2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«άδεια» σημαίνει άδεια που χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 34·
«αιτητής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που διαμένει ή νομική οντότητα που είναι εγγεγραμμένη στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος και το οποίο υποβάλλει αίτηση για χορήγηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 34·
«ανανεώσιμη, μορφή ενέργειας» σημαίνει ενέργεια, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρισμού, η οποία χρησιμοποιεί ως κύρια πηγή ένα ή συνδυασμό περισσοτέρων του ενός από τα ακόλουθα:
(α) άνεμο,
(β) ήλιο,
(γ) κύμα,
(δ) παλίρροια,
(ε) υδατική ενέργεια,
(στ) βιομάζα,
(ζ) αέριο προερχόμενο από χωματερές,
(η) αέριο από σταθμό επεξεργασίας λυμάτων, και
(θ) βιοαέρια·
«απευθείας αγωγός» σημαίνει αγωγό φυσικού αερίου συμπληρωματικό του συστήματος αγωγού φυσικού αερίου·
«απευθείας γραμμή», σε σχέση με τον ηλεκτρισμό, σημαίνει ηλεκτρική γραμμή η οποία δεν αποτελεί μέρος του συστήματος μεταφοράς ή του συστήματος διανομής και η οποία χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για να μεταφέρει ηλεκτρικό ρεύμα με σκοπό την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε επιλέγοντα πελάτη·
«απόφαση» σημαίνει απόφαση της ΡΑΕΚ, όπως καθορίζεται στο άρθρο 26·
«αρχείο» σημαίνει οποιοδήποτε βιβλίο, έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο γραπτό ή έντυπο υλικό σε οποιαδήποτε μορφή περιλαμβανομένης οποιασδήποτε πληροφορίας, αποθηκευόμενης, διατηρούμενης ή φυλασσόμενης διά μέσου οποιασδήποτε μηχανικής ή ηλεκτρονικής συσκευής, είτε αποθηκεύεται είτε όχι, διατηρείται ή φυλάσσεται σε αναγνώσιμη μορφή·
«Αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμο·
«αυτοπαραγωγή» σημαίνει παραγωγή ηλεκτρισμού για ιδίαν χρήση˙
«Γραφείο της ΡΑΕΚ» σημαίνει τη νομική οντότητα, η οποία ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 7·
«δεσπόζουσα θέση» και «κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης» έχουν την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από τους περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 1989 μέχρι (Αρ. 2) του 2000·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«δημόσια θέση», «δημόσια υπηρεσία» και «δημόσιος υπάλληλος» έχουν την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς, από τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμους του 1990 μέχρι 2001·
«δημοσιευμένο» σημαίνει οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο διατίθεται στο κοινό, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή·
«δείκτες απόδοσης» σημαίνει δείκτες που καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται από τη ΡΑΕΚ δυνάμει του άρθρου 90·
«διανομή» σε σχέση με τον ηλεκτρισμό, σημαίνει τη διανομή ηλεκτρισμού μέσω συστήματος μέσης και χαμηλής τάσης που αποτελείται από ηλεκτρικές γραμμές, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, μετασχηματιστές και μηχανισμούς τροφοδοσίας και διακοπής ηλεκτρικών κυκλωμάτων και που χρησιμοποιείται για τη διανομή ηλεκτρισμού τόσο στους καταναλωτές όσο και μεταξύ υποσταθμών·
«διασύνδεση» σημαίνει εξοπλισμό ο οποίος χρησιμοποιείται για να συνδέει το ηλεκτρικό σύστημα άλλων χωρών με το σύστημα της Δημοκρατίας και ο όρος «διασυνδέσεις» ερμηνεύεται ανάλογα·
«Διαχειριστής Συστήματος Μεταφοράς» σημαίνει τη Μονάδα Διαχείρισης του Συστήματος Μεταφοράς η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 57·
«Διευθυντής Συστήματος Μεταφοράς» σημαίνει το πρόσωπο που διορίζεται ως Διευθυντής Συστήματος Μεταφοράς σύμφωνα με εδάφιο (2) του άρθρου 57·
«έκθεση πρόβλεψης» σημαίνει την έκθεση το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται στο άρθρο 87·
«εμπορικά ευαίσθητη πληροφορία» σημαίνει οποιαδήποτε πληροφορία, η αποκάλυψη της οποία είναι δυνατό να ζημιώσει ουσιαστικά τα οικονομικά συμφέροντα οποιουδήποτε προσώπου·
«εξαίρεση» σημαίνει εξαίρεση από την υποχρέωση για κατοχή άδειας που παραχωρείται δυνάμει του άρθρου 35·
«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει μέλος του προσωπικού του Γραφείου της ΡΑΕΚ το οποίο διορίζεται από τη ΡΑΕΚ δυνάμει του άρθρου 7 και εξουσιοδοτείται από τη ΡΑΕΚ να εκτελεί καθήκοντα σύμφωνα με το άρθρο 93·
«εξουσιοδότηση κατασκευής απευθείας γραμμής» σημαίνει εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 86·
«επικουρική υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία άλλη από την παραγωγή ηλεκτρισμού που είναι αναγκαία για τη λειτουργία ενός σταθερού και αξιόπιστου ηλεκτρικού συστήματος και που περιλαμβάνει άεργο ισχύ λειτουργική εφεδρεία, ρύθμιση συχνότητας και ικανότητα κρύας εκκίνησης·
«επιλέγων καταναλωτής» σημαίνει οποιοδήποτε καταναλωτή που δύναται να συμβάλλεται για την αγορά ηλεκτρισμού δυνάμει του άρθρου 43·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«επιχείρηση ηλεκτρισμού» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ασχολείται με την παραγωγή, μεταφορά, διανομή ή προμήθεια ηλεκτρισμού, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε κατόχου άδειας δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο παρασχέθηκε Διάταγμα ή άδεια δυνάμει των άρθρων 4 και 9, αντίστοιχα, του περί Ηλεκτρισμού Νόμου·
«ηλεκτρική γραμμή» σημαίνει οποιαδήποτε γραμμή που χρησιμοποιείται αποκλειστικά ή μεταξύ άλλων, για τη ροή ηλεκτρισμού για οποιοδήποτε σκοπό και περιλαμβάνει-
(α) οποιοδήποτε στήριγμα για οποιαδήποτε τέτοια γραμμή, που περιλαμβάνει, οποιαδήποτε κατασκευή, πάσσαλο ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο εντός, επί, διά μέσου ή από το οποίο, μια τέτοια γραμμή δυνατόν να στηρίζεται, μεταφέρεται ή αναρτάται,
(β) οποιαδήποτε συσκευή η οποία συνδέεται με οποιαδήποτε τέτοια γραμμή για το σκοπό ροής ηλεκτρισμού ή παροχής άλλων υπηρεσιών, και
(γ) οποιοδήποτε σύρμα, καλώδιο, σωλήνα, αγωγό ή παρόμοιο αντικείμενο, περιλαμβανομένης της επένδυσης ή του καλύμματός του, το οποίο περιβάλλει ή στηρίζει ή που περιβάλλεται ή στηρίζεται από οποιαδήποτε τέτοια γραμμή, ή είναι εγκατεστημένο πολύ κοντά ή στηρίζεται, μεταφέρεται ή αναρτάται σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια γραμμή·
«ηλεκτρικός εξοπλισμός» σημαίνει οποιαδήποτε εγκατάσταση, μηχανισμό ή συσκευή που χρησιμοποιείται για παραγωγή, μεταφορά, διανομή ή προμήθεια ηλεκτρισμού ή για σκοπούς που σχετίζονται με τα πιο πάνω και δεν περιλαμβάνει-
(α) ηλεκτρική γραμμή,
(β) μετρητή που χρησιμοποιείται για την καταγραφή της ποσότητας του ηλεκτρισμού που παρέχεται σε οποιαδήποτε εγκατάσταση, ή
(γ) ηλεκτρική συσκευή κάτω από τον έλεγχο καταναλωτή·
«Ιδιοκτήτης Συστήματος Διανομής» σημαίνει την Αρχή με την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας και διαχειρίστριας του συστήματος διανομής·
«Ιδιοκτήτης Συστήματος Μεταφοράς» σημαίνει την Αρχή με την ιδιότητα της ως ιδιοκτήτριας του συστήματος μεταφοράς·
«καθολική υπηρεσία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας» σημαίνει την ικανοποίηση των εύλογων απαιτήσεων για προμήθεια ηλεκτρισμού σε προσιτές τιμές, κάθε κατόχου υποστατικού, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής τους τοποθεσίας, υπό το φως των συνθηκών που επικρατούν στη Δημοκρατία·
«Κανόνες Αγοράς Ηλεκτρισμού» σημαίνει τους Κανόνες που διέπουν την αγοραπωλησία ηλεκτρισμού μεταξύ κατόχων αδειών, οι οποίοι ετοιμάζονται και δημοσιεύονται από το Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 79·
«Κανόνες Μεταφοράς και Διανομής» σημαίνει τους Κανόνες σε σχέση με όλες τις τεχνικές πτυχές που σχετίζονται με τη σύνδεση και τη λειτουργία του συστήματος μεταφοράς και του συστήματος διανομής, οι οποίοι ετοιμάζονται και δημοσιεύονται από το Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς και τον Ιδιοκτήτη Συστήματος Διανομής, σύμφωνα με το άρθρο 72·
«Κανονισμοί» σημαίνει οποιουσδήποτε Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«καταναλωτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο είναι είτε επιλέγων καταναλωτής είτε μη επιλέγων καταναλωτής, ο οποίος προμηθεύεται ηλεκτρική ενέργεια σε συγκεκριμένο υποστατικό για κατανάλωση στο υποστατικό αυτό·
«κάτοχος άδειας» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο χορηγείται άδεια δυνάμει του άρθρου 34·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης·
«Λογαριασμός ΔΣΜ» σημαίνει τον λογαριασμό που ανοίγεται από το Διευθυντή ΔΣΜ σε σχέση με τον οποίο μόνο ο Διευθυντής Συστήματος Μεταφοράς και πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από το Διευθυντή ΔΣΜ έχουν δικαίωμα υπογραφής·
«μέλος της ΡΑΕΚ» σημαίνει πρόσωπο που διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 4 περιλαμβανομένου του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της ΡΑΕΚ.
«μεταφορά», σε σχέση με τον ηλεκτρισμό, σημαίνει τη μεταφορά ηλεκτρισμού μέσω ενός συστήματος μεταφοράς δηλαδή, ενός συστήματος που αποτελείται, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, από γραμμές και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις υψηλής τάσης και το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ηλεκτρισμού από ένα σταθμό παραγωγής σε ένα υποσταθμό, ή από ένα σταθμό παραγωγής σε άλλο, ή από ένα υποσταθμό σε άλλο, ή προς ή από οποιαδήποτε διασύνδεση, ή σε καταναλωτές, αλλά δεν θα περιλαμβάνει οποιεσδήποτε τέτοιες γραμμές τις οποίες η Αρχή μπορεί, από καιρό σε καιρό, με την έγκριση της ΡΑΕΚ να καθορίζει ως μέρος του συστήματος διανομής, αλλά θα περιλαμβάνει οποιαδήποτε διασύνδεση η οποία ανήκει στην Αρχή·
«μέση τάση» σημαίνει ονομαστική τάση της οποίας η τιμή ρίζας μέσου τετραγώνου (RMS) υπερβαίνει το 1kV αλλά δεν υπερβαίνει τα 36 kV·
«μη επιλέγων καταναλωτής» σημαίνει οποιοδήποτε καταναλωτή ο οποίος δεν καθορίζεται ως επιλέγων καταναλωτής δυνάμει Υπουργικού Διατάγματος που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 44 και ο οποίος προμηθεύεται ηλεκτρισμό από την Αρχή·
«Μητρώο» σημαίνει το μητρώο το οποίο τηρείται από τη ΡΑΕΚ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20·
«παράγω», σε σχέση με τον ηλεκτρισμό, σημαίνει παράγω ηλεκτρισμό·
«παραγωγός» σημαίνει πρόσωπο το οποίο παράγει ηλεκτρισμό είτε δυνάμει άδειας που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 34 είτε δυνάμει εξαίρεσης που χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 35·
«παροχέας καθολικής υπηρεσίας ηλεκτρικής ενέργειας» σημαίνει τον κάτοχο άδειας ο οποίος σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο καθορίζεται ως παροχέας καθολικής υπηρεσίας καθ’ όσον αφορά δραστηριότητα για την οποία κατέχει άδεια·
«προμήθεια» σε σχέση με τον ηλεκτρισμό σημαίνει την πώληση ηλεκτρισμού μέσω ηλεκτρικών γραμμών σε καταναλωτές, για κατανάλωση·
«προμηθευτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο είναι κάτοχος άδειας σύμφωνα με τις παραγράφους (β) ή (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 34·
«πρόσωπο» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο και περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, δήμο, σωματείο, ίδρυμα, ή οποιαδήποτε άλλη ένωση ή σύνδεσμο προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα·
«προσχέδιο ρυθμιστικής απόφασης» σημαίνει προσχέδιο ρυθμιστικής απόφασης της ΡΑΕΚ που αναφέρεται στο άρθρο 26·
«Πρωτόκολλο Συστήματος Μεταφοράς» σημαίνει Πρωτόκολλο το οποίο συνάπτεται μεταξύ του Ιδιοκτήτη Συστήματος Μεταφοράς και του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται στο άρθρο 68·
«ρυθμιστική απόφαση» σημαίνει απόφαση της ΡΑΕΚ, η οποία σχετίζεται με οποιοδήποτε θέμα αφορά την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 26·
«ΡΑΕΚ» σημαίνει τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου·
«Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου» σημαίνει την Αρχή η οποία συστήνεται δυνάμει του άρθρου 4·
«σταθμός παραγωγής» σημαίνει σταθμό για την παραγωγή ηλεκτρισμού·
«Συμβουλευτική Επιτροπή Κανόνων Αγοράς Ηλεκτρισμού» σημαίνει την Επιτροπή που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 81·
«Συμβουλευτική Επιτροπή Κανόνων Μεταφοράς και Διανομής» σημαίνει την Επιτροπή που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 76·
«συμπαραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού» σημαίνει την ταυτόχρονη παραγωγή αξιοποιήσιμης θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας, που προέρχεται από μια ενοποιημένη θερμοδυναμική διαδικασία, στην οποία η διαδικασία λειτουργικής αποδοτικότητας στο σύνολό της και η ενιαία θερμοδυναμική διαδικασία ικανοποιούν τέτοια τεχνικά, λειτουργικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά κριτήρια που δυνατό να καθορίζονται από τον Υπουργό από καιρού εις καιρό, ύστερα από διαβουλεύσεις με τη ΡΑΕΚ·
«σύστημα διανομής» σημαίνει σύστημα, που δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε μέρος του συστήματος μεταφοράς, το οποίο αποτελείται, κύρια ή εξ ολοκλήρου από-
(α) ηλεκτρικές γραμμές των δικτύων μέσης και χαμηλής τάσης μεταξύ αυτόματων διακοπτών κυκλώματος ή διακοπτών μέσης τάσης στους υποσταθμούς μεταφοράς που ανήκουν στον Ιδιοκτήτη Συστήματος Διανομής και χρησιμοποιούνται για τη διανομή ηλεκτρισμού από μονάδες παραγωγής ή άλλα σημεία εισόδου μέχρι το σημείο παράδοσης σε πελάτες ή άλλους χρήστες, και
(β) οποιοδήποτε ηλεκτρολογικό εξοπλισμό ο οποίος ανήκει ή είναι υπό τη διαχείριση του Ιδιοκτήτη Συστήματος Διανομής σε σχέση με τη διανομή ηλεκτρισμού,
«σύστημα μεταφοράς» σημαίνει το σύστημα που αποτελείται εξ ολοκλήρου ή κυρίως από ηλεκτρικές γραμμές υψηλής τάσης που ανήκουν στην Αρχή και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ηλεκτρισμού από ένα σταθμό παραγωγής σε υποσταθμό ή σε άλλο σταθμό παραγωγής ή μεταξύ υποσταθμών και περιλαμβάνει οποιοδήποτε εξοπλισμό, συσκευές και μετρητές που ανήκουν στην Αρχή σε σχέση με τη μεταφορά ηλεκτρισμού·
«συστήματα αγωγού φυσικού αερίου» σημαίνει οποιαδήποτε δίκτυα μεταφοράς ή/και δίκτυα διανομής ή/και εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου που ανήκουν ή/και που είναι κάτω από τη διαχείριση επιχείρηση φυσικού αερίου·
«Υποχρέωση Δημόσιας Ωφέλειας» σημαίνει οποιαδήποτε υποχρέωση που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις ηλεκτρισμού δυνάμει του άρθρου 88 και λαμβάνει υπόψη τους γενικούς κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·
«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·
«υψηλή τάση» σημαίνει ονομαστική τάση της οποίας η τιμή ρίζας μέσου τετραγώνου (RMS) υπερβαίνει τα 36 kV·
«φυσικό αέριο» σημαίνει οποιουσδήποτε υδρογονάνθρακες ή μίγμα υδρογονανθράκων και άλλων αερίων τα οποία αποτελούνται κυρίως από μεθάνιο και περιλαμβάνει το υγροποιημένο φυσικό αέριο·
«χαμηλή τάση» σημαίνει ονομαστική τάση της οποίας η ανώτερη τιμή ρίζας μέσου τετραγώνου (RMS) δεν υπερβαίνει 1 kV.