4.—(1) Ο δικαιούχος υποβάλλει μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της κατ' έφεση απόφασης ή, στην περίπτωση επανεκδίκασης από την ημερομηνία της αθωωτικής τελεσιδικίας, αίτηση στο διευθυντή ζητώντας τη χορήγηση σ' αυτόν αποζημίωσης.
(2) Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία ως προς τα θέματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 5.
(3) Ο διευθυντής αποστέλλει την αίτηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αποζημίωσης, που αναφέρονται στο άρθρο 3, και για να ληφθεί γνωμάτευση για το ύψος της αποζημίωσης.
(4) Ο διευθυντής κοινοποιεί στο δικαιούχο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα υποβολής της αίτησης την απόφασή του να απορρίψει την αίτηση του δικαιούχου ή να προσφέρει στο δικαιούχο καθορισμένο ποσό αποζημίωσης.
(5) Ο δικαιούχος δύναται μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση σ' αυτόν της απόφασης του διευθυντή, όπως προνοείται στο εδάφιο (4) ανωτέρω είτε να γνωστοποιήσει γραπτώς την αποδοχή της προσφερόμενης σ' αυτόν αποζημίωσης είτε, σε περίπτωση μη αποδοχής της ή απόρριψης της αίτησης του, να εγείρει αγωγή στο επαρχιακό δικαστήριο της επαρχίας όπου κατοικεί, ζητώντας αποζημίωση με βάση τα άρθρα 3 και 5 του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι στην περίπτωση που ο δικαιούχος αποδεχτεί το ποσό της προσφερθείσας αποζημίωσης, ο διευθυντής θα πρέπει να του το καταβάλει μέσα σε σαράντα πέντε μέρες από τη γραπτή γνωστοποίηση της αποδοχής, άλλως ο δικαιούχος θα δικαιούται να το διεκδικήσει δικαστικούς ως συμφωνημένη αποζημίωση.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης του διευθυντή να απαντήσει στο δικαιούχο μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή της αίτησης του, ο δικαιούχος δύναται να εγείρει αγωγή για αποζημίωση στο επαρχιακό δικαστήριο της επαρχίας όπου διαμένει μέσα σε περίοδο τριών μηνών από την ημέρα εκπνοής της χρονικής προθεσμίας των τριών μηνών εντός της οποίας ο διευθυντής όφειλε να απαντήσει στην αίτηση του δικαιούχου.