50. (1) Ο Οινοπνευματοποιός Α΄ ή Β΄ κατηγορίας ή ο ποτοποιός δύναται να εναποθέτει σε τόπο ασφαλούς αποθήκευσης εγκεκριμένο από το Διευθυντή, αιθυλική αλκοόλη με σκοπό την παλαίωση χωρίς την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή με επιστροφή του καταβληθέντος ειδικού φόρου κατανάλωσης.
(2) Κάθε τόπος ασφαλούς εναπόθεσης αιθυλικής αλκοόλης με σκοπό την παλαίωση, ο οποίος έχει εγκριθεί από το Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (1), αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως "αποθήκη ωρίμανσης".
(3) Ο οινοπνευματοποιός Α΄ ή Β΄ κατηγορίας ή ο ποτοποιός ο οποίος, μετά την έγκριση της αποθήκης ωρίμανσης, προβαίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Διευθυντή σε οποιαδήποτε αλλαγή ή προσθήκη σε αυτή, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες πενήντα λίρες.
(4) Ο Διευθυντής δύναται, με γνωστοποίησή του, να καθορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για:
(α) την αποθήκευση αιθυλικής αλκοόλης σε αποθήκες ωρίμανσης˙
(β) την εξασφάλιση των ειδικών φόρων κατανάλωσης που αναλογούν στην αποθηκευμένη αιθυλική αλκοόλη.
(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο με πράξη ή παράλειψή του παραβαίνει οποιοδήποτε όρο ή προϋπόθεση σύμφωνα με το εδάφιο (4), είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα ή τις επτακόσιες πενήντα λίρες ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω και η αιθυλική αλκοόλη, αναφορικά με την οποία διαπράχθηκε το αδίκημα, υπόκειται σε δήμευση.