47Α.-(1) Απώτερος στόχος της μακροπροληπτικής επίβλεψης του χρηματοοικονομικού συστήματος είναι η συμβολή στη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος ως συνόλου, μεταξύ άλλων, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και μειώνοντας τη συσσώρευση των συστημικών κινδύνων, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν τη διαρκή συμβολή του χρηματοοικονομικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη∙ για την άσκηση της μακροπροληπτικής επίβλεψης του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Τράπεζα -
(α) αναγνωρίζει, παρακολουθεί και αξιολογεί τους κινδύνους που απειλούν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα∙ και
(β) εφαρμόζει πολιτικές για αποτροπή ή περιορισμό των εν λόγω κινδύνων προς επίτευξη του απώτερου στόχου της.
(2) Η Τράπεζα ασκεί μακροπροληπτική πολιτική είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατ’ εφαρμογή συστάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου είτε κατ’ εφαρμογή συστάσεων ή αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή άλλων αρμόδιων αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(3) Η Τράπεζα, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 6, συνεργάζεται με αρμόδιες αρχές στη Δημοκρατία των οποίων οι ενέργειες επηρεάζουν σημαντικά τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, χωρίς επηρεασμό των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους που προβλέπονται σε οικείους νόμους.
(4) Η Τράπεζα δύναται να αναθέτει ή και να αναπτύσσει, σε συνεργασία ή σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές στη Δημοκρατία, τις μεθόδους επιτήρησης για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και δομών που είναι συστημικά σημαντικές για τη Δημοκρατία, και να καθορίζει ή να προβαίνει σε συστάσεις όσον αφορά την οριοθέτηση των κανονιστικών ρυθμίσεων για το χρηματοοικονομικό σύστημα.
(5) Η Τράπεζα, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 6, συνεργάζεται και ανταλλάσσει οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες με αρμόδιες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, και, όταν απαιτείται, με άλλες αρμόδιες αρχές στη Δημοκρατία και σε κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των μακροπροληπτικών αρχών άλλων κρατών μελών ή με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, διασφαλίζοντας την εμπιστευτικότητά τους.
(6) Η Τράπεζα δύναται να αναπτύσσει και να εφαρμόζει κατάλληλα εργαλεία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 6 είτε με δική της πρωτοβουλία, είτε κατ’ εφαρμογή συστάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, είτε κατ’ εφαρμογή συστάσεων ή αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή άλλων αρμόδιων αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5Α και των κανόνων που εκάστοτε ισχύουν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, η Τράπεζα δύναται να εκδίδει ειδικές ή γενικές οδηγίες ή κατευθυντήριες γραμμές προς τις συνιστώσες του χρηματοοικονομικού συστήματος ως σύνολο ή ανά ομάδα ή ανά χρηματοοικονομικό ίδρυμα, επιχείρηση ή οντότητα, τις οποίες δημοσιεύει όπως η ίδια η Τράπεζα ήθελε κρίνει αναγκαίο.
(8) Η Τράπεζα δημοσιοποιεί οποιεσδήποτε αποφάσεις μακροπροληπτικής πολιτικής και την αιτιολογική τους βάση έγκαιρα, εκτός αν αυτό δημιουργεί κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και καθορίζει και δημοσιοποιεί τις στρατηγικές μακροπροληπτικής πολιτικής.
(9) Η Τράπεζα δύναται να προβαίνει σε δημόσιες και μη δημόσιες δηλώσεις σχετικά με τον συστημικό κίνδυνο.
(10) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (8), η Τράπεζα ενημερώνει τη Βουλή των Αντιπροσώπων για οποιεσδήποτε αποφάσεις μακροπροληπτικής πολιτικής και την αιτιολογική τους βάση, έγκαιρα, καθώς και για τις στρατηγικές μακροπροληπτικής πολιτικής που η Τράπεζα καθορίζει. η Τράπεζα καταθέτει κατ’ έτος, έκθεση για τη μακροπροληπτική πολιτική του προηγούμενου έτους στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
(11) Οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο είναι σύμβουλος ή λειτουργός της Τράπεζας, δεν υπέχει ευθύνης σε περίπτωση αρωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Τράπεζας δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 6 ή δυνάμει οποιωνδήποτε ειδικών ή γενικών οδηγιών ή κατευθυντήριων γραμμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (7) του άρθρου 47Α, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.