλείσα άδεια «Α», «Δ» ή «Ε» ή προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία προϋποθέτει την κατοχή έγκυρης και ισχύουσας άδειας «Α», «Δ» ή «Ε», ενώ η άδεια «Α», «Δ» ή «Ε» έχει ανακληθεί ή ανασταλεί δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 14 και 16 αντίστοιχα· ή
(δ) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε υποχρέωση η οποία επιβάλλεται σ' αυτό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(ε) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε νόμιμη οδηγία ή εντολή που δίνεται σ' αυτό από οποιοδήποτε επιθεωρητή ή παρακωλύει αυτόν στην άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20· ή
(στ) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε όρο της άδειας ή της άδειας «Α» ή της άδειας «Δ» ή της άδειας «Ε» που χορηγήθηκε σ’ αυτό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(ζ) ενώ δεν είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας λειτουργίας επιχείρησης, διαφημίζει ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο τον όρο «επιχείρηση οδικών μεταφορών», ή άλλο παρεμφερή όρο, επωνυμία ή επιγραφή,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές και, σε περίπτωση αδικήματος συνεχιζόμενης παράβασης, σε περαιτέρω χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό λίρες για κάθε μέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
(2) Όταν διαπράττονται από μη εγκατεστημένους στην επικράτεια της Δημοκρατίας οδικούς μεταφορείς αδικήματα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών σχετικά με τις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων ή επιβατών, που θα μπορούσαν να επισύρουν αφαίρεση της άδειας άσκησης του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο οδικός μεταφορέας όλα τα στοιχεία που διαθέτει σχετικά με τις παραβάσεις αυτές καθώς και τις τυχόν κυρώσεις που έχει επιβάλει.
(3) Η αρμόδια αρχή εξετάζει καταγγελίες που κοινοποιούνται σε αυτή από αντίστοιχες αρμόδιες αρχές κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν σε αδειούχο αναφορικά με αδικήματα που θα μπορούσαν να επισύρουν αφαίρεση της άδειας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
23.—(1) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των Κανονισμών τιμωρείται, ανεξάρτητα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει άλλης νομικής διάταξης, με χρηματική ποινή από πενήντα μέχρι και χίλιες λίρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της βεβαιούμενης παράβασης:
(2) Η χρηματική ποινή επιβάλλεται στον αδειούχο με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση. Το ύψος της κατά περίπτωση επιβαλλόμενης ποινής θα καθορίζεται ενδεικτικά σε οδηγίες του Υπουργού, στις οποίες θα περιέχονται οι βασικές παραβάσεις μαζί με τις αναλογούσες χρηματικές ποινές, χωρίς τούτο να περιορίζει, μέσα στα πλαίσια των οδηγιών, τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει τη συγκεκριμένη παράβαση να αποφασίζει ελεύθερα, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.
(3) Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στον αδειούχο την περί επιβολής χρηματικής ποινής απόφασή της και δεν επιτρέπει τη λειτουργία της επιχείρησης, μέχρις ότου καταβληθεί η χρηματική ποινή.
(4) Κατά της απόφασης περί επιβολής χρηματικής ποινής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού. Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται σε προθεσμία τριάντα ημερών από της κοινοποιήσεως της απόφασης.
(5) Η κατά το εδάφιο (4) προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
(6) Το ποσό της χρηματικής ποινής περιέρχεται οριστικά στη Δημοκρατία, αν περάσει άπρακτη ή προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από της κοινοποίησης της απόφασης περί επιβολής της χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση που κατά το εδάφιο (4) ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, από της κοινοποίησής της επί της προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 101(I)/2001
- 36(I)/2003
- 261(I)/2004
- 37(I)/2005
- 36(I)/2006
- 71(I)/2008
25.—(1) Από την ημερομηνία που θα καθοριστεί με διάταγμα του Υπουργού που θα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, κάθε υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιούται να αποκτήσει άδεια άσκησης του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων ή επιβατών εφόσον ικανοποιήσει την αρμόδια αρχή ότι-
(α) Πληροί τα εχέγγυα της αξιοπιστίας που προβλέπονται στο άρθρο 7, όπως τεκμηριώνονται-
(i) Από ποινικό μητρώο ή ισοδύναμο έγγραφο που εκδίδεται από αρμόδια αρχή της χώρας της συνήθους διαμονής του αιτητή· ή
(ii) αν τα εχέγγυα αξιοπιστίας δεν είναι δυνατό να αποδειχθούν με το εν λόγω έγγραφο, γίνεται αποδεκτή, ως επαρκής απόδειξη, βεβαίωση που χορηγείται από αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής ή της συνήθους διαμονής του αιτητή στην οποία πιστοποιείται ότι τα εχέγγυα πληρούνται. Στην τελευταία αυτή περίπτωση αναφέρονται στη βεβαίωση τα συγκεκριμένα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7· ή
(iii) αν η χώρα καταγωγής ή συνήθους διαμονής δε χορηγεί το έγγραφο που αναφέρεται στο (i) ή τη βεβαίωση που αναφέρεται στο (ii) γίνεται αποδεκτή ένορκη ή υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή ενώπιον συμβολαιογράφου της χώρας καταγωγής ή της συνήθους διαμονής του, που χορηγούν βεβαίωση για τον όρκο ή την υπεύθυνη δήλωση:
Νοείται ότι τα έγγραφα και οι δηλώσεις που εκδίδονται με βάση τις πρόνοιες των υποπαραγράφων (i) μέχρι και (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ισχύουν μόνο για περίοδο τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσής τους·
(β) καλύπτει τις προϋποθέσεις της κατάλληλης οικονομικής επιφάνειας που προβλέπονται στο άρθρο 8, όπως τεκμαίρεται από τις βεβαιώσεις που χορηγούνται από τις τράπεζες της χώρας καταγωγής ή της συνήθους διαμονής του αιτητή ή από άλλους οργανισμούς που ορίζονται από τη χώρα αυτή ως ισοδύναμες με τις βεβαιώσεις που χορηγούνται εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας·
(γ) ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της επαγγελματικής επάρκειας, που προβλέπονται στο άρθρο 9, όπως τεκμαίρεται από τα πιστοποιητικά επαγγελματικής επάρκειας που έχει εκδώσει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγνωρίζονται από αυτό.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου θα εφαρμόζονται από την ημερομηνία που θα καθοριστεί με διάταγμα του Υπουργού και θα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
26.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), του παρόντος άρθρου, οι Κανονισμοί αυτοί μπορούν να προνοούν για όλα ή μερικά από τα ακόλουθα θέματα:
(α) Για τον καθορισμό κάθε ζητήματος το οποίο δυνάμει του παρόντος Νόμου αφορά σε αιτήσεις, άδειες και άλλα έγγραφα καθώς και στα πληρωτέα τέλη·
(β) για τον καθορισμό των εντύπων των δυνάμει του παρόντος Νόμου προβλεπόμενων αιτήσεων, πιστοποιητικών, αδειών και άλλων εγγράφων και των πληρωτέων τελών αναφορικά με αυτά·
(γ) για τον καθορισμό πρόσθετων απαιτήσεων αναφορικά με το επίπεδο, τις διευκολύνσεις και τον εξοπλισμό των εγκαταστάσεων της επιχείρησης·
(δ) για την τήρηση από το Διευθυντή μητρώων, αρχείων ή άλλων βιβλίων αναγκαίων για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι τα μητρώα, αρχεία ή άλλα βιβλία μπορεί να είναι σε ηλεκτρονική μορφή·
(ε) για την προκήρυξη, διενέργεια και το περιεχόμενο των γραπτών εξετάσεων για τη χορήγηση πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας·
(στ) για τον καθορισμό κάθε ζητήματος που αφορά στην οδική χρήση των αδειούχων οχημάτων από τις επιχειρήσεις στις οποίες ανήκουν.
(3) Κανονισμοί, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση ή απόρριψή τους μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κατάθεσή τους. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίνει τους Κανονισμούς ή η προθεσμία των εξήντα ημερών παρέλθει άπρακτη, οι Κανονισμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από την ημέρα της δημοσίευσής τους.
27.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 13, επιχείρηση που αποδεικνύει, σε σχέση με άδεια οδικής χρήσης μεταφορέα «Α» που αναφερόταν σε συγκεκριμένο μηχανοκίνητο όχημα το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της, ότι:
(α) δεν αποτάθηκε μέχρι τις 30.6.2007 στην αρμόδια αρχή· ή
(β) δεν μπόρεσε μέχρι την έναρξη της ισχύος του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα (Τροποποιητικού) Νόμου του 2008 να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αρχή για χορήγηση άδειας «Α» γιατί αυτή έπαυσε να ισχύει για οποιοδήποτε λόγο· ή
(γ) δεν υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια αρχή γιατί αυτή ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ∙
και δεν της χορηγήθηκε άδεια «Α» στη θέση της, δικαιούται να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αρχή για χορήγηση άδειας «Α» στη θέση της άδειας οδικής χρήσης μεταφορέα «Α» που κατείχε.
(2) Αίτηση μπορεί να υποβληθεί είτε από την επιχείρηση στην οποία αναφερόταν η άδεια οδικής χρήσης μεταφορέα «Α» είτε, με τη συγκατάθεση της επιχείρησης αυτής, από τρίτη επιχείρηση:
(3) Για να γίνει αποδεκτή από την αρμόδια αρχή αίτηση για χορήγηση άδειας «Α» με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου θα πρέπει:
(α) να έχουν καταβληθεί προηγουμένως:
(i) τυχόν οποιαδήποτε καθυστερημένα έλη κυκλοφορίας αφορούν το μηχανοκίνητο όχημα στο οποίο αναφερόταν η άδεια οδικής χρήσης μεταφορέα «Α»·
(ii) τυχόν τέλη εγγραφής αν η άδεια «Α» θα αναφέρεται σε μηχανοκίνητο όχημα το οποίο έχει στο μεταξύ διαγραφεί από το μητρώο εγγραφής μηχανοκίνητων οχημάτων∙
(iii) τέλος ύψους τριάντα ευρώ (€30)· και
(iv) το τέλος που προνοείται στην παράγραφο 7 του Τέταρτου Παραρτήματος των περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Κανονισμών.
(β) να αφορά τις μεταφορικές δραστηριότητες που ρυθμίζονται με τον παρόντα Νόμο για το επάγγελμα οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων.
28. Η ισχύς του παρόντος Νόμου, εν όλω ή εν μέρει, αρχίζει σε ημερομηνία που θα οριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
[Εικόνα]
ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ
ΔΕΝ ΠΛΗΡΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΕΧΕΓΓΥΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ
[Άρθρο 7(1)]
ΠΟΙΝΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ | ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ | ||
ΠΡΩΤΗ ΣΤΗΛΗ | ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΗΛΗ | ΤΡΙΤΗ ΣΤΗΛΗ | ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΗΛΗ |
Για πρόσωπα 21 χρονών και άνω κατά την ημερομηνία της απαγγελίας της καταδίκης | Για πρόσωπα κάτω των 21 χρονών κατά την ημερομηνία της απαγγελίας της καταδίκης | Για πρόσωπα κάτω των 18 χρονών κατά την ημερομηνία της απαγγελίας της καταδίκης | |
1. Ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τον ένα χρόνο, αλλά δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια. | Πέντε (5) χρόνια | Δυόμισι (2½) χρόνια | Ενάμισι (1½) χρόνος |
2. Ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τους έξι μήνες αλλά δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο. | Τέσσερα (4) χρόνια | Δύο (2) χρόνια | Ένας (1) χρόνος |
3. Ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τους τρεις μήνες αλλά δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. | Δύο (2) χρόνια | Ένας (1) χρόνος | Εξακολουθούν να πληρούνται τα εχέγγυα αξιοπιστίας |
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.45(I)/2005] λογίζεται ότι άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2005.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.101(I)/2009] τίθεται σε ισχύ με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.