26. Πρόσωπο, το οποίο -
(α) προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7, του εδαφίου (1) του άρθρου 9, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 10, του άρθρου 11, του εδαφίου (1Α) και/ή του εδαφίου (1Β) του άρθρου 15 και/ή
(β) προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά παράβαση των Κανονισμών και/ ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα ογδόντα πέντε χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€85.500) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2)(α) Εάν, κατά τη διαδικασία εκδίκασης αδικήματος κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7, του εδαφίου (1) και/ή του εδαφίου (2) του άρθρου 10, υπάρχει ισχυρισμός ότι η διάπραξή του προκαλεί ή πρόκειται να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος ή να αποτελέσει κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να απαγορεύει τη συνέχιση ή επανάληψη της πράξης ή παράλειψης που προκαλεί τη ρύπανση ή τον κίνδυνο, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης.
(β) Το διάταγμα που προβλέπεται στην παράγραφο (α) εκδίδεται από πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(3) Οι προϋποθέσεις έκδοσης τέτοιου διατάγματος διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και τους σχετικούς περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
(4) Το προσωρινό διάταγμα που προβλέπεται στο εδάφιο (2) μπορεί να εκδοθεί και μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση, κατ’ εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Στην περίπτωση αυτή, για σκοπούς καταχώρησης ένστασης ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντιδίκου λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το δικαστήριο δεν υπερβαίνει τις δεκατέσσερις (14) μέρες.
(5) Αν πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2), δεν υπακούει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα ογδόντα πέντε χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€85.500) ή/και στις δύο αυτές ποινές.
(6) Εάν για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα πιο πάνω αδικήματα ευθύνεται οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή -
(α) οποιουδήποτε από τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του εν λόγω νομικού προσώπου, ή
(β) του γενικού διευθυντή ή του διευθυντή ή του διευθύνοντος συμβούλου του νομικού προσώπου,
τότε η ποινική δίωξη για το αδίκημα μπορεί να στραφεί εναντίον του νομικού προσώπου και όλων ή οποιωνδήποτε από τα πιο πάνω φυσικά πρόσωπα.