13.—(1) Μέλος του Συμβουλίου απαγορεύεται να συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συναλλαγή ή να έχει επαγγελματικό συμφέρον που αφορά αντικείμενο που τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής και παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του:
Νοείται ότι από την απαγόρευση αυτή εξαιρείται η εξάσκηση δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή προαιρέσεως που απορρέουν από τίτλους, τους οποίους μέλος κατείχε πριν από το διορισμό του.
(2) Απαγορεύεται σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει στη συζήτηση και λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο ή από Ειδική Επιτροπή για θέματα που αφορούν συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα:
Νοείται ότι η παράβαση της απαγόρευσης αυτής δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης του Συμβουλίου ή της Ειδικής Επιτροπής, αλλά παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του.
(3) Απαγορεύεται στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και στα λοιπά μέλη του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συμμετέχουν στην ίδρυση ή σε διοικητικό όργανο οργανισμού που τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής και παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται ανάκληση του διορισμού του.
(4) Για τους σκοπούς του άρθρου 12 και του παρόντος άρθρου «συνδεδεμένα πρόσωπα» για το μέλος του Συμβουλίου, λογίζονται-
(α) Οι σύζυγοι και οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού·
(β) εταιρεία, στην οποία μέλος του Συμβουλίου κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση·
(γ) πρόσωπο, το οποίο κατά την κρίση της Επιτροπής τελεί σε σχέση εξάρτησης ή έχει κοινά σε ουσιώδη βαθμό, συμφέροντα με αυτό:
Νοείται ότι τα κριτήρια που εφαρμόζονται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσης παραγράφου εξειδικεύονται με Απόφαση της Επιτροπής που δημοσιεύεται στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.