35.—(1) Οι κατά το άρθρο 34 έρευνες διενεργούνται κατ' εντολήν της Επιτροπής ύστερα από προειδοποίηση η σε επείγουσες και ειδικά αιτιολογημένες περιπτώσεις χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση του προσώπου στο οποίο αφορά η εντολή.
(2) Η εντολή της Επιτροπής δέον να είναι γραπτή και να καθορίζει το σκοπό της έρευνας, να ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, τη διάταξη στην οποία βασίζεται η εξουσία της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του προσώπου στο οποίο η εντολή αφορά να συμμορφωθεί προς την εντολή.
(3) Το πρόσωπο εναντίον του οποίου διενεργείται η έρευνα δύναται να συμβουλεύεται το δικηγόρο του κατά τη διάρκεια της έρευνας, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά κατά νόμο προϋπόθεση για την εγκυρότητα έρευνας.
(4) Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου παρά μόνο δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
(5) Η Επιτροπή σε περίπτωση αρνήσεως προσώπου να συμμορφωθεί προς εντολή για έρευνα ή σε περίπτωση που αυτό επιδεικνύει ελλιπή τα αιτηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης του, έχει εξουσία αφού προηγουμένως τον καλέσει σε απολογία, να του επιβάλει με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή της τις προβλεπόμενες στο άρθρο 38 διοικητικές κυρώσεις.
(6) Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς εντολή της Επιτροπής κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για τη διενέργεια έρευνας, η Επιτροπή έχει επιπρόσθετη εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι και το ποσό των πεντακοσίων λιρών για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης προς συμμόρφωση.
(7) Οι πληροφορίες που αποκτά η Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας της αυτής είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της: