1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί κατ' Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμος του 2001.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου—
«Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών
«Δικαιούχος» σημαίνει το πρόσωπο που δικαιούται σε αποζημίωση με βάση το άρθρο 3.
3. Πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως χωρίς αναστολή, είτε η καταδίκη του για το έγκλημα, σε σχέση με το οποίο επιβλήθηκε η ποινή ανατρέπεται κατ' έφεση, με αποτέλεσμα την αθώωση του, χωρίς να διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης, είτε η ποινή φυλάκισης κρίνεται κατ' έφεση υπερβολική και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου ή εγγύηση ή απαλλαγή με ή άνευ όρων, είτε η καταδίκη του για το έγκλημα σε σχέση με το οποίο επιβλήθηκε η ποινή ανατρέπεται κατ' έφεση και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης με τελική κατάληξη την τελεσίδικη αθώωση του, δικαιούται σε δίκαιη και εύλογη, σε κάθε περίπτωση, αποζημίωση, εφόσον υποβάλει αίτηση για την παροχή της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.
4.—(1) Ο δικαιούχος υποβάλλει μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της κατ' έφεση απόφασης ή, στην περίπτωση επανεκδίκασης από την ημερομηνία της αθωωτικής τελεσιδικίας, αίτηση στο διευθυντή ζητώντας τη χορήγηση σ' αυτόν αποζημίωσης.
(2) Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία ως προς τα θέματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 5.
(3) Ο διευθυντής αποστέλλει την αίτηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αποζημίωσης, που αναφέρονται στο άρθρο 3, και για να ληφθεί γνωμάτευση για το ύψος της αποζημίωσης.
(4) Ο διευθυντής κοινοποιεί στο δικαιούχο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα υποβολής της αίτησης την απόφασή του να απορρίψει την αίτηση του δικαιούχου ή να προσφέρει στο δικαιούχο καθορισμένο ποσό αποζημίωσης.
(5) Ο δικαιούχος δύναται μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση σ' αυτόν της απόφασης του διευθυντή, όπως προνοείται στο εδάφιο (4) ανωτέρω είτε να γνωστοποιήσει γραπτώς την αποδοχή της προσφερόμενης σ' αυτόν αποζημίωσης είτε, σε περίπτωση μη αποδοχής της ή απόρριψης της αίτησης του, να εγείρει αγωγή στο επαρχιακό δικαστήριο της επαρχίας όπου κατοικεί, ζητώντας αποζημίωση με βάση τα άρθρα 3 και 5 του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι στην περίπτωση που ο δικαιούχος αποδεχτεί το ποσό της προσφερθείσας αποζημίωσης, ο διευθυντής θα πρέπει να του το καταβάλει μέσα σε σαράντα πέντε μέρες από τη γραπτή γνωστοποίηση της αποδοχής, άλλως ο δικαιούχος θα δικαιούται να το διεκδικήσει δικαστικούς ως συμφωνημένη αποζημίωση.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης του διευθυντή να απαντήσει στο δικαιούχο μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή της αίτησης του, ο δικαιούχος δύναται να εγείρει αγωγή για αποζημίωση στο επαρχιακό δικαστήριο της επαρχίας όπου διαμένει μέσα σε περίοδο τριών μηνών από την ημέρα εκπνοής της χρονικής προθεσμίας των τριών μηνών εντός της οποίας ο διευθυντής όφειλε να απαντήσει στην αίτηση του δικαιούχου.
5.—(1) Για τον καθορισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη—
(α) Η περίοδος της ποινής φυλάκισης, την οποία ο δικαιούχος πράγματι έχει εκτίσει-
(β) η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου-
(γ) το επάγγελμα ή η απασχόληση του δικαιούχου αμέσως πριν από την καταδίκη του και η πραγματική απώλεια εισοδήματος συνεπεία της παραμονής του στη φυλακή για την περίοδο που είχε παραμείνει εκεί.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η αποζημίωση, που θα χορηγηθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει την πραγματική απώλεια εισοδήματος του δικαιούχου, όπως η τελευταία καθορίζεται βάσει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), αυξημένη κατά 25%.
Νοείται ότι. εάν ο δικαιούχος δεν απώλεσε εισόδημα ή εάν το ποσό που απώλεσε είναι μικρότερο του ποσού που θα εισέπραττε αν το εισόδημα του ήταν ίσο με το εκάστοτε σε ισχύ κατώτατο όριο μισθών βάσει του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου. Κεφ. 183. η αποζημίωση δε θα μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που θα εισέπραττε αν είχε τέτοιο εισόδημα αυξημένο κατά 25%.
(3) Μετά τον καθορισμό της αποζημίωσης. ο διευθυντής πληροφορεί εγγράφως το δικαιούχο για το ποσό της αποζημίωσης που θα του χορηγηθεί.