3. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 14 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, πρόσωπο το οποίο είναι αγνοούμενο δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, να κηρυχτεί άφαντο με διάταγμα Δικαστηρίου.
(2) Η κήρυξη της αφάνειας δύναται να γίνει μετά την πάροδο πέντε ετών από την τελευταία αξιόπιστη είδηση για το πρόσωπο αυτό.
(3) Πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Αγνοουμένων για την ημερομηνία της τελευταίας, πριν από την έκδοση του πιστοποιητικού, αξιόπιστης είδησης για τον αγνοούμενο, είναι δεκτό ως μαρτυρία και αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σ΄ αυτό.
(4) (α)Αν κριθεί ότι τα γεγονότα που αναφέρει η αίτηση για την αφάνεια αποδείχθηκαν εκδίδεται το διάταγμα κήρυξης της αφάνειας.
(β)Η κήρυξη αφάνειας δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι το πρόσωπο που είναι αγνοούμενο κατέστη άφαντο κατά την ορισμένη στο διάταγμα κήρυξης της αφάνειας ημερομηνία.
(5) Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός προσώπων η αμφισβήτηση ως προς το πιο από τα δύο ή περισσότερα πρόσωπα εξαφανίστηκε πρώτο, ο ισχυριζόμενος ότι η εξαφάνιση του ενός από αυτά προηγήθηκε, οφείλει να προσαγάγει απόδειξη του ισχυρισμού του. Με την έλλειψη απόδειξης τεκμαίρεται ότι όλα τα πρόσωπα κατέστησαν άφαντα ταυτόχρονα.
(6) Διάταγμα κήρυξης της αφάνειας δύναται να εκδοθεί μόνο από Δικαστήριο και μόνο με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του δικαιούχου. Στην τελευταία περίπτωση η αίτηση επιδίδεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο οποίος δύναται να εμφανιστεί στο Δικαστήριο και να εκθέσει τις απόψεις του.