1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμος του 2001.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Δημοκρατία», σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Ειδική Επιτροπή», σημαίνει Ειδική Επιτροπή που συνιστάται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24·
«εκδότης», έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου·
«επενδυτικός οργανισμός κλειστού τύπου» ή «επενδυτικός οργανισμός», σημαίνει τον εκδότη που έχει ως κύριο σκοπό τη συλλογική επένδυση σε κινητές αξίες κεφαλαίων που συγκεντρώνει από το κοινό και του οποίου η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων προς όφελος των μετόχων ή μεριδιούχων
«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου», σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συνιστάται κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 και που στο εξής θα αναφέρεται ως «Επιτροπή»·
«εταιρεία», σημαίνει εταιρεία που έχει συσταθεί κατά τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ή εταιρεία που έχει συσταθεί στην αλλοδαπή κατά το δίκαιο που ισχύει στον τόπο σύστασής της·
«εταιρεία διαχειρίσεως» αναφορικά προς αμοιβαίο κεφάλαιο ή εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου, έχει την έννοια που αποδίδεται στον
όρο αυτό από τα άρθρα 41 και 95 του περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου·
«εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 69 του περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου·
«θεματοφύλακας», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τα άρθρα 51 (2) και 85 (2) του περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου·
«καθορισμένη Θέση» σημαίνει θέση που καθορίζεται ως τέτοια από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 49Α·
«κινητές αξίες» ή «αξίες», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου·
«Μέλος του Χρηματιστηρίου» ή «Μέλος», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό 2 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών
«οργανισμός», σημαίνει εταιρεία, οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ανοικτού τύπου, επενδυτικό οργανισμό κλειστού τύπου και κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα·
«οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ανοικτού τύπου», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 8 του περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου·
«Συμβούλιο», σημαίνει το Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που συνιστάται κατά τις διατάξεις του άρθρου 10·
«τίτλοι», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί της Κατοχής, Χρήσης και Ανακοίνωσης Προνομιακών Εμπιστευτικών Πληροφοριών, περί της Εποπτικής Αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και περί άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου·
«Υπουργός», σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών
«χρηματιστηριακή εταιρεία», σημαίνει το νομικό πρόσωπο που ασχολείται κατ' επάγγελμα με την αγοραπωλησία κινητών αξιών δι' ίδιον λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλων και το οποίο δικαιούται, εφόσον ενεργεί για λογαριασμό άλλων να εισπράττει μεσιτικά δικαιώματα· ο όρος αυτός
περιλαμβάνει τόσο τη χρηματιστηριακή εταιρεία που είναι μέλος του Χρηματιστηρίου κατά την έννοια του Κανονισμού 2 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών, όσο και τη χρηματιστηριακή εταιρεία που δεν είναι μέλος του Χρηματιστηρίου·
«Χρηματιστήριο», σημαίνει το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου που καθιδρύθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου·
«χρηματιστής», σημαίνει το φυσικό πρόσωπο που ασχολείται κατ' επάγγελμα με την αγοραπωλησία κινητών αξιών δι' ίδιον λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλων και το οποίο δικαιούται εφόσον ενεργεί για λογαριασμό άλλων να εισπράττει μεσιτικά δικαιώματα· ο όρος αυτός περιλαμβάνει το χρηματιστή που είναι μέλος του Χρηματιστηρίου κατά την έννοια του Κανονισμού 2 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών και το χρηματιστή που δεν είναι μέλος του Χρηματιστηρίου.
3.—(1) Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, οποιαδήποτε αναφορά σε διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας στον όρο "Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς", λογίζεται ως αναφορά στην "Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου", η οποία συνιστάται κατά τις διατάξεις του άρθρου 5.
(2) Στην Επιτροπή που συνιστάται κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 περιέρχονται όλες οι αρμοδιότητες και εξουσίες που είχαν χορηγηθεί και ασκούνταν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που είχε συσταθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου και των δυνάμει του Νόμου αυτού εκδοθέντων Κανονισμών και επιπροσθέτως από-
(α) Τον περί Κατοχής, Χρήσης και Ανακοίνωσης Προνομιακών Εμπιστευτικών Πληροφοριών, περί της Εποπτικής Αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και περί άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς·
(β) τον περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο·
(γ) τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο·
(δ) τον Κυρωτικό της Σύμβασης για τους Έχοντες Προνομιακή Πρόσβαση στην Πληροφόρηση Νόμο·
(ε) τον περί Εταιρειών Νόμο·
(στ) τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Κεντρικό Αποθετήριο και Κεντρικό Μητρώο Αξιών) Νόμο·
(ζ) τον περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμο.
4. Η γενική εποπτεία της κεφαλαιαγοράς και των συναλλαγών κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, ανατίθεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού:
5.—(1) Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου».
(2) Ως έδρα της Επιτροπής ορίζεται η Λευκωσία.
(3) Η Επιτροπή διοικείται από Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο Μέρος III.
6.—(1) Στην Επιτροπή ανατίθεται η ευθύνη της εποπτείας της κεφαλαιαγοράς, της διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας και μεθοδικής ανάπτυξής της και της παρακολούθησης των συναλλαγών κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας μέσω του Χρηματιστηρίου ή εκτός του Χρηματιστηρίου.
(2) Η Επιτροπή ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της ανατίθενται από τις διατάξεις του Μέρους IV, τους Νόμους που αναφέρονται στο άρθρο 3(2) και από οποιοδήποτε άλλο νόμο και έχει την ευθύνη λήψεως μέτρων προς πρόληψη ή καταστολή πράξεων που προσκρούουν στις διατάξεις τους.
(3) Η Επιτροπή έχει ως έργο της τη μελέτη, την εισήγηση μέτρων στις αρμόδιες αρχές και τη λήψη μέτρων από την ίδια εντός των κατά νόμο αρμοδιοτήτων της προς διασφάλιση της ακεραιότητας των διενεργούμενων χρηματιστηριακών συναλλαγών και εν γένει της διασφάλισης της αποτελεσματικότητας της κεφαλαιαγοράς και της δίκαιης λειτουργίας της εφόσον το κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις.
(4) Οι επιμέρους αρμοδιότητες και εξουσίες της Επιτροπής καθορίζονται στο ΜΕΡΟΣ IV.
7. Η Επιτροπή παρέχει στον Υπουργό οποιαδήποτε πληροφορία αυτός κρίνει αναγκαία προς το δημόσιο συμφέρον σχετικά με τις δραστηριότητές της.
8.—(1) Η Επιτροπή καταρτίζει και υποβάλλει κατ' έτος στον Υπουργό έκθεση δραστηριοτήτων μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από της λήξεως του οικονομικού της έτους.
(α) Ο Υπουργός ακολούθως ενημερώνει κατάλληλα το Υπουργικό Συμβούλιο.
(β) Η έκθεση δραστηριοτήτων κοινοποιείται από την Επιτροπή στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
(2) Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η έγκαιρη κατάρτιση της έκθεσης δραστηριοτήτων μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, αυτή παρατείνεται κατά τρεις το πολύ μήνες.
9. Οι αρμοδιότητες, της Επιτροπής, ασκούνται από-
(α) Πενταμελές Συμβούλιο·
(β) τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου· και
(γ) τριμελείς Ειδικές Επιτροπές·
κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
10.—(1) Συνιστάται "Συμβούλιο Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου", το οποίο στο εξής θα αναφέρεται ως Συμβούλιο, στο οποίο ανατίθεται η διοίκηση της Επιτροπής και η ευθύνη της πραγμάτωσης του έργου της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Στο Συμβούλιο ανατίθεται η άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.
11.—(1) Το Συμβούλιο εφορεύει τις εργασίες της Επιτροπής και έχει πλήρη εξουσία για τη διοίκηση του προσωπικού και τη διαχείριση της περιουσίας της κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού:
(2) Το Συμβούλιο ειδικότερα-
(α) Εκπροσωπεί διά του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του την Επιτροπή ενώπιον των δικαστικών και άλλων αρχών
(β) διορίζει και παύει τους υπαλλήλους που τελούν στην υπηρεσία της Επιτροπής·
(γ) ασκεί πειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων της Επιτροπής και επιβάλλει πειθαρχικές ποινές, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου-
(δ) μεριμνά για την τήρηση λογαριασμών και για την κατάρτιση και υποβολή εκθέσεων και οικονομικών καταστάσεων κατά τα οριζόμενα στο Μέρος VIII·
(ε) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την απρόσκοπτη και ομαλή διεξαγωγή των εργασιών της Επιτροπής-
(στ) διεξάγει έρευνες και επιβάλλει κυρώσεις κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο και σε οποιοδήποτε άλλο νόμο της παρέχει τέτοιες εξουσίες ·
(ζ) εκδίδει κανονιστικής φύσεως Αποφάσεις κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
(η) καταρτίζει και υποβάλλει προς έγκριση Κανονισμούς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56- και
(θ) είναι αρμόδιο για κάθε ενέργεια, η οποία κατά τον παρόντα Νόμο, τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς και την κειμένη νομοθεσία προσιδιάζει στους σκοπούς και τις με βάση τον παρόντα Νόμο αρμοδιότητες της Επιτροπής.
12.—(1) Το Συμβούλιο είναι πενταμελές και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τρία άλλα μέλη που διορίζονται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
(2) Ως μέλη του Συμβουλίου διορίζονται πρόσωπα ανωτάτου ηθικού επιπέδου, εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας και εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στη χρηματαγορά και την κεφαλαιαγορά, τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου, στην ανάπτυξη της ομαλής και μεθοδικής αγοράς αξιών και στην προστασία των επενδυτών και του κοινού εν γένει.
(3) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου υποδεικνύει έναν εκπρόσωπο του, ο οποίος δύναται να μετέχει σε οποιαδήποτε συνεδρία του Συμβουλίου ή της Ειδικής Επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου, αλλά με το δικαίωμα να εγγράφει στην ημερήσια διάταξη θέματα, να μετέχει στις συζητήσεις και να εκφράζει απόψεις:
(4) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο προσώπου, το οποίο έχει είτε το ίδιο, είτε τα συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα ουσιώδες συμφέρον σε οργανισμό που τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής ή το οποίο μετέχει στο διοικητικό όργανο τέτοιου οργανισμού και η απόκτηση τέτοιου συμφέροντος ή η συμμετοχή στο διοικητικό όργανο τέτοιου οργανισμού κατά τη διάρκεια της θητείας του συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του:
(5) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός στο Συμβούλιο προσώπου, το οποίο έχει καταδικαστεί για αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθικής αισχρότητας ή έχει πτωχεύσει σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου.
13.—(1) Μέλος του Συμβουλίου απαγορεύεται να συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα δι’ ίδιον όφελος ή προς όφελος τρίτων σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συναλλαγή ή να έχει επαγγελματικό συμφέρον που αφορά αντικείμενο που τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής και παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του:
(2) Απαγορεύεται σε μέλος του Συμβουλίου να μετέχει στη συζήτηση και λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο ή από Ειδική Επιτροπή για θέματα που αφορούν συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα:
Νοείται ότι η παράβαση της απαγόρευσης αυτής δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης του Συμβουλίου ή της Ειδικής Επιτροπής, αλλά παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την ανάκληση του διορισμού του.
(3) Απαγορεύεται στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο και στα λοιπά μέλη του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συμμετέχουν στην ίδρυση ή σε διοικητικό όργανο οργανισμού που τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής και παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται ανάκληση του διορισμού του.
(4) Για τους σκοπούς του άρθρου 12 και του παρόντος άρθρου «συνδεδεμένα πρόσωπα» για το μέλος του Συμβουλίου, λογίζονται-
(α) Οι σύζυγοι και οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού·
(β) εταιρεία, στην οποία μέλος του Συμβουλίου κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον το είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση·
(γ) πρόσωπο, το οποίο κατά την κρίση της Επιτροπής τελεί σε σχέση εξάρτησης ή έχει κοινά σε ουσιώδη βαθμό, συμφέροντα με αυτό:
14.—(1) Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα τρία λοιπά μέλη του Συμβουλίου διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργού.
(2) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου παρέχουν τις υπηρεσίες τους κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και δεν επιτρέπεται να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία ή να απασχολούνται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία επ' αμοιβή:
(α) Σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, λογίζεται ότι υπηρέτησε στην κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για τόση επιπλέον περίοδο για όση υπηρέτησε πριν από το διορισμό του ως Προέδρου ή Αντιπροέδρου, ανάλογα με την περίπτωση ή για όση περίοδο θα υπηρετούσε αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη·
(β) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, λογίζεται ότι υπηρέτησε στην κρατική υπηρεσία ή στον οργανισμό για περίοδο δέκα επιπλέον ετών ή για τόση περίοδο για όση θα υπηρετούσε αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη.
Η πιο πάνω προστιθέμενη υπηρεσία λογίζεται ως υπηρεσία με εισφορές:
(3) Ο όρος της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που ισχύει για τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου, δεν ισχύει προκειμένου περί των τριών λοιπών μελών του Συμβουλίου.
15.—(1) Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι πενταετής: Νοείται ότι κατ' εξαίρεση η θητεία του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου που διορίζεται για πρώτη φορά μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου είναι τετραετής, δύο εκ των τριών μελών που διορίζονται κατά πρώτον μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου είναι τριετής, ενώ η θητεία των μελών του Συμβουλίου που διορίζονται μετέπειτα θα είναι πενταετής όπως και των λοιπών μελών του Συμβουλίου.
(2) Επιτρέπεται ο επαναδιορισμός των μελών του Συμβουλίου μετά τη λήξη της θητείας τους για μια μόνο επιπλέον πενταετή θητεία:
16.—(1) Η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Σε περίπτωση θανάτου του·
(β) σε περίπτωση παραιτήσεώς του· και
(γ) σε περίπτωση ανακλήσεως του διορισμού του.
Σε περίπτωση που η θέση μέλους του Συμβουλίου κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, διορίζεται στη θέση του άλλο πρόσωπο για το υπόλοιπο της θητείας του απερχόμενου μέλους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14.
(2) Πρόσωπο, το οποίο διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου και το οποίο έπαυσε να υπηρετεί λόγω λήξης της θητείας του, παραιτήσεώς του ή ανακλήσεως του διορισμού του δεν επιτρέπεται να διοριστεί σε όργανο διοικήσεως ή ως διαχειριστής επενδύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε σε ισχύ χρηματιστηριακής νομοθεσίας, παρά μόνο μετά την παρέλευση δύο χρόνων από την αποχώρησή του από τη θέση του ως μέλους του Συμβουλίου:
17. Η παραίτηση μέλους του Συμβουλίου διενεργείται με έγγραφο παραιτήσεως απευθυνόμενο προς το Υπουργικό Συμβούλιο.
18. Ο διορισμός μέλους του Συμβουλίου ανακαλείται από το Υπουργικό Συμβούλιο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Σε περίπτωση απόκτησης συμφέροντος ή συμμετοχής σε διοικητικό όργανο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 13·
(β) σε περίπτωση παράβασης οποιασδήποτε από τις διατάξεις που αναφέρονται στα εδάφια (1), (2) και (3) του άρθρου 13· ή
(γ) σε περίπτωση καταδίκης για το αδίκημα της παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32·
(δ) σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή σε περίπτωση επιβολής της ποινής της φυλακίσεως για την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος·
(ε) κατόπιν προτάσεως του Υπουργού, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου, η οποία υποβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη τριών τουλάχιστον μελών σε περίπτωση αναιτιολόγητης και επανειλημμένης αποχής του μέλους από την άσκηση των καθηκόντων του:
19.—(1) Οι συνεδρίες του Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού από τον Αντιπρόεδρο του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δύο, από ένα εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου, το οποίο ορίζεται επί τούτω από τον Πρόεδρο.
(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται προς όλα τα μέλη του Συμβουλίου και τον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δύο τουλάχιστον ημέρες πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(3) Κατ' εξαίρεση σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται μετά από πρόσκληση που επιδίδεται στα μέλη σε εύλογο χρόνο πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(4) Η πρόσκληση σε συνεδρία δύναται να γίνει με επιστολή, τηλεγράφημα, τηλεμήνυμα, φωτομήνυμα ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
(5) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου συγκαλεί το Συμβούλιο σε συνεδρία οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο, υποχρεούται όμως να το πράξει αν τούτο ζητηθεί γραπτώς από δύο τουλάχιστον μέλη του Συμβουλίου που καθορίζουν ταυτοχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.
(6) Συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται οπωσδήποτε δύο φορές το μήνα.
(7) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρος του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού ο Αντιπρόεδρος του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δυο, από ένα εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου που επιλέγεται προς τούτο από τα παριστάμενα μέλη κατά τη συνεδρία.
(8) Ο Προεδρεύων της συνεδρίας και δύο άλλα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία, οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του προεδρεύσαντος της συνεδρίας.
(9) Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ένα μέλος του προσωπικού της Επιτροπής που ορίζεται προς τούτο από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, ο οποίος έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών.
(10) Τα πρακτικά της συνεδρίας τηρούνται μυστικά, εκτός αν αποφασισθεί διαφορετικά από το Συμβούλιο, από αρμόδιο δικαστήριο ή από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.
(11) Η χηρεία θέσεως μέλους του Συμβουλίου ή ελάττωμα περί το διορισμό του δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών του Συμβουλίου.
(12) Στις περιπτώσεις όπου απαιτείται η διατύπωση ή η άρνηση διατύπωσης της σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών για την αναστολή εμπορίας κινητών αξιών ή για την αναστολή άδειας εξασκήσεως του επαγγέλματος ή των εργασιών Μέλους του Χρηματιστηρίου, κατά τα οριζόμενα στον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου δύνανται να αποφασίσουν επί του θέματος. Απουσιάζοντος του ενός, αποφασίζει ο άλλος από κοινού με ακόμη ένα μέλος του Συμβουλίου και η απόφαση που λαμβάνεται καταγράφεται στα πρακτικά της συνεδρίας που έπεται της εν λόγω απόφασης.
20. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου έχει την υποχρέωση φύλαξης της επίσημης σφραγίδας του Συμβουλίου, η οποία τίθεται στα έγγραφα στην παρουσία του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου και ενός άλλου μέλους που προσυπογράφουν το έγγραφο.
21.—(1) Η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου καθορίζονται στο έγγραφο του διορισμού τους από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Στα λοιπά μέλη του Συμβουλίου και στον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας καταβάλλεται αμοιβή ανά συνεδρία, η οποία ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3) Η δαπάνη για την καταβολή της αντιμισθίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου και της αμοιβής των λοιπών μελών του καθώς και του εκπρόσωπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας βαρύνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της Επιτροπής.
22.—(1) Μέλος του Συμβουλίου και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί ως σύμβουλος ή κατ' εντολήν του Συμβουλίου δεν υπέχει προσωπική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, εκτός αν η παράλειψη αποδεδειγμένα έγινε εκ προθέσεως.
(2) Έκφραση γνώμης κατά την άσκηση των καθηκόντων μέλους του Συμβουλίου, αποτελεί ειδική υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμιση που εγείρεται εναντίον του με βάση τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.
23.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), το Συμβούλιο έχει εξουσία να εκχωρεί στον Πρόεδρο, στον Αντιπρόεδρο του ή σε Ειδικές Επιτροπές που συνιστά επί τούτω, την άσκηση οποιασδήποτε από τις αρμοδιότητες του για το χρονικό διάστημα που ορίζεται κατά περίπτωση από αυτό και με τους κατά περίπτωση προβλεπόμενους όρους.
(2) Δεν επιτρέπεται η εκχώρηση αρμοδιοτήτων επί των προβλεπόμενων στο άρθρο 27 θεμάτων.
24.—(1) Ειδική Επιτροπή συνιστάται με απόφαση του Συμβουλίου και απαρτίζεται από τρία μέλη της Επιτροπής, που δύνανται να είναι είτε ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και ένα μέλος, είτε ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος και δύο μέλη.
(2) Οι Ειδικές Επιτροπές συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ή από τον Αντιπρόεδρο και σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος αυτών, από ένα εκ των μελών του Συμβουλίου που ορίζεται προς τούτο από το Συμβούλιο και συνεδριάζουν κατά τακτά διαστήματα εφόσον παρίστανται στη συνεδρία δύο από τα μέλη τους.
(3) Οι αποφάσεις των Ειδικών Επιτροπών λαμβάνονται με δύο τουλάχιστον θετικές ψήφους και σε περίπτωση ισοψηφίας το θέμα παραπέμπεται προς επίλυση από το Συμβούλιο.
25.—(1) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου έχουν από κοινού την αρμοδιότητα της εκτελέσεως των αποφάσεων του Συμβουλίου και των Ειδικών Επιτροπών.
(2) Σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος του Προέδρου, τα κατά τον παρόντα Νόμο καθήκοντά του ασκούνται από τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου.
26. Η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες :
(α) Να εποπτεύει και ελέγχει τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου και τις καταρτιζόμενες στο Χρηματιστήριο συναλλαγές, να καθορίζει μετά από εισήγηση του Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου άλλα πράγματα ή άλλες κινητές αξίες ως χρηματιστηριακά πράγματα, να εποπτεύει και ελέγχει τους εκδότες των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο τίτλων, να εποπτεύει και να ελέγχει την εμπορία των τίτλων που είναι εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο και γενικά να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της παρέχει ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί:
(β) να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της παρέχει ο περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμος.
(γ) να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της παρέχει ο περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος·
(δ) να εποπτεύει την εφαρμογή των διατάξεων του περί της Κατοχής, Χρήσης και Ανακοίνωσης Προνομιακών Εμπιστευτικών Πληροφοριών, περί της Εποπτικής Αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και περί Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου·
(ε) να ενεργεί ως αρμόδια Αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 4 της Συμβάσεως για τους Έχοντες Προνομιακή Πρόσβαση στην Πληροφόρηση του Συμβουλίου της Ευρώπης που κυρώθηκε με τον Κυρωτικό της Σύμβασης για τους Έχοντες Προνομιακή Πρόσβαση στην Πληροφόρηση Νόμο·
(στ) να ασκεί τις αρμοδιότητες που της χορηγούν οι περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμοί·
(ζ) να ασκεί τις εποπτικές αρμοδιότητες που της ανατέθηκαν συναφώς προς την εφαρμογή του περί της Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου·
(η) να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της παρέχει ο περί Προσκλήσεως Επενδύσεων προς το Κοινό Νόμος·
(θ) να χορηγεί άδεια συστάσεως και λειτουργίας επενδυτικών οργανισμών κλειστού τύπου, να εποπτεύει και ελέγχει τους οργανισμούς αυτούς και την επενδυτική τους πολιτική όπως ειδικότερα καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(ι) να διενεργεί ελέγχους σε εταιρείες, των οποίων οι τίτλοι είναι εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο, σε επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά τα οριζόμενα στον περί Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμο, περιλαμβανομένων χρηματιστηριακών εταιρειών, χρηματιστών και συμβούλων επενδύσεων, σε εταιρείες διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων, σε εταιρείες επενδύσεως μεταβλητού κεφαλαίου και σε εταιρείες διαχειρίσεως των εταιρειών αυτών και σε επενδυτικούς οργανισμούς κλειστού τύπου σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς και την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας από τα στελέχη αυτών και να προβαίνει σε ανακοινώσεις επί των αποτελεσμάτων των ελέγχων αυτών·
(ια) να καθορίζει με Απόφασή της που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας τις περιπτώσεις διεξαγωγής τακτικών ή έκτακτων ελέγχων, τη διαδικασία και τα όργανα διεξαγωγής των ελέγχων αυτών και να επιβάλλει την υποχρέωση στα ελεγχόμενα φυσικά πρόσωπα ή οργανισμούς να υποβάλλουν περιοδικώς ή κατά περίπτωση σε αυτήν ή στα όργανα ελέγχου, στοιχεία αναγκαία για την άσκηση του ελέγχου·
(ιβ) να επιβάλλει τις κατά νόμο προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις και πειθαρχικές ποινές·
(ιγ) να εποπτεύει και ελέγχει την ομαλή λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς και την τήρηση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας·
(ιδ) να ελέγχει και δίδει τελική έγκριση βάσει κριτηρίων, τα οποία δύνανται να καθορίζονται ειδικότερα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου το ενημερωτικό δελτίο εκδότη που επιζητεί την εισαγωγή τίτλων του στο Χρηματιστήριο και το οποίο έχει προηγουμένως εγκριθεί από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου, να ελέγχει και εγκρίνει την πρόσκληση για εγγραφή εκδότη για τίτλους των οποίων δεν επιζητείται η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο κατά τα οριζόμενα ειδικότερα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(ιε) να καταρτίζει και υποβάλλει προς έγκριση Κανονισμούς, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56·
(ιστ) να εκδίδει Αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για θέματα που αφορούν στην άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της Επιτροπής, οι οποίες της παρέχονται από τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς·
(ιζ) να γνωμοδοτεί στον Υπουργό, στη Βουλή των Αντιπροσώπων ή σε άλλες αρχές επί θεμάτων κεφαλαιαγοράς, εφόσον το προβλέπει ο παρών Νόμος, οποιοσδήποτε άλλος νόμος ή εφόσον η γνωμοδότηση αυτή ζητηθεί επί τούτω·
(ιη) να συνεργάζεται με άλλες δημόσιες αρχές στη Δημοκρατία και με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
(ιθ) να προβαίνει εφόσον το κρίνει σκόπιμο στη λήψη αστικής φύσεως δικαστικών μέτρων και να αναλαμβάνει για λογαριασμό και επ’ ονόματι επενδυτών, ενέργειες προς αποκατάσταση της ζημιάς που τυχόν αυτοί υπέστησαν από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή της κειμένης νομοθεσίας σχετικά με θέματα που αφορούν την κεφαλαιαγορά:
(ικ) να ασκεί τις αρμοδιότητες που της παρέχουν ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Κεντρικό Αποθετήριο και Κεντρικό Μητρώο Αξιών) Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί.
27.—(1) Το Συμβούλιο δύναται να εκχωρεί στον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο ή σε Ειδικές Επιτροπές που συνίστανται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, εκτός από τις ακόλουθες:
(α) Την κατάρτιση και υποβολή Κανονισμών προς έγκριση·
(β) την έκδοση Αποφάσεων προς ρύθμιση θεμάτων, τα οποία δύνανται να ρυθμιστούν με Απόφαση της Επιτροπής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (ιε) του άρθρου 26·
(γ) τη χορήγηση των προβλεπόμενων από την κειμένη νομοθεσία αδειών σύστασης και λειτουργίας εταιρείας διαχειρίσεως αμοιβαίου κεφαλαίου και εταιρείας επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου και την ανάκληση των αδειών αυτών, την εξαίρεση εταιρείας επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου από την υποχρέωση προς διορισμό Θεματοφύλακα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 93 του περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου και την εξαίρεση της εταιρείας επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου από την υποχρέωση προς διορισμό εταιρείας διαχειρίσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 96 του ιδίου Νόμου·
(δ) τη διατύπωση ή την άρνηση διατύπωσης σύμφωνης γνώμης όπου αυτή απαιτείται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών
(ε) τη διατύπωση γνωμών, εισηγήσεων ή προτάσεων προς τον Υπουργό ή προς άλλες δημόσιες αρχές όπου η υποχρέωση αυτή προβλέπεται από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου·
(στ) την επιβολή των προβλεπόμενων από την κειμένη νομοθεσία, τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς διοικητικών κυρώσεων και πειθαρχικών ποινών.
28. Με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου θεσπίζεται Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος αφορά στη συμπεριφορά των εκδοτών τίτλων, των εταιρειών διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων, των εταιρειών επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου, των επενδυτικών οργανισμών κλειστού τύπου των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, των χρηματιστών, των χρηματιστηριακών εταιρειών, των συμβούλων επενδύσεων και του προσωπικού τους, περιλαμβανομένων των διευθυντών και των αξιωματούχων αυτών.
29. Η Επιτροπή έχει εξουσία να απευθύνεται στον Έφορο Εταιρειών, στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου και σε κάθε κρατική υπηρεσία που οφείλουν να της παρέχουν κάθε αναγκαία συνδρομή και πληροφορία, έγγραφα και άλλα στοιχεία που είναι αναγκαία προς άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
30.—(1) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με αρμόδιες εποπτικές αρχές επιφορτισμένες με την άσκηση ανάλογων αρμοδιοτήτων στην αλλοδαπή και να ανταλλάσσει με αυτές τις αναγκαίες προς άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, πληροφορίες.
(2) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει με αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής συνεργασίες που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, μόνον εφόσον οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται στο κράτος που εδρεύουν οι αρχές αυτές από εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο.
(3) Οι ανταλλασσόμενες κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού πληροφορίες είναι εμπιστευτικής φύσεως και απαγορεύεται η κοινοποίησή τους χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής που τις ανακοίνωσε και στην περίπτωση αυτή μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη συγκατάθεση της.
(4) Η ανακοίνωση από την Επιτροπή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε αρμόδιες εποπτικές αρχές της αλλοδαπής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δε συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 31.
31.—(1) Μέλος του Συμβουλίου ή πρόσωπο που διετέλεσε μέλος του Συμβουλίου, πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Επιτροπή σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο λαμβάνει γνώση ένεκα της θέσης του ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, έχει υποχρέωση προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και οφείλει να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων του και να μην τις κοινοποιεί παρά μόνο στην έκταση που η κοινοποίησή τους είναι αναγκαία στα πλαίσια διοικητικής προσφυγής που αφορά στην άσκηση των καθηκόντων του ή εφόσον συνιστούν στοιχεία αποδεικτικά της τέλεσης ποινικού ή πειθαρχικού αδικήματος.
(2) Το απόρρητο συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που πρόσωπο λαμβάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του δύνανται να ανακοινωθούν μόνο σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας και στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εφόσον αναφέρονται σε θέματα που εμπίπτουν στις κατά Νόμο αρμοδιότητές τους.
(3) Οι αρχές προς τις οποίες ανακοινώνονται εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες κατά τις διατάξεις του εδαφίου (2) δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
(4) Επιτρέπεται η ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα-
(α) Εφόσον η Επιτροπή, κατά την απόλυτη κρίση της, αποφασίσει ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή προστασίας του επενδυτικού κοινού ή διαφάνειας επιβάλλεται να δημοσιοποιεί αυτούσια ή περιληπτικά οποιεσδήποτε αποφάσεις ή πορίσματά της που λαμβάνει ή συντάσσει αντίστοιχα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, των Νόμων για τους οποίους γίνεται αναφορά στα άρθρα 3 και 26 του παρόντος Νόμου και γενικά της κειμένης νομοθεσίας που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.
(β) στα πλαίσια αστικής διαδικασίας σε περίπτωση πτώχευσης φυσικών προσώπων ή αναγκαστικής εκκαθάρισης νομικών προσώπων, νοουμένου ότι οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν τρίτους που λαμβάνουν μέτρα διάσωσής τους.
32. Πρόσωπο, το οποίο εν γνώσει του παραβιάζει την υποχρέωσή του προς εχεμύθεια και τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 31 διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές και προκειμένου περί δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου της Επιτροπής, η παραβίαση αυτή συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται μέχρι και με την ποινή της απόλυσής του από τη δημόσια υπηρεσία ή από την υπηρεσία της Επιτροπής.
33.—(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία να ζητά και να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των κατά νόμο αρμοδιοτήτων της και να απαιτεί με σχετικό γραπτό αίτημα την παροχή των πληροφοριών μέσα στην τασσόμενη προθεσμία από εκδότες που έχουν εισαγάγει τίτλους στο Χρηματιστήριο, μέλη του Χρηματιστηρίου, αναδόχους, σύμβουλους επενδύσεων, κάθε είδους επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, επενδυτικούς οργανισμούς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εύλογα η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες.
(2) Στο γραπτό αίτημα της Επιτροπής καθορίζονται οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών προθεσμία που πρέπει να είναι εύλογη και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής των πληροφοριών.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των ζητούμενων πληροφοριών.
(4) Αναφορικά με το τραπεζικό απόρρητο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 29 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, μέλος ή λειτουργός της Επιτροπής εντεταλμένος ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου της Επιτροπής προς λήψη πληροφοριών δυνάμει του παρόντος Νόμου, λογίζεται ως δημόσιος λειτουργός κατά την έννοια της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) αυτού και για την εξασφάλιση οποιασδήποτε πληροφορίας δεν απαιτείται η προηγούμενη έκδοση δικαστικού διατάγματος:
(5) Η Επιτροπή σε περίπτωση παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία ή σε περίπτωση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του υπαιτίου, έχει εξουσία αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τον υπαίτιο της παράβασης, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή της να του επιβάλει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 38 διοικητικές κυρώσεις.
(6) Σε περίπτωση παραλείψεως παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην τακτή προθεσμία, η Επιτροπή έχει επιπρόσθετα την εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου μέχρι και το ποσό των πεντακοσίων λιρών για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(7) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας της αυτής είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.
(8) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού "η υποχρέωση προς παροχή πληροφοριών" περιλαμβάνει και την υποχρέωση προς προσκόμιση και κατάθεση κάθε είδους γραπτών στοιχείων και τη διάθεση πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
34. Η Επιτροπή έχει εξουσία να διενεργεί έρευνες απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παραβίασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεων και προς τούτο δύναται-
(α) να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές κάθε προσώπου για το οποίο υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι κατέχει στοιχεία δυνάμενα να βοηθήσουν την Επιτροπή στην έρευνά της και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματά τους· και
(β) να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των υπό έρευνα προσώπων.
35.—(1) Οι κατά το άρθρο 34 έρευνες διενεργούνται κατ' εντολήν της Επιτροπής ύστερα από προειδοποίηση η σε επείγουσες και ειδικά αιτιολογημένες περιπτώσεις χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση του προσώπου στο οποίο αφορά η εντολή.
(2) Η εντολή της Επιτροπής δέον να είναι γραπτή και να καθορίζει το σκοπό της έρευνας, να ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, τη διάταξη στην οποία βασίζεται η εξουσία της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του προσώπου στο οποίο η εντολή αφορά να συμμορφωθεί προς την εντολή.
(3) Το πρόσωπο εναντίον του οποίου διενεργείται η έρευνα δύναται να συμβουλεύεται το δικηγόρο του κατά τη διάρκεια της έρευνας, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά κατά νόμο προϋπόθεση για την εγκυρότητα έρευνας.
(4) Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου παρά μόνο δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
(5) Η Επιτροπή σε περίπτωση αρνήσεως προσώπου να συμμορφωθεί προς εντολή για έρευνα ή σε περίπτωση που αυτό επιδεικνύει ελλιπή τα αιτηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του, έχει εξουσία αφού προηγουμένως τον καλέσει σε απολογία, να του επιβάλει με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή της τις προβλεπόμενες στο άρθρο 38 διοικητικές κυρώσεις.
(6) Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς εντολή της Επιτροπής κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για τη διενέργεια έρευνας, η Επιτροπή έχει επιπρόσθετη εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι και το ποσό των πεντακοσίων λιρών για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης προς συμμόρφωση.
(7) Οι πληροφορίες που αποκτά η Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας της αυτής είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της:
36. Η Επιτροπή σε περίπτωση που κατά την άσκηση της εξουσίας της προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο ή έρευνα ή από στοιχεία που με οποιοδήποτε τρόπο τίθενται ενώπιον της, διαπιστώνει το ενδεχόμενο παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών ή της κειμένης νομοθεσίας που αφορά στην κεφαλαιαγορά και στις συναλλαγές κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας ή παράβασης των κανονιστικής φύσεως Αποφάσεων της Επιτροπής, ενεργεί ως ακολούθως:
(α) Σε περίπτωση που η ενδεχόμενη παράβαση δυνατόν εκ πρώτης όψεως να συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή της κείμενης νομοθεσίας που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή, η Επιτροπή συντάσσει το πόρισμα της και το υποβάλλει μαζί με τα στοιχεία που κατέχει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει από τα τεθέντα ενώπιον του στοιχεία κατά πόσο συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης και δικαιολογείται ποινική δίωξη του υπαιτίου· ή και
(β) επιλαμβάνεται η ίδια της υπόθεσης και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 ή η επιβολή άλλων διοικητικών ή πειθαρχικών κυρώσεων, που προβλέπονται στους δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενους Κανονισμούς ή στην κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά:
37.—(1) Για τους σκοπούς των άρθρων 33 έως 36, η Επιτροπή έχει εξουσία να ορίζει Μέλος του Συμβουλίου ή λειτουργό της Επιτροπής ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ως ερευνώντα λειτουργό για συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα κατά τα οριζόμενα στα πιο πάνω άρθρα.
(2) Η έρευνα διεξάγεται το ταχύτερο.
(3) Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας ο ερευνών λειτουργός, ο οποίος δύναται να συμβουλεύεται ή και συνοδεύεται από επαγγελματικό σύμβουλο ή και οποιοδήποτε άλλο άτομο, περιβάλλεται με τις εξουσίες προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα, με τις οποίες περιβάλλεται η Επιτροπή με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Ο ερευνών λειτουργός έχει εξουσία να καλεί, να ακούει μαρτυρία και να παίρνει κατάθεση από πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικά με την υπόθεση, τα οποία οφείλουν να παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν.
(5) Αφού ολοκληρώσει την έρευνά του, ο ερευνών λειτουργός συντάσσει το πόρισμά του και το υποβάλλει στην Επιτροπή μαζί με όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα:
38.—(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.
(2) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε αθέμιτο όφελος από την παράβαση αυτή, το οποίο όφελος υπερβαίνει τα ποσά των διοικητικών προστίμων τα οποία καθορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο του άρθρου αυτού, ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα αθεμίτως προσπορίστηκε από την παράβαση:
(3) Επιπρόσθετα η Επιτροπή έχει την εξουσία σε περίπτωση νομικού προσώπου να επιβάλλει το πρόστιμο στους διοικητικούς συμβούλους, διευθυντές, αξιωματούχους ή τους διαχειριστές επενδύσεων του νομικού τούτου προσώπου σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική τους υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια.
(4) Επιπρόσθετα η Επιτροπή δύναται να διατάξει τον αποκλεισμό από το διοικητικό συμβούλιο ή τα όργανα διοίκησης, προσώπων που τελούν υπό την εποπτεία της Επιτροπής ή την παροχή υπηρεσιών προς αυτά τα πρόσωπα για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα η Επιτροπή κρίνει πρέπον κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που δύνανται να εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
39.—(1) Πριν να προβεί στην έκδοση της απόφασής της προς επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38, η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιεί εγγράφως την πρόθεσή της προς διερεύνηση της ενδεχόμενης παράβασης σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο, να παραθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την πρόθεσή της προς διερεύνηση και προς ενδεχόμενης επιβολή διοικητικού προστίμου και να επισημαίνει τα δικαιώματα που του παρέχονται δυνάμει του εδαφίου (2).
(2) Πρόσωπο προς το οποίο κοινοποιείται έγγραφο με βάση το εδάφιο (1) έχει το δικαίωμα εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή κατά την απόλυτη κρίση της και δύναται να είναι μεταξύ τριών και είκοσι μίας ημερών από της κοινοποιήσεως αυτής, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς την Επιτροπή:
(3) Η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τις παραστάσεις αυτές πριν να προβεί στην έκδοση της απόφασής της για την ύπαρξη ή μη ενδεχόμενης παράβασης και την ενδεχόμενη επιβολή διοικητικού προστίμου και στον καθορισμό του ύψους του οφειλόμενου ποσού.
(4) Απόφαση της Επιτροπής προς επιβολή διοικητικού προστίμου πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να κοινοποιείται εγγράφως προς κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο:
(5) Η Επιτροπή δύναται να δημοσιοποιεί απόφασή της προς επιβολή διοικητικού προστίμου σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4).
40. Οι διατάξεις των άρθρων 38 και 39 σχετικά με την εξουσία της Επιτροπής προς επιβολή διοικητικού προστίμου, υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης της κειμένης νομοθεσίας, η οποία προβλέπει ανάλογη εξουσία της Επιτροπής.
41.—(1) Διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται από την Επιτροπή κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου λογίζεται έναντι των εσόδων του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(2) Οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών, εισπράττονται ως χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας.
(3) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής του διοικητικού προστίμου, η Επιτροπή δύναται να λάβει οποιαδήποτε άλλα μέτρα, τα οποία καθορίζονται με Απόφασή της που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
42. Πρόσωπο που προβαίνει κατά την παροχή πληροφορίας για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή αποκρύπτει ουσιώδες στοιχείο ή παραλείπει την υποβολή στοιχείων ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμποδίζει τη διενέργεια ελέγχου της Επιτροπής, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές:
43.—(1) Ποινική ευθύνη σε σχέση με το προβλεπόμενο στο άρθρο 42 αδίκημα, το οποίο τελείται από νομικό πρόσωπο, υπέχει εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο και οποιοδήποτε από τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου, ο γενικός διευθυντής, ο γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού αυτού προσώπου που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος συναφώς με δήλωση που περιέχεται σε ενημερωτικό δελτίο, ποινική ευθύνη υπέχει και ο ελεγκτής, ο ανάδοχος της έκδοσης, ο σύμβουλος επενδύσεων ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην έκδοση του ενημερωτικού δελτίου.
(2) Πρόσωπο που σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), υπέχει ποινική ευθύνη για τελούμενο από νομικό πρόσωπο αδίκημα, ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή κεχωρισμένως για κάθε ζημία που προσγίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
44. Τα έσοδα της Επιτροπής είναι τα ακόλουθα:
(α) Ποσό εβδομήντα πέντε χιλιάδων λιρών Κύπρου (ΛΚ 75,000) πληρωτέο από το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.
(β) τα δικαιώματα και οι ετήσιες εισφορές που καταβάλλονται στην Επιτροπή δυνάμει οποιασδήποτε σχετικής νομοθεσίας·
(γ) τα δικαιώματα και οι ετήσιες εισφορές που τυχόν καταβάλλονται στην Επιτροπή δυνάμει των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(δ) τόκοι και άλλα έσοδα που προέρχονται από τα περιουσιακά στοιχεία της Επιτροπής· και
(ε) σταθερό ποσό ύψους ενός εκατομμυρίου λιρών Κύπρου (ΛΚ 1, 000, 000) το οποίο καταβάλλεται από την Κυβέρνηση·
45.—(1) Το οικονομικό έτος της Επιτροπής αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
(2) Κατ' εξαίρεσιν το πρώτο οικονομικό έτος αρχίζει κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο παρών Νόμος θα τεθεί σε ισχύ και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
46. Η Επιτροπή οφείλει να τηρεί πλήρεις και επακριβείς λογαριασμούς που ελέγχονται από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και υποβάλλονται στον Υπουργό.
47.—(1) Μέσα σε τρεις μήνες από τη λήξη του οικονομικού της έτους, η Επιτροπή οφείλει να καταρτίζει και να υποβάλλει στον Υπουργό έκθεση και οικονομικές καταστάσεις του προηγούμενου οικονομικού έτους οι οποίες περιλαμβάνουν ισολογισμό, λογαριασμό εσόδων και εξόδων και κατάσταση προέλευσης και διάθεσης μετρητών, καθώς και τις σχετικές σημειώσεις.
(2) Η έκθεση και οι οικονομικές καταστάσεις υπογράφονται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου και πριν την υποβολή τους στον Υπουργό ελέγχονται από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.
(3) Σε περίπτωση που δεν είναι εφικτός ο έγκαιρος έλεγχος της έκθεσης και των οικονομικών καταστάσεων αυτών, η προθεσμία προς έλεγχο παρατείνεται κατά τρεις το πολύ μήνες και αντίγραφα της έκθεσης και των οικονομικών καταστάσεων που κατατέθηκαν προς έλεγχο υποβάλλονται στον Υπουργό προς ενημέρωσή του.
48.—(1) Τρεις μήνες πριν από την έναρξη του νέου οικονομικού έτους, η Επιτροπή οφείλει να καταρτίζει και υποβάλλει προϋπολογισμό του επόμενου οικονομικού έτους κατά τα οριζόμενα στον περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ψήφιση Προϋπολογισμών) Νόμο.
(2) Τυχόν πλεονάσματα της Επιτροπής μεταφέρονται σε αποθεματικό, το οποίο αποτελεί περιουσία της Επιτροπής και διατίθενται κατόπιν εγκρίσεως του Συμβουλίου για οποιοδήποτε επενδυτικό σκοπό που δε σχετίζεται με την κεφαλαιαγορά:
(3) Η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιεί τα αποθεματικά της για κάλυψη λειτουργικών δαπανών μέσα στα πλαίσια του προϋπολογισμού της.
49.—(1) Το Συμβούλιο έχει εξουσία να προσλαμβάνει υπαλλήλους επί μονίμου ή προσωρινής βάσεως κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Με Κανονισμούς ρυθμίζονται θέματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση της Επιτροπής, τη διοικητική της διάρθρωση, τα σχέδια υπηρεσίας των υπαλλήλων της και άλλα λειτουργικά και οργανωτικά θέματα:
Νοείται ότι οι Κανονισμοί αυτοί δε δύνανται να καθορίζουν όρους υπηρεσίας δυσμενέστερους από τους ισχύοντες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου για το υφιστάμενο προσωπικό της υπό κατάργηση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
49Α. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 49, θέση που συνεπάγεται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και στη διαφύλαξη των γενικών συμφερόντων του Κράτους, καθορίζεται ως τέτοια με Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
50.—(1) Το Συμβούλιο έχει εξουσία να αναθέτει σε εγκεκριμένους ελεγκτές την άσκηση ελέγχου επί των φυσικών προσώπων και οργανισμών που υπόκεινται στην εποπτική αρμοδιότητα και στον έλεγχο της Επιτροπής.
(2) Τα υποκείμενα στον έλεγχο φυσικά πρόσωπα και οργανισμοί υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής και των εντεταλμένων ελεγκτών όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση του ελέγχου.
(3) Οι εγκεκριμένοι ελεγκτές στους οποίους ανατίθεται ο έλεγχος κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου συντάσσουν μετά το πέρας του ελέγχου έκθεση και την υποβάλλουν στο Συμβούλιο προς λήψη αποφάσεως:
51.—(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία να αποδέχεται ή να απορρίπτει τις εκθέσεις που της υποβάλλουν οι ελεγκτές των φυσικών προσώπων ή οργανισμών που υπόκεινται στον κατά νόμο έλεγχο της και να καθορίζει με Απόφασή της που δημοσιεύεται στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών, το χρόνο της υποβολής τους και τυχόν άλλους όρους και προϋποθέσεις για την αποδοχή των εκθέσεων αυτών.
(2) Με την Απόφαση της Επιτροπής καθορίζονται οι υποχρεώσεις των ελεγκτών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) έναντι της Επιτροπής.
53. Πρόσωπο που τελεί στην υπηρεσία της Επιτροπής και το οποίο καταδικάζεται για το αδίκημα της παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια και της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 32 ή το οποίο καταδικάζεται για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα ή το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των όρων υπηρεσίας του ή των νομίμων αποφάσεων ή οδηγιών του Συμβουλίου ή του προϊσταμένου του, διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
54.—(1) Το Συμβούλιο είναι το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου επί των προσώπων που τελούν στην υπηρεσία της Επιτροπής.
(2) Το Συμβούλιο επιλαμβάνεται πειθαρχικών παραβάσεων αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας που εισάγεται προς αυτό για εξέταση κατά την καθορισμένη προς τούτο πειθαρχική διαδικασία.
(3) Το Συμβούλιο δύναται να θέτει σε διαθεσιμότητα το διωκόμενο κατά το χρόνο που διερευνάται η εναντίον του καταγγελία πρόσωπο, μέχρι της τελικής εκδικάσεως του πειθαρχικού αδικήματος.
55. Η Επιτροπή δύναται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου να καθορίζει θέματα που αφορούν το διορισμό ερευνώντος λειτουργού, την πειθαρχική διαδικασία που τηρείται ενώπιον του Συμβουλίου κατά την εκδίκαση πειθαρχικών αδικημάτων και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων της Επιτροπής, το οποίο χρήζει ρυθμίσεως.
56.—(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία να καταρτίζει και υποβάλλει μέσω του Υπουργού Κανονισμούς στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση.
(2) Ανεξάρτητα από τις επί μέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου που προβλέπουν την έκδοση Κανονισμών προς ρύθμιση ορισμένων θεμάτων, η Επιτροπή έχει γενική εξουσία προς κατάρτιση Κανονισμών για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος που κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(3) Οι κατά τον παρόντα Νόμο εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύνανται να προβλέπουν την επιβολή δικαιωμάτων και ετήσιων εισφορών επί των υποκείμενων στον έλεγχο της Επιτροπής, φυσικών προσώπων και οργανισμών.
(4) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αν εντός εξήντα ημερών από την κατάθεσή τους η Βουλή των Αντιπροσώπων με απόφασή της δεν τροποποιήσει ή ακυρώσει τους Κανονισμούς αυτούς εν όλω ή εν μέρει, αυτοί αμέσως μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσης αυτής. Σε περίπτωση τροποποίησής τους εν όλω ή εν μέρει από τη Βουλή των Αντιπροσώπων αυτοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως ήθελαν τροποποιηθεί και τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσης αυτής.
57. Μέχρις ότου εκδοθούν οι Κανονισμοί οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 26, για τη λήψη αποφάσεων από το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου επί των θεμάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 10 (2)(ε), 22(3), 27(1 )(γ), 28, 29, 30,34, 64 και 66(2) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής:
58. Τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία είχε συσταθεί κατά το άρθρο 8 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου περιέρχονται στο σύνολο τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που συνιστάται κατά το άρθρο 5.
59.—(1) Πρόσωπα που διατελούν στην υπηρεσία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου, εξακολουθούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που θα συσταθεί με βάση το άρθρο 5 του παρόντος Νόμου υπό τους υφιστάμενους όρους υπηρεσίας τους, και για σκοπούς υπολογισμού της υπηρεσίας τους θεωρούνται ότι προσλήφθηκαν στην υπηρεσία της Επιτροπής από την ημερομηνία πρόσληψής τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με σύμβαση απασχόλησης.
(2) Πράξεις και Αποφάσεις της υπό κατάργηση Επιτροπής, οι οποίες νομίμως εκδόθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου διατηρούν την ισχύ τους μέχρις ότου τροποποιηθούν ή ανακληθούν από την κατά τον παρόντα Νόμο συσταθείσα Επιτροπή.
(3) Οι διοικητικές ποινές του προστίμου και οποιεσδήποτε άλλες διοικητικές κυρώσεις που τυχόν επέβαλε η υπό κατάργηση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι οποίες δεν εκτελέστηκαν εξακολουθούν να ισχύουν, ως να είχαν επιβληθεί από την Επιτροπή που θα συσταθεί με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
60.—(1) Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ δύο μήνες μετά τη δημοσίευση του στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Αφ' ης ούτος τεθεί σε ισχύ, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να ορίζει με Απόφασή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, διαφορετικές ημερομηνίες έναρξης ισχύος διάφορων διατάξεων του παρόντος Νόμου.
61. Οποιεσδήποτε διατάξεις στην κειμένη νομοθεσία, οι οποίες άπτονται ή αφορούν με οποιοδήποτε τρόπο τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της υπό κατάργηση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καταργούνται μέσα στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ή σε μεταγενέστερο χρόνο εφόσον τούτο κριθεί σκόπιμο, με ειδικές τροποποιήσεις των ισχυόντων Νόμων στους οποίους οι διατάξεις αυτές προβλέπονται.
62. Πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει καθήκοντα του Προέδρου, Αντιπροέδρου, μέλους της Επιτροπής, υπαλλήλου, συμβούλου ή ερευνώντα λειτουργού, οφείλει προτού αναλάβει τα καθήκοντά του, να υπογράψει και να δώσει προς την Επιτροπή βεβαίωση πίστης και τήρησης εμπιστευτικότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(1) Οι περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμοι του 2001 μέχρι 2007 διά του παρόντος καταργούνται.
(2) Σε περίπτωση που Νόμος άλλος από τον παρόντα ή κανονιστική διοικητική πράξη ή ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμο, που καταργείται δυνάμει του εδαφίου (1), η εν λόγω αναφορά θεωρείται ως αναφορά στον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή τον Ν.73(I)/2009], τηρουμένων των αναλογιών.
59.-(1) Οι οδηγίες και οι Κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμων του 2001 μέχρι 2007, εκτός εάν είναι αντίθετοι με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 73(Ι)/2009], συνεχίζουν να ισχύουν ως εάν είχαν εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 73(Ι)/2009], μέχρις ότου τροποποιηθούν ή καταργηθούν.
(2) Οι ατομικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από την Επιτροπή συνεχίζουν να ισχύουν υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που εκδόθηκαν, εκτός εάν τροποποιηθούν ή ανακληθούν από την Επιτροπή.
(3) Ο διορισμός κάθε μέλους της Επιτροπής, το οποίο υπηρετεί σε αυτήν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 73(Ι)/2009], ο οποίος έγινε δυνάμει των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμων του 2001 μέχρι 2007, συνεχίζει να ισχύει μέχρις ότου η θέση του εν λόγω μέλους κενωθεί, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 15, 16 και 17 ή το εδάφιο (4) του παρόντος Άρθρου.
(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να τερματίσει τη θητεία οποιουδήποτε από τα μέλη του Συμβουλίου, τα οποία διορίστηκαν δυνάμει των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμων του 2001 μέχρι 2007 και υπηρετούν στην Επιτροπή κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 73(Ι)/2009].
(5) Η Επιτροπή συνεχίζει τη διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 73(Ι)/2009] εκκρεμούν ενώπιόν της με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 73(Ι)/2009], χωρίς η εγκυρότητα των σχετικών αποφάσεών της να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο.