5.—(1) Κάθε εργοδότης ο οποίος αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει εισφορά κοινωνικής συνοχής, την οποία υποχρεούται να καταβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες, ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δυο ποινές, της φυλάκισης και της χρηματικής ποινής.
(2) Όταν αποδεικνύεται ότι το αδίκημα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο με τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντή, συμβούλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι του αδικήματος αυτού και υπόκεινται, σε περίπτωση καταδίκης τους στις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1).
(3) Τίποτε από όσα διαλαμβάνονται στο παρόν άρθρο δε δύναται να ερμηνευθεί ότι παρεμποδίζει τη Δημοκρατία να διεκδικεί, με πολιτική αγωγή οποιοδήποτε ποσό οφείλεται σ' αυτή.
(4) Ποινική δίωξη για αδίκημα που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο δεν αρχίζει χωρίς τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.