64.—(1)(α) Η Τράπεζα δύναται να απαιτεί από τους αναφερόμενους στο άρθρο 63 οργανισμούς και πρόσωπα να της παρέχουν όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή τους, όπως αυτά ορίζονται σε οδηγίες που εκδίδονται από την Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (2) για την κατάρτιση του ισοζυγίου πληρωμών και τον υπολογισμό της διεθνούς επενδυτικής θέσης της Δημοκρατίας, καθώς και των χρηματοοικονομικών λογαριασμών των επιμέρους τομέων της οικονομίας.
(β) Οι αναφερόμενοι στο άρθρο 63 οργανισμοί και πρόσωπα, χωρίς δικαίωμα επίκλησης του τραπεζικού ή άλλου απορρήτου, παρέχουν στην Τράπεζα, τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) στοιχεία και πληροφορίες.
(2) Η Τράπεζα δύναται να ορίζει με την έκδοση σχετικών οδηγιών, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που οφείλουν να εξασφαλίζουν και να της παρέχουν οι αναφερόμενοι στο άρθρο 63 οργανισμοί και πρόσωπα, σχετικά με τις συναλλαγές τους με κατοίκους ή μη κατοίκους Κύπρου, τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις τους έναντι των προσώπων αυτών, καθώς και τον τρόπο, χρόνο και διαδικασία παροχής των στοιχείων καθώς και πληροφοριών και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια:
(3) Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής των στοιχείων που ορίζονται στις οδηγίες της Τράπεζας, τα αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα και τα εξουσιοδοτημένα οικονομικά ιδρύματα οφείλουν σε περίπτωση διενέργειας μέσω αυτών συναλλαγών κατοίκων με μη κάτοικους Κύπρου, να παίρνουν από τους συναλλασσόμενους κατοίκους Κύπρου τις πληροφορίες ή τα στοιχεία αυτά.
(4) Ανεξάρτητα από οτιδήποτε διαλαμβάνεται σε οποιοδήποτε άλλο εκάστοτε σε ισχύ νόμο, στοιχεία ή πληροφορίες που παρέχονται στην Τράπεζα για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή είτε από πρόσωπο, το οποίο ασκεί ή άσκησε δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας, είτε από πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών ή των στοιχείων αυτών:
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Τράπεζα δύναται να ορίζει την έννοια του «κατοίκου Κύπρου» με την έκδοση σχετικών οδηγιών.
(6)(α) Όποιος παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες και εάν το αδίκημα συνεχίζεται, με περαιτέρω χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται η παράβαση.
(β) Το Δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει αδίκημα λόγω παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται, σε περίπτωση καταδίκης, επιπροσθέτως οποιασδήποτε ποινής επιβάλλει στον ένοχο δυνάμει της παραγράφου (α), να διατάξει και την άμεση παροχή προς την Τράπεζα των στοιχείων ή πληροφοριών που αυτή είχε ζητήσει.